You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη:Κατερίνα Λιάτζουρα Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Άνθεα εγχώρια και εξωτικά, Εκδόσεις ΑΩ, 2023, σ. 152.

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη:Κατερίνα Λιάτζουρα Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Άνθεα εγχώρια και εξωτικά, Εκδόσεις ΑΩ, 2023, σ. 152.

                                                                        

                            Σαν τ’ άνθια ήρθαν της άνοιξης αυτοί, και σαν τα φύλλα,[1]  

Τα «Άνθεα εγχώρια και εξωτικά» των εκδόσεων ΑΩ, αποτελούν ένα ξεχωριστό ποιητικό βιβλίο, όπως και ένα Ποιητικό ανθο-λόγιο, το οποίο κοσμείται και πλουτίζεται αισθητικά από τα όμορφα εικαστικά σχέδια της Ιουλίας Μιχαλέα. Ένας από τους λόγους που το καθιστούν ξεχωριστό και ιδιαίτερο είναι ότι αποτελεί γέννημα συνέργειας και συνδημιουργίας. Πραγματικά είναι αξιοθαύμαστο να γεφυρώνει κανείς τη μοναξιά που ενέχει η ποιητική δημιουργία και μάλιστα με κοινή πηγή έμπνευσης τα άνθη. Πολλοί ποιητές εμπνεύστηκαν από αυτά, όμως μπορεί και να είναι η πρώτη φορά που έχουμε μια ποιητική σύμπραξη με κοινή θεματική όπου τα άνθη, που αποτελούν την κορωνίδα της χλωρίδας, συνδιαλέγονται με τα ποιήματα, την κορωνίδα της τέχνης του λόγου, σύμβολα και τα δυο της ομορφιάς και της ελπίδας.

Τα “Άνθεα” μου θύμισαν το ποίημα μου, όπου ταυτίζω μεταφορικά τον ανθοκόμο με τον ποιητή και τον ποιητή με ανθοκόμο της ποίησης: «Φρόντιζε τα άνθη / Αφουγκραζόταν τους κραδασμούς του κάλυκα / Τους σπασμούς των στημόνων / Τις ασθμαίνουσες ανάσες των πετάλων / Κρατούσε μυροδοχείο για τα δάκρυα /Τον λέγαν ανθοκόμο // Ήταν Ποιητής»[2]. Γιατί στα «Άνθεα Εγχώρια και εξωτικά»να έχουμε στην κυριολεξία δύο Ποιήτριες – Ανθοκόμους, την Κατερίνα Λιάντζουρα και τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, που μας ευωδιάζουν με τα ποιητικά αρώματα των θεάσεων και στοχασμών τους. Ναι, ανθοκόμοι της ποίησης, το ίδιο διατείνεται και η Ευσταθία Δήμου στο ενδιαφέρον επίμετρο του βιβλίου με τίτλο “Ποιητική «ανθοφορία»”, παρομοιάζοντας την ποιητική δημιουργία με την εργασία ενός κηπουρού με γνώση, έγνοια και φροντίδα για τα ποιητικά λουλούδια του.

Με προμετωπίδα τον στίχο από την οδύσσεια του Ομήρου: «Σαν τ’ άνθια ήρθαν της άνοιξης αυτοί, και σαν τα φύλλα», οι δυο ποιήτριες – ανθοκόμοι ανοίγουν τους ποιητικούς κήπους τους για να μας μιλήσουν για την ομορφιά αλλά και τα δύσκολα της ζωής και της περατότητας της, φανερώνοντας τη δύναμη και τη σοφία του φυσικού στοιχείου και του ποιητικού λόγου. Τα άνθη μάς αγγίζουν οπτικά, οσφρητικά και απτικά γαληνεύοντας την ψυχή και το νου μας ή πυροδοτώντας ιδέες και δημιουργίες. Τα ποιήματα με την αισθητική ομορφιά τους, το λεκτικό και νοηματικό τους άγγιγμα δονούν την ψυχή και το πνεύμα μας. Τα λουλούδια με το άνθος τους σηματοδοτούν την κορύφωση της ζωής και την αντίστασή της στο θάνατο, το ίδιο κάνουν και τα ποιήματα με τις ιδέες, τις βαθύτερες έννοιες και το φως που ακτινοβολούν σαν τους ανθούς, δίνοντάς μας ελπίδα και κουράγιο μπρος στο μαύρο της ζωή και του θανάτου.  Τα λουλούδια μας μιλούν και μας διδάσκουν το φως γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος:  «Αν με βλέπαν να στέκομαι / Όρθιος, ακίνητος, μες / Στα λουλούδια μου, όπως / Αυτή τη στιγμή, / Θα νόμιζαν πως τα διδάσκω. / Ενώ / Είμαι εγώ που ακούω / Κι αυτά που μιλούν. / Έχοντας με στο μέσο / Μου διδάσκουν το φως.»[3].

Ο κύριος λόγος που καθιστά ξεχωριστό το ποιητικό βιβλίο των “Ανθέων” αφορά στην ίδια την ποιητική γραφή των δυο ποιητριών, οι οποίες αφουγκράζονται τα άνθη, τις εξαίσιες οπτικές αποχρώσεις τους, τις αρωματικές ανάσες τους, και συνομιλούν μαζί τους μεταπλάθωντας τους σιωπηλούς ψιθύρους τους σε λόγο ποιητικό δίνοντάς τα βήμα να μας μιλήσουν όχι μόνο μέσω της σιωπής, όπως γράφει ο  Ζαχαρίας Παπαντωνίου: «Τ’ άλλα που είχες να μου πεις / Στης ψυχής σου το σκοτάδι βύθισέ τα… / θα ‘ρθει αυγή που θα τα ιδώ σε μια βιολέτα / Μην τα πεις / Θάρθει η ώρα να τα μάθω τον Απρίλη / Στο περιβόλι από τα μάτια, από τα χείλη / της σιωπής»[4].

Οι δυο ποιήτριες έχουν κοινό στοιχείο εκκίνησης τα άνθη και την αγάπη τους για την ποιητική ανθοκομία. Και οι δυο αξιοποιούν μυθολογικά ή και ιστορικογεογραφικά στοιχεία των ανθέων προκειμένου να δομήσουν τα ποιήματά τους και να αποδώσουν μέσα από αυτά λεκτικά και ποιητικά τις συγκινήσεις, τις θεάσεις και τις ιδέες τους. Και οι δυο πλάθουν τα ποιητικά άνθη τους έχοντας ως βάση την εξωτερική εμφάνιση των λουλουδιών, τις ιαματικές ή φαρμακερές τους ιδιότητες, τις μυθολογικές απεικονίσεις, τους συμβολισμούς, τις μορφές και τα αρχέτυπα, που τα έχει προσδώσει η πολιτισμική και λαογραφική παράδοση των τόπων τους. Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό της ποιητικής γραφής και των δυο αποτελεί η ενδιαφέρουσα διακειμενική συνομιλία τους με δημιουργούς και στοχαστές, υπενθυμίζοντας πχ την λαμπρότητα των χρυσάνθεμων εκείνου του τρελού του Ολλανδού, (σ. 27) ή κοινωνώντας την σοφία του παραδοσιακού χαιρετισμού των Μάγια: – INLAKECH –«Είμαι ένας άλλος Εσύ» – HALAKEN – «Εσύ είσαι ένας άλλος Εγώ», (σ. 77).

Ως προς τις διαφορές τους η πρώτη φαίνεται από τον τίτλο και αφορά στο διαχωρισμό των ανθέων σε εγχώρια στα οποία επικεντρώνεται η Λιάντζουρα και στα εξωτικά στα οποία καταβυθίζεται η Παπαγεωργίου. Και βέβαια η κάθε μια σκιαγραφεί την ποιητική ανθοφορία της με το δικό της ποιητικό ύφος, τη φωτεινότητα και διαύγεια της γραφής της. Η Λιάντζουρα εκφράζει ποιητικό στοχασμό ορμώμενη από τα χαρακτηριστικά τους, τα ανθρωπομορφικά στοιχεία των μύθων τους και τις απεικονίσεις τους στον ανθρώπινο ψυχισμό, ενώ η Παπαγεωργίου εκφράζεται ωθούμενη από την συγκίνηση που νιώθει και τον ψυχοκοινωνικό προβληματισμό που εγείρεται συνειρμικά μέσα της από τη θέαση και τη μυθολογία των ανθών.

Η Βιολέτα ή Μενεξές, το Σπαθίφυλλο ή ο κρίνος της ειρήνης, ο Αμάρα-
ντος ή Ελίχρυσος ο πολύτιμος, ο ελλέβορος ο κυκλόφυλλος, το Ορνιθόγαλο ή το αστέρι της Βηθλεέμ, το Κρίνο ή Ο κρίνος της Παναγίας, το Χρυσάνθεμο και η Αμαρυλλίδα είναι κάποια από τα εγχώρια άνθη με τα οποία συνομιλεί η Λιάντζουρα,  όπου ανασύροντας τις ιστορίες και τις μυθολογικές αναφορές τους αναπλάθει ευφάνταστες ποιητικές εικόνες για να εκφράσει ποιητικούς στοχασμούς και ιδέες. Έτσι πχ στη θέαση της Βιολέτας ανακαλώντας τον μύθο της όμορφης νέας, θύμα θανατηφόρας επίθεσης της θεάς Αφροδίτης, αναπαριστά τα άνθη της βιολέτας με λευκά σημαιάκια «Πάνω στο ματωμένο λείψανο / στάθηκαν λευκές πεταλούδες / Λευκά σημαιάκια τα φτερά τους» (σ. 13), ενώ ολοκληρώνει με την ενορατική σκέψη: «δεν έπρεπε να καταλήξουν ραμφισμένα / από κοράκια» (σ. 13).  Στη θέαση του κάλους της Αμαρυλλίδας αναλογιζόμενη τον μύθο του ματαιωμένου έρωτά της, επινοεί επιστολή του μαντείου των Δελφών με χρησμό που επισημαίνει στο «ΥΣ. Αμαρυλλίδα μου, έχει και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.» (σ. 31) ή εκφράζεται νουθετικά απευθυνόμενη στο άνθος « Αστέρ ή αστράκι / Πάψε να χύνεις / δάκρυα απερίσκεπτα / πάνω στη γη αστράκια / δεν πρόκειται να δεις / παρά μόνο σαν γυρίσεις / τον κόσμο τούμπαλιν / με μπόλικο κρασί / και λίγη φαντασία», (σ. 37). Άλλες φορές οι θεάσεις της ποιήτριας ανακαλούν βιωματικές εικόνες ή μνήμες από την σύγχρονη ελληνική παράδοση και τη λογοτεχνία, όπως στο «Γεράνι» που φέρνει στο νου μας εικόνες παραδοσιακής αυλής με αραδιασμένους τενεκέδες γεμάτους γεράνια στο χαγιάτι ή στο κατώφλι να λαμπυρίζουν πολύχρωμα καλωσορίσματα: «καλωσόρισμα σε σπίτι μυθικό / με το κλειδί να σε περιμένει / στα ριζά κάθε γερανιού / κάτω από τον κόκκινο βαμμένο / ντενεκέ της φέτας» (σ. 45), γράφει  παραπέμποντας παράλληλα στο μυθιστόρημα του Χρόνη Μίσσιου «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι»[5].

Η Παπαγεωργίου επιλέγει σπάνια κι εξωτικά άνθη από μακρινούς τόπους του πλανήτη, όπως το Γινγκ-σου από την Κίνα, το Ραφλέσι από τη Σουμάτρα ή το Ναουπάκα από τη Χαβάη και το Μελάτι από την Τζακάρτα. Πλάθει τα ανθο – ποιήματά της προσδίδοντας ανθρωπομορφικά στοιχεία στα άνθη και μέσα από αυτά αφηγείται τα ανθρώπινα πάθη και παθήματα με πάλλουσα κι αισθαντική γλώσσα όπου η φωνή του ποιητικού υποκειμένου και του άνθους συγχωνεύονται αγγίζοντας τον συγκινησιακό νου και τον αναστοχασμό του αναγνώστη. Ωθούμενη από την ομορφιά των ανθέων και των λέξεων, τον πόθο για φως, αλήθεια κι ανθρωπιά πλάθει τα εξωτικά ανθοποιήματά της προσφέροντας αρώματα ποιητικής ευαισθησίας, εκφράζοντας την ψυχοκοινωνική συνθήκη και το ανθρώπινο δράμα και θαύμα στο γεωγραφικό και πολιτισμικό τόπο προέλευσής των ανθών της.

Έτσι πχ μέσα από ένα ολιγόστιχο και πυκνό ποίημα για το άνθος «Σίρουι Λίλυ» της Ινδίας, εφορμώντας από το μύθο της πριγκίπισσας Λίλυ, αλλά και την επίγεια κόλαση των γυναικών του τόπου της, πετυχαίνει να συγκλονίσει σκιαγραφώντας την οδυνηρή γυναικεία συνθήκη στην Ινδία που αποστερεί τη γυναίκα ακόμη και από την ανθρώπινη υπόστασή της, ωθώντας την σε υποταγή, σε απόρριψη της θηλύτητάς της και σε επιθυμίες μετενσάρκωσης σε άνδρα. Γράφει η ποιήτρια:

«ΣΙΡΟΥΙ ΛΙΛΥ ΙΝΔΙΑ / Είμαι λέει γυναίκα. Το φύλο μου. / Από τη γέννησή μου μεγαλώνω για ένα σκοπό. / Να παντρευτώ. Να κάνω γιο. / Από τα 12 με στέλνουν στον γαμπρό. / Αν με δέρνει, με βιάζει, θα πω ευχαριστώ. / Αν πιάσω στην κοιλιά ένα θηλυκό, / αλίμονο, ντροπή ή το σκοτώνω ή να καώ. / Αν χηρέψω συμφορά, ζητιάνα ή δούλα θα γεννώ. / Είτε σαν τη Λίλυ εξόριστη σε πόλη εκεί ψηλά. / Αν φύγει θα πεθάνει. Το κάρμα λέει. / Ας περιμένω λοιπόν, να μετενσαρκωθώ. / Αν έχω τύχη, θα βγω αρσενικό. / Σε λίγες μέρες φτάνουν στο φεγγάρι. / Τον άλλο χρόνο και στον Άρη.  / Μπορεί εκεί να βρω / τη ράτσα ή το είδος μου. / Δεν είμαι άνθρωπος εγώ. / Είμαι γυναίκα.» (σ. 93).

Αλλού σκιαγραφείται η αγωνιστικότητα και η εμπιστοσύνη στον εαυτό, όπως το ανθο – ποίημα «Πρωτέα» για το εθνικό λουλούδι της Νότιας Αφρικής που συμβολίζει την αναγέννηση, το οποίο στην ποιητική του απόδοση ορθώνεται με παρρησία διαμηνύοντας: «Η ύπαρξή μου είναι νίκη», παραπέμποντας στη νίκη απέναντι στον ρατσισμό και το Απαρτχάιντ, ενώ η θέαση κάποιων άλλων εγείρει τον υπαρξιακό στοχασμό της ποιήτριας, όπως το Ιαπωνικό  «Σακούρα, Το άνθος της Κερασιάς», όπου εκφράζονται ερωτήματα σχετικά με τη ζωή και το θάνατο: «Αν μάθεις να πεθαίνεις, / τότε θα μάθεις να ζεις.» (σ. 95).

 

Ένα τρίτος λόγος που καθιστά ιδιαίτερο τον ποιητικό βιβλίο των “Ανθέων” αφορά στον υπότιτλό του, δηλαδή στο ότι αποτελεί ένα Ποιητικό ανθο-λόγιο, με την αξιοποίηση του οποίου ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή και γνωριμία με τον κόσμο των ανθέων μέσα από έναν ποιητικό και αισθαντικό τρόπο, αντλώντας από τη σοφία και την ομορφιά της φύσης από την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος έχει δυστυχώς απομακρυνθεί χάνοντας τη δυνατότητα να την απολαύσει. Η αξιοποίησή του Ποιητικού ανθο-λόγιου γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα με την παράθεση των πλούσιων σημειώσεων, οι οποίες  υποβοηθούν την γνωριμία του αναγνώστη με το κάθε άνθος, ως φυτό, τον τόπο προέλευσης, το μύθο και τον συμβολισμό του, αλλά και στην καλύτερη κατανόηση των ποιημάτων και των ιδεών που κομίζουν.

Τόσο τα άνθη όσο και τα ποιήματα αποτελούν την κορωνίδα στην κλίμακα της ανθρώπινης αισθητικής απόλαυσης, αλλά και στην αναζήτηση ελπίδας και φωτός. Οι καλές ποιήτριες Κατερίνα Λιάντζουρα και Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με το πλούσιο και στοχαστικό ποιητικό – ανθολόγιό τους μας προσφέρουν ποιητικά αγγίγματα ομορφιάς και ερεθισμάτων της επαφής μας με τη φύση, με τον εαυτό και τον άλλον, καθώς και ερεθίσματα συνέργειας, ποιητικής ομορφιάς, επαναπροσδιορισμού και επανάκτησης της σχέσης μας με τη φύση και βαθύτερο αφουγκρασμό της ομορφιάς και της σοφίας της,

 

* Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ είναι κλινική ψυχολόγος, ποιήτρια και μεταφράστρια. Τελευταίο της βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή «Με λένε Εύα» (εκδ. Μανδραγόρας, 2023).
[1]          «ἦλθον ἔπειθ’, ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίνεται ὥρῃ,»: Ομήρου Οδύσσεια, ι΄ 51, μετάφραση: Αργύρης Εφταλιώτης        
[2]          « Ήταν Ποιητής»: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα, εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2020, σ. 71.     
[3]          «Σεμινάριο»: Νικηφόρος Βρεττάκος, Φιλοσοφία των λουλουδιών, 1988.       
[4]          «Ο λόγος της σιωπής»: Ζαχαρίας Παπαντωνίου, · Τα Θεία Δώρα“, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
[5]          Χρόνης Μίσσιος, Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι, εκδόσεις γράμματα, 1996.      

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.