Η αντίληψη που έχει κάποιος για αισθητικά ζητήματα ή θέματα σχετικά με το ωραίο είναι το γούστο. (gusto στα λατινικά).
Σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο και συγγραφέα Giorgio Agamben, το γούστο προσδιορίζεται ως μία αίσθηση που υπερβαίνει το δεδομένο. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες δηλώνει τον ιδιαίτερο τρόπο να γνωρίζεις, απολαμβάνοντας ένα ωραίο αντικείμενο. Ένα γνωρίζειν που απολαμβάνει την ομορφιά. Μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση που γίνεται κριτήριο ομορφιάς.
Βλέπουμε κάτι και λέμε πως είναι όμορφο, παραβλέποντας πως η γνώση είναι εκείνη που μας χάρισε αυτή την ευχάριστη αίσθηση, ή μάλλον δίχως να σκεφτούμε ότι δίχως αυτήν (την γνώση) δεν θα είχαμε διαμορφώσει αυτή την ματιά. Το γούστο μας, η απόλαυση που μας προσφέρει κάτι, έχει ήδη διαμορφωθεί από την γνώση ή την απουσία της.
Αν για παράδειγμα ένας απαίδευτος άνθρωπος αντικρύσει τα ερείπια ενός αρχαίου ναού, το πιθανότερο είναι να αποφανθεί ότι αυτά τα χαλάσματα είναι κάτι που πρέπει να απομακρυνθεί και στη θέση του να μπει ένα σουβλατζίδικο με όλα τα σχετικά. Το γούστο λοιπόν βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την παιδεία, τα βιώματα και την προσωπικότητα του καθενός. Πρόκειται για κάτι που καλλιεργείται. Που δεν παραμένει σταθερό.
Από την άλλη, συχνά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί μας αρέσει κάτι. (Kάτι σαν ένστικτο). Κοιτάζουμε έναν πίνακα και σκεφτόμαστε ότι κάτι λείπει ή κάτι περισσεύει, κάτι δεν πάει καλά ! Εδώ, μάλλον έχουμε να κάνουμε με μια γνώση που δεν έχει επίγνωση της γνώσης της, αλλά την ίδια στιγμή, αυτή είναι που γεννάει το γούστο. Μας προσφέρει ευχαρίστηση, μας αφήνει αδιάφορους ή μας δυσαρεστεί.
Αυτό το συναίσθημα, η γεύση του γούστου, είναι ίσως περισσότερο κατανοητό στον έρωτα. Κάποιος ή κάποια μας αρέσει πολύ, ενώ δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε γιατί. Εκείνο που μας είναι ξεκάθαρο είναι ότι με την παρουσία του νιώθουμε όμορφα. Ένα παράξενο συναίσθημα, μια μυστηριώδης υπεροχή, μια υπέροχη ταραχή που δεν έχει λογική εξήγηση. ‘Ένα γούστο που γίνεται ηδονή. Κάποτε το συναίσθημα αυτό που μεταφράζεται σε γούστο και συνακόλουθα σε ευχαρίστηση μπορεί να γεννιέται από την διαφορετικότητα. Από κάτι που μας είναι άγνωστο και μας προκαλεί να το εξερευνήσουμε. Από μια έκπληξη.
Στην Αρχιτεκτονική, αυτή η ιδιαίτερη υποκειμενική ευχαρίστηση που συνοδεύει το γούστο, αφορά, περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, όλους τους ανθρώπους. Εδώ, είναι ακόμη δυσκολότερο να προσδιορισθεί το ωραίο, καθώς τα κριτήρια είναι πολλά. Η λειτουργία, η χρησιμότητα, η αλήθεια του αρχιτεκτονήματος. Περισσότερο επίσης από αλλού, η γνώση είναι αναγκαία προϋπόθεση για σωστή κρίση. Τα πλεονεκτήματα αποκαλύπτονται μέσω της γνώσης. Άρα, το υποκειμενικό γούστο έχει δευτερεύοντα ρόλο.
Να σημειώσω εδώ, ότι, ειδικά στην Αρχιτεκτονική, το γούστο υπέφερε περισσότερο από παντού, εν ονόματι του κέρδους. Ένα κραυγαλέο παράδειγμα των ημερών μας είναι οι προσθήκες που πραγματοποιούνται στο κτίριο του ξενοδοχείου Χίλτον, που καθόρισε την Αθηναϊκή αισθητική από την δεκαετία του 60. Το κτίριο, μελετημένο από γνωστούς αρχιτέκτονες, αποτέλεσε για χρόνια τοπόσημο της πόλης. Με την λογική Έτσι μας αρέσει, έτσι θα κερδίσω, κάθε έννοια γούστου, υποκειμενικού ή συλλογικού, πετιεται στα σκουπίδια. Με τέτοια παράλογη λογική, μπορεί μια ολόκληρη πόλη να αλλάξει πρόσωπο, αδιαφορώντας παντελώς για την αισθητική αντίληψη, κάτι που σταθερά αλλοιώνει κάθε αντίληψη για το ωραίο.
Τον 19ο αιώνα στην αρχιτεκτονική κυριαρχούσε ο εκλεκτικισμός. Στον 20ο οι καθαρές , λιτές γραμμές. Σε κάθε περίπτωση όμως η έννοια του ωραίου κυριαρχούσε.
Στον χώρο της τέχνης γενικότερα, η αναζήτηση του ωραίου έχει να κάνει περισσότερο με κριτήρια καλλιτεχνικής αποτίμησης. Ένα τέτοιο κριτήριο είναι η ισορροπία, κάτι που δυσκολεύει, αν όχι απαγορεύει, την τροποποίηση. Το προσωπικό γούστο εδώ, δεν μπορεί να παίζει τον κύριο ρόλο. Κοιτάζεις ένα έργο τέχνης, το θαυμάζεις, και εύκολα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν θα μπορούσες να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις ένα στοιχείο του, δίχως να το κακοποιήσεις. Αν, προσθέτοντας ή αφαιρώντας κάτι, το έργο δεν χάνει την προσωπικότητά του, αυτό σημαίνει πως το έργο είναι ανολοκλήρωτο και αδυνατεί να σου προσφέρει συγκίνηση.
Ήδη από την στιγμή που ξεκίνησα να γράφω αυτές τις γραμμές γύρω από το γούστο, μια παράλληλη σκέψη μου πέταξε στον Κούντερα. Στο μυθιστόρημά του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», ο συγγραφέας αναλύει την αντίθετη έννοια του γούστου. Του κιτς , δηλαδή της κακογουστιάς. Μετά από τις δικές του παρατηρήσεις πάνω στην μάσκα της ευτυχίας της καθημερινής ζωής, αυτής που μας προβάλουν οι διαφημίσεις, και αφού, σαν άνθρωπος που ανδρώθηκε σε καθεστώς πολιτικής ουτοπίας, έχει επικεντρωθεί πάνω στην ιδεολογία και την πολιτική που τον σφράγισαν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κιτς, είναι μέρος της ανθρώπινης μοίρας.Mοιάζει πολύ αληθινή αυτή η σκέψη του, καθώς ο άνθρωπος είναι γεμάτος αδυναμίες και καθόλου υπεράνθρωπος. Πολύ εύκολα το γούστο μετατρέπεται σε κιτς. Το ίδιο εύκολα όπως κάθε τι συλλογικό μπορεί να γίνει επικίνδυνο. Μια αντίθεση απέναντι στο συλλογικό κιτς, μπορεί να είναι εντονότερη από την αντίθεση απέναντι στο ίδιο το καθεστώς.
Το γούστο πάλι βρίσκεται στην ρίζα της δυσφορίας για κάθε τι που ασχημίζει την καθημερινότητα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, έναν καθηγητή των σπουδαστικών μου χρόνων στην Σοβιετική Μόσχα, ο οποίος, πριν ξεκινήσει την διάλεξή του στο αμφιθέατρο, έλεγε με πάθος, απευθυνόμενος στις σπουδάστριες : «Βγάλτε παρακαλώ τα σκουφάκια σας ! Αυτό είναι κακό γούστο»!
Καταλήγοντας, θέλω να σημειώσω, πόσο συχνά, περπατώντας στους δρόμους της όμορφης χώρας μας, αισθάνομαι τα μάτια μου να πονούν από την βάναυση ανθρώπινη επέμβαση πάνω στην ιδιαίτερη εικόνα της, που με κάθε τρόπο βάλθηκαν να ακυρώσουν. Αυτό είναι το γούστο ! Η καλύτερα ή απουσία γούστου που πληγώνει και μας στερεί την ευχαρίστηση και πολύ περισσότερο την ηδονή.