«… αφού η καθαρή αντίληψη μας δίνει το όλον ή, τουλάχιστον, το ουσιώδες μέρος της ύλης και αφού το υπόλοιπο προέρχεται από τη μνήμη και επιπροστίθεται στην ύλη, η μνήμη πρέπει να είναι, κατ’ αρχήν, δύναμη απολύτως ανεξάρτητη από την ύλη. Αν, συνεπώς, το πνεύμα είναι κάτι το πραγματικό, τότε είναι ακριβώς εδώ, στο φαινόμενο της μνήμης, που οφείλουμε να το προσεγγίσουμε πειραματικά».
Στο δοκίμιο Ύλη και μνήμη (1896), ένα από τα κύρια έργα του, ο Henri Bergson αναπτύσσει μία όλως πρωτότυπη προσέγγιση σχετικά με το πρόβλημα της σχέσης ύλης και πνεύματος. Η αναδιατύπωση του κεντρικού αυτού φιλοσοφικού ζητήματος επιτυγχάνεται χάρη στην ενδελεχή ανάλυση της αντίληψης και της μνήμης και τον ριζικό επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους. Η ανάλυση αυτή όχι μόνο λαμβάνει υπ’ όψιν τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, αλλά αναγνωρίζει ως θεμελιώδη τη σχέση των σωματικών και πνευματικών λειτουργιών με τη βουλητική δράση του βιολογικού και κοινωνικού όντος «άνθρωπος». Επιτρέπει δε συνάμα στον μεγάλο Γάλλο φιλόσοφο να προτείνει λύσεις που υπερβαίνουν καίριες αντιπαραθέσεις της ιστορίας της φιλοσοφίας όπως π.χ. εκείνη μεταξύ ρεαλισμού και ιδεαλισμού.
Το δοκίμιο Ύλη και μνήμη αποτελεί και σήμερα, εκατό και πλέον χρόνια από τη συγγραφή του, υπόδειγμα φιλοσοφικού στοχασμού που, αφενός, επαναθέτει κεντρικά φιλοσοφικά προβλήματα και προτείνει πρωτότυπες λύσεις, αφετέρου, συνδιαλέγεται γόνιμα με την επιστημονική έρευνα.