—Μπορούμε ν’ αρχίσουμε!
Ο επικεφαλής είχε την έκφραση του αποφασισμένου. Όμως καθώς διέγνωσε τον αδιόρατο δισταγμό μου, ρώτησε δήθεν αδιάφορα.
—Λείπει κανείς;
—Όλοι, ήθελα να φωνάξω, αλλά σήκωσα το κεφάλι σε κίνηση άρνησης.
Άρχισε τότε να αναδεύεται η μνήμη και να ‘ναι άπαντες οι καλεσμένοι μου παρόντες άλλοι ως ακαθόριστο πλήθος κι άλλοι ως φευγαλέες μοναχικές μορφές. Κρατούσαν λευκό τριαντάφυλλο ο καθείς στο ζερβί του το χέρι και τους έβλεπα να βαδίζουν στον βωμό.
—Που βρίσκομαι; φώναξα κι άκουσα τη φωνή μου να ‘ρχεται από βαθιά ως αντίλαλος του του ξηρού πηγαδιού.
Έτσι γίνεται στη ζωή σκέφτηκα, όλα συμβαίνουν μετά, στην αναπαράσταση.
—Και η αλήθεια;
Αυτό ρώτησαν όλοι μαζί κι εγώ αναρωτήθηκα πόσο αστραπιαία άκουσαν την άηχη κραυγή μου.
—Η αλήθεια βρίσκεται αποκεφαλισμένη στη λήθη, τους είπα, και σήκωσα το χέρι μου για να τους δείξω τη μεγάλη φωτιά που ’καιγε στο χωράφι. Καίνε τις καλαμιές από τα καλαμπόκια, τους εξήγησα και όλοι κατάλαβαν γιατί έλειπαν η μάνα και ο πατέρας από τη γιορτή.
Όμως ήταν του Ευαγγελισμού η γιορτή και η σπορά θα γινόταν σε λίγες μέρες, μετά την Πρωταπριλιά. Κανείς δεν νοιάστηκε γι’ αυτήν την ανακολουθία, ξέροντας πως η χρονική αλληλουχία λειτουργεί μ’ αστραπιαίες μεταβολές στις αναμνήσεις.
Και ω του θαύματος φάνηκε η μητέρα στο μπαλκόνι με τις γαρουφαλλιές και όλα φωτίστηκαν. Είδα, τότε, το παιδί με το σγουρόμαλλο και τη λασπωμένη μπάλα.
—Ποιος νίκησε; τον ρώτησα.
Αντί για απάντηση με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην αλάνα. Μ’ άφησε λίγο να στοχαστώ και ύστερα μίλησε:
—Σε λίγο θα περάσει η άμαξα για να σε πάρει, ξέρω πρέπει να φύγεις, εγώ θα μείνω.
—Θα γυρίσω, του φώναξα καθώς χλιμίντρησαν τα άλογα κοντά μου .
Χαμογέλασε με τη σιγουριά του ανθρώπου που γνωρίζει το αναπόφευκτο και με χαιρέτησε δαγκώνοντας με πείσμα τα χείλη.
Το τραπέζι είναι έτοιμο φώναξε η μητέρα και όλοι κινήθηκαν προς την κληματαριά με τα μακριά λευκά τραπεζομάντιλα.
—Σταθείτε φώναξε η Ιέρεια απ’ τον βωμό και άναψε τον μεγάλο πυρσό.
—Στην υγειά μας, ευχήθηκα, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι με το κόκκινο κρασί.
—Στην αγάπη μας, αντευχήθηκε μία γνώριμή μου φωνή.
Δεν ήξερα με ποιο όνομα να την καλέσω καθώς την είδα νέα και όμορφη να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Είχε περάσει χρόνος αμέτρητος μέσα στην προσμονή και η νοσταλγία είχε συνταυτίσει όλες τις αγαπημένες σε μία λαχτάρα. Άκουσα τότε το πουλί στην κόκκινη τριανταφυλλιά να κελαηδεί.
—Είναι αηδόνι, φώναξαν όλοι μαζί, με θαυμασμό, και ύστερα έφεραν το δάχτυλο στα χείλη γυρεύοντας σιωπή.
Όμως καθώς με είχανε διδάξει καλά τα παραμύθια, εγώ ήξερα. Αν τρυπηθεί με το αγκάθι το πουλί η αγάπη θα πεθάνει. Γι’ αυτό εσήκωσα κραυγή για να σκιαχτεί, να σταματήσει η ωδή. Αλλά η Άνοιξη αλλιώς είχε προστάξει και όλοι ήθελαν κάτι γλυκόλαλο ν’ ακούσουν. Σκόρπισα, τότε, όλα τα χαρτιά και ήρθε ένας άνεμος παράξενος και τα πήρε. Και οι λέξεις έσταξαν όλη τη λύπη τους μακριά. Και όπως συνέχιζα να τα κοιτώ είδα στον πέρα δρόμο την παλιά διαδήλωση να ζητάει ελευθερία.
—Μαζί σας! Έκραξα, αλλά κάποιος μου θύμισε τα περασμένα.
Στην αρχή μελαγχόλησα, αλλά μετά χαμογέλασα σχεδόν θριαμβικά καθώς ένιωσα τον ουρανό να ριγεί, στην απόφαση, και το ζεστό της χέρι την αγάπη.
—Είμαι νέος κι αθάνατος, φώναξα δυνατά.
—Είμαστε νέοι κι αθάνατοι, είπαν και οι άλλοι· και υψώθηκαν οι φωνές ασπίδες.
Και καθώς ο φόβος σωριάστηκε ως πήλινος γίγαντας και έγινε σκόνη, γέμισα ξανά το ποτήρι με το κρασί και αφού υψώθηκε η ευθυμία παντού, άνοιξα το παλιό τετράδιο και διάβασα τα λόγια μου πάλι:
—Την αιωνιότητα τη δημιουργούν οι μεγάλες στιγμές.
—Όμως ο χρόνος σβήνει, είπε εκείνη.
Τώρα την είδα να ανεβαίνει στην πλαγιά και της έκρινα δυνατά.
—Γύρισε πίσω!
Όμως στην κορυφή ήταν έτοιμα τα ξύλα κι εκείνη γαλήνια ανέβηκε στη ξύλινη θημωνιά .
Κι ήταν ένα πλήθος αλλόκοτο εκεί που σταυροκοπιόταν, μία φορά ευχές κι ύστερα κατάρες. Και δεν ήξεραν ποιον θα ωφελούσε η θυσία. Μόνο εγώ ήξερα, κανέναν.
—Είναι αμόλυντη φώναξα και με όλη τη δύναμη της ψυχής μου ικέτεψα: Αφήστε την.
Όμως αυτή μου έδειξε πως ήταν δική της επιθυμία να σκορπιστεί στον άνεμο, να γίνει τέφρα. Και τότε προσευχήθηκα· και από τα βάθη της καρδιάς μου ζήτησα από τη θεά να την ελευθερώσει από την επιθυμία της. Και ήρθε εκείνη και την πήρε· και πέταξαν μαζί στο άγνωστο. Κι εγώ ένιωσα λύτρωση μεγάλη που χάθηκε αφήνοντας παντού μιαν ελπίδα. Για την αγάπη που άκαυτη τριγυρνάει στον λογισμό μου.
Είδα, μετά πως ήμουν μέσα από το τζάμι κι ήταν ένα χιόνι άγνωστο παντού. Και ήμουν πάλι μόνος. Και το χνώτο μου θόλωνε την πραγματικότητα ή η πραγματικότητα θόλωνε τη ματιά μου- δε δύναμαι να σας πω, μάλλον και τα δυο είχανε σμίξει την αλήθεια τους· και τι να έκανα εγώ που αλλού πετούσε η σκέψη μου; Και είδα πράσινη τη κληματαριά να μεγαλώνει άγουρα σταφύλια και τη γιαγιά να γνέθει λευκό μαλλί.
—Δεν είναι η ώρα της φώναξα, εδώ έχουμε τώρα τη γιορτή, βλέπεις τους καλεσμένους, έλα κι εσύ να τους ευχηθείς.
Έβγαλε από τον κόρφο της τη ρόκα, πάρε, μου είπε, και μου ’δωσε τ’ αδράχτι με το στημόνι, μα αντί να ’ρθει στην κεφαλή του τραπεζιού, να πιει απ’ το ποτήρι που της έβαλα εκεί, αυτή πέταξε. Τότε θυμήθηκα πως είχε πεθάνει από χρόνια και τη χαιρέτησα στη φυγή της με ευγνωμοσύνη.
Βιογραφικό:
Ο Βαγγέλης Φίλος γεννήθηκε το 1954 στα Άγναντα Άρτας όπου τελείωσε και τις εγκύκλιες σπουδές του. Στην συνέχεια, σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Έχει εκδώσει τα εξής λογοτεχνικά βιβλία:
«Μηδενική Ακολουθία», ποιήματα, Ιωάννινα 1987, «Ενθαλπία», ποιήματα και πεζά, Ιωάννινα , 2005, «Αλιάνθη», πεζά, Ιωάννινα 2007, «Θεάλια», πεζά, Ενδοχώρα, Ιωάννινα, 2009. «Αχ! Σεμέλη», πεζά, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2012, «Αλλιώς πώς;», ποιήματα, Εκδόσεις Γρηγόρη. 2016, «Ολόριο», Μικρά πεζά, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2017
«Φόνος στη γέφυρα», νουβέλα, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2018. «Το γαλάζιο που έσβησε τον ορίζοντα», πεζά, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2018.
Είναι προς έκδοση το θεατρικό του έργο, «Ο Αλέξανδρος ζει»
Ποιήματά του μεταφρασμένα στα γαλλικά από τον Δημήτρη Φίλια δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «ΡΑΣΙΝ». Ποιήματά του στα ελληνικά και τα ουγγρικά περιλαμβάνονται στην Ανθολογία ( δίγλωσση έκδοση) «Χειραψία / Έλληνες και Ούγγροι ποιητές των ημερών μας» που εκδόθηκε στη Βουδαπέστη ( επιμέλεια, ανθολόγηση: Γιάννης Μότσιος – Έρικα Σέπες). Πήρε μέρος σε διάφορα λογοτεχνικά συμπόσια όπου και παρουσίασε εισηγήσεις και έργα του ( Συμπόσιο Ποίησης, στην Πάτρα, Πανελλήνια Ολυμπιάδα, στην Αρχαία Ολυμπία κ.λ.π.). Τιμήθηκε το 1992, με τον Α΄ έπαινο της κριτικής επιτροπής του Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού στη μνήμη Άγγελου Σικελιανού, που οργάνωσε ο «Μουσικοφιλολογικός Όμιλος Ορφεύς» της Λευκάδας για το ποίημά του «Η προδοσία των λουλουδιών». Το έργο του «Είδωλο» διδάχτηκε από την καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ζωή Σαμαρά στους μαθητές του Β΄ έτους της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ). Από την έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Φηγός»-1998- ήταν μέλος της συντακτικής του επιτροπής.
Το Δεκέμβριο του 2009, τιμήθηκε για το έργο του, σε εκδήλωση, από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Επίσης τιμήθηκε για το έργο του τον Νοέμβριο του 2012 σε εκδήλωση που οργάνωσε στην Αθήνα η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων (Ι.Λ.Ε.Τ.) σε συνεργασία με τον Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων και την αδελφότητα Αγναντιτών Αθήνας Και στα Ιωάννινα σε εκδήλωση που οργάνωσαν τον Απρίλιο του 2013, το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Τμήμα Ηπείρου και η Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Τζουμέρκων (Ι.Λ.Ε.Τ.), υπό την αιγίδα του Δημάρχου Ιωαννίνων.