Το 2016, στο Μουσείο Μπενάκη, η αναδρομική έκθεση του Ιωάννη Μητράκα, με ογδόντα πέντε πίνακες μνημειώδους μεγέθους και περιεχομένου, μαζί με χειρόγραφα και ζωγραφισμένες πέτρες, έφερε στο προσκήνιο έναν ογδοντάχρονο τότε, Θρακιώτη νεοβυζαντινό ζωγράφο, μια πραγματική αποκάλυψη. Αποκάλυψη, διότι σπάνια άλλος ζωγράφος έχει αξιοποιήσει σε τέτοιο βαθμό και με τόσο ευφάνταστο τρόπο την αρχαία ελληνική, βυζαντινή και τη νεοελληνική παράδοση, εκτός από τον πολύ νεότερο σε ηλικία και πρόσφατα εκλιπόντα Στέλιο Φαϊτάκη (1976-2023) ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία σαράντα επτά ετών.
Εκεί στις αίθουσες των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Συλλογών Τέχνης του Μουσείου Μπενάκη, για πρώτη φορά, στήθηκε μια ‘προκλητική’ έκθεση ενός ζωγράφου εν ζωή, όπου το παρόν αναμετρήθηκε με την Ιστορία και τα πινέλα του Μητράκα διασταυρώθηκαν με τον χρωστήρα του Άγγελου, του Κωνσταντίνου Τζάνε, του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, των Λαμπάρδων, του Λέου Μόσχου, του Θεόδωρου Πουλάκη και πολλών ανωνύμων βυζαντινών και μεταβυζαντινών ‘πιτόρων’ και τεχνιτών που γεφύρωσαν το πέρασμα από τον Ελληνισμό της αρχαιότητας στο νεότερο ελληνισμό.
Τα έργα του Μητράκα κυριολεκτικά ‘ουρανοκατέβαιναν’ στο χώρο, αφού όλα ήταν κρεμασμένα από την οροφή, υπαρκτά σ’ έναν ανοιχτό διάλογο μορφών, θεματογραφίας, αισθητικής και περιεχομένου, ώστε να είναι εμφανής η λεπτή ισορροπία εντυπώσεων, ανάμεσα στη βυζαντινή στερεότητα και τις αιωρούμενες ζωγραφιές του καλλιτέχνη, ανάμεσα στην παγιωμένη ιστορία και το αενάως μεταβαλλόμενο παρόν.
Ποιος είναι ο Ιωάννης Μητράκας; Γεννήθηκε πριν από ογδόντα οκτώ χρόνια, το 1936, στον Προβατώνα Έβρου από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία. Σπούδασε στη Σχολή Πρόνοιας της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων και εργάστηκε στο Αλιβέρι, ως Κοινωνικός Λειτουργός και προϊστάμενος Διοικητικό-οικονομικής Μέριμνας στη ΔΑΠ-ΔΕΗ (1967-1992). Μελέτησε το θεωρητικό και εικαστικό έργο του Φώτη Κόντογλου, αλλά η γνωριμία του με τον ζωγράφο Ράλλη Κοψίδη ήταν αυτή που καθόρισε την καλλιτεχνική του πορεία.
Ως αυτοδίδακτος ζωγράφος πρωτοεμφανίστηκε στον εικαστικό χώρο, το 1970, εκθέτοντας τους Λιγνιτωρύχους του, στο «Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας» του καβαφιστή Μάριου Βαϊάνου, στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Έκτοτε, για περισσότερο από μισό αιώνα, κτίζει ευφυώς πάνω στα θεμέλια της βυζαντινής τέχνης, προσφέροντας μια πολύ σύγχρονη οπτική στην προσέγγιση της ελληνικής παράδοσης που αποκλίνει από την απλοϊκή περιγραφή εισχωρώντας στη σφαίρα της ποίησης και της φιλοσοφίας.
Από τη βυζαντινή τέχνη, υιοθέτησε αρχικά την τεχνική της αυγοτέμπερας, τη σημασιολογική προοπτική, τη σχηματοποίηση του χώρου και το πλάσιμο των μορφών. Αυτή η πρωτόλεια τεχνική, του επέτρεψε στο ξεκίνημα, να εκφράσει το σεβασμό του για τον καθημερινό μόχθο των λιγνιτωρύχων του Αλιβερίου Ευβοίας. Κι επειδή ο σεβασμός της παράδοσης και της θρησκείας των λαϊκών ανθρώπων είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό για τις παραμεθόριες κοινότητες, στα μάτια του οι λιγνιτωρύχοι αγιοποιήθηκαν.
Εμπνευσμένος από τους βυζαντινούς αγίους, ο Ιωάννης Μητράκας ζωγράφισε τους λιγνιτωρύχους ως σύγχρονους μάρτυρες του μόχθου. Κάθε λιγνιτωρύχος, απεικονίζεται σε μετωπική ή προφίλ όψη, με διακριτό φωτοστέφανο στο κεφάλι, ντυμένος με τη λαδοπράσινη στολή του να κρατά ένα σκαπτικό εργαλείο ή φτυάρι σα σύμβολο του καθημερινού του μαρτυρίου.
Σε αντίθεση με τα χρυσά φόντα των βυζαντινών αγίων, ο Μητράκας τα αντικατέστησε από τα μαύρα σκοτάδια στα έγκατα της γης, που φωτίζονται μόνο από την αχνή λάμψη του φανού της κάσκας τους. Οι πίνακες της σειράς, διανθισμένοι με οδυνηρά σχόλια-τίτλους, αντανακλούν την κριτική οπτική του Μητράκα για τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν. Και μόλις το 2015, αποτίοντας φόρο τιμής στους επιφανείς σοφούς της αρχαιότητας όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Όμηρος, στη σειρά Αρχαίοι Έλληνες Σοφοί, ο Μητράκας δημιούργησε το δικό του αρχέτυπο του ‘αγιοποιημένου σοφού’, γεφυρώνοντας τους κόσμους της ελληνικής αρχαιότητας και του χριστιανισμού.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής του, η βαθιά κατανόηση της λαϊκής τέχνης και της θρακικής παράδοσης, σε συνδυασμό με την περιέργεια για την επιστήμη, το θαυμασμό για την ελληνική κληρονομιά και την ενσυναίσθηση για τη δυστυχία των προσφύγων, οδήγησαν τον Ιωάννη Μητράκα να εξερευνήσει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, δημιουργώντας ένα προσωπικό πάνθεο από εξιδανικευμένους ήρωες, αγιοποιημένους εργάτες και πνευματικές μορφές της επιστήμης και της ελληνικής παράδοσης. Οι ήρωές του που περιλαμβάνουν λιγνιτωρύχους, λαϊκούς ανθρώπους, αυτοκράτορες, παγανιστικούς θεούς και αγίους της εκκλησίας ενσαρκώνουν μια συγχώνευση ιδεών και εννοιών. Οι μορφές του είναι ενεργές φιλοσοφικές οντότητες, ζωγραφισμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι ανήκουν σ’ έναν σουρεαλιστικό σύμπαν και να μεταδίδουν μια ονειρική αθωότητα αποκαλύπτοντας διακριτικά τους διαχρονικούς μηχανισμούς της ουσίας του Ελληνισμού.
Η πορεία του Ιωάννη Μητράκα ξεδιπλώνεται σαν τα κεφάλαια βιβλίου που αφηγείται εντέχνως τις φαντασιακές σχέσεις του σύγχρονου καλλιτέχνη με την πραγματικότητα και το μύθο. Αγιογραφία, Η Φύτρα του Ζωγράφου, ο Χρόνος, Μύηση στη Γνώση, Ορφέας, Μέγας Αλέξανδρος, οι δικοί μας Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, Χαμένες Πατρίδες, Κοινωνία, Κρεββατοζωγραφική, Λιγνιτωρύχοι, Αθλητισμός είναι δώδεκα ενότητες, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει μια συλλογή πινάκων ύψιστου λυρισμού και εκλεπτυσμένης τεχνικής. Κάθε πίνακας κι ένα γεγονός, ένα καινούργιο οπτικό φορτίο συμβόλων και εννοιών ανασυρμένο από την παράδοση, φαινομενικά συνηθισμένα, ώσπου ο Μητράκας εισάγοντας ένα στοιχείο απρόβλεπτου θα υποβάλλει τον αντικειμενικό κόσμο σε μια μετασχηματιστική μεταμόρφωση.
Τέτοιο παράδειγμα είναι οι ξυλόγλυπτοι Καστράρχες ή Πυργοδεσπότες. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο ζωγραφικό εύρημα του Ιωάννη Μητράκα, που προέκυψε το 1995 αλλά το ανέπτυξε περαιτέρω μετά το 2010. Αυτά τα ανθρωπόμορφα κάστρα που θυμίζουν μοναχούς με το αγιορείτικο καλιμαύχι να καταλήγει σε πύργο, απηχούν τα δεκάδες βυζαντινά κάστρα που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα, απόλυτα ενταγμένα στο φυσικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα συμπυκνώνουν τη δομή της φεουδαρχικής εξουσίας στην Ελλάδα, που λειτούργησε ως μορφή και σταθμός εξέλιξης στη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Τέτοια απρόβλεπτα μορφότυπα του Ιωάννη Μητράκα, δρουν ως καταλύτες διαλόγου με την πραγματικότητα, την ιστορία, την παράδοση και το μύθο.
Ακόμη και στη σειρά αφιερωμένη στους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες (1996-1999), εστιάζοντας στη Δυναστεία των Παλαιολόγων, των Μακεδόνων και των Ισαύρων, παρόλη την πολυτελή τους εμφάνιση και τη σχεδόν ιερατική τους μεγαλοπρέπεια, ζωγραφισμένοι σε επιμήκεις σανίδες και τοποθετημένοι σε μεμονωμένα τετράγωνα, τα πορτραίτα τους προκαλούν μια αίσθηση κινηματογραφικής αφήγησης που μοιάζει απτή και απόκοσμη.
Στα έργα του Μητράκα, ο πραγματικός κόσμος διεισδύει στον φανταστικό και τανάπαλι μέχρι να συγχωνευτούν σ’ ένα ολοκληρωμένο σουρεαλιστικό σύμπαν, μια αντανακλαστική αναπαράσταση του διαχρονικού ελληνισμού. Η ζωγραφική του Μητράκα αντλείται από τη ζωγραφική γνώση αιώνων: σμικρύνσεις και επιμηκύνσεις, αφαίρεση και υπερβολικά γεμίσματα, λαστιχένια καμπυλότητα και άκαμπτη ευθυτένεια, μικροκεφαλία και μεγαλοκεφαλία, καρικατουριστικές παραμορφώσεις, μνημειακότητα και εκφραστική αμεσότητα, αισθησιακή γυμνότητα και ενδυματολογική ποικιλομορφία, δισδιάστατη επιφάνεια και ογκοπλαστική αληθοφάνεια, σχεδιαστική κομψότητα και σχηματοποιημένες γενικεύσεις, υλικότητα και εξαΰλωση συνθέτουν ένα πλούσιο μορφολογικό ιδίωμα που παράγει διαρκώς ποικίλες θεματογραφικές εκδοχές.
Η μεταμόρφωση (Αρμονία – Σύμπαν 1985), η αλληγορία (σειρά Χρόνος), η μεταφορά (Ανακάλυψη της Αφροδίτης από τους Εφήβους 1985), οι συμβολισμοί (Η Παγκόσμια Συναυλία του Ορφέα – Η πορεία του Κόσμου 1988-89), οι πρωτότυποι τίτλοι (Σαλιγκαροταξιδευτής 2002, Ορφέας ο ασκαυλιστής 2001), το χιούμορ, η παρωδία και η σκωπτική κριτική (Ο Ήφαιστος σφυρηλατεί τα εργαλεία των ανδρών 1990, Παιδιά πικραμένα από τη Γνώση 1995), η πολιτική κριτική (Κυκλώματα: διαπλεκόμενα συμφέροντα 1997, Η Σταύρωση των Ελλήνων: ΔΝΤ 2013), η αυτοκριτική (Η δικιά μας γενιά 2000) επιτρέπουν στον Μητράκα να παίζει διακριτικά ανάμεσα στην αφέλεια και την κατασταλαγμένη σοφία, την αθωότητα και την επιλεγμένη ανιδιοτέλεια.
Ο René Berger τον αποκάλεσε ‘κυνηγό πεταλούδων’ και ‘μετα-νεοβυζαντινό ζωγράφο’, ενώ ο Μητροπολίτης Αθανάσιος Παπάς χαρακτήρισε την τέχνη του ‘ιπταμενογραφία’, ‘κοσμολογίζουσα κρεββατοζωγραφική’ και ‘θεολογικό και εικαστικό μπουρλότο’. Ο Στέλιος Λυδάκης εξήρε τη λαϊκό-σουρεαλιστική ναΐφ μαγεία των τελάρων του και ο ακαδημαϊκός δάσκαλος Χρύσανθος Χρήστου εντόπισε υποδόριους συνειρμούς με τους πίνακες του Hieronymus Bosch, του Picasso και του Salvador Dali. Ο ακαδημαϊκός Μιλτιάδης Παπανικολάου πρότεινε την τρόικα των ναΐφ ζωγράφων: τελώνης Henri Rousseau – Θεόφιλος – Ι. Μητράκας, ενώ ο Μανώλης Γ. Βαρβούνης μια εξίσου ηχηρή τριανδρία: Φώτης Κόντογλου – Ράλλης Κοψίδης – Ι. Μητράκας, και ο Νίκος Ζίας πρότεινε μια άλλη εκδοχή: Κόντογλου – Παναγιώτης Ζωγράφος – Μητράκας. Οι διαφορετικές ερμηνείες του έργου του Ιωάννη Μητράκα συγκλίνουν στην αναγνώριση του σουρεαλιστικού παράδοξου και της αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης ως κοινό παρονομαστή.
Με κάθε πινελιά ο Ιωάννης Μητράκας, δίνει ζωή σε πέντε χιλιετίες πολιτισμού. Κάθε πίνακας και μια άλλη εικόνα του κόσμου. Κάθε εικόνα και ένα διαφορετικό σύνολο πολιτισμικών αναφορών: η βυζαντινή επιμήκυνση των μορφών τον οδήγησε στη λαστιχένια καμπυλότητα και την ευθύγραμμη ακαμψία τους. Το καλλιγραφικό σχέδιο αλά Botticelli, σε περίεργες στάσεις του σώματος και χειρονομίες. Τα υπερβολικά γεμίσματα για να αποφύγει την κενοφοβία (horror vacui). Τα χαραγμένα σχέδια της Πομακικής ρόκας έγιναν γραμμικές διακοσμήσεις των ενδυμάτων και των λουλουδιών. Τα βουνά του σαν τρεμουλιαστός ζελές, παραπέμπουν στα πρωτόγονα τοπία των Φλαμανδών. Οι αγιοποιημένοι λιγνιτωρύχοι θυμίζουν τους πατατοφάγους του Vincent Van Gogh. Οι σχολικές αναμνήσεις, ο αθλητισμός, η επιστήμη, η καθημερινότητα, οι εποχιακές εργασίες, η θεολογία, η θεοσοφία, η ανθρωπολογία, ο ερμητισμός, η λαογραφία, οι συγγενείς και οι φίλοι συνθέτουν έναν προσωπικό ποιητικό συμβολισμό που μεταμορφώνει κάθε αναφορά στον αντικειμενικό κόσμο και μετατρέπει την εικόνα σε ζωγραφικό σύμπαν. Το έργο του, άκρως σημειωτικό, πρωτότυπο, πνευματικό, διανοητικό και ευρηματικό, χιουμοριστικό και διδακτικό, επικό και λαϊκό δεν παύει να διεγείρει τη φαντασία μικρών και μεγάλων.
Τέτοια συνθετικά στοιχεία της εικόνας που τη μετατρέπουν σε ‘πίνακα-Σύμπαν’ προσφέρουν πλήθος ερμηνειών. Σε αντίθεση με τους αυστηρούς θεολογικούς συμβολισμούς, τα σύμβολα του Μητράκα είναι βαθιά ανθρώπινα. Με την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος εξελίσσεται μέσω της γνώσης, της εργασίας και της μουσικής, η προσέγγισή του Μητράκα δεν είναι διδακτική με την παραδοσιακή έννοια αλλά πατρική στην ευγενική καθοδήγησή της προς την κατανόηση της ουσίας της ανθρώπινης εμπειρίας. Μέσα από τη ζωγραφική του, απομακρύνεται από τον βυζαντινό σχολαστικισμό, υιοθετώντας μια ανθρωπιστική λαϊκή ευαισθησία που εξυμνεί την ποικιλομορφία και τη ρευστότητα της πραγματικότητας ώστε οι πίνακές του να λειτουργούν ως πύλες σε μια υπερπραγματικότητα.
Στον Ορφικό Κύκλο (τέλη της δεκαετίας του 1980), όπου αναδιηγήθηκε το μύθο του Ορφέα, εστιάζοντας σε βαθιά οντολογικά θέματα όπως: ζωή / θάνατος, ατομική / συλλογική ύπαρξη, ανθρώπινες σχέσεις, σύμβολα / ιστορική αλήθεια, λαϊκή παράδοση / μύθος, οι πρωτότυπες συνθέσεις, η σχολαστική σχεδίαση, οι ποικίλες κλίμακες για τις μορφές, οι αινιγματικές χωροθετήσεις, οι δυναμικές στάσεις και κινήσεις των σωμάτων και οι ευφυείς τίτλοι, ο Ιωάννης Μητράκας εκτίναξε ένα μυθολογικό θέμα σε νέα ύψη φιλοσοφικού στοχασμού και σουρεαλιστικού παράδοξου.
Για να κατανοήσει κανείς πραγματικά το ζωγραφικό σύμπαν του Ιωάννη Μητράκα, πρέπει να αγκαλιάσει τη δυναμική αλληλεπίδραση του χρόνου, της μνήμης και της φαντασίας, αναγνωρίζοντας παράλληλα τον πλούτο των καθημερινών εμπειριών. Στις συνθέσεις του, κάθε στοιχείο εξυπηρετεί ένα σκοπό, σχολαστικά τοποθετημένο για να εμπλέξει τους θεατές σε μια οπτική αφήγηση. Κάθε μορφή και σύμβολο ξυπνά αναμνήσεις και ιστορικά συμφραζόμενα. Παρά την προφανή οικειότητα και την αισθητική γοητεία της ζωγραφικής του, το έργο του Μητράκα παραμένει αινιγματικό μέχρι ο θεατής να εμπλακεί στη διαδικασία να ξετυλίξει το νήμα των υπαινιγμών, των επαναλήψεων και των αναφορών που εμπεριέχει, όπως η Συναυλία μέσα στη Νύχτα της ζωής (1983), μια σπάνια ομαδική λαϊκή προσωπογραφία. Η κυκλική σκηνή όπου παίζουν οι οργανοπαίχτες, περικυκλώνεται από 365 θεατές, που συμβολίζουν τις μέρες του έτους. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πλάτη του μαέστρου σχηματίζεται το σύμβολο της Μουσικής και του δολαρίου, υπονοώντας διακριτικά τόσο τις πνευματικές όσο και τις υλικές πτυχές του πολιτισμού.
Με τέτοια σπάνια θεματογραφία, ο Ιωάννης Μητράκας συνεχίζει στα 86 χρόνια του να μας κληροδοτεί μια διαφορετική ματιά στον κόσμο μας. Μια ματιά τίμια, εμπνευσμένη, ανιδιοτελή, φιλοσοφική και ειλικρινή.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης, ΔΠΘ/Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών