Λίγο πριν τελειώσει η μέρα, η ανοιξιάτικη υγρασία απλωνόταν στη μικρή πλατεία. Τα κτίρια γύρω, ψηλές πολυκατοικίες, έκρυβαν τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου και οι γωνίες τους έμοιαζαν να παίζουν κρυφτό με τις σκιές.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα καθόταν στο παγκάκι με το σκυλάκι της, που έτρεχε ελεύθερο και χοροπηδούσε. Κάποιοι βιαστικοί διαβάτες διέσχιζαν την πλατεία, με γρήγορο βήμα.
O Zώης, καθισμένος στο απέναντι παγκάκι, έδειχνε να παρακολουθεί γύρω του: το σκύλο που έτρεχε, τη γριά γυναίκα που τον φώναζε Τάμπο. Κι ο σκύλος ζωηρός, όλο νεύρο, ερχόταν κι έφευγε, όταν τον καλούσε η ηλικιωμένη. Πήδαγε πάνω στα πόδια της και τη φιλούσε με τη γλώσσα του στο πρόσωπο.
Ένα φορτηγάκι φρέναρε απότομα. Κάποιος πέρασε με κόκκινο φανάρι στο διπλανό δρόμο, στο πάνω μέρος της πλατείας. Και μόλις που πρόλαβε να γλιτώσει ο απρόσεκτος διαβάτης το ατύχημα.
Αλλά, ο Ζώης ήταν απορροφημένος μόνο με τις δικές του σκέψεις κι έδειχνε να μην ακολουθεί τη γύρω ορατή σ’ αυτόν κατάσταση. Ήταν όλως απεριποίητος, με πρόσωπο χλωμό, γεμάτο γένια. Και προπαντός ήταν τα μάτια του κουρασμένα και σκοτεινά σαν ένα μαύρο σύννεφο να τα είχε σκεπάσει και σα να ήρθε κουρασμένος από μακρινό ταξίδι μέσα σε όνειρο.
Πώς βρέθηκε σε αυτή την πλατεία; Δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν ο ίδιος, αυτός που από ώρα κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό βιβλίο και προσπαθούσε επίμονα να συγκεντρωθεί για να διαβάσει.
«Εδώ, σε αυτό το μέρος γεννήθηκα, εδώ έκανα μικρός ποδήλατο. Ένιωθα πως πάντα ήταν έτσι, δεν έχει αλλάξει από τότε τίποτα… Ο ίδιος ουρανός σκεπάζει αυτή την πλατεία και τα άψυχα κτίρια», είπε ψιθυριστά, χωρίς να ακούγεται. Ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του, σαν να ήθελε να επικοινωνήσει με έναν αόρατο άνθρωπο δίπλα του.
Κάποτε κοίταξε επίμονα την ηλικιωμένη και νόμισε ότι έμοιαζε στη δική του μάνα. Θυμήθηκε πως κι αυτή ήταν μια γριά, που κάποτε έπαιζε αμέριμνα με το σκύλο της. Είχε πολλές φορές ξαναδεί αυτή την εικόνα και σκέφτηκε μήπως προϋπήρχε πάντα μέσα του.
Κι ακόμη, αναρωτήθηκε αν την γυναίκα αυτή βασάνιζαν ανίατες αρρώστιες κι αν είχε αγωνίες ότι σύντομα και οριστικά θα παύσει να υπάρχει. Όμως εκείνη έμοιαζε ατάραχη και με στοργή μάλωνε το αγαπημένο της σκυλάκι.
Μετά στο μυαλό του ήρθε η δουλειά που έκανε και ότι μπορεί να είχε φύγει από εκεί, δίχως να ζητήσει την άδεια από κάποιον. Κι ακόμη ότι μπορεί να ήταν από καιρό χωρίς καμιά δουλειά, αλλά κάτι τον εμπόδιζε να το πιστέψει.
Ύστερα, θυμήθηκε τη λέξη «παράβαση» και σα να μιλούσε στον άλλον που βρισκόταν αόρατα κοντά του, απήγγειλε :
«Πέρασα με το κόκκινο τη διάβαση/Τα πάντα ούρλιαζαν: παράβαση, παράβαση./Έλεγξαν το αίμα μου και τα χαρτιά μου…..».*
Στο τέλος μουρμούρισε με ένταση: «Νιώθω μόνο οργή! Όλα είναι μετοχές στο χρηματιστήριο!».
Ήρθαν μετά κι’ άλλες σκέψεις: πως ήταν μικρές οι παραβάσεις που είχε κάνει στη ζωή του, άλλα ότι αισθανόταν οργή για τον κόσμο γύρω του, για τις αποτυχημένες φιλίες κι ακόμη για τις ματαιότητες και τις αστάθμητες απώλειες, για την υγεία της ίδιας της ψυχής του.
Μύριζε η υγρασία στο έδαφος που ακουμπούσε τα πόδια του και από πάνω του ένιωθε τον ουρανό να βαραίνει μολυβένιος. Ήταν σκοτεινός ουρανός που τον έπνιγε.
Τότε σκέφτηκε, πως αυτά που τον δυσαρέστησαν και συνεχίζουν να τον απογοητεύουν, μπορεί να ήταν μόνο πλάσματα του δικού του νου. Και ότι οι άνθρωποι που νόμιζε πως γνώριζε, ίσως να ήταν απατηλή μόνο εντύπωσή του.
Σε μια πλατεία την άνοιξη που όλα γύρω ήταν πράσινα και τα δένδρα υψώνονταν ανθισμένα, ο Ζώης τα έβλεπε όλα απόμακρα και σκοτεινά. Κι αναρωτιόταν, εάν αυτοί οι άνθρωποι, που ήξερε, δεν είχαν κι’ άλλα πρόσωπα, που ήταν διαφορετικά από εκείνα που αυτός είχε γνωρίσει. Εάν είχαν τόσα πολλά πρόσωπα, όσες ήταν κι οι μέρες που ο καθένας από αυτούς είχε ζήσει.
Με μια κίνηση του σώματος και των χεριών που έκανε, νευρική και απότομη, φαινόταν σαν να μην επιζητούσε καμιά κατανόηση από τον δίπλα του, τον αθέατο άλλον, σα να ήθελε να διαγράψει από τη μνήμη του όλο το παρελθόν και να μπορέσει να κάνει από την αρχή τη ζωή του διαφορετική….
* Βύρων Λεοντάρης: «Πέρασα με το κόκκινο τη διάβαση».
Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος