Η κόψη του νερού
Σταθήκαμε στου ποταμιού την κόψη,
από τη μια μεριά εγώ, εσύ από την άλλη,
κάτι έλεγες, κάτι έλεγα, τίποτα δεν ακούγαμε,
ανέβαινε το νερό, πλημμύριζε τις όχθες.
Κάναμε πίσω να μη μας παρασύρει,
με μάτια γυάλινα βλέπαμε το ποτάμι
‒ έφερνε ζώα νεκρά, ξεριζωμένα δέντρα,
παιχνίδια παιδικά και μπακιρένια σκεύη,
μια γραφομηχανή με μισοτελειωμένη πάνω της την προκήρυξη,
τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει πριν από καιρό
στο Μεγάλο Ηφαίστειο της Αγάπης,
ενθυμήματα θαμμένα και γι’ αυτό εντελώς ξεχασμένα,
εύθραυστα λόγια, συσκευασμένα προσεκτικά,
που αλίμονο ποτέ δεν ειπώθηκαν.
Κλείσαμε τα μάτια, στη μία κόψη εσύ, εγώ από την άλλη,
στ’ αυτιά μας οι βλαστήμιες του πρωτομάστορα
να μαστιγώνουν το νερό που ’ριξε το γεφύρι.
Μετά γυρίσαμε την πλάτη στο ποτάμι
και φύγαμε μακριά του,
βαδίσαμε για χρόνια παράλληλα στις όχθες,
αλλά δεν ανταμώσαμε ποτέ στο συν πλην άπειρο.
Το ξέρουμε πια,
καμιά φορά και το νερό κόβει σαν το μαχαίρι.