Tό πρῶτο πού θυμᾶμαι εἶναι ἕνας νηπιακός βηματισμός πάνω σέ πέτρινο καμπυλωτό πεζούλι κι ἕνας χορός ἰδιότυπος στό καφετί ἀμπάρι τοῦ μαγεριοῦ.
«Μάνα» φώναζα τή γιαγιά καί τόν παππού «πατέρα», ὅπως ἄκουγα ἀπ’ τίς ἀγαπημένες μου θεῖες, τή Βούλα, τή Νάσω καί τή Γιώτα. ‒Οἱ γονεῖς μου ἦταν «μπαμπάς» καί «μαμά». Δέν ξέρω γιατί ποτέ δέν μοῦ ἄρεσαν ἰδιαίτερα αὐτές οἱ λέξεις οἱ στρουμπουλές‒.
Κόρη τῆς Θοδώρας, τῆς δασκάλας θυγατέρας τοῦ παπᾶ καί τοῦ Βαγγέλη, δάσκαλου Πιστιανίτη[2], ἀπ’ αὐτούς πού μεγάλωσαν «μέ τό ποτάμ’ ἀγκαλιά», καταπῶς ἔλεγε ἡ γιαγιά μου ἡ Ἀναστασιά. Ἀλλοῦ ὁ ἕνας, ἀλλοῦ ὁ ἄλλος, διορισμένοι σέ χωριά ὀρεινά, δέν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα νά μέ πάρουν μαζί τους. Ἔτσι, μεγάλωνα στό σπίτι τοῦ παπᾶ.
Ἦταν μετά τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Ἡ γιαγιά μου ἡ παπαδιά ὅλο μαῦρα φόραγε, ἀκόμα κι ἡ ποδιά ἦταν μαύρη. Τό κορμί της ἔγερνε λίγο. Τό πρόσωπο πού ἔλαμπε ἀπ’ τά μάτια της κατέληγε σ’ ἕνα μικρό σαγόνι. Οἱ ρυτίδες της ἦταν ὄμορφες καί βαθιές. Δέν τραγούδαγε, οὔτε ἔλεγε παραμύθια. Ὅλη μέρα δούλευε μέ τίς θεῖες μου, μέσα κι ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ὅταν νύχτωνε, ἀνάβαμε μιά λάμπα πετρελαίου κι ἔγνεθε. Ζήλευα τίς στροφές τοῦ σφοντυλιοῦ και, παίζοντας ὅλο σκανταλιά, τό ἀκινητοποιοῦσα. Θύμωνε ἐκείνη «στά ψέματα» καί γελούσαμε καί τῆς τραβοῦσα τό μαντήλι κι ἔπαιζα μέ τίς φτενές της πλεξοῦδες.
Ὁ παππούς ἔπιανε «Ντώυτσε Βέλλε» στό καφετί φορητό ραδιόφωνο. Κάθε βράδυ τήν ἴδια ὥρα, ἄκουγε τίς εἰδήσεις. Ὕστερα, μ’ ἔπαιρνε στά γόνατα κι ἔπαιζα τραβώντας τή μεγάλη του μύτη, ὥς καί τά μικρά μελικοκκένια του μάτια γέλαγαν, περιλάβαινα μετά τά γένια καί τά μαλλιά του, τ’ ἀγαπημένο μου ἀσημόγκριζό του κλωστάρι.
Μύριζε στό τηγάνι φρέσκο βούτυρο μέ πρέντζα κι αὐγά χτυπητά. Στό τραπέζι μᾶς περίμενε ντοματοσαλάτα καί ζεστό ψωμί. Ἡ νοστιμιά ἐκείνη μ’ ἀκολουθεῖ καί, σ’ εὐλογημένες στιγμές, σά νά μαντεύω τό μυστικό της.
Ὕστερα, ἤξερα πώς δέν ἔπρεπε νά φωνάζω: «Ὁ πατέρας διαβάζεται». Τρύπωνα σιγά σιγά στό δωμάτιο τοῦ παπποῦ, ἀνεβαίνοντάς μέ προσοχή τήν ξύλινη σκάλα. «Κύρ’ ἐλέησον, Κύρ’ ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον…» ‒πόσες φορές;‒ Κάπως μέτραγε μέ τόν ἀντίχειρα καί τά ὑπόλοιπα δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ. Κάπως διάβαζε τίς εὐχές, μέ ἰδιότυπο τρόπο, γοργό. Φωναχτά ἡ φράση ἡ μισή κι ἡ μισή ἀπό μέσα, καί πάλι ξανά καί ξανά ν’ ἀναδύεται τό κύμα τό μυστικό…
Ξάπλωνα μετά σ’ ἕνα κρεβάτι σιδερένιο, βαμμένο λευκό. Ἄλλοτε ἀντιστοιχοῦσα στά δέκα δάχτυλα τῶν χεριῶν μου τά δέκα παιδιά τοῦ παπποῦ καί τῆς γιαγιᾶς, μέ τή σειρά πού γεννήθηκαν, ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἀντίχειρα τοῦ ἀριστεροῦ χεριοῦ, μέ τόν μεγαλύτερο, καί καταλήγοντας, μέ τόν μικρότερο, στό μικρό δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ μου χεριοῦ. «Φάνης, Μάχος, Βαγγέλης, Λευτέρης, Βούλα, Θοδώρα, Νάσω, Βασίλης, Γιώτα, Ζαχαρής». Ἄλλοτε, πάλι, φοβόμουν κάπως, φοβόμουν μήπως μπεῖ ὁ «Σεισμός», τό φοβερό αὐτό ξωτικό, ἀπό μιά ρωγμή τοῦ σοβᾶ, λίγο πιό πάνω ἀπ’ τό περίεργό μου κεφάλι. Τότε ἔλεγα ἀπό μέσα μου τό «Βασιλεῦ οὐράνιε…», χωρίς νά ξέρω καλά-καλά τί σημαίνουν κάμποσες λέξεις, κάπως διαφορετικές ἀπό τίς συνηθισμένες κι ὅμως τόσο κοντινές. «…ἐλθέ καί «σκήνωσον» ἐν ἡμῖν…». Κάπως ἔτσι τό ἐννοοῦσα, καί φανταζόμουν τό Θεό ὅλο καλοσύνη νά ρίχνει ἕνα σκοινί ἀπ’ τόν οὐρανό ὥς τήν παιδική μου ψυχή καί νά ’ρχεται, μυστικός ἀκροβάτης. Σέ λίγο, ἐρχόταν ὁ ὕπνος…
Μιά μέρα πού ὁ παππούς πῆγε στή Φιλιππιάδα, μοῦ ’φερε μιά πλαστική σάκα καφετιά, μέ ἀνάγλυφα τριαντάφυλλα καί χερούλι μεταλλικό. Μέσα εἶχε ἕνα μολύβι καί δυό-τρία τετράδια μ’ ἐξώφυλλο χάρτινο καί κάτι ἀριθμούς στ’ ὀπισθόφυλλο, τήν «προπαίδεια», ὅπως μοῦ εἶπαν ἀργότερα. Μερικές φορές πήγαινα ὥς τό σχολειό, δίπλα στήν ἐκκλησία. Ἔπαιζα μέ τά παιδιά, τρώγαμε στό διάλειμμα ψωμοτύρι. Καί μοῦ ’λεγαν πώς ὁ παππούλης τούς ἔκανε τήν Κυριακή «κατηχητικό» καί πολύ τ’ ἀγάπαγαν αὐτό τό μάθημα καί πώς ἤμουν ἀκόμα μικρή, κι ἄν πήγαινα, δέ θά μποροῦσα νά καταλάβω.
Ἀργότερα, καθώς ἄρχισε τό σχολεῖο, ἀραίωσαν οἱ ἐπισκέψεις μου στό χωριό. Πάντα ὅμως στίς διακοπές λαχταροῦσα τήν ἐκκλησιά τοῦ παπποῦ, τήν Παναγία. Λαχταροῦσα νά τόν βλέπω στητό κι ὀλόρθο νά δέεται καί νά ψέλνει μελωδικά μέ μιά μυστική ταπεινότητα, μοῦ ’δινε νά διαβάσω κι ἐγώ κανέναν ψαλμό στούς ἑσπερινούς.
Ἀγαποῦσα πολύ τή Λαμπρή στό χωριό μέ τά φωτεινά πρόσωπα καί τά ὁλόλευκα ἄμφια τοῦ παππούλη. Καί φανταζόμουν πώς μιά Λαμπρή θά πετάξει ψηλά ὁ παππούς, λευκοντυμένος. Κράταγα προσεχτικά τή λαμπάδα μου καί σιγόψελνα τό «Χριστός Ἀνέστη». Ἤμασταν ὅλοι μιά ἀγκαλιά.
Ἀγαποῦσα καί τόν Δεκαπενταύγουστο, μέ τίς ἁπλές καθημερινές Παρακλήσεις στήν Παναγία. Κατηφορίζαμε ἀπό τά Πλατάνια, ὅπου μέναμε, καί πηγαίναμε κατευθεῖαν στήν ἐκκλησία. Ψέλναμε μέ τόν ἀδερφό μου ὅ,τι μπορούσαμε, λέγαμε καί τά διαβαστά. Προσέχαμε πολύ, νά μή μᾶς ξεφύγει οὔτε λέξη, γιατί ὁ παππούς δέ σήκωνε βιασύνες καί πονηριές.
Μᾶς εἶχε πεῖ κι ὁ Κώστας, ὁ μεγάλος μας ξάδερφος, τό παιδικό του πάθημα. Ὅτι τόν εἶχε πάρει ὁ παππούς σέ κάποιον ἑσπερινό γιά νά ψάλει, κι ὅτι εἶπε ν’ ἀφήσει κανένα τροπάριο, νά τελειώσουν νωρίτερα. Βγῆκε τότε ὁ παππούς στήν Ὡραία Πύλη καί τόν μάλωσε, λέγοντάς του νά μήν ξαναπάει, ἄν δέ θέλει νά διαβάζει ὅπως πρέπει, μέ τή σειρά.
Τά ξαδέρφια δέν ἔρχονταν συχνά στό χωριό. Ὅταν ἔρχονταν, δέ χορταίναμε τά παιχνίδια στήν πέτρινη αὐλή καί στίς λάκκες. Ὁ παππούς ἀρχίναγε κανένα τραγούδι καί καμιά φορά ἀφήναμε τό παιχνίδι ν’ ἀκούσουμε:
«Μέ βλέπεις μάνα μ’ πού γελῶ
καί λές δέν ἔχω ντέρτι
τό ντέρτι τό ’χω –μάνα μ’– στήν καρδιά
ὠρέ τό βάσανο στά χείλη
δέν ἔχω τίνος –μάνα μ’– νά τό εἰπῶ
ὠρέ τό ντέρτι τῆς καρδιᾶς μου…»
(«Ντέρτι» δέν ἤξερα τότε τί θά πεῖ κι οὔτε ρώταγα. Μέ χτύπαγε ὅμως ἡ λέξη στό στῆθος βαθιά καί μέ πόναγε, σάν ἦχος μεγάλου τυμπάνου).
Ἔπιανε μετά κι ἕνα τραγούδι πού τό θυμόταν ἀπό τή Βιζύη, ὅταν ἦταν ἐκεῖ χωροφύλακας:
«Τσανακαλέ ἰτσιντέ…
……………………»
Τό ’λεγε πρῶτα στά τούρκικα καί μετά
«Μέσα στό Τσανακαλέ
μέ σκοτώσανε
χωρίς μάνα κι ἀδερφή
μέ παραχώσανε.
Ὦ………………….».
Τέλειωνε τήν παραπονιάρικη μελωδία μ’ ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό κι ὕστερα ἀρχίναγε τά ψαλτικά, σάν παρηγόρια.
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος….».
Πολλές φορές μᾶς προλάβαινε ἡ νύχτα στό σπίτι τοῦ παπποῦ. Νύχτα γυρίζαμε στά Πλατάνια καί μᾶς ἔφεγγαν τ’ ἀστέρια καί τό φεγγάρι. Στό χωριό μου τ’ ἀστέρια τά λέν «θεόπ’λα»[3].
*********
Ὕστερα, ἦρθε ἡ ἐφηβεία. Ὄχι μέ ἐξωτερικά ξεσπάσματα, ἀλλά μέ ἔντονες σκέψεις καί προβληματισμούς. Κάπου ἐκεῖ στά δεκατέσσερα-δεκαπέντε, πρωτοαισθάνθηκα ὅ,τι λέμε «διάνοια» νά διαστέλλεται. ‒Σάν μπαλόνι νά διαστέλλεται κι ἡ μοίρα του θά ’ναι νά ξεφουσκώσει ἤ νά σκάσει κάποια στιγμή, γύρω ἐκεῖ στά τριάντα‒. Ἀπαιτοῦσα σ’ ὅλα τά προβλήματα λύση μαθηματική, σάμπως νά ’ταν προβλήματα μαθηματικῶν.
Στίς διακοπές στό χωριό, δέν ἔπαιρνα πιά τ’ ἀγαπημένα μου διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη ἤ τοῦ Βιζυηνοῦ. Κουβαλοῦσα κλασικά ὀγκώδη μυθιστορήματα, βιβλία ἀπολογητικά, ἐκλαϊκευμένα βιβλία Ἀστρονομίας.
Ἀγαποῦσα, θυμᾶμαι, πολύ τόν Θωμᾶ. Μ’ ἐνοχλοῦσε πού τόν ἔλεγαν ἄπιστο. «Ἐάν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τήν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω»….
Κουβέντες πολλές δέν ἔλεγα, ἰδιαίτερα σώπαινα τή Λαμπρή, σάμπως νά ’θελα κάτι ν’ ἀφουγκραστῶ. Πόσα ἄραγε «Χριστός Ἀνέστη», πόσα «Ἀληθῶς», πόσα θά λέγονταν μέ τήν καρδιά κι ὄχι ἁπλῶς μέ τό στόμα… Τρομερές κουβέντες, ἀλαφρωμένες ἀπ’ τή συνήθεια, ν’ ἀνασηκώνουμε τή σκιά κι οὔτε νά ’χουμε ὑποψιαστεῖ τό σῶμα…
«Δεῦτε λάβετε φῶς….». Λευκοντυμένος ὁ ἱερέας φωτοβολεῖ. «Πατέρα….» μοῦ ’ρχονταν νά φωνάξω δυνατά, ὅπως τότε πού ἤμουν νήπιο. Ἦταν ὅλοι ἐκεῖ, ὅλος ὁ κόσμος ἀπ’ ὅλες τίς Λαμπρές, ὅσοι ἔγραψαν τά λόγια τά ἱερά κι ὅσοι προσευχήθηκαν μ’ αὐτά στούς αἰῶνες. «Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός…».
Αἰσθανόμουν ὅτι κάτι μεγάλο συνέβαινε, κάτι ἁπτό, πού δέν ἦταν παρά ἡ κατάφαση τῆς ζωῆς μέ τά ἁπλά της δῶρα. Ὁ Θεός δέν νοεῖται, βιώνεται. Δέν εἶναι σκέψη, εἶναι αἷμα, πεθαίνει κι ἀνασταίνεται.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ. Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὦδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου…».
[1] Ἀπόσπασμα, πρώτη παράγραφος τοῦ Β΄ Μέρους, ἀπό τό ἀνέκδοτο, ἀκόμα, ἀφήγημά μου: Κωνσταντίνου Κώτση Ἱερέως Βίος ἁπλός (Πιστιανά, 1898-1997), Ἄρτα, 1999.
[2] Πιστιανίτης, ὁ καταγόμενος ἀπό τά Πιστιανά.
Τά Πιστιανά εἶναι ἕνα μικρό χωριό στούς πρόποδες τοῦ Ξηροβουνίου, μεταξύ Κορφοβουνίου καί Ροδαυγῆς, εἴκοσι περίπου χιλιόμετρα βορειότερα ἀπ’ τήν Ἄρτα, μ’ ἑξακόσια μέτρα ὑψόμετρο.
[3] (τά) θεόπ’λα, θεόπουλα. Ἀλλοῦ στήν Ἤπειρο και «θιουπούλια (τά), μτφ. «τί καρτιρεῖς νά βγοῦν τά θιουπούλια» δηλ. νά βγοῦν τά πουλιά τοῦ Θεοῦ, νά νυχτώσῃ;»
Βλ. Εὐαγγέλου Ἀθ. Μπόγκα, Τά γλωσσικά ἰδιώματα τῆς Ἠπείρου (Βορείου, Κεντρικῆς καί Νοτίου), Α΄ Γιαννιώτικο καί ἄλλα λεξιλόγια, ἐκδ. Ἑταιρείας Ἠπειρωτικῶν Μελετῶν, Ἰωάννινα, 1964, σ. 138.
Φωτογραφίες:
-
Ὁ παπα-Κώστας ἔξω ἀπό τήν Ἁγία Παρασκευή, ναΐσκο τῶν Πιστιανῶν τοῦ 17ου αἰώνα. Μεταφέρει στόν μπόγο τά ἀπαραίτητα, ἄμφια καί βιβλία, γιά τήν ἀκολουθία πού τέλεσε. (Ἀρχές δεκαετίας τοῦ 1980, φωτογραφία Εὐαγγέλου Γ. Κόκκινου).
-
Ἡ αὐλόθυρα τοῦ Ἁη-Γιώργη, ναΐσκου τῶν Πιστιανῶν τοῦ 17ου αἰώνα.