Αυτή την έλεγε αλόγα. Αυτός την έβλεπε νταρντάνα και του έτρεχαν τα σάλια. Κι εκείνη έδινε σημασία μόνο στις κριτικές που την κολάκευαν. Είχε γυρίσει την πρώτη της, όπως νόμιζε τότε, ταινία και είχε αποκτήσει θαυμαστές. Ήταν η πρωταγωνίστρια.
Από μικρή την κυνηγούσε η μητέρα της να μελετά μαθήματα πιάνου. Εκείνη το σιχαινόταν το πιάνο, αλλά δεν τολμούσε να το παρατήσει. Όπως πίστευε η μητέρα της, ήταν ένας τρόπος ν’ αποδείξει πως ξεχώριζε. Στο σπίτι δεν υπήρχε ίχνος μουσικής, έστω της υποταγμένης στους νόμους της αγοράς. Όχι μόνο δεν πήγαν ποτέ σε συναυλίες, όχι μόνο δε διέθεταν δίσκους, ούτε το ραδιόφωνο έβαζαν. Παρόλ’ αυτά η μητέρα της την υποχρέωνε να προσκαλεί τους φίλους της για να τους παίξει κάποιο κομμάτι που με κόπο είχε καταφέρει να μάθει τις νότες. Η μητέρα της αγνοούσε τις γκριμάτσες κοροϊδίας των φίλων της, αγωνιούσε όταν εκείνη πάταγε λάθος νότα ή κόμπιαζε, κι έκανε πως λιγωνόταν απ’ αυτό που άκουγε, μισοκλείνοντας πότε πότε τάχα συνεπαρμένη τα μάτια και κουνώντας ελαφρά το κεφάλι πέρα δώθε.
Στην τελευταία τάξη του λυκείου την πλεύρισε ένας ναυτικός που δε θα ησύχαζε μέχρι να την κάνει δική του. Εκείνη το σκεφτόταν, τον πέρναγε ένα κεφάλι. Είχε πάντοτε στ’ αφτιά της τη συμβουλή της μητέρας της: «Να το δώσεις σε κάποιον που θα σε εξασφαλίσει». Παλιά μυαλά. Καλά που δεν είχε πατέρα, να ζει με το φόβο του. Τις είχε παρατήσει, εκείνη και τη μάνα της, από χρόνια, για το χατίρι μιας μικρούλας.
Πήγε και βρήκε τον ήδη ξεβγαλμένο παιδικό της φίλο για να τη συμβουλέψει. Τον ήθελε το ναυτικό αλλά, παράλληλα, ήθελε να διατηρήσει την αγνότητά της. «Ίσως αν το κάνω απέξω απέξω;» ρώτησε το φίλο της κι αυτός έσκασε στα γέλια. Της εξήγησε πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, κι εκείνη απογοητεύτηκε. Όμως δε δόθηκε στο ναυτικό, γιατί δε θα την εξασφάλιζε όπως αυτή ήθελε: Σκόπευε να γίνει διάσημη ηθοποιός. Και στο επόμενο μπάρκο χώρισαν.
Επειδή δεν είχε χρήματα ώστε να γραφτεί σε Δραματική Σχολή, βρήκε μια πρόχειρη λύση. Τα ’φτιαξε μ’ έναν ανήμπορο συνταξιούχο που της πλήρωσε μέχρι και το τελευταίο ευρώ τα δίδακτρα, κι η γαλαντομία του την έκανε ευτυχισμένη. Είχε εξασφαλίσει αυτό που για την ώρα επιθυμούσε και ταυτόχρονα διατηρούσε την παρθενία της. Αν και στην πραγματικότητα ήταν άγαρμπη, κατάφερε να τελειώσει τη σχολή και μαζί τελείωσε τα πηγαινέλα στο σπίτι του συνταξιούχου. Μετά τις τελικές εξετάσεις, η μητέρα της τη νουθέτησε! «Να το δώσεις σε κάποιον που θα σε αναδείξει», της είπε.
Από την άλλη μέρα, έτρεχε σε κάθε ακρόαση που γινόταν. Είτε για να της δώσουν ρόλο στο θέατρο είτε για να της δώσουν ρόλο στο σινεμά. Γρήγορα, όμως, εγκατέλειψε τις ακροάσεις για το θέατρο, κι όχι μονάχα επειδή δεν την ήθελαν. Δεν την ενδιέφερε τόσο, ώστε να περνά κάθε λίγο και λιγάκι μια επώδυνη δοκιμασία. Γιατί οι ακροάσεις την εξαντλούσαν, και ψυχικά και σωματικά. Είχε μάθει ένα μονόλογο κι εν ανάλαφρο τραγουδάκι και κάθε φορά αυτά έλεγε. Μάταια. Επέστρεφε κατευθείαν το σπίτι της πικραμένη. Δεν πήγε ποτέ για καφέ μαζί με άλλες που και κείνες δεν είχαν επιλέξει, κι αυτό την προφύλαξε απ’ το να βγάλει άσχημο όνομα. Ωστόσο εκείνη το έκανε από σνομπισμό. Τι δουλειά είχε με τις αποτυχημένες; Αυτή ήταν ένα αστέρι που αύριο θα μεσουρανούσε, αδιάφορο αν για την ώρα τρεμόσβηνε.
Στο φακό έγραφε καλά. Αλλά, θες η σωματική της διάπλαση, θες ο τρόπος που έπαιζε, την ήθελαν για το μπούγιο ή το πολύ για κανένα μικρό ρολάκι. Εκείνη κάτι τέτοιες προτάσεις τις απέρριπτε ασυζητητί. Μέχρι που γνώρισε τον εισαγωγέα. Τώρα, τι εισαγωγέας ήταν δεν ξέρω, όπως δεν ξέρω τι ακριβώς εισήγαγε, εκείνο που ξέρω είναι ότι την πόθησε τρελά και πως χρηματοδότησε μια ταινία με κείνη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Φυσικά δεν το πολυσκέφτηκε και του δόθηκε χωρίς να λογαριάσει τη γυναίκα του ή τα παιδιά του. Εκείνη ήταν τρισευτυχισμένη.
«Ανταμείφθηκες για την υπομονή που έκανες» της είπε η μητέρα της και τη συνεχάρη. Εκείνη, αν και επέδειξε αξιοσημείωτο επαγγελματισμό, δυσκολεύτηκε να συμπληρώσει το καστ. Τα μεγάλα ονόματα που επιθυμούσε να έχει πλάι της αρνιόνταν να συμμετάσχουν. Αναγκάστηκε να κάνει εκπτώσεις. Στο τέλος κατάφερε και βρήκε κάποιους αμφίβολης ποιότητας ηθοποιούς, ίσα που έλεγαν τα λόγια τους. Μονάχα για τον παρτενέρ της δεν έκανε πίσω. Οργάνωσε ειδική οντισιόν μέχρι που βρήκε αυτό που έψαχνε.
Αυτός ήταν όμορφος! Και ωραίος! Ψηλός και μαυρομάτης. Συχνά, η στάση του σώματός του πρόδιδε τις σκέψεις και τη διάθεσή του. Όπως εκείνη, είχαν περάσει λίγα χρόνια αφότου τέλειωσε τις σπουδές του και το βιογραφικό του παρέμενε πενιχρό. Αυτή η ταινία ήταν η ευκαιρία του. Πράγματι. Όσα κορίτσια τον είδαν, τον ερωτεύτηκαν. Εκείνη, κρυφά, τον λαχτάρησε. Είχε, όμως, τον εισαγωγέα γι’ αυτό, μολονότι υπήρχε ανάμεσά τους έλξη, κράτησε τον ομορφονιό σε απόσταση. Μέχρι που η ταινία πήγε άπατη και ο εισαγωγέας καταστράφηκε οικονομικά. Η γυναίκα του έβαλε το γιο της να ορκιστεί πως κάποτε θα έπαιρνε εκδίκηση. Ο μικρός το έκανε, αλλά, μεγαλώνοντας, ξέχασε τον όρκο, όπως κανείς δε θυμόταν πλέον αυτή τη μακρινή ιστορία.
Μονάχα εκείνη τη θυμόταν. Θυμόταν τον άγριο καβγά της με τον εισαγωγέα τη μέρα που χώρισαν και το καταφύγιο που βρήκε στον παρτενέρ της. Θυμόταν τους απαίσιους μήνες που ακολούθησαν και την εγκατάλειψη που ένιωσε. Ο παρτενέρ της ετοιμαζόταν να υπογράψει συμβόλαιο για δεύτερη ταινία, πρωταγωνιστής ασφαλώς, αλλά εκείνη δεν την πήρε μαζί. Δεν του έκανε. Και τα χάλασαν. Άλλωστε κανείς δεν την ήθελε, ούτε για ερωμένη ούτε για πρωταγωνίστρια.
Ήταν για λύπηση. Βασάνισε την ψυχή της όσο δε λέγεται. Ακατάδεχτη πάντοτε στα μικρά ρολάκια, προτίμησε να βγει απ’ το χώρο και να χαθεί στην ανωνυμία. Εντούτοις ποτέ δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει μέσα της αν περισσότερο την είχε πονέσει η αποτυχία της ταινίας ή το ότι έχασε τη συντροφιά του παρτενέρ της.