You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης, η Άννα Συνοδινού  η Αγγελική Μεταλλινού –Τσιώμου και  η Θάλεια Φλωρά-Καραβία. «Στα χνάρια μιας ταινίας»

Ανθούλα Δανιήλ: Ο Κωνσταντίνος Τσεκλένης, η Άννα Συνοδινού η Αγγελική Μεταλλινού –Τσιώμου και  η Θάλεια Φλωρά-Καραβία. «Στα χνάρια μιας ταινίας»

Το ότι ένα έργο τέχνης επηρεάζει ένα άλλο είναι γνωστό και καμία έκπληξη δεν μας προξενεί. Εκείνο που προξενεί έκπληξη, ή καλύτερα συγκίνηση, είναι να γίνεται η ίδια η ζωή έργο τέχνης και η τέχνη αυτή να μεταπλάθεται σε  μία άλλη και αυτή η άλλη σε μια επόμενη. Να είναι δηλαδή όλα μια αλυσίδα, ένα αόρατο νήμα που, ξεκινημένο από μακριά, φτάνει στην οθόνη του κινηματογράφου.

Πρόκειται για δυο σπουδαίες γυναίκες, τη διδασκάλισσα και ακαδημαϊκό μακεδονομάχο επικηρυγμένη από το Βουλγαρικό Κομιτάτο Αγγελική Μεταλλινού –Τσιώμου, και την Ζωγράφο Θάλεια Φλωρά -Καραβία.

Η ηθοποιός που θα υποδυθεί και τις δύο είναι η Άννα Συνοδινού.

Στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθούμε στην μία.  Ο Τσεκλένης θα κάνει το οδοιπορικό της μεγάλης εκείνης γυναίκας, η οποία έστηνε τα καβαλέτα της κατάματα στο πεδίο της μάχης και αποτύπωνε στους καμβάδες της τα κλέα εκείνων των ανδρών.

Συγκεκριμένα, αρχικά είναι ο τόπος και το πραγματικό γεγονός που η ιστορία θα καταγράψει στα βιβλία της, ενώ παράλληλα με την έκβασή του  θα καταγραφεί και στον καμβά -μια σημαντική λεπτομέρειά του δηλαδή- η οποία λειτουργεί σαν το νύχι του λιονταριού. Το μέρος αντί του όλου. Οι κρεμασμένοι πίνακες της Καραβία σε Μουσεία και Πινακοθήκες με την  ταμπελίτσα πλάι τους μας ενημερώνουν για τη  Μάχη η οποία έγινε πού, πότε, πώς και με ποιους.

Χρόνια πολλά μετά, κάποιος άλλου είδους στρατιώτης με της τέχνης του τα σύνεργα στην πλάτη θα πάρει τον δρόμο που οδηγεί εκεί που παίχτηκε το δράμα για να αναπαραστήσει το τότε μέσα από την προσωπικότητα μιας γυναίκας, της ζωγράφου που είδε με τα μάτια της το τι το ποιοι και πώς. Πλησιάζοντας θα σταθεί μπροστά στο μεγάλο πλατάνι  που «ήταν σχισμένο στη μέση από τον κεραυνό που γείωσε τα σωθικά του… Ήταν τεράστιο … εκεί άστραψαν οι κάννες των παλικαριών του Παύλου Μελά κι αργότερα του αντάρτικου. Τόπος; Η Δυτική Μακεδονία. Μερικές οργιές δυτικά οι όχθες της λίμνης, με τα σύννεφα να επιπλέουν στην επιφάνεια κι η πέτρα που έριξα να τα βουλιάξω, μια προσπάθεια να ταρακουνήσω τη μνήμη». Πιο κάτω,  ένα «πέταλο χωμένο στη λάσπη έμοιαζε με φωτοστέφανο στρατηλάτη άγιου», «Παρακεί ένα Μυστικό του Βάλτου που κάτι ήθελε  να σου πει γι’ αυτό το τοπίο στην ομίχλη. Ίσως μια ιστορία που έπρεπε να κλέψεις ή να την κάνεις δική σου».

Ήδη, με δυο τρεις φράσεις ο Τσεκλένης, ταρακούνησε τη μνήμη, «χτύπησε πέρδικα»  που λέει και ο Ελύτης,  δηλαδή χτύπησε κατευθείαν στον στόχο και τον πέτυχε. Από το προσωπικό του καταπίστευμα ορμητικά αναδύθηκαν σαν αρτεσιανοί πίδακες τα βάσανα και οι καημοί της Λίμνης των Γιαννιτσών, τόπο του Μακεδονικού Αγώνα,  Τα Μυστικά του Βάλτου και η Πηνελόπη Δέλτα πίσω τους, το Τοπίο στην ομίχλη και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο γκρίζο πλάνο, αλλά και τόσα άλλα που η ευαίσθητη μνήμη του κινηματογραφιστή ανέσυρε από τον χρόνο και ξαναζωντάνεψε για χάρη μας.

Οπωσδήποτε, οι σελίδες με τις περιγραφές του τοπίου, του κρύου και της λάσπης, αγαπητέ αναγνώστη, δεν ανήκουν σε κάποια  αφήγηση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά στην αφήγηση του Κωνσταντίνου Τσεκλένη, ο οποίος παρακολουθεί την ηθοποιό στο οδοιπορικό της, διακρίνοντας πως μπαίνει στον ρόλο της, αφού: «Περπατώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, η ιέρεια του Ελληνικού θεάτρου εμπνεόταν την ερμηνεία της στον ρόλο της ζωγράφου των Βαλκανικών  Πολέμων Θάλειας Φλωρά –Καραβία για τα γυρίσματα που θα ξεκινούσαμε σε λίγες μέρες».

Η Θάλεια Φλωρά –Καραβία είναι η ζωγράφος της Σχολής του Μονάχου. Κατά την περίοδο των βαλκανικών πολέμων ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στις εκστρατείες του, ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας που εξέδιδε ο σύζυγός της, και απεικόνισε πολεμικά στιγμιότυπα σε σχέδια με κάρβουνο, κιμωλία και παστέλ.

Τις εμπειρίες της από τα γεγονότα της εποχής εκείνης τις περιέγραψε αργότερα στο βιβλίο της Εντυπώσεις από τον πόλεμο του 1912-1913.

 

Είχαν περάσει 85  πάνω κάτω χρόνια από τα αληθινά γεγονότα, όταν ο σεβασμός του αναγνώστη της Ιστορίας, του σοβαρού νέου άντρα, καλλιτέχνη, κινηματογραφιστή που τον κέντρισε  ο μύθος της Αγγελικής και της Θάλειας, εν προκειμένω, πήρε τα σύνεργα της τέχνης του και  ξεκίνησε να καταγράψει το οδοιπορικό τους,  σε ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή της, την συγκεκριμένη εκείνη ιστορική στιγμή. 1997. Πλάι του, μέσα σε αντίξοες συνθήκες βάδιζε για την αναβίωση του μύθου, η μεγάλη ηθοποιός, η τραγωδός· «στο χωριό της παλιάς Κρανιώνας είχαν πέσει τα πρώτα χιόνια. Βάδιζα αργά στα χνάρια της Ιστορίας και πίσω μου ακολουθούσε σιωπηλή η Άννα Συνοδινού».

Κι εκεί καθώς πηγαίναν, στο κατώφλι ενός παλιού σπιτιού, την  είδαν· «Καθόταν σε ένα απλάδι. Ντυμένη στα μαύρα, με το τσεμπέρι στην κεφαλή, με τα γλυκά της μάτια να μας κοιτά και τις ρυτίδες μιας μεγάλης ιστορίας στο πρόσωπο, μασούλαγε αργά το παρελθόν. Πού και πού μουρμούραγε κάτι στα βλάχικα …Ήταν τυλιγμένη με μια παλιά κουβέρτα… Στην καμπούρα της κουβαλούσε τα πολλά χρόνια μόχθου και τον κύκλο μιας επίπονης ζωής. Μικρή νυφούλα, αντάρτισσα, μάνα, αγρότισσα, σοφή γερόντισσα και τώρα σαν μωρό μπουσουλάει πάλι στον δρόμο της άνοιας. Η Άννα με αργά βήματα την πλησίασε πρώτη. Συναντήθηκαν στο βλέμμα, όμως με  τα μάτια   μιας εσωτερικής ενόρασης έγινε η πραγματική αναγνώριση».

Ήταν η «Μακεδόνισσα» που έψαχνε ο καλλιτέχνης,  «λες κι είχε βγει από πίνακα της Καραβία…»,  ο καιρός  ίδιος, χωρίς κανένα χάσμα και μέσα από τις λάσπες και τις ομίχλες αναδύθηκε το τοπίο ανέγγιχτο από τον χρόνο. Εκεί κοντά βρέθηκε και το κάρο για να μεταφέρει την μεγάλη ηθοποιό, τυλιγμένη σε μια κουβέρτα υπομένοντας την ταλαιπωρία και το κρύο, όπως τότε η ζωγράφος,  το 1912 στα μετόπισθεν.

Στα τελευταία της η Καραβία είχε πάθει καταρράχτη και δεν έβλεπε καλά. Λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν έκανε εγχείρηση. Τις ημέρες εκείνες του γυρίσματος, η  ηθοποιός έπαθε σοβαρή μόλυνση στο αριστερό  μάτι. Όταν ο σκηνοθέτης της πρότεινε να αναβάλλουν το γύρισμα, εκείνη είπε: «Θα αστειεύεσαι, Βέβαια!  Αυτό δεν είναι σύμπτωση, είναι εντολή!».  Χωρίς θεραπεία, την άλλη μέρα από το μάτι έτρεχαν βλέννες. Στο κοντινό πλάνο της τελευταίας σκηνής, φαίνεται το μολυσμένο  μάτι της Άννας.

Έτσι γράφει εκείνος, ο Κωνσταντίνος, κι έτσι διαβάζουμε κι εμείς και σκεφτόμαστε ποιες άραγε να είναι οι μυστικές δυνάμεις που τον τράβηξαν να επιλέξει την Άννα για να υποδυθεί την Θάλεια και την Μακεδόνισσα, να ταξιδέψει σε καιρικές συνθήκες ίδιες με τότε και να συναντήσει την ψυχή της μιας στο ανοϊκό βλέμμα εκείνης της γριούλας που καθόταν στο κατώφλι και να δει της άλλης την ψυχή  μέσα από το μολυσμένο μάτι της.

Η ταινία βραβεύτηκε στο ανακαινισμένο «Ολύμπιον» της Θεσσαλονίκης και την ίδια χρονιά σε διεθνή φεστιβάλ, όπου απέσπασε το Α΄ Βραβείο στην κατηγορία Ντοκιμαντέρ στον Καναδά και το Βραβείο καλύτερης παραγωγής στο Φεστιβάλ Αρχαιολογικής Ταινίας Αγών το 1998 στην Αθήνα.

Σήμερα το ιστορικό αυτής της ταινίας βρίσκεται στο βιβλίο Το κλείστρο,  Εκδ. Λιβάνης, 2024.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.