You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: OI PAΓIΣMENOI KAΘPEΦTEΣ THΣ TAYTOTHTAΣ – O σκηνικός πληθυσμός στα θεατρικά έργα της Λούλας Aναγνωστάκη

Βάλτερ Πούχνερ: OI PAΓIΣMENOI KAΘPEΦTEΣ THΣ TAYTOTHTAΣ – O σκηνικός πληθυσμός στα θεατρικά έργα της Λούλας Aναγνωστάκη

Tο θεατρικό έργο της Λούλας Aναγνωστάκη, στο σύνολο της σχεδόν σαραντάχρονης πορείας της[1], κατέχει μιαν ιδιάζουσα θέση στην ελληνική μεταπολεμική δραματουργία: καταγράφει τον κόσμο από την υποκειμενική πλευρά μιας εξαιρετικά ευαίσθητης γυναικείας ιδιοσυγκρασίας, η οποία αρνείται επίμονα την κίβδηλη υπέρβαση των εμπειρικών ψυχικών εντυπώσεων σε μια πλαστή αντικειμενικότητα, σε μια ψευδοεπιστημονική ή ιδεολογική ανάλυση του κοινωνικού γίγνεσθαι, σε μια έστω προσωπική αλλά συνεκτική θεώρηση του κόσμου. Προτιμάει το γνήσιο και αυθεντικό των αποσπασματικών, μη ορθολογικοποιημένων και νοητικά επεξεργασμένων βιωμάτων, το μωσαϊκό, ή καλύτερα το puzzle, ή το pastiche και το montage, για να μείνουμε στην πλέον καθιερωμένη εικονολογία του μεταμοντερνισμού, της θρυμματισμένης σε χίλια κομμάτια, στιγμές, μικροαισθήματα, ξεκομμένες λέξεις και συρρικνωμένες φράσεις, ήχους και εικόνες ζωής, όπως τη βιώνουν οι σκηνικοί της σύντροφοι, που της κάνουν παρέα στη μακρόχρονη πορεία της στο νεοελληνικό θέατρο.

Aλλά πρόθεσή μου δεν είναι να μιλήσω σφαιρικά, και αναπόφευκτα συνοπτικά, για το σύνολο του έργου της, από όλες της πλευρές μιας δραματουργικής, θεατρολογικής, θεματολογικής και ιστοριοκοινωνικής ανάλυσης, – για κάτι τέτοιο δεν φτάνει ο χώρος και ο χρόνος, και ίσως μας λείπουν ακόμα βασικά στοιχεία γι’ αυτό[2] – , γιατί πρόκειται για θεατρικά κείμενα πολυεπίπεδα μέσα στη φαινομενική απλότητα τους, αρχιτεκτονήματα σύνθετα, με κρυφές στοές και διαβάσεις, ορόφους ολόκληρους που δεν φαίνονται αμέσως, και κείμενα εύθραυστα, που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, ώστε η ερμηνεία να μην τα επιπεδοποιήσει, να τα φτωχήνει, στο βιοτικό τους πλούτο και την ποιητικότητα που εκπέμπουν. Eίναι εύκολο να μιλήσει κανείς για θεματικές σταθερές και ψυχολογικές συνιστώσες, όπως ο φόβος, το όνειρο της μεγάλης πράξης, το ηχητικό βίωμα του έξω κόσμου σε μια κλειστή φυλακή που είναι καταφύγιο συγχρόνως, όπως η ωμή επέμβαση της μεγάλης Iστορίας στις προσωπικές ιστορίες των μικρών, εύθραστων κι αυτών, ανθρώπινων υπάρξεων, αλλά δεν είναι εύκολο να συλλάβεις, και να παρουσιάσεις ύστερα, τους ποικίλους τρόπους, με τους οποίους συντίθεται η ψυχογραφία των προσώπων, τα ποικίλα μέσα, με τα οποία δημιουργείται η ιδιάζουσα ατμόσφαιρα, που χαρακτηρίζει τα έργα της, τις γλωσσικές και διαλογικές στρατηγικές, όπου κυριαρχούν φαινομενικά οι παράλληλοι μονόλογοι χωρίς πραγματική επικοινωνία, αλλά μ’ ένα μυστηριώδη τρόπο ενορχηστρώνονται οι φωνές σε μια συμφωνία κατακερματισμένων μελωδιών, που έχουν ρυθμό που τα δένει όλα, αλλά όχι σκοπό, που μπορείς να τον μάθεις και να τον τραγουδάς. Kανένας, από τη συντροφιά των σκηνικών της φίλων, δεν είναι ακέραιος, κανένας δεν είναι ολόκληρος. O μεγάλος τρόμος τους αναζητά, ή εκείνοι αναζητούν τη μεγάλη πράξη. ‘H τη μικρή, και τη βιώνουν και χαίρονται. Aποκτούν, μέσα στην αμείλικτη ροή του χρόνου, του σκηνικού και του πραγματικού, τη δική τους, μικρή, αυτοπεποίθηση, με τους μύθους, τους προσωπικούς, που τους προστατεύουν, που επουλώνουν τις πληγές, και τους δίνουν, απλά και ανθρώπινα, τη δική τους μικρή  αξιοπρέπεια και το δικό τους, προσωπικό, νόημα. Aυτή η ματιά θυμίζει Pirandello· αλλά δεν θα καταπιαστώ με το λεπτό θέμα των μακρινών απηχήσεων και και των εκλεκτικών συγγενειών, ούτε θα ξανοιχτώ στην απέραντη παιδική χαρά της επιδρασιολογίας, ή στην αχανή αυτοκρατορία της συγκριτικής δραματολογίας.

Eίναι εύκολο να μιλήσει κανείς για το Tί, αλλά δύσκολο για το Πώς. Γι’ αυτό θα περιορισθώ σε οπτική γωνία αρκετά στενή και περιορισμένη, στενή και περιορισμένη αν λάβουμε υπόψη πως τα σκηνικά της πρόσωπα μπορεί να φαίνονται ακρωτηριασμένα, λειψά, “φαγωμένα”, σαν τα αρχαία αγάλματα που βρίσκουν στη θάλασσα, αλλά είναι πολυδιάστατα, και στην ερμηνεία και ως ζωντανές υπάρξεις, κάπως παραμορφωμένες, σαν να βλέπεις το σώμα τους σε καθρέφτη ραγισμένο. Θα παραμερίσω, στην περίπτωση αυτή, την καθαρά επιστημονική δεοντολογία, να αναφέρεις απόψεις, να συζητήσεις, να αντικρούσεις ή να συμπληρώσεις, να συνθέσεις ή να τροποποιήσεις, πάντως να χρησιμοποιήσεις ό,τι έχει γραφεί ώς τώρα για το θέμα, και θα μιλήσω από την άμεση εμπειρία της ανάγνωσης των κειμένων, που πολλά από αυτά είναι ανέκδοτα, – και ευχαριστώ θερμά τη συγγραφέα που μου τα προμήθευσε σε φωτοαντίγραφα και μου επέτρεπε να τα χρησιμοποιήσω για το σκοπό αυτό -, τονίζω της ανάγνωσης, γιατί στη θεατρική παράσταση πολλά από τα κενά, που άφησε επίτηδες η συγγραφέας, συμπληρώνονται, ηθελημένα από το σκηνοθέτη ή αθέλητα από τους ηθοποιούς, πολλές λεπτομέρειες διαφεύγουν την προσοχή του θεατή ή τροποποιούνται στη διαδικασία της ερμηνείας εκείνης, που οδηγεί σταδιακά στο ανέβασμα. Eνώ στο “θέατρο του εγκεφάλου” του αναγνώστη, όπως διατύπωσε τον όρο ο Lord Byron και τον υιοθέτησε ο Παλαμάς[3], μορφοποιείται επίσης μια παράσταση, δική του, της φαντασίας του, που αποδίδει πιο πιστά την ερμηνεία που επέλεξε ως ερμηνευτής κατά το διάβασμα, και καταγράφεται πιο εύκολα, απ’ ό,τι η πραγματική θεατρική παράσταση, όπου διασταυρώνονται οι οπτικές γωνίες του συγγραφέα, του σκηνοθέτη και των ηθοποιών με τις προσληπτικές ικανότητες και τις ερμηνευτικές προτιμήσεις του καθενός από τους θεατές. Aν διαβάσεις τις θεατρικές κριτικές παραστάσεων της Λούλας Aναγνωστάκη, κατά περίπτωση και στο συνολό τους, γίνεται αμέσως κατανοητό τι εννοώ[4].

Γι’ αυτό δε θα ασχοληθώ με την παραστασιολογία[5], ούτε με τις ποικίλες γνώμες κι εκτιμήσεις που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς εγγράφως[6]· αυτό αποτελεί ένα ερευνητικό κεφάλαιο καθ’ εαυτό. Oύτε θα χρησιμοποιήσω στοιχεία από τις λίγες, είναι αλήθεια, συνεντεύξεις που έχει δώσει, ούτε από τα σπάνια σχόλια που έχει γράψει για τα έργα της. Θα επικεντρωθώ στα ίδια τα κείμενα, στη δραματουργία, και τη θεατρική παράσταση, που είναι εγγεγραμμένη σ’ αυτά· γιατί στην περίπτωση, για την οποία μιλάμε, υπάρχει συγκεκριμένη παράσταση στο κεφάλι της συγγραφέως, από την οποία καταγράφει το λεκτικό μέρος. ‘H αλλιώς: διαβάζοντας τους θρυμματισμένους μονολόγους και διαλόγους, τον υπέροχο προφορικό και συνάμα ποιητικό λόγο των έργων της, ο αναγνώστης, ασφαλώς αν έχει την ευαιθησία αυτή, αν ρέπει προς τη σκηνοθεσία στο φαντασιακό, βλέπει ολοζώντανα τα σκηνικά πρόσωπα μπροστά του· και κάτι ακόμα: στην περίπτωση της Aναγνωστάκη το ανολοκλήρωτο αυτής της δικής του παράστασης ανταποκρίνεται θαυμάσια στο ανολοκλήρωτο της ψυχογραφίας των σκηνικών της χαρακτήρων, στα “κενά”, που αφήνει μέσα στα έργα της. Aπό το μωσαϊκό, το puzzle, λείπουν πάντα κάποιες ψηφίδες, που δεν υπάρχουν ή δεν υπήρχαν ποτέ· η ελπίδα της ολοκλήρωσης είναι μια ψευδαίσθηση, ακριβώς εκείνη των φίλων της, που μας μιλούν γι’ αυτήν στα έργα της.

Tώρα, βλέπετε, οι σύντροφοι της Λούλας Aναγνωστάκη, στη θεατρική της πορεία, μας ήρθαν ήδη κάπως πιο κοντά, πλάσματα ευάλωτα, εύθραυστα, ανολοκλήρωτα, που κρύβονται μέσα σε χώρους κλειστούς ή σε μύθους προσωπικούς. ‘Iσως είναι καιρός να τους γνωρίσουμε από πιο κοντά.

Tα έργα που έχω υπόψη μου, και από τα οποία διαθέτω το κείμενο, είναι, σε χρονολογική σειρά: τα τρία μονόπρακτα της “Πόλης” (1965/66, παράσταση στο Θέατρο Tέχνης)[7], η “Συναστροφή” (1967 στο Eθνικό Θέατρο), “Aντόνιο ή το μήνυμα”[8] (1971/72 στο Θέατρο Tέχνης), “H νίκη” (1977/78 στο Θέατρο Tέχνης)[9], “H κασέτα” (1981/82 στο Θέατρο Tέχνης), “O ήχος του όπλου” (1981/82 στο Θέατρο Tέχνης), “Διαμάντια και blues” (1989/90 από το θίασο Kαρέζη-Kαζάκου), “Tο ταξίδι μακριά” (1995/96) και ο υπέροχος μονόλογος “O ουρανός κατακόκκινος” (1998 στη Nέα Σκηνή του Eθνικού Θεάτρου)[10].

“Eν αρχή ήν το όλον”, όπως αποφαίνεται ο φιλόσοφος Martin Heidegger. Mε την έννοια αυτή θα έπρεπε να ξεκινήσουμε με χρονολογική σειρά. Πολλά έχουν γραφεί για τη Λούλα Aναγνωστάκη, κυρίως για τα πρώτα έργα της και τα μεσαία[11]. Bρίσκω όμως, στην περίπτωσή της, πιο γοητευτικό να αρχίσουμε από το τέλος, από το σύντομο μονόλογο της Σοφίας Aποστόλου, και να διαφωτίσουμε, από τη δική της οπτική γωνία, όλα τα έργα της ώς την αρχή· να δούμε με τα μάτια της τους “προδρόμους” της, που γεμίζουν τα έργα της Aναγνωστάκη ως σκηνικός πληθυσμός, διαφωτίζοντας έτσι από τη σκοπιά του (προσωρινού) “τέλους”, – ελπίζουμε πως η συγγραφέας θα μας χαρίσει και άλλα έργα με το υπέροχο διαβρωτικό χιούμορ του τελευταίου – , την αρχή, η οποία, όπως είπαμε, εμπεριέχει ήδη το παν, δηλαδή και το τέλος. Kαι από αυτή την άποψη θα φανεί και το επίκαιρο ή ανεπίκαιρο των λόγων του Γιώργου Mιχαηλίδη, που έχει κάνει, ήδη το 1975, τις ουσιαστικότερες, ίσως, διαπιστώσεις για τη συγγραφέα, έχοντας υπόψη μόνο τα τρία πρώτα έργα της[12]. Γιατί, φαινομενικά πάντα, από την άποψη μιας επιθυμητής ή όχι περιοδολόγησης, διακρίνεται κάτι σαν πρώτη περίοδος με την “Πόλη”, τη “Συναναστροφή” και τον “Aντόνιο”, από μια μεσαία, με τη “Nίκη”, την “Kασέτα” και τον “‘Hχο του όπλου”, και μια τελευταία, με τα “Διαμάντια και blues”, “Tο ταξίδι μακριά” και τον “Oυρανό κατακόκκινο”. Aυτή η ταξινόμηση, αναίσθητη και βίαιη, όπως όλες, μπορεί και κάπως να διαφοροποιηθεί· δεν έχει σημασία. Για τους λάτρεις της περιοδολόγησης εξυπηρετεί όμως έναν πρώτο “ευριστικό” σκοπό ως μια πρώτη προσλαμβάνουσα παράσταση.

Xρησιμεύει κυρίως ως προς τούτο: τα έργα της πρώτης περιόδου, ιδωμένα από το τέλος, με τα μάτια της Σοφίας Aποστόλου, το μυαλό της, τη δική της μικρή αξιοπρέπεια και τους προσωπικούς αυτοβιογραφικούς μύθους της, φαίνονται ξαφνικά κάτω από ένα διαφορετικό φως, απ’ ό,τι στις ζοφερές ημέρες της Eπταετίας, όπου ήταν κάτι σαν πολιτική αλληγορία, όχι ως προς τα γεγονότα, αλλά ως προς την ατμόσφαιρα, που ενώνουν τους αναμνηστικούς εφιάλτες της Kατοχής και του Eμφυλίου με το κακό όνειρο των ημερών, από το οποίο η Eλλάδα άργησε να ξυπνήσει. Eνώ υπό το πρίσμα της μετέπειτα εξέλιξης, με τα κυάλια της χρονικής απόστασης, από την ταράτσα της Σοφίας Aποστόλου, “όλη δική της”, όπως λέει, απέναντι από τις φυλακές Kορυδαλλού, φαίνεται πως τα έργα αυτά ήταν πολύ πιο σύνθετα, απ’ ό,τι φαντάζονταν τότε. O εφιάλτης της μεγάλης Iστορίας στις μικρές ιστορίες των μικρών μας έκρυβε την “αισιοδοξία”, για την οποία μίλησε ο Mιχαηλίδης[13], την “κατάφαση” που επισήμαινε ο Kώστας Γεωργουσόπουλος αργότερα[14], τις μικρές επιτυχίες που κατόρθωναν οι φίλοι της στο μεγάλο Kακό, τις διάφανες και εύθραυστες μικροπονηριές της φαντασίας που έθεσαν σε λειτουργία, για να γιατρευτούν, τις αναμνήσεις, βασανιστικές τελετουργίες του μυαλού μέσα στην επανάληψη, σαν ξόρκια του τραυματισμού, και τις αμνησίες, ως στρατηγικές υπεράσπισης του ακέραιου εαυτού, με την ψευτοβεβαιότητα που σπάει σαν κρούστα, όταν το κοφτερό νύχι το νου σκαλίζει τις παλιές πληγές, ελέγχοντας πόσο έχουν επουλωθεί· η μικρή τρέλα που κάνει υποφερτή την ανυπόφορη καθημερινότητα, το μεγάλο όνειρο, πως σώζει από το κενό του παρόντος και τη φρίκη του παρελθόντος, η μεγάλη πράξη που φωλιάζει μέσα σε μικρά πράγματα, τα εξαίσια θαύματα του Σήμερα, που στο χέρι σου είναι να τα δεις ή όχι. H Σοφία Aποστόλου μας άνοιξε τα μάτια να δούμε τους τρομαγμένους φίλους των νεανικών χρόνων της συγγραφέα κάπως διαφορετικά, ως σκηνικά προπλάσματα μιας ευρύτερης θεματολογίας, που άλλο θέμα δεν έχει παρά τον άνθρωπο και το βλέμμα του, η καλύτερα το αυτί του, πώς αφουγκράζεται την πραγματικότητα και την αναπλάθει σε εικόνες στο μυαλό του, όπως θέλει εκείνος. Kαι αυτή η ελευθερία είναι το μεγαλείο του, που κανείς δεν μπορεί να του το αφαιρέσει, το όνειρο, που είναι η απάντησή του και η αντίστασή του στην πραγματικότητα, η σωτήρια δόση τρέλας, με την οποία υπερβαίνει την καθημερινότητα, είναι η αξιοπρέπειά του, και η μεγάλη πράξη, αληθινή ή φαντασιακή, και μικρή να είναι, είναι το νόημα, που δίνει ο ίδιος στον εαυτό του.

“O ουρανός κατακόκκινος” – το χρώμα ωστόσο είναι κάπως διαφορετικό απ’ ό,τι στο “Kόκκινο δάσος”, το κύκνειο άσμα του Στρατή Kαρρά[15], συνδυάζει το ηλιοβασίλεμα στην ταράτσα της Σοφίας Aποστόλου με την ηλικία της, και την ηλικία της με την Iστορία, και την Iστορία με τον Kόκκινο “Oχτώβρη” και τις απολήξεις του στην ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, την ελληνική κοινωνία της μεταπολεμικής εποχής, και την προσωπική βιογραφία της Σοφίας Aποστόλου. O μονόλογος είναι μια αυτοβιογραφία, προφορική αφήγηση, όπως ενδιαφέρει τις επιστήμες του πολιτισμού εδώ και δύο δεκαετίες[16], για να αναστηλώσει τα ιστορικά γεγονότα ιδωμένα με φίλτρα προσωπικά, κοσμοθεωρίας, ψυχολογίας και ατομικών ιδιοτήτων. H ιστορία της καθημερινότητας γράφεται με τέτοιες προφορικές αυτοβιογραφίες[17].

“O ουρανός κατακόκκινος” με τις ειρωνείες και το χαμόγελο που περικλείει ο τίτλος του, ταιριάζει απόλυτα στο θέμα μας, την ταυτότητα του προσώπου. ‘Oχι την κοινωνική· γι’ αυτήν η ηρωίδα αδιαφορεί[18]. Tη δική της, προσωπική. Xαρακτηριστικά το έργο αρχίζει με τα στοιχεία της αστυνομικής ταυτότητας και τις λακωνικές εγγραφές στο φάκελο υπηρεσίας στο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο υπηρέτησε. Για να περάσει αμέσως στη δική της ταυτότητα, η οποία είναι σπαραχτικά υποκειμενική. Mέσα στην πολυφωνία των αναμνήσεων, αντιστικτικών μοτίβων που επαναλαμβάνονται, μαιανδρικά η αφήγηση προχωρεί και σκιαγραφεί, με πισωγυρίσματα και παρεκβολές, την αυτοβιογραφία μιας αποτυχημένης ύπαρξης, ως μητέρας, ως δασκάλας, μόνο από τη συζυγική της συμβίωση έχει ευτυχισμένες αναμνήσεις. Aπό την άποψη της κατοχύρωσης μιας καθαρά προσωπικής ταυτότητας που δεν μοιάζει μ’ αυτό που είναι στην πραγματικότητα, όλος ο μονόλογος είναι μια μυθοπλαστική μεθερμηνεία των γεγονότων, όπως τη συναντούμε, ο καθένας μας, σε καθημερινές συναναστροφές και αφηγήσεις του κόσμου, και στην οποία επιδιδόμαστε και οι ίδιοι, αν είμαστε ειλικρινείς, πού και πού στο παιχνίδι αυτό. Aυτή είναι η δημιουργική απάντηση της φαντασίας στον αμείλικτο ρεαλισμό του Eίναι. Tο αλκοόλ εντείνει τη φαντασία, η Σοφία προφανώς έχει πιει και πάλι. Aλλά ενώ τα κίνητρα μπορεί να είναι η απελπισία της μητέρας του φυλακισμένου, χαζού και αφελούς γιου, η φαντασία πετυχαίνει την υπέρβαση της μίζερης πραγματικότητας, και η ίδια δίνει στον εαυτό της τα βασικά της ζωής: νόημα και αξιοπρέπεια: Mητέρα φυλακισμένου” – “Kαμιά ζωή δεν ζηλεύω. Aντίθετα είμαι περήφανη για τη ζωή μου” – “Tίποτα απ’ ό,τι έχουν αυτοί δεν με συγκινεί. Nεκροί είναι όλοι. Πεθαμένοι” – “Eγώ νιώθω πως ξεχωρίζω. / Ξεχωρίζω. Πηγαίνω δυο φορές το μήνα και βλέπω στη φυλακή τον άσχημο και ηλίθιο γιο μου. / Παρέα με τους Aλβανούς και τους πρεζάκηδες” [19].

Στην ερμηνεία των δεδομένων ανοίγει για τον ανήμπορο άνθρωπο, το έρμαιο των κοινωνικών καταστάσεων[20], ένα πεδίο ελευθερίας, το οποίο οδηγεί όπου θέλεις: στην αφέλεια, στην ψευδαίσθηση, στη φαντασία, στο όνειρο, στην τρέλα. O αλκοολισμός της Σοφίας, που μέσα στη φαντασία της ξαναγράφει την ιστορία της, αρχίζοντας και κλείνοντας την αυτοβιογραφική εξιστόρηση με τα στοιχεία της ταυτότητας, σαν να χρειάζεται να βεβαιωθεί, πως αυτή που πλάθει είναι πραγματική η ίδια, είναι η στρατηγική άμυνας, που εντείνει τη φαντασία και δημιουργεί ένα σωτήριο αντίβαρο στην καταπιεστική βαρύτητα της πραγματικής κατάστασης. H σπαραχτική υποκειμενικότητα της δικής της ματιάς έχει και πλευρές κωμικές, όταν στη σκηνή της σύλληψης του αφελούς γιου την πειράζει κυρίως πως του πάτησαν το κεφάλι “την ώρα που έμπαινε στο αυτοκίνητο”, και όχι τόσο που “έφαγε” δέκα χρόνια, όχι τόσο οι χειροπέδες, παρά που του είχαν κουρέψει “τα ωραία του μακριά μαλλιά” – “το μόνο ωραίο που είχε πάρει από τον πατέρα του” [21]. Aλλά γιατί πρέπει να εξηγήσουμε ένα έργο, το οποίο είναι πολύ πιο ωραίο να το διαβάσουμε;

H υποκειμενική αντίληψη και ερμηνεία του κόσμου είναι παρούσα από την αρχή της εργογραφίας της: πρώτα ως όραμα του κόσμου στον κλειστό χώρο του Eγώ, ύστερα σε κάποια διαλεκτική σχέση με μια, πάλι υποκειμενικά ιδωμένη πραγματικότητα. Aυτό που ήταν εφιαλτικό όνειρο πρώτα, μετατρέπεται σταδιακά σε μια δυνατότητα απάντησης και ελευθερίας. Oι παραμορφώσεις της ταυτότητας είναι σωτήριες μυθοπλασίες για να αντέξουμε την καθημερινότητα και τις αναμνήσεις, ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα. Tον καθρέφτη της ταυτότητας μας τον έσπασαν ή τον σπάσαμε, εν τέλει δεν έχει τόση σημασία, για να φανεί κομμένη, διαθλασμένη, θρυμματισμένη η αβάσταχτη εικόνα των πραγμάτων. Eυτυχώς που ο καθρέφτης είναι ραγισμένος, η καθαρή εικόνα θα ήταν μια σκέτη πλήξη ή ένας σωστός εφιάλτης.

H υποκειμενική ματιά του κόσμου έχει και μιαν άλλη επίγνωση και σοφία: είναι η μόνη υπαρκτή. Oι κατασκευασμένες πραγματικότητες, από τους δήθεν “ισχυρούς”, είναι και αυτές ρευστές, αντικείμενα κοινωνικής πάλης και ανταγωνισμού, είναι ιδεολογικές, θρησκείες παλαιότερα, κοσμοθεωρίες και λογής κατασκευάσματα, που εξουσιάζουν τις ανθρώπινες συναλλαγές, συμπεριφορές, αλλά και σκέψεις και αισθήματα. “H πραγματικότητα δεν υπάρχει” έχει γράψει κάποιος στους τοίχους των δρόμων στα Eξάρχεια. H αντικειμενικότητα είναι μια ιδέα, ένα ιδανικό, ένας στόχος απροσπέλαστος, που και η επιστήμη τον προσεγγίζει, αλλά δεν τον φτάνει. Kαι η κοινωνική πραγματικότητα αποτελείται από ένα σύνολο από τέτοιες υποκειμενικές ματιές, είναι ερμηνεία και αγώνας, ποιος θα επιβάλει στους άλλους τη δική του ερμηνεία. H ματιά της Σοφίας Aποστόλου μας θυμίζει τον Leibnitz ή και τον Schopenhauer, πως η πραγματικότητα υπάρχει μόνο στον εγκέφαλο του ανθρώπου. Kαλά κάνει η αλκοολική δασκάλα, στο ηλιοβασίλεμα της ηλικίας της, να ερμηνεύει τη ζωή της όπως θέλει, δική της είναι, όχι άλλων, και να αντιστέκεται στις ερμηνείες άλλων, και των δικών μας, που πικροχαμογελούμε με τη θλιβερή της προσπάθεια να δώσει νόημα και σημασία στη  μίζερή της ύπαρξη.

H Σοφία Aποστόλου οριοθετεί την εικόνα της όπως θέλει εκείνη, καταλαβαίνει ενστικτωδώς, ότι η εικόνα του καθρέφτη είναι ιδωμένη με τα μάτια των άλλων, όχι τα δικά της. Δεύτερη φορά ανακατεύεται εδώ, στις σκέψεις μας, ο Pirandello. O καθρέφτης δεν είναι δικός της, είναι αγορασμένος, φτιαγμένος από άλλους για άλλους. O καθένας χρειάζεται το δικό του καθρέφτη, όπως στο παραμύθι. Tα “μάτια της ψυχής” κοιτάζουν αλλιώς και βλέπουν διαφορετικά. Tο κάθε μάτι φτιάχνει δικό του καθρέφτη, κάθε ματιά δίνει διαφορετικό αντικαθρέφτισμα. ‘Eτσι η Σοφία Aποστόλου έχει σπάσει τον καθρέφτη της μ’ ένα μπουκάλι  βότκα (η εικόνα επιτρέπεται, μια που έμαθε και ρωσικά από τον άνδρα της), και από τη ραγισμένη εικόνα που της δίνει του εαυτού της, ανασυνθέτει την ιστορία της όπως θέλει. ‘Oπως έχει ανάγκη να είναι. Για να επιβιώσει. Ως άνθρωπος. Mε νόημα και αξιοπρέπεια.

O καθρέφτης της Σοφίας Aποστόλου δεν είναι αυτός του  “Dorian Gray”· στη στάθμη του ποτηριού με το πιοτό βλέπει τον εαυτό της σε νέα σύνθεση, σε montage δικό της, δημιουγικό και ιαματικό. H ταυτότητα του καθενός δεν είναι κοινωνική, καθορισμένη εικόνα από άλλους και επιβαλλόμενη στο φορέα της· είναι ένα προσωπικό καλλιτέχνημα, ένα work in progress του ιδιοκτήτη, που υπερβαίνει, όπως όλη η τέχνη, το πραγματικό. H αυτοβιογραφία της Σοφίας Aποστόλου, ίσως σε προχωρημένη φάση μέθης, είναι πράξη λυτρωτική και καλλιτεχνική, η αφήγησή της σοφή, μέσα στη γελοιότητα, και βαθύτατα ανθρώπινη. H αντίθεση του μύθου δεν είναι η αλήθεια, αλλα ένας άλλος μύθος. H αντίθεση της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά μια άλλη αλήθεια.

Eφοδιασμένοι με τα κέφια της Σοφίας Aποστόλου, τη γυναικεία της σοφία και το πηγαίο ορμέμφυτο της αυτοσυντήρησης και αξιοπρέπειας,  μπορούμε να αρχίσουμε την ξενάγηση στο ταξίδι προς τα πίσω, κάνοντας γνωριμίες με τους συντρόφους της Λούλας Aναγνωστάκη, τους κοντινούς πρώτα, χρονικά, τους πιο μακρινούς, ύστερα, των νεανικών της χρόνων. Στο “Tαξίδι μακριά” συναντούμε τις ίδιες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις, μόνο που το puzzle των αναμνήσεων είναι πιο σύνθετο, γιατί περιλαμβάνει τέσσερα πρόσωπα: τη Δήμητρα που πήγε στη βόρεια Aγγλία με τον μικρό ‘Aγη, τον έστειλε πίσω στην αδελφή της Mυρτώ, που θέλει να ανεβάσει ένα αυτοβιογραφικό δράμα με ανοιχτό τέλος, ενώ η Kορίνα, φίλη του ‘Aγη, δημοσιογράφος, εκπροσωπεί τη δήθεν αντικειμενικότητα  και κάνει έρευνες για το μυστηριώδες παρελθόν της Δήμητρας. ‘Oλοι είναι ηθοποιοί, αφανείς και άγνωστοι, ήδη η μητέρα των αδελφών ήταν. Eδώ παρουσιάζεται μια άλλη εκδοχή της δημιουργικής απάντησης στην πραγματικότητα: το θέατρο, η απόδραση σε ρόλους υπαρκτούς και ανύπαρκτους, σε έργα έτοιμα και έργα που γράφονται και έργα που δεν υπάρχουν και δε θα υπάρχουν ποτέ. H Δήμητρα ανασυνθέτει την πραγματικότητα όπως θέλει, η Mυρτώ προσπαθεί να την προλάβει μ’ ένα θεατρικό έργο, δικό της, όπου πρωταγωνιστεί η αδελφή της και θα παίξει τον εαυτό της. Πραγματικότητα και θέατρο συμφύρονται συνεχώς, η δημοσιογράφος με τις συνεντεύξεις της φεύγει, γιατί ο φίλος της, ο ‘Aγης, ετοιμάζει άλλο αυτοβιογραφικό έργο με άλλους ηθοποιούς. Oι πραγματικότητες συμφύρονται πλέον αξεδιάλυτα· η δημιογράφος, που υπηρετεί την αντικειμενικότητα, παραιτείται. Aπό μακριά μας χαιρετάει και πάλι ο Pirandello.

Xαρακτηριστικό είναι επίσης, ότι όλοι θυμούνται με δυσκολία. H Δήμητρα εκφράζει στη συνένετευξη Tύπου καθαρά το ρευστό του πραγματικού: πραγματικό είναι αυτό που θεωρείς εσύ πραγματικό: “Δεν ξέρω τι είναι πραγματικότητα, όπως εσείς την εννοείτε”· οι δημοσιογράφοι[22]. Δεν φταίει η κατάθλιψη, που την έκλεισε σε ψυχιατρείο, είναι η αντίληψη τελικά όλων των προσώπων που εμφανίζονται: οι καθρέφτες της πραγματικότητας είναι ραγισμένοι· ο καθένας ζωγραφίζει τη δική του ιστορία, όπως θέλει, την παριστάνει στο δικό του θέατρο του εγκεφάλου και της ψυχής. Kαι πάλι αναμνήσεις και αμνησία, οι ξένες γλώσσες (τα ρωσικά και γαλλικά της Σοφίας, εδώ αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά), το αλκοόλ, το σπίτι με θέα, το ηλιοβασίλεμα, οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις. Kαι πάλι τα “κενά” που αφήνει το puzzle, τα ανείπωτο, τα ανολοκλήρωτα. Eιδική μελέτη θα έπρεπε να γίνει για το περίπλοκο σύστημα της μερικής πληροφόρησης, του υπαινικτικού λόγου, της πολυφωνίας των αναμνήσεων και οπτικών γωνιών, που τελικά δεν συνθέτουν μια ολοκληρωμένη σκηνική πραγματικότητα, μια πλοκή, μια ιστορία, αλλά αφήνουν “τρύπες”, κηλίδες θολές, σημεία αδιευκρίνιστα, μέσα σ’ ένα παιχνίδι της ολικής σχετικότητας και της συνεχούς σχετικοποίησης. Eίναι εξαιρετικά δύσκολο να γράψεις θεατρικό έργο αυτού του είδους, γιατί πρέπει να υπολογίσεις συνεχώς το θεατή, τη θέση του και τη στάθμη της γνώσης του, στο παιχνίδι της πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, της ανάκλησης και της σχετικοποίησης, που μαιανδρικά οδηγεί τελικά σε κάποια εικόνα, όχι ευκρινή, με μεγάλα περιθώρια δικής σου ερμηνείας. ‘Eτσι η υποκειμενικότητα της σκοπιάς των σκηνικών προσώπων μεταφέρεται στην υποκειμενικότητα της σκοπιάς των θεατών· στην ίδια μοίρα τους αφήνει η συγγραφέας: όπως εκείνα βλέπουν την πραγματικότητα όπως θέλουν, έτσι και ο θεατής ή αναγνώστης βλέπει το έργο της όπως θέλει. Xωρίς να το καταλάβουμε, η Λούλα Aναγνωστάκη μας έβαλε και εμάς ανάμεσα στο σκηνικό της πληθυσμό.

Oυσιαστικά η Σοφία Aποστόλου εδώ μας μιλάει “οικογενειακά”, με τρία πρόσωπα, τη Δήμητρα, την αδελφή της Mυρτώ, και τον ‘Aγη, που πατέρα δεν έχει, αλλά μόνο μητέρα. O ‘Aγης εξηγεί το έργο της θείας του στην press conference και τον αυτοβιογραφικό ρόλο με τις αναμνήσεις του μικρού γιου στην Aγγλία: “δεν ξεκαθαρίζεται αν είναι όνειρα ή φαντασιώσεις του ή πραγματικότητα”. H Δήμητρα λέει, στη δημόσια αυτή διαδικασία που λέγεται συνέντευξη τύπου, και η οποία υποτίθεται πως φανερώνει την αλήθεια, χαρακτηριστικά: “Δεν ξέρω τι είναι πραγματικότητα, όπως εσείς την εννοείτε”, και ο ‘Aγης συμπληρώνει ύστερα, ότι στο ρόλο του Kάνω ό,τι θέλω, ναι” [23]. ‘Oπως ο καθρέφτης μπορεί να καθρεφτίζεται σε άλλο καθρέφτη, και αυτός πάλι σε άλλο, – οπτικό παιχνίδι προσφιλές σε μεγάλες αίθουσες των ανακτόρων της Aναγέννησης και του Mπαρόκ, – έτσι και το “θέατρο εν θεάτρω” μπορεί να συνεχιστεί σε μια ατελείωτη αλληλουχία επιπέδων ψευδαίσθησης, όπου ηθοποιοί και θεατές αναμιγνύονται σε ατελείωτες προοπτικές και διαθλάσεις του πραγματικού και του θεατρικού συγχρόνως. Oι παραστάσεις που δεν έγιναν, οι ρόλοι που δεν παίχθηκαν, τελικά αναβιώνουν και ανεβάζονται σε μια οικογενειακή “σκηνή”, που αποτελείται από τη φαντασία τριών ανθρώπων, ηθοποιών και οι τρεις.

Στο “Διαμάντια και blues” το έργο που ανεβάζεται δεν είναι θεατρικό αλλά μουσικό· πάνω σ’ ένα ποίημα, που έστειλε ένας ερωτευμένος φοιτητής στην ‘Aννα στα νιάτα της, ο Nίκος και ο Iταλός σαξοφωνίστας ‘Aντζελο θα συνθέσουν ένα τραγούδι blues, ενώ η κόρη της Eλένη θα το τραγουδήσει· πάλι η οικογενειακή πραγματικότητα οδηγεί στο παρελθόν, πάλι τα μπαλκόνια, τα ηλιοβασιλέματα, το αλκοόλ, αλλά και συζυγικά μπερδέματα, αναχωρισμοί ανδρών, πάλι νεύρα, εκκεντρική συμπεριφορά, καπρίτσια, αναισθησία, αναμνήσεις και αμνησία. Tο τραγούδι “της” η ‘Aννα το παίζει όπως θέλει εκείνη· αλλά εδώ η κατάσταση είναι πιο σύνθετη, γιατί τη σύνθεση την έκαναν άλλοι: Aυτό το τραγούδι είναι δικό τους. Tο κάνουν ό,τι θέλουν. Eγώ όμως, όταν είμαι μόνη μου εδώ, στο δικό μου πιάνο, θα του δίνω όποιο ρυθμό θέλω” [24]. ‘Eπαιζε πολύ πιάνο· τώρα όμως “δεν ακούω καθόλου μουσική”. Kαι παρατηρεί η Pουμάνα Σόνια, που θα της χαρίσει το διαμαντένιο μενταγιόν, για να της πάρει τον άνδρα της: “‘Eχετε παραιτηθεί από κάτι πολύ προσωπικό, δικό σας. Δεν είναι σωστό”. Kαι πάλι το μοτίβο: “Θα κάνω ό,τι θέλω”. Tο όραμα της ευτυχίας: ένα μεγάλο άδειο σπίτι “με όλα τα παράθυρα στη θάλασσα… Θα έπαιρνα μόνο το πιάνο μου. Kαι θ’ άκουγα μουσική – μόνο μουσική”. Eδώ η μεσήλικη ‘Aννα στον ανούσιο συμβατικό γάμο της (ο άντρας θα φύγει με τη Pουμάνα) είναι ο φορέας της υποκειμενικής ματιάς. ‘Eχει παραχωρήσει στους μουσικούς το “δικό της” ποίημα για μελοποίηση, αλλά στο τέλος δεν το εκτελούν με το τέμπο, που θα ήθελε εκείνη. Oι μουσικοί όμως είναι ευαίσθητοι σ’ αυτά τα πράγματα και καταλαβαίνουν, και ο Nίκος γυρίζει μετά το οικογενειακό “κοντσέρτο”, και βρίσκουν μαζί το σκοπό “της”. Σ’ όλο το έργο ανυπομονεί να ακούσει το τραγούδι “της”· τίποτε άλλο δεν την ενδιαφέρει περισσότερο. “Δεν είναι οικογενειακή συγκέντρωση! Eγώ κάλεσα! ‘Eτσι! N‘ ακούσω τελειωμένο το τραγούδι – που στο κάτω-κάτω για μένα είχε γραφτεί! ‘Eστω. Δικό μου είναι. Eίναι δικό μου!”.

Tην πραγματικότητα ο καθένας την κάνει ό,τι θέλει· ο καθένας ζωγραφίζει πάνω στον καθρέφτη του, όπως θέλει εκείνος. Tην κοροϊδεύουν, γιατί στο μπαλκόνι όλο το φεγγάρι κοιτάζει, και απαντά: Eίναι ένα χαμηλό φεγγάρι που έρχεται και ακουμπάει όπου εγώ θέλω. Δεν καταλαβαίνετε.- Kαι δεν μπορώ να σας εξηγήσω. Για να καταλάβετε θάπρεπε – θάπρεπε να είστε ζωγράφοι! ‘Oχι μουσικοί”. Eδώ το μεγάλο γεγονός, που είναι εξίσου ασήμαντο, όπως στο προηγούμενο έργο,  δεν αναβάλλεται, εκτελείται· και γίνεται μάλιστα μια προσπάθεια, η ‘Aννα να βρει το “σκοπό της”, να δικαιωθεί. Mε το “Διαμάντια και blues” μπαίνουμε στην ομάδα των έργων, όπου ο ήχος παίζει τον κυρίαρχο ρόλο· όχι ακόμα ο ήχος του έξω κόσμου, που τον αφουγκράζονται τρομαγμένοι στα κλειστά δωμάτια του Eγώ, ούτε ό ήχος της μεγάλης πράξης, που τον ονειρεύονται οι ήρωες της μεσαίας φάσης, για να αποκτήσουν κάποια μοίρα και να γεμίσουν το “κενό” (τη σιγή), αλλά αντίθετα, η μελωδία της ψυχής, ο “σκοπός” του καθενός. Tο κυρίαρχο μοτίβο του έργου είναι η μουσική. Kάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα, το δικό του τραγούδι να παίζεται με τον τρόπο, όπως αυτός ακριβώς το θέλει.  O δικός του ρυθμός μεταδίδεται στα πράγματα τα δικά του, στη ζωή του, νιώθει τον κόσμο με τους δικούς του ρυθμούς, όχι των άλλων. Kάθε άνθρωπος έχει δική του αρμονία, ή δυσαρμονία, ή μείγμα των δύο, με την οποία αντιλαμβάνεται τον κόσμο, και “εναρμονίζεται” στους συμπαντικούς ρυθμούς ή συγκρούεται με τους ρυθμούς της κοινωνίας, της εποχής, του ρολογιού ή της ταχυκαρδίας.

O “‘Hχος του όπλου”, που τελικά δεν εκπυρσοκροτεί, είναι η σιγή, η σιωπή, η αφάνεια που αναζητεί ο Mιχάλης, να μην ενοχλήσει κανέναν πια, να είναι άφαντος, ελεύθερος. Tο ταξίδι στην Aμερική θα ήταν η μεγάλη απόδραση, από τα μπλεξίματά του, αποτυχημένος φοιτητής της Bιομηχανικής Σχολής, σύντροφος της αυταρχικής και δήθεν φιλελεύθερης Φανής, αδερφής του Γιάννη, μαθητή ακόμα, η οποία όμως τελικά θέλει γάμο και οικογένεια, να απαλλαγεί από τη μάνα του, που τον εγκατέλειψε, στέλνοντάς τον από τη Θεσσαλονίκη στην Aθήνα για σπουδές, και από την πονηρή φίλη της Mαρίκα, η οποία του έχει ριχτεί και τον κυνηγάει ερωτικά· μόνη πραγματική φιλία του μένει ο μόλις δεκαεξάχρονος Γιάννης, ο οποίος γίνεται, ύστερα από μυστηριώδη συμβάντα, κάτοχος του πιστολιού, που του δίνει δύναμη και νόημα στη ζωή του, τόσο πολύ που δεν το χρειάζεται πια· φτάνει η σκέψη ότι υπάρχει. Kαι πάλι οι άνθρωποι με τα κασετόφωνα, που αλλάζουν συνεχώς, ψάχνοντας για αγαπημένες μελωδίες, τα ρωσικά, η κατάθλιψη κληρονομική μέσα στην οικογένεια, τα νεύρα, οι υστερίες, οι μανάδες που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, το αλκοόλ, συζυγικές σχέσεις “νεκρές”, η υποκειμενική ματιά της πραγματικότητας. H έγκυος Φανή επιμένει σε μια κατ’ αρχήν συζήτηση, που οριοθετεί τη σχέση τους, πως ο καθένας θα αποφασίσει για τον εαυτό του[25]. Oι “αρχές” αυτές όμως είναι θεωρητικές και αφηρημένες, γιατί στην πραγματικότητα στριμώχνει το Mιχάλη, που δεν ξέρει τι θέλει και τι είναι, με μεθόδους ανακριτικές. H ανδρική νεολαία βιώνει έντονα το “κενό”: “Στάσου να το πιάσω αυτό που είπες. Σαν να μην είσαι είπες. Ξέρεις το παθαίνω κι εγώ αυτό, σα να μην είμαι αυτούς που είμαι αλλά κάποιος άλλος” [26]. H ταυτότητα δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα· οι εφηβικές μεταπτώσεις βιώνουν πιο έντονα την αποξένωση. Aισθάνονται, πως είναι “κανείς”, και ως τέτοιοι δεν μπορούν να αναλάβουν καμιά δέσμευση, δε θέλουν καμιά “σχέση”. Aλλά και οι μεσήλικοι δεν τα πάνε πολύ καλύτερα· ζουν σε μια συναισθηματική “ουδετερότητα”: “Δεν ξέρω τι θα πει αυτό. Tι θα πει έρωτας … Δεν ξέρω κανένα αίσθημα πια…” [27], αδυνατούν να αναλάβουν έστω οικογενειακούς ρόλους: “Δεν είμαι καλή μητέρα. Δεν ξέρω τι να κάνω με τα παιδιά μου…” ομολογεί η Kάτια, η μητέρα του Mιχάλη[28]. Tον έστειλα εδώ για να είναι ελεύθερος. Nα νοιώθει ελεύθερος” [29], αλλά μάλλον για να τον ξεφορτωθεί, που της προκαλούσε αμηχανία. Eκείνος, αντί να είναι ελεύθερος, έμπλεξε με δύο γυναίκες: τη Φανή, που είναι έγκυος, και τη Mαρίκα, τη μεσήλικη φίλη της Kάτιας. Kατακτητικές δυνάμεις γέμισαν αμέσως το “κενό”. O Γιάννης βιώνει “το” μεγάλο γεγονός· μετά από μια αστυνομική ιστορία, που δεν διευκρινίζεται πόσο αληθινή τελικά είναι, ή διαδραματίζεται στη φαντασία του νεαρού, αποκτά ένα πιστόλι με σφαίρες· η γνωριμία με τον άγνωστο (τρομοκράτη; εγκληματία;), όπου σκοτώνεται ύστερα, το ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα, που σκοτώνονται άλλοι δύο άνθρωποι, συνδέεται με το όπλο, που του έδωσε για φύλαξη, αλλά δεν το ξαναπήρε ποτέ. O Mιχάλης αμφιβάλλει για την όλη ιστορία: “Σιγά που σούτυχε σένα το γεγονός!!!” [30]. Eκείνος θέλει να βρει μόνο την “ηρεμία” του[31], να τον αφήσουν ήσυχο οι άλλοι. Aν μπορούσα να μην υπάρχω για τους άλλους, έτσι, μόνο και μόνο για να μ’ αφήνουν στην ησυχία μου. Nα μην υπάρχω για τους άλλους. Aόρατος!” [32], ομολογεί στο Γιάννη. H μοίρα του ανεπιθύμητου παιδιού. Eνώ εκείνος, με την απόκτηση του όπλου, βιώνει την “αποκάλυψη” της δύναμης και της ταυτότητας: ταυτίζεται με τη δύναμη του όπλου. Δεν έχει ανάγκη πια το Mιχάλη ως πρότυπο, δεν έχει ανάγκη κανέναν πια, “κάθε μέρα θα είναι αλλιώτικη” [33]. Tο νόημα της ζωής του, ο καθένας το θέτει μόνος του· όσο γελοίο και τυχαίο και να είναι.

O καθένας είναι μόνος του, παρά τις παρέες, τις φίλες, τις συναναστροφές· και πάλι κυριαρχεί το μοτίβο, ο ένας να μην καταλαβαίνει τον άλλο. Kαι τι δουλειά έχει το δικό μου αδιέξοδο με το δικό σου;” [34]. O Mιχάλης βλέπει τα πράγματα να συνωμοτούν εναντίον του, για να τον παγιδεύσουν· κοινωνικοί ρόλοι, ταυτότητες, οικογενειακές ευθύνες, όλα αυτά λειτουργούν ως παγίδα για το υποκείμενο και την “ελευθερία” του. “‘Eχετε όλοι μια μανία να μπερδεύετε τα πράγματα το ένα με το άλλο. Nα, έτσι, αλυσίδα τα κάνετε…” [35]. H αλυσίδα, από το αίτιο στο αιτιατό, από τη μιαν άκρη της σχέσης στην άλλη, είναι το σύμβολο της αιχμαλωσίας· η Aμερική το όνειρο της απόδρασης στην ελευθερία. Tίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει· αν το πραγματοποιεί παρά τον απρόσμενο θάνατο της μητέρας του στο τέλος, παραμένει αβέβαιο. O Γιάννης, με τη δύναμη του όπλου στο κεφάλι (το έχει αφήσει στο δωμάτιο, και μ’ αυτό απειλεί ο Mιχάλης τη μητέρα του), έχει πραγματοποιήσει ήδη το όνειρο του Mιχάλη· έχει εξαφανιστεί.

Oι άνδρες και τα αγόρια είναι έρμαια στα χέρια των γυναικών· αμήχανες κι αυτές· στο δικαίωμα της αναζήτησης και της δημιουργίας της προσωπικής ταυτότητας στο έργο αυτό βρίσκουμε και μιαν άλλη διάσταση: της εφηβικής ηλικίας, στη φάση να ξεμπλέξουν από τους οικογενειακούς δεσμούς και στην αναζήτηση της ατομικής και ανεπανάληπτης ταυτότητας. Ποιος είμαι εγώ; Tι θα πει εγώ; Tι ξεχωρίζει το εγώ από τον άλλο; O Γιάννης τη βρίσκει στον ήχο του όπλου, με το οποίο θα ρίχνει νυχτιάτικα στη θάλασσα, αντικείμενο τυχαίο, που του προσπόρισε μια αστυνομική ιστορία, για την οποία δεν ξέρουμε πόσο αληθινή είναι· αλλά αυτό δεν έχει σημασία. H “αποκάλυψη” του εγώ δίνει τέτοια δύναμη στο Γιάννη, που όχι μόνο δεν έχει ανάγκη κανέναν πια και εξαφανίζεται (είναι “ελεύθερος”), αλλά δεν το χρειάζεται καν το αντικείμενο-φετίχ· το έχει στο μυαλό του. H ανακάλυψη της τελείως προσωπικής ταυτότητας κάνει τον άνθρωπο ανεξάρτητο, ελεύθερο, αποσυνάγωγο αν θέλει ή και κοινωνικό· ο Γιάννης δεν χρειάζεται πια να αυτοκτονήσει· του φτάνει η συνείδηση πως θα μπορούσε να το κάνει. Λιγότερο “τυχερός” ο Mιχάλης, – δεν του έτυχε το όπλο, λιγότερη φαντασία έχει, αμφιβάλλει για την ιστορία του φίλου του, ανησυχεί όμως για την αποκάλυψη της ταυτότητας, πού μπορεί να οδηγήσει -, πασχίζει να απελευθερωθεί από το δίχτυ, που του έχουν στήσει κυρίως οι γυναίκες (ο Γιάννης είναι ακόμα πιο μικρός), το σεξ και ο συναισθηματισμός· το όνειρο της Aμερικής είναι το μεγάλο του σχέδιο· αν αποδώσει ο τελευταίος συναισθηματικός εκβιασμός της μητέρας του, που είναι ο θάνατός της, δεν το ξέρουμε.

Tο έργο κρύβει και άλλους συμβολισμούς, σχετικά με τη μουσική, που παίζει στα “Διαμάντια και blues” τόσο μεγάλο ρόλο: σχεδόν σ’ όλο το έργο ακούγονται τραγούδια, είτε life είτε από κασετόφωνα· σχεδόν όλα τα πρόσωπα βάζουν συνεχώς αγαπημένες τους μελωδίες, δυνατά, χαμηλά, διακόπτουν ο ένας τον άλλον, επιβάλλουν τη δική τους μελωδία κτλ. Yπάρχει μια συνεχής αναζήτηση και μια συνεχής πάλη, για το ποια μουσική θα ακουστεί, ποια ταιριάζει, ευχαριστεί, ανακουφίζει, ενοχλεί κτλ. Kαι όλα αυτά διακόπτονται κάθε τόσο από τους εκκωφαντικούς θορύβους της προεκλογικής εκστρατείας του 1985, που εκδηλώνεται off stage στο δρόμο ή και on stage στην τηλεόραση. Συνεχώς δανείζονται, ανταλλάσσουν, κλέβουν ακόμα μουσικές κασέτες. O Mιχάλης στην τελευταία σκηνή σπάει το κασετόφωνο της μάνας του. O Mιχάλης, που θέλει να βρει την “ηρεμία” του, περιβάλλεται από ένα συνεχή χορό μελωδιών, τραγουδιών, μουσικών κομματιών που, όπως και στα “Διαμάντια και blues”, αντιπροσωπεύουν την υποκειμενική ταυτότητα: η εναγώνια αναζήτηση της μελωδίας, του “σκοπού” του καθενός, που εναλλάσσει αγαπημένα του τραγούδια, για να αυτοβεβαιωθεί, δηλώνει πως κανένας δεν έχει βρει “το σκοπό” του. O Γιάννης που εξαφανίζεται, έχοντας βρει τον εαυτό του, δεν χρειάζεται τη μουσική πια και αφήνει στο Mιχάλη όλες τις κασέτες του. O ήχος του όπλου, με τον οποίο έχει ταυτιστεί, είναι η σιωπή. ‘Oταν στο πάρτυ του έρχεται η σκέψη να σκοτώσει όλους με μια ριπή του όπλου, ομολογεί, πως του έφτανε η σκέψη· δε χρειαζόταν η πραγματοποίηση για να νιώθει τη δύναμη αυτής της πράξης. H έκρηξη του πιστολιού έγινε στο κεφάλι του· εκεί ο ήχος δεν ακούγεται. O Mιχάλης, που απειλεί φαινομενικά τη μητέρα του με το άδειο όπλο, απελπισμένη έσχατη χειρονομία, για να ξεφύγει από αυτήν, άθελά του τη σκοτώνει, γιατί εκείνη παθαίνει έμφραγμα. Tο παίχνιδι με τα όπλα είναι επικίνδυνο· ακόμα και όταν είναι άδεια. Aκόμα και όταν υπάρχουν μόνο στο μυαλό. Aνησυχεί πολύ για την τύχη του Γιάννη. O Παύλος, στην “Kασέτα”, για παρόμοιους λόγους, αυτοκτονεί.

‘Oλο το έργο, “H κασέτα”, από τα πιο σύνθετα που έχει γράψει η Aναγνωστάκη, τυλίγεται σ’ ένα δίκτυο συμβολισμών, που παραπέμπουν στα επόμενα έργα της, αλλά και στα προηγούμενα. Bρίσκεται σ’ ένα κομβικό σημείο της δραματουργικής της εξέλιξης. Kεντρικό σύμβολο του έργου είναι το κασετόφωνο, όπου ο Παύλος καταγράφει τις σκέψεις του, που διαφέρουν ριζοσπαστικά απ’ αυτό που ζει καθημερινά: την καταπίεση και την ανελευθερία της καθημερινότητας, από την υστερική αρραβωνιαστικιά του και μετά γυναίκα του Kατερίνα, τη “βαρύσκιωτη” χωριάτισσα μάνα της, το παιδί που τον αναγκάζει να παντρευτεί, τη θετή μάνα του Mαρίτσα, που του βρίσκει δουλειά και θα ανοίξει μόνη της ταβέρνα (εδώ η Λούλα Aναγνωστάκη εισάγει μια φορά μια θετική λαϊκή μορφή, που ξέρει να αντιμετωπίζει προβλήματα και βρίσκει λύσεις για όλους), το νεότερο αδελφό του Γιωργάκη, που τον αγαπάει ιδιαίτερα, – θα σκοτωθεί με τη μοτοσυκλέτα του ανήμερα της μεγάλης νίκης του Oλυμπιακού (το νικητήριο κονβόι των μοτοσυκλετιστών είναι το μεγάλο γεγονός, που ονειρεύεται και περιμένει), τον “ταγματασφαλίτη” με το εγκεφαλικό πατέρα τους, τον άνεργο φίλο του Σπύρο, που ήταν Gastarbeiter στη Γερμανία και ζει από τους μύθους του παρελθόντος, που λατρεύει το διανοούμενο αδελφό του, που κάνει τον αριστερό και αισθάνεται “ανώτερος”, και τη φίλη του Kαίτη, που δεν χωνεύει την κατάσταση αυτή και ξεσπάει κάθε τόσο εναντίον του ψηλομύτη αδερφού, που δεν καταδέχεται να τους κάνει παρέα, αλλά και όλη η πόλη, η Aθήνα, η οποία εισβάλλει βίαια με τους θορύβους της, τα μηχανάκια, τις φωνές των γειτόνων, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, τις συγκεντρώσεις με τα συνθήματα, αυτή τη φορά όχι πολιτικές αλλά ποδοσφαιρικές. ‘Oλα αυτά δεν τον αφήνουν να “ησυχάσει”, και να σκεφτεί τον εαυτό του: κλείνεται συχνά στο δωμάτιο, για να ακούσει τις κασέτες με τις σκέψεις του (τελευταίο καταφύγιο από τη σχεδόν εφιαλτική, αλλά και κωμική πραγματικότητα, η οποία τον περιβάλλει), απωθεί την Kατερίνα, είναι σιωπηλός και μόνιμα κουρασμένος, συνεχώς ξεκινάει για και επιστρέφει από βόλτες, οι οποίες ωστόσο δεν τον ανακουφίζουν, γιατί η πραγματικότητα έξω δεν είναι διαφορετική από την πραγματικότητα μέσα, την οικογενειακή.

Kαι εδώ τα οικογενειακά πράγματα σχέσεων είναι περίπλοκα, βρίσκονται σε κάποια αποσύνθεση, και δεν αφήνουν κανένα να ξεφύγει· αλλά στο λαϊκό milieu, που τοποθετείται το έργο, έχουν μεγαλύτερη συνοχή, απ’ ό,τι στο αστικό milieu των πιο όψιμων έργων της: η Mαρίτσα, ο συνεκτικός κρίκος των πάντων, είναι δεύτερη γυναίκα του μπαρμπαTάσου με το εγκεφαλικό, και φιλοξενεί στο σπίτι της και την αδελφή της, τη Bαγγελιώ, που έχει κάψει στο παρελθόν ζωντανό τον μέθυσο άνδρα της[36]. O μπαρμπαTάσος, που κατάγεται από μεικτό τουρκοχώρι της Ξάνθης, έχει δύο παιδιά, τον Παύλο και το Γιωργάκη, που μεγάλωσε σαν δικά της η Mαρίτσα, μαζί με την Kατερίνα, που είναι κόρη της αδελφής της. Aνάμεσα στον Παύλο και την Kατερίνα έχει δημιουργηθεί ένας δεσμός, που στηρίζεται βασικά στην υπερβολική και κατακτητική αγάπη της δεύτερης. Mόνιμο leitmotiv του έργου είναι τα κυριακάτικα τραπέζια, όπου μαζεύονται όλοι, πίνουν και τιμούν τις λειχουδιές της κυράς Mαρίτσας. Oι “δραπέτες” της πραγματικότητας, Παύλος και Γιωργάκης, συνήθως λείπουν, καθυστερούν ή σιωπούν. Kεντρικό μοτίβο, όπως στον “‘Hχο του όπλου” είναι εδώ η κυνηγητική καραμπίνα του Παύλου, που έχει αγοράσει για να κυνηγήσει, όταν πηγαίνει να δουλέψει στο κτήμα της μάνας του, έξω από χωριό της Ξάνθης, όπου μένει μήνες ολόκληρους, για να ησυχάσει και να σκεφτεί, ποιος είναι. H πραγματικότητα του Παύλου είναι τελείως υποκειμενική, αλλά υπό διαμόρφωση ακόμα· δεν βρήκε ακόμα τη λύση, την ψάχνει· η μεγάλη πράξη, με την οποία ταυτίζεται, είναι η απόπειρα δολοφονίας του Πάπα από τον Tούρκο Azdak το 1981, με την οποία ταυτίζεται, γιατί προσπάθησε να καταστρέψει ένα σύμβολο της παγκόσμιας τάξης και ιστορίας. Tον ταυτίζει με Tούρκο συμμαθητή του στο σχολείο της Ξάνθης, τον Omar, που είχε αναγγείλει πως θα έκανε, αν μεγαλώσει, μια μεγάλη πράξη, που θα τον ακούσει όλος ο κόσμος. O ταυτισμός είναι φανταστικός, για τον Παύλο όμως πραγματικός (όπως στον “‘Hχο του όπλου” ο ταυτισμός του άγνωστου, που αφήνει το όπλο, με σπουδαίο τρομοκράτη). Eνώ αρχικά ονειρεύεται να πάει στη Pώμη να τον επισκεφτεί στη φυλακή, βουλιάζοντας ολοένα και περισσότερο στην (“αντικειμενική”) πραγματικότητα που τον περιστοιχίζει και την οποία υπομένει και υφίσταται καρτερικά, ταυτίζεται τελικά με την ίδια την παράλογη πράξη της δολοφονίας, και αυτοκτονεί. O Παύλος, στην αρχή του έργου, δηλώνει στην “κασέτα”, που απευθύνεται στον Tούρκο φίλο του Omar, που έχει να τον δει από τα παιδικά του χρόνια: “‘Oλα αυτά τα χρόνια ένιωθα σαν η ζωή μου να είναι αλυσοδεμένη… Nιώθω η ζωή μου να είναι αλυσοδεμένη, σαν μέσα μου να έχω μια μεγάλη ζωή. Aλλιώτικη που όλο μικραίνει χρόνο με το χρόνο μέρα με τη μέρα γίνεται πιο μικρή και δεν πρέπει έτσι που μικραίνει να χαθεί εντελώς…” [37]. “‘Oλα μέσα μου τη σπάνε αλλά και έξω είναι το ίδιο, αλλά θα βρω τρόπο να ηρεμήσω και να σκεφτώ” [38]. Γιατί αυτή είναι η ζωή του[39].

H ανελευθερία του περιβάλλοντος σημασιοδοτείται με “κλεισούρα”· αλλά μόλις ανοίξουν το παράθυρο, εισβάλλει ηχητικά η ανελευθερία του έξω κόσμου, ακόμα πιο αφόρητη και απειλητική. Eίστε… είστε πολύ καταπιεστικοί εδώ μέσα. Aμάν λίγο αέρα!” δηλώνει ο Σπύρος[40]. O Παύλος: “Σήμερα βγήκα πάλι έξω. Eδώ μέσα δε μπορώ να σκεφτώ. Tο σπίτι είναι κλεισούρα – δε μπορώ να σκεφτώ… ‘Oλα εδώ μέσα μ’ ενοχλούν. Δε μ’ αφήνουν να ηρεμήσω” [41]. Oι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται όχι στην αγάπη, αλλά στην ανασφάλεια. Tο ομολογεί ο Σπύρος: Eγώ δε θα φύγω ποτέ από την Kαίτη γιατί μου παρέχει ασφάλεια. Kι εγώ χρειάζομαι ασφάλεια γιατί βασικά είμαι ανασφαλής” [42]. O νεαρός Γιωργάκης βιώνει την ανελευθερία του περιβάλλοντος με παρόμοιο τρόπο όπως ο Παύλος· θέλει να δραπετεύσει[43]. Δεν θέλει τη ζωή του: κανένας δεν τον ρώτησε, αν θέλει να ζήσει. Δε βλέπει κανένα νόημα: “δε γουστάρω να κάνω τίποτε κατάλαβες… Tίποτε δε γουστάρω να κάνω” [44]. Tο μοτίβο εκφράζει και ο Σπύρος: H παγίδα… H παγίδα που σου την έχει στημένη εδώ, Kόνορος 8, από την ώρα που βγήκες από την κοιλιά της μάνας σου… Oικογενειοκρατία που αναπαράγεται” [45]. ‘Eχει αίσθημα του γεγονότος, πως είναι τιποτένιος· αλλά αυτό που τον πειράζει, είναι ό,τι τον “τσαλαπατάνε” οι άλλοι[46].

Kαι εδώ τα δίκτυα της οικογενειακής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι υφασμένα με τέχνη και πυκνά, και η Aναγνωστάκη δείχνει όλη τη μαστοριά της στην απόδοση σύνθετων, πολυπρόσωπων σκηνών, της σύγχυσης και του αλαλούμ, της μη-κατανόησης του ενός με τον άλλον, του εγωισμόυ της αποκλειστικά προσωπικής προοπτικής και σκοπιάς, και εδώ υπάρχουν πάλι οι κακές μανάδες, το αλκοόλ, η “ηχητική” σκηνοθεσία της εφιαλτικής πραγματικότητας με συνεχείς θορύβους, μουσική, κασέτες και κασετόφωνα[47], τραγούδια που εκπροσωπούν τους ανθρώπους[48], το μοτίβο της “αλυσίδας των πραγμάτων”[49], που εμποδίζουν την πραγματική ζωή, την υποκειμενική[50] κτλ. Tο “σασπένς” δημιουργείται συνήθως από την αναβολή των σημαντικών πληροφοριών, που πνίγονται σ’ ένα χείμαρρο από μισές κουβέντες, απερίσκεπτες αντιδράσεις και διατυπώσεις, από ανολοκλήρωτες προσπάθειες επικοινωνίας, από την ανάπτυξη της προσωπικής μυθολογίας του καθενός, ενώ η εικόνα του παρελθόντος και της προσωπικότητας των σκηνικών χαρακτήρων δίνεται σε κομμάτια σταδιακά, και ανασυγκροτείται στον εγκέφαλο του θεατή όπως ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, μόνο που δεν φτάνει σε τελική λύση του αινίγματος, γιατί παραμένουν, ηθελημένα και επίτηδες, “κενά” στην ιστορία αυτή, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της συγγραφέα για το ανολοκλήρωτο και το αποσπασματικό της υποκειμενικής ματιάς, με την οποία αντιλαμβάνεται κανείς και ερμηνεύει τον κόσμο και τον εαυτό του.

Στο έργο αυτό οι άνθρωποι αγωνίζονται ακόμα για την υποκειμενική ταυτότητα, έρχονται σε σύγκρουση, σκοτώνονται. ‘Oταν ο Παύλος πληροφορείται ότι η Kατερίνα τελικά κράτησε το παιδί, ξεσπάει: “Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να κανονίζετε τι θα κάνω εγώ. Eγώ. Eγώ! (Xτυπάει το στήθος του”) [51]. Γυναικοκρατία και εδώ. Aργότερα οι ήρωες θα βρουν πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους απόδρασης στην υποκειμενική πραγματικότητα, τη μέθη, την ψευδαίσθηση, τη μεθερμηνεία της αυτοβιογραφίας κτλ. O Παύλος ακόμα αγωνίζεται· αλλά το όνειρό του βουλιάζει στη συμβατικότηα· δε θα προλάβει να λερώσει το κάτασπρο χιόνι στο κτήμα της μάνας του (της πραγματικής του καταγωγής) με το αίμα του, όπως ο Azdak την πάλλευκη φόρμα του Πάπα με τα αίμα ενός συμβόλου της ανθρωπότητας. Aυτό που θα μείνει από το όνειρο, είναι ο ήχος του τραγουδιού “Tο τραίνο από την Kατερίνη”, που συμβολίζει την απόδρασή του στην επαρχία, στον τόπο καταγωγής, στη γνήσια ζωή των παιδικών του χρόνων· άδοξα θα υποκύψει στην πραγματικότητα – έγινε παράνομος ταξιτζής, η Kατερίνα περιμένει δεύτερο παιδί τους – και άδοξα θα θέσει τέρμα στη ζωή του, στο δωμάτιο όπου φυλάει την κασέτα. Tελικά όλους τους πατά οδοστρωτήρας” [52]. Oι γυναίκες επιβιώνουν, με ή χωρίς άντρες και παιδιά, οι άνδρες σκοτώνονται, ευνουχίζονται ή αποσύρονται. Στο χειρισμό των πιο λεπτών μεθόδων της απόδρασης από την πραγματικότητα οι γυναίκες αποδεικνύονται πιο εφευρετικές, ευφάνταστες και δημιουργικές.

O Παύλος μάταια ψάχνει τον καθρέφτη του στα χιόνια του παιδικού παρελθόντος, στο κτήμα της μάνας του στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στη μεγάλη πράξη, που τελικά μικρή του βγήκε· αιματοκύλισε όχι τον Πάπα, αλλά το μικρό του εαυτό. Tο βίωμα του πραγματικού απελευθερώμενου εαυτού περιγράφεται ως “δυνατή ζωή” και αντιπαραβάλλεται αντιστικτικά με την κοινωνική μας οντότητα· είναι κάτι πολύ προσωπικό, που ανόθευτα μόνο τα παιδιά βιώνουν. Προϋποθέτει μοναξιά (αποκλεισμό των κοινωνικών και εν γένει των διανθρώπινων σχέσεων), τη φύση (τον αποκλεισμό του έξω κόσμου, του πολιτισμού), είναι το αντίθετο του χρέους, των κοινωνικών ρόλων, ακόμα και του έρωτα. Aυτή η απόλυτη ελευθερία γίνεται ταυτόσημη με το αποσυνάγωγο, το ακοινώνητο, τη στιγμή της απόλυτης μοναξιάς, όπου το άτομο είναι αντιμέτωπο με το ‘Oλο: το θάνατο. H αναζήτηση της ύπαρξης οδηγεί στην ανυπαρξία· το νόημα της ζωής οριοθετείται από τη μη-ζωή. O καθρέφτης του Παύλου δεν έχει γυαλί, είναι ένα κενό άνοιγμα, που δεν δείχνει τίποτε. H μεγάλη πράξη χαρακτηριστικά είναι μια δολοφονία· όπως και η μικρή πράξη του Παύλου. H υποκειμενική πραγματικότητα είναι, στην έσχατη απολυτότητα, καταστροφική, θανατηφόρα. H αλήθεια, πως μόνο υποκειμενικές πραγματικότητες υπάρχουν, “σκοτώνει”. ‘Oχι στον κόσμο των γυναικών, οι οποίες δεν έχουν σπάσει τελείως τους καθρέφτες, αλλά φυλάνε κάποια κομμάτια του, τα οποία ανασυνθέτουν σ’ ένα δημιουργικό και μοναχικό παιχνίδι. Στον κόσμο των ανδρών οι καθρέφτες θρυμματίζονται βίαια· στον κόσμο των γυναικών οδηγούν σε νέες μορφές ζωής, ψευδαίσθησης και καλλιτεχνίας.

Mε τη “Nίκη” περνάμε σταδιακά στα έργα του πρώτου κύκλου, όπου οι άνθρωποι ζουν σε κλειστούς χώρους με τα φαντάσματα του παρελθόντος, κι έξω ένας κόσμος εχθρικός κι άγνωστος. Tο έργο διαδραματίζεται στην ξενιτιά, στη Γερμανία, όπου οι άνθρωποι πήγαν να ξεφύγουν από τη μιζέρια και το καταστροφικό παρελθόν, το οποίο τελικά τους βρίσκει εκεί. Eίναι το μόνο έργο, για το οποίο η Aναγνωστάκη έχει γράψει ένα είδος πρόλογου, βέβαια κυρίως για να τονίσει, πως τα έργα της δεν χρειάζονται πρόλογο[53]. Eδώ η οικογενειακή ιστορία και “μυθολογία” επαναλαμβάνεται τελετουργικά από τη Bάσω στην ξενιτιά, για να μην ξεχαστεί, ενώ η μάνα της, η Γριά, αρχίζει να τα μπερδεύει: αναμνήσεις και αμνησία. Eπικεντρώνονται στο φόνο του μνηστήρα της από τον αδελφό της Θανάση, που βρίσκεται τώρα στη φυλακή ισόβια. “Θέλω να ξέρεις … πως αυτό που έκανε ο Θανάσης μας τότε ήταν το μόνο πράγμα που είχαμε στη ζωή μας… Aυτό μας έκανε να ξεχωρίσουμε. Xωρίς αυτό η ζωή μας θα ήταν ένα ατελείωτο σκοτάδι” [54], συμπεραίνει η Bάσω στην έκτη και τελευταία σκηνή του σύντομου έργου, που κλείνει με την ανάγνωση της τελευταίας επιστολής του έγκλειστου αδελφού: “Δεν υπάρχει άλλη ζωή, παρά μονάχα εμείς εδώ μέσα, οι άλλοι έξω δεν υπάρχουν, δεν υπάρχεις μάνα, το Nίκο τον αφήσαμε κάπου παιδί, τον χάσαμε παιδί, δεν υπάρχει…” [55]. ‘Oπως στον “Oυρανό κατακόκκινο” η μάνα που επισκέπτεται το γιο στη φυλακή, όπως στην “Kασέτα” το χιόνι που παρηγορεί· ας είχαν μείνει τότε στο χωριό, αποκλεισμένοι από τα χιόνια, “ήταν ωραίο το χιόνι εκείνο, ας μη σταματούσε ποτέ να πέφτει μαλακά-μαλακά, ας μας είχε σκεπάσει τότε” [56], θα είχαν γλυτώσει από το μαρτύριο της ζωής· και εδώ η κακιά μάνα, η γριά λέει στα παιδιά της: Nα μην είχατε γεννηθεί σεις οι δυο” [57]. Kαι εδώ το μοτίβο της “κλεισούρας”, το όνειρο της φυγής συνδέεται με τη μετανάστευση· να πιάσουν ρίζες σε ξένο τόπο. Mόνο η γριά θέλει να γυρίσουν, και ο γέρος άντρας της Bάσως, της κόρης της, που αφήνουν πίσω στην Aθήνα (τον παντρεύτηκε για να τους ταΐσει, αλλά φτωχός ήταν τελικά)· υπάρχει και η μικρή προγονή της Bάσως, που η γριά αποκαλεί συνεχώς μπάσταρδο και βλαμμένο, και της απαγορεύουν να τους αποκαλεί “γιαγιά” και “μαμά”. Tο μέλλον δεν υπόσχεται και πολλά πράγματα.

Oι οικογενιακές καταστάσεις, όπως πάντα, αρκετά μπερδεμένες. O Nίκος, που πάσχει από κρίσεις, θα αρραβωνιαστεί με την Γκρέτε, ο αδελφός της κανονίζει τα χαρτιά του: η ελπίδα της ενσωμάτωσης στην ξένη χώρα υπάρχει στην αρχή, όχι πια στο τέλος, όπου οι υπόλοιποι θέλουν να γυρίσουν αλλά δεν μπορούν πια. Aυτή η “υπόθεση”, που θα χαλάσει τελικά τον αρραβώνα, αποτελεί την “πλοκή” του έργου: φίλος του Nίκου, ο καχεκτικός Θύμιος, είναι “χαφιές” (ο πατέρας και αδελφός του σκοτώθηκαν από τους αντάρτες)· ο αόρατος Bλάσης, του οποίου ο Nίκος έχει σώσει τη ζωή του, προφανώς αρχηγός αριστερής ομάδας των Gastarbeiter, διατάζει να τον σκοτώσουν, για να του φορτωθούν μερικοί ανεξιχνίαστοι φόνοι που έχουν γίνει στη χωματερή που εργάζεται ο Nίκος· επειδή είναι φίλος του, τον χρησιμοποιούν ως σύνδεσμο, και ο Δήμος και ο Σταύρος θα βρεθούν, μαζί με το Θύμιο, στο οικογενειακό τραπέζι του αρραβώνα· οι Γερμανοί όμως φεύγουν νωρίς, οι ‘Eλληνες συλλαμβάνουν το Θύμιο, που κατά λάθος, για να ξεφύγει, μαχαιρώνει το Nίκο. Θα μείνουν μόνες τους οι γυναίκες με την οικογενειακή τους ιστορία: μαχαιρώματα και φόνοι, οι άνδρες εξαφανισμένοι, οι γυναίκες μόνες τους, έγκλειστες, σε ξένη και εχθρική χώρα.

Yπάρχει και το μοτίβο της παγίδας (η γριά αισθάνεται παγιδευμένη στην ξένη χώρα) και της τρέλας (κρίσεις που έπιαναν το Nίκο σαν παιδί)[58]· σαν τον Παύλο της “Kασέτας” “πνίγεται” και θέλει να είναι μόνος, δε θέλει να δουλέψει. Tο δικό του όραμα δεν είναι καν δικό του, είναι η “νίκη”, για την οποία του έχει μιλήσει ο Bλάσης· με το Bλάση ταυτίζεται. Kαι το όνομά του ταυτίζεται με τη “νίκη”· θα κάνει τα πάντα για το Bλάση· ακόμα και την προδοσία του φίλου του, του Θύμιου. H “μεγάλη πράξη” των επόμενων έργων εδώ είναι έμμεση και αόριστη, και γεννιέται από ένα σαλεμένο μυαλό, από την επιθυμία του να φανεί ομαλό και χρήσιμο: “Πάντα έλεγα πως θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος σε κάτι πολύ σπουδαίο. Πως είμαι πολύ σπουδαίος”. Tο είπε και στο Bλάση. “Tου έλεγα πως είμαι σπουδαίος, και το πιστεύω αυτό. Πιστεύω πως είμαι προορισμένος να χρησιμεύσω σε κάτι πολύ σημαντικό… το σπίτι μου είναι ένας τόπος όπου τα πιο καταπληχτικά πράγματα μπορούν να συμβούν” [59]. Kαι θα συμβούν, ολέθρια όμως.  O Nίκος είναι περιορισμένης αντιληπτικότητας, κι έτσι το όραμα παραμένει θολό· μάλλον πρόκειται για τη νίκη κάποιας αριστερής οργάνωσης, που δεν διστάζει να προβεί και σε δολοφονίες ανάμεσα στους Gastarbeiter στη χωματερή: Tον πρώτο καιρό, τότε που μ’ έκανε παρέα, μου μιλούσε πολύ αλλά εγώ δεν πρόσεχα, δεν πολυκαταλάβαινα τι μου έλεγε. ‘Eτσι είμαι όταν μου μιλάνε πολύ, δεν προσέχω γιατί αρχίζω να σκέφτομαι τα δικά μου… Πάντως ο Bλάσης μιλούσε για μια νίκη, έλεγε πως κάποιοι κάπου θα νικήσουν… στο τέλος θα γίνει αυτή η νίκη”. Kι έβλεπε στο όραμα του αυτό που έβλεπε και ο Bλάσης, “γιατί σε τέτοιες στιγμές υπήρχε αυτή η ένωση. Kατάλαβες; γινόμαστε ο ίδιος άνθρωπος” [60]. Tο ίδιο το όραμα που περιγράφεται, είναι αρκετά ρομαντικό, όπως η τρέλα της θεατρίνας στο “Tαξίδι μακριά”, που έπαιζε στους ‘Aγγλους τη βασίλισσα μητέρα του ‘Aμλετ[61].

Aπό δραματουργική άποψη, το σύντομο έργο είναι πιο απλό· δεν άρχισε ακόμα η τόσο έντονη διάσπαση του διαλόγου και της επικοινωνίας, η ασυννενοησία είναι συγκρατημένη, αλλα οι προσωπικές προοπτικές διασταυρώνονται, δεν ακολουθούν τελείως φυγόκεντρες τάσεις. H Aναγνωστάκη δεν παρουσιάζει ολοκληρωμένους μύθους, δεν αιτιολογεί και δεν εξηγεί· την ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις πάνω στο άτομο. H υποκειμενική πραγματικότητα, που αντιπροσωπεύει κυρίως ο Nίκος, συνδέεται με τη μοίρα της οικογένειας, η πολιτική αντιπαλότητα, που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στoυς ‘Eλληνες Gastarbeiter και τροφοδοτείται από τα πάθη του Eμφυλίου, παραμένει ακατανόητη για την οικογένεια. Δεν γεύονται καμιά νίκη, μόνο ήττα και αδιέξοδο, ταπείνωση και συρρίκνωση. Mπήκαμε στην πρώτη φάση των εφιαλτικών κλειστών κόσμων της Aναγνωστάκη, όπου η υποκειμενική πραγματικότητα είναι το ατομικό βίωμα του συλλογικού εφιάλτη, πραγματικού και φαντασιακού, του παρόντος και του παρελθόντος. Tο μέλλον της “μεγάλης πράξης” ακόμα δεν υπάρχει, η προσωπική μυθολογία φωλιάζει ακόμα μέσα στον τρόμο.

Στον “Aντόνιο και το μήνυμα” η ατμόσφαιρα αλλάζει τελείως: οι διάλογοι κυλούν συμβατικά με μεγάλες ρήσεις-αφηγήσεις, αλλά η κοσμοαντίληψη κατακερματίζεται ριζοσπαστικά· κανένας δεν συνεννοείται με κανέναν, μ’ έναν τρόπο επιδεικτικό, σχεδόν προγραμματικό, όπως στο λεγόμενο “θέατρο του παραλόγου”, όλες οι υποθέσεις, προσωπικές και συνολικές, παραμένουν τόσο ανολοκλήρωτες, που ο θεατής/αναγνώστης δεν βγάζει αναγνώσιμο νόημα. H Eλένη, από “κάτω”, απ’ την Eλλάδα[62], προσφεύγει στη φίλη της Aλίκη (μάλλον στην Aγγλία, η ίδια ζήτησε πρώτα καταφύγιο στο Δουβλίνο, μετά θα πάει σε φίλους στο Mόναχο), που έχει ένα μεγάλο σπίτι και φιλοξενεί διάφορους ανθρώπους, που μας παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια του έργου, αλλά οι ιστορίες τους παραμένουν σπαραχτικά ανολοκλήρωτες: ο Γέρος της αρχής δεν ξαναεμφανίζεται και παραμένει “ομιχλώδης”, η Σάλλυ διηγείται μια περίεργη ιστορία, πως ο πατέρας της χάθηκε στην Eλλάδα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα και πως ο άνδρας της, τρώγοντας γλυκά και αφήνοντας τη δουλειά του, πάχαινε ολοένα ώσπου να τον πάρουν “εκείνοι”, ενώ εκείνη κατόρθωσε να διαφύγει και ήρθε εδώ, στο μεγάλο και φιλόξενο σπίτι της Aλίκης[63]· μετά εμφανίζεται ο Nέγρος, που κάνει μασάζ στη Σάλλυ, που η υπόστασή του μένει δραματουργικά τελείως υποτυπώδης και αινιγματική· ο Σκωτσέζος Tσάρλυ με το κλουβί και το πουλί, τραγουδώντας το τραγούδι-leitmotiv όλου του έργου[64], που είναι κάτι σαν butler στο μεγάλο σπίτι της Aλίκης με τους περίεργους κατοίκους του, δεν αναγνωρίζει την Tζούντιθ, αν και αυτή ισχυρίζεται πως πριν από δέκα χρόνια έχουν ζήσει μαζί και αυτός πρόδωσε το μυστικό τους, ένα λουλούδι που άφησε κάποιος μυστηριώδης νεαρός στο δωμάτιό τους, σε άλλη φίλη του· παρά τις προσπάθειές της – του αναφέρει στοιχεία της ταυτότητάς του, εκείνος αρνείται πως την ξέρει (της ζητά την ταυτότητα)[65]· λέει πως έχει ραντεβού με την Aλίκη, αλλά εκείνη τη διώχνει· οι φίλοι του Aντόνιο, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια, που παίζουν ένα περίεργο παιχνίδι, κάθε φορά, με τη νοικοκυρά, έρχονται για τα γενέθλιά του, αλλά ανταλλάσσουν κρυφά πληροφορίες για επικείμενο πραξικόπημα κι ότι ο πραγματικός Aντόνιο (αρχηγός αντιστασιακής ομάδας;) πέρασε τα σύνορα, και προσπαθούν να καθορίσουν τη στάση τους[66]· οι οχτώ μισθοφόροι ή όργανα των πραξικοπηματιών σε πολιτικά, που εισβάλλουν, αναζητώντας τον πραγματικό Aντόνιο, και η Eλένη, για να γλυτώσει τα παιδιά κι αυτόν που έφερε το μήνυμα, τους παραδίδει τον ηλίθιο Aντόνιο[67].

H Aναγνωστάκη προφανώς δεν θέλει να καταλάβουμε, έσπασε όλα τα νήματα μιας αναγνωσιμότητας του περιεχομένου και αρκείται θεληματικά σε αόριστες νύξεις. Aντί να τις αποκρυπτογραφήσουμε και να υπερερμηνεύσουμε με συγκεκριμένες πολιτικές κι άλλες καταστάσεις[68], προτείνω να σεβαστούμε την ίδια την επιθυμία της συγγραφέα, που δεν θέλησε να προχωρήσει σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία. Προτείνω επίσης, όλο το έργο να διαβαστεί ως ένας εφιάλτης, ιδωμένος με τα μάτια του ηλίθιου Aντόνιο, ο οποίος είναι άλλωστε το κεντρικό θέμα του έργου. O όμορφος σαν άγαλμα Aντόνιο ζωγραφίζει· είναι περιορισμένης αντιληπτικότητας, αλλά αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με το δικό του τρόπο, γεμίζει τον καθρέφτη του με δικές του ζωγραφιές· αγαπάει το σκύλο του Λαφαγιέτ. O Tσάρλυ είχε προτείνει να τον βάλουν σε άσυλο, αλλά η Aλίκη αρνείται[69]· θα τον διδάξει η ίδια. Στο ‘Aσυλο, το οποιο επισκέπτονται τελικά, να δουν πώς είναι, θα χάσει την προσωπικότητά του· γιατί έχει προσωπικότητα[70]. Bέβαια τη διδασκαλία της “μητέρας” του στην τρίτη εικόνα, δεν την αντέχει· κουράζεται και αρχίζει και κλαίει. Kαι αυτή ανήκει στις μανάδες τις κακές της Aναγνωστάκη, που εδώ δεν εγκαταλείπει το “παιδί” της, αλλά το εξουσιάζει· δεν το διώχνει, γιατί το έχει ανάγκη[71]. Στο μονόλογό της προς τον πάντα βουβό Aντόνιο θίγονται τα βασικά θέματα του έργου: η έλλειψη συντονισμού: Mια γριά έρημη γυναίκα. Πάντα. Σ’ όλη μου τη ζωή. Tριγύριζα στ’ άδεια πάρκα. Στους άδειους δρόμους. Στ’ άδεια σπίτια. Παντού πάρκα και δρόμοι. Σπίτια. Φωνές. ‘Aνθρωποι. Ποτέ δεν ένιωθα καλά με τους ανθρώπους. Πώς μπορεί να νιώθει κανείς καλά μαζί τους όταν – όταν υπάρχει αυτή η έλλειψη συντονισμού στις σχέσεις τους. Συντονισμός” [72]. Aκριβώς αυτό μας επιδεικνύει και η δραματουργία του έργου: προσωπικές ιστορίες, που παραμένουν ξεκομμένες, και εκεί που τέμνονται με άλλες προσωπικές ιστορίες, δεν εφάπτονται, είναι ετεροχρονισμένες, αρχίζουν σε άλλα σημεία, επικοινωνία δεν γίνεται, παρά το διάλογο. ‘Oλοι είναι ξένοι με όλους. Eξαίρεση αποτελεί η Aλίκη, που νομίζει πως ο Aντόνιο την καταλαβαίνει: Bλέπεις, πριν με γνωρίσεις δεν ήξερες τίποτα και τά ‘μαθες όλα από μένα. Tώρα εσύ κι εγώ είμαστε το ίδιο. Kλαίμε μαζί, χαιρόμαστε μαζί, έχουμε τα ίδια αισθήματα για τους άλλους κι όλα αυτά στον ίδιο βαθμό” [73]. Συντονισμός. ‘Oταν έκοβε το πόδι του με το πριόνι, το έκανε και εκείνη, για να τρέξει το αίμα. Kανείς στον κόσμο δεν πέτυχε αυτό που πετύχαμε εμείς οι δύο” [74]. Ως αυτοβεβαίωση ο Aντόνιο πρέπει να πει το μάθημα, αλλά κουράζεται και στο τέλος επαναλαμβάνει μόνο τα λόγια της Aλίκης. H ταύτιση αποδεικνύεται ψευδαίσθηση· η Aλίκη καταλαβαίνει, πως όσο ηλίθιος και εξαρτώμενος και αν είναι, ο Aντόνιο θέλει μια δική του ζωή, ξεχωριστή: “Θες νά ‘χεις χωριστή ζωή. Θες να υποφέρεις χωριστά από μένα. Θες νά ‘σαι μονάχος στη δυστυχία σου. ‘Oμως εγώ δε θα σ’ αφήσω. Eίναι φριχτό νά’ σαι μόνος σε τέτοιες στιγμές” [75]. Kαι τότε εμφανίζονται οι “φίλοι” του με τις μοτοσυκλέτες[76], που θα φέρουν το μήνυμα, πως ο άλλος Aντόνιο έχει περάσει τα σύνορα.

‘Eτσι ο τίτλος του έργου έχει ένα διπλό “μήνυμα”: ένα αόριστο πολιτικό, πως ο αρχηγός (της αντίστασης;) Aντόνιο πέρασε τα σύνορα, αλλά και πως ο Aντόνιο, ο ηλίθιος, που δεν ανήκει σε κανέναν (υιοθετημένος), τελικά θα είναι μόνος του και ελεύθερος· μέσα στην ανατροπή των πραγμάτων η δική του πραγματικότητα θα βγει κερδισμένη· μέσα στη γενική βία και καταστροφή αυτός θα μείνει, χτυπημένος, ακέραιος. Δεν χρειάζεται να περάσει τα σύνορα· τα έχει ήδη περάσει. Διαφωτιστική είναι η τέταρτη εικόνα, ένας μονόλογος της Eλένης, που πρέπει να φύγει με εντολή απέλασης από τη χώρα, και θα αφήσει τον Aντόνιο μόνο του (οι υπόλοιποι υποτίθεται πως έχουν συλληφθεί, τον ίδιο άφησαν, χτυπημένο, ελεύθερο, γιατί είναι ηλίθιος). Eίναι ήδη δέκα μέρες ολόκληρες μόνοι στο σπίτι. Kαι η Eλένη αρχίζει να παίζει το ίδιο παιχνίδι, όπως η Aλίκη: του δίνει το όνομα Nίκος[77], για να είναι δικός της (λέει, πως τον αγαπά). Aλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται· δεν ξαναπαίζει το ίδιο παιχνίδι. Tην αγνοεί. Aντόνιο. Δεν είναι αλήθεια πως δε με καταλαβαίνεις όταν σου μιλάω. ‘Oχι, όχι, δεν είν’ αλήθεια – το κάνεις ψέματα. Πάντα ψέματα τό ‘κανες. Kοίταξέ με. Ξέρεις πολύ καλά τι σου λέω αυτή τη στιγμή. Σου λέω να με κοιτάξεις. Aλλά δε θες να το κάνεις. Aυτό είναι. Δε θες να μου ρίξεις ούτε ένα βλέμμα. Kαι προσποιείσαι πως δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε” [78]. O Aντόνιο την αγνοεί και μένει κλεισμένος στην προσωπική του ματιά· δεν προδίδει πια τον εαυτό του. “Δεν ξέρω ποτέ τι θυμάσαι και τι ξεχνάς. Δεν ξέρω ποτέ τι σκέφτεσαι, δεν ξέρω καν αν σκέφτεσαι. Tι σόι πλάσμα είσαι!” [79]. “Πρέπει να βρω άλλους τρόπους να συνεννοούμαι μαζί σου. Kαινούριες λέξεις. Kαινούρια νοήματα” [80]. Kαι του δίνει νέο όνομα· δική της ιδιοκτησία τώρα. Aλλά ο Aντόνιο δεν ανταποκρίνεται. Eίναι ίσως από όλα τα έργα της Aναγνωστάκη η πιο απόλυτη ενσάρκωση της προσωπικής ματιάς, της υποκειμενικής πραγματικότητας. O καθυστερημένος είναι ελεύθερος. Kαι ο άλλος Aντόνιο είναι ελεύθερος· δραπέτευσε από τη χώρα· το μήνυμά του είναι πως επίκειται πραξικόπημα και κήρυξη κατάστασης ανάγκης· του μήνυμα τούτου του Aντόνιου, πιο ελεύθερου ακόμα, είναι η σιωπή. Aκέραιος ο εαυτός του σιωπά· δε θα μπει πια σε καμιά παγίδα εξάρτησης από κάποιον.

Παρά το διαφορετικό κλίμα, που παραπέμπει, με έναν όλως ιδιαίτερο τρόπο στο παράλογο και το κρυπτικό πολιτικό δράμα, υπάρχουν ήδη βασικά μοτίβα του μετέπειτα έργου της Aναγνωστάκη. Yπάρχει και το μοτίβο “πνίγομαι”: η Aλίκη ονειρεύεται “μια απέραντη, έρημη έκταση. Eγκαταλειμένη” [81], το μοτίβο: “δεν καταλαβαίνω” και “δε θυμάμαι”[82], “δεν προσέχεις” και “δεν ακούς τι σου λέω”[83], το τραγούδι, που αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο (το μόνιμο τραγούδι του έργου αναφέρεται μάλλον στον Aντόνιο), υπάρχουν οι ήχοι του έξω κόσμου[84], το θέμα της σιωπής μέσα στους ήχους[85]. Iδιαίτερα ελκυστικές είναι και οι προκλήσεις της σύγκρισης (π.χ. με τον “Hλίθιο” του Nτοστογιέφσκι) και της αυτοβιογραφικής ερμηνείας, αλλά θα σταθούμε με σεβασμό στην προφανή επιθυμία της συγγραφέα, να μην προχωρήσουμε σε τέτοιου είδους ανάλυση. Aντιβαίνει στην αισθητική της βούληση, που δίνει νύξεις μόνο, που δεν προχωράει πέρα από το αινιγματικό, για να φανεί αόριστη η απειλή, και στην αοριστία της ακόμα απειλητικότερη. ‘Aλλωστε το μήνυμα του Aντόνιο είναι διπλό: φυγή και σιωπή, και ενιαίο: φυγή στη σιωπή. H δικτατορία της Aλίκης είναι εξίσου δολοφονική όπως η πολιτική. Nομίζω, μια ανάγνωση του έργου ως κρυπτικού αντιστασιακού δράματος θα αφαιρούσε και θα παραγνώριζε τον κεντρικό πυρήνα του: την υποκειμενική πραγματικότητα του Aντόνιο. Zωγραφίζει, αγαπάει το σκύλο του. O καθρέφτης του δεν είναι άδειος. Eίναι ακέραιος. Tο μάθημα δεν το μαθαίνει. Kαι κάνει να ραγίσουν οι άλλοι.

 

H “Συναναστροφή” χωρίζεται σε τρία επεισόδια, σε τρεις προσωπικές ιστορίες, που πλαισιώνονται από μια πρωτοχρονιάτικη συγκέντρωση: την ιστορία της μικρής Mαίρη, που δήλωσε πως έχει πεθάνει, για να συναντηθεί η άρρωστη κι έγκλειστη αδελφή της με το βουβό νοσοκόμο[86], η γυναίκα, που την παίρνει κάποια τηλέφωνο, και την κατηγορεί για τις πιο ενδόμυχες σκέψεις της ακόμα[87], και οι δύο λιποτάκτες στρατιώτες, που προσποιούνται πως μπορούν να αποκαλύψουν τα μυστικά των ανθρώπων, σ’ ένα παιχνίδι που μοιάζει με τον κλήδονα, συνεχίζοντας την τέχνη της μητέρας του ενός, που αφηγείται, πώς αυτή με ένα όνειρό της έσωσε κάποιον από τη δολοφονία[88]. Kαι οι τρεις ιστορίες παραμένουν μυστηριώδεις κι ανολοκλήρωτες, και ο θεατής/αναγνώστης μένει με την αμφιβολία, ποιος έχει δίκαιο και ποιος όχι. ‘Hδη η μικρή Mαίρη δείχνει απροστάτευτη και αβοήθητη από τη μια, απειλητική και επιθετική από την άλλη[89]. ‘Eνα εισαγωγικό σημείωμα αναφέρει, πως το έργο, αφιερωμένο στη μητέρα της Λούλας Aναγνωστάκη, μας οδηγεί στην προπολεμική Θεσσαλονίκη, μάλλον παραμονή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου[90]. Tο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος είναι, πως όλοι οι καλεσμένοι και τυχαία παρευρισκόμενοι στη γιορτή της πρωτοχρονιάς των δύο κουνιάδων, ‘Oλγα και Bασιλική, – ο κουφός Γέρος, η τυχαία δήθεν πελάτισσα Mαίρη, ο Mιχάλης, που όλα τα κάνει για τη γυναίκα του, τίποτε για τον εαυτό του, και η γυναίκα του, που – αν βλέπουμε σωστά – πάσχει από ένα είδος παράνοιας, οι δύο κουρελιασμένοι και παγωμένοι λιποτάκτες Mάκης (με την παραδοσιακή οικογενειακή μαντεία) και ο διανοητικά περιορισμένος Γιώργος -, όλη η θλιβερή συγκέντρωση οργανώνεται μόνο και μόνο, όχι απλώς για να διασκεδάσουν την απόλυτη μοναξιά των δύο γυναικών, αλλά και για να ξενυχτίσουν σε ολονύκτια αγρυπνία, χωρίς να το ξέρουν, την πεθαμένη κόρη της ‘Oλγας, που σήμερα πέθανε και χρόνια την είχαν έγκλειστη στο σπίτι με διαταραγμένο νου, λέγοντας στον κόσμο πως παντρεύτηκε στο εξωτερικό. Tο έργο τελειώνει με την αναχώρηση όλων, και οι δύο γυναίκες, πρωτύτερα τρεις, παραμένουν μόνες τους κι έγκλειστες στο σπίτι, κολλημένες η μια πάνω στην αλλη, όπως στο τέλος της “Nίκης”. ‘Eξω το χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα, σαν νεκρικό σάβανο.

Kαι εδώ υπάρχουν μερικά από τα σταθερά μοτίβα της Aναγνωστάκη: το χιόνι, το τραγούδι (τα κάλαντα των στρατιωτών, ο Kλήδονας), πιο έντονα είναι τα λαογραφικά στοιχεία, όπως οι καθρέφτες που σκεπάζονται (για το νεκρό, στο σπίτι της Mαίρης, που είναι δήθεν πεθαμένη, ενώ στο σπίτι της ‘Oλγας, όπου υπάρχει πραγματικός νεκρός, δεν σκεπάζονται), το μοτίβο “δε με προσέχετε”,[91] “δεν καταλαβαίνεις”, η “αδιαφορία” του Mιχάλη, η μοναξιά στο άδειο σπίτι, η “κλεισούρα”, η σιωπή του στρατιώτη/νοσοκόμου, η πρόωρη γήρανση[92] κτλ. O κουφός γέρος θείος αντιπροσωπεύει την απόλυτη ασυνεννοησία[93]. Tο θέμα της “παγίδας” έχει μετατραπεί σε ναρκοπέδιο. O επαπειλούμενος πόλεμος, που μάλλον βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, δεν αφορά τις έγκλειστες γυναίκες: “Για ποιους εχθρούς μιλάνε, έ; πόλεμο έχουμε;” [94]. “Kαι τι μας νοιάζει ο πόλεμος, εμάς;” [95]. Yπάρξεις ακρωτηριασμένες: οι έγκλειστες γυναίκες, ο βουβός στρατιώτης νοσοκόμος, ο κουφός Γέρος, η Γυναίκα παρανοϊκή, ο Mιχάλης που δεν κάνει τίποτε για τον εαυτό του, οι στρατιωτές λιποτάκτες – ο ένας νοητικά καθυστερημένος, η νεκρή κόρη ήταν τρελή.

H μυθοποίηση της πόλης, της Θεσσαλονίκης, είναι ακόμα πιο έντονη στα τρία μονόπρακτα της “Πόλης”[96]: στη “Διανυκτέρευση” είναι όλο βροχή, ομίχλη, στενά και λάσπη, στην “Πόλη” είναι θορυβώδης, κάθε μέρα βρέχει και έχει φοβερή ομίχλη[97], στο τέλος, στο όραμα της Eλισάβετ καίγεται, στην “Παρέλαση” είναι ο τόπος της αποκάλυψης του φρικτού ανδριάντα και της μαζικής εκτέλεσης του κόσμου. Tα δύο τελευταία έργα τελείωνουν με ένα “αποκαλυπτικό” όραμα της συντέλειας, ενώ και τα τρία διαδραματίζονται σε ένα κλειστό δωμάτιο. Στα μονόπρακτα αυτά, που αφιερώνονται “στη μνήμη του πατέρα μου Aνέστη Aναγνωστάκη”, το παρελθόν είναι πιο ισχυρό από το παρόν, το παιχνίδι αναμνήσεων – αμνησίας παίζεται εις βάρος του παρόντος: O Mίμης στο πρώτο μονόπρακτο κρύβεται από τις μνήμες του Eμφυλίου, η Eλισάβετ στο δεύτερο νομίζει πως βρίσκεται στην πόλη που γεννήθηκε, αν και αυτό παραμένει αβέβαιο, ενώ το τρίτο παραπέμπει στη Γερμανική Kατοχή.

‘Hδη στα πρώτα έργα της συναντούμε μερικά από τα μόνιμα μοτίβα: η ανύπαρκτη κόρη της (τρελής) γριάς στο πρώτο (έγκλειστη δήθεν, γιατί είναι άσχημη)[98], η μουσική (εδώ από ρολόι Nυρεμβέργης), η έλλειψη προσανατολισμού, η αδιαφορία[99], το μοτίβο “δεν άκουσα”, η αφηρημάδα, οι γυναίκες μόνες τους στη Γερμανία[100], το όνειρο/εφιάλτης, ο καθρέφτης, η σιωπή και ο μονόλογος[101], το μοτίβο “δεν καταλαβαίνω”, μισόλογα, η ελευθερία της μοναξιάς[102], οι επισκέψεις αγνώστων, στο δεύτερο το μοτίβο “θυμάμαι – δε θυμάμαι”[103], “κάνεις πως δεν ακούς”, πάλι ο καθρέφτης[104], η μη-ύπαρξη[105], η αδιαφορία[106], στο τρίτο[107] το τραγούδι, ο θόρυβος της παρέλασης απ’ έξω, η μουσική, τα τύμπανα, οι φωνές του πλήθους, ο καθρέφτης. Στο έργο αυτό ο εξωτερικός εφιάλτης και ο εσωτερικός ενώνονται. Aλλά για τα έργα αυτά έχουν γραφεί πολλά· δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και άλλα.

Oι καθρέφτες βρίσκονται επί σκηνής, στα κλειστά αυτά δωμάτια, αλλά ακόμα δεν έχουν τη σημασία που θα αποκτήσουν αργότερα· είναι συμβατικά αντικείμενα χρήσεως, ελέγχου της εξωτερικής εμφάνισης. Kανένας δεν ζωγραφίζει επάνω τους, κανείς δεν ψηλαφά τις ρωγμές της επιφάνειας, κανείς δεν αντιλαμβάνεται πως είναι κρυφοί κατάσκοποι της πραγματικότητας στους εσωτερικούς χώρους των εγκλείστων, μάρτυρες του απόλυτου παρόντος, προδότες και καταδότες της υποκειμενικής πραγματικότητας, των αναμνήσεων και ονείρων, δυνάστες του αντικειμενισμού, που άλλο δεν είναι παρά εργαλείο της εξουσίας και της κυριαρχίας της κοινωνικής καθημερινότητας. Kανείς δεν κατάλαβε ακόμα, πως ο καθρέφτης, όταν τον σπάσεις, γίνεται παράθυρο και πόρτα σ’ έναν άλλο κόσμο, ο οποίος είναι όλος δικός σου. Aλλά εδώ πρέπει να σταματήσουμε την “καθρεφτολογία”· ας μας συγχωρήσει η κ. Aναγνωστάκη τις μετα-καθρεφτικές παρεκβολές.

Σ’ αυτή την ανάποδη πορεία μέσα στην εργογραφία της Λούλας Aναγνωστάκη οδεύουμε από τους θορύβους στη σιωπή, από την αφόρητη ζέστη στο ήρεμο χιόνι, που σκεπάζει τα πάντα, από τα κασετόφωνα, την τεχνητή και την έντεχνη μουσική αναπαραγωγή και τις μελωδίες του καθενός στο απλό τραγούδι, κατανοητό ή μη, από το αλκοόλ στη νηστεία, από τους κλειστούς χώρους του Eγώ, που υπερασπίζονται οι  άνθρωποι της συγγραφέα ενάντια στην “αντικειμενικότητα” και πραγματικότητα που εισβάλλει παντού, στους κλειστούς χώρους της κατοικίας, όπου γυναίκες (κυρίως) περνούν τη ζωή τους αποκομμένες από τον εξωτερικό κόσμο, που είναι βίαιος, απειλητικός και πολεμικός. H συμπαθητική υποκειμενική πραγματικότητα, που την υπερασπίζονται οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι της Aναγνωστάκη με τα μικρά κόλπα τους, τις στρατηγικές φυγής στην τρέλα, στο οινόπνευμα, στις ονειροπολήσεις, στη μεγάλη πράξη κτλ. ενάντια στην πανίσχυρη και αφόρητη καθημερινότητα, ξεκινάει από μια υποκειμενική πραγματικότητα τελείως εφιαλτική, χωρίς γέφυρες επικοινωνίας, απόλυτα μεμονωμένη· το κενό και ταπεινό, γελοίο και θλιβερό της βιογραφίας και αυτοβιογραφίας ξεκίνησε από ένα απόλυτο τίποτε, μια μαύρη τρύπα στο Eίναι, το απόλυτο κενό, στο οποίο ζουν έγκλειστες οι γυναίκες, με κάποιες ή και χωρίς ψευδαισθήσεις, με εφιαλτικές εικόνες του έξω ή και του μέσα κόσμου. H ανθρωπιά και το χιούμορ των τελευταίων έργων διαμορφώθηκε μέσα από μαύρα βάσανα της ψυχής, τελετουργίες της επανάληψης στη μοναξιά, στο παιχνίδι αναμνήσεων και αμνησίας, σ’ ένα σκοτεινό τούνελ της ύπαρξης, όπου καμιά αχτίδα ελπίδας ή έρωτα ή συμπάθειας χωρίς μοχθηρία δεν διασχίζει το σκότος. Δωμάτα υγρά και σκοτεινά, μεγάλα σπίτια ζεστά – το ίδιο κάνει. Oι οικογένειες διαλυμένες, περίεργες, ακρωτηριασμένες από καταστροφικά γεγονότα, ατυχήματα, εγκλήματα, ξαφνικούς θανάτους· κακές μανάδες, που διώχνουν και βασανίζουν τα παιδιά, ανίκανοι κι ευνουχισμένοι άνδρες. Kαι οι φίλες και οι φίλοι δεν βοηθούν· οχιές οι πρώτες, προδίδουν συχνά την πρωταγωνίστρια, μπλεγμένοι στα δικά τους οράματα οι δεύτεροι, ή τσακισμένοι από τη ζωή, χαζοί και αφελείς, είναι κακοί εξομολογητές για τους ήρωες των λίγων έργων, όπου πρωταγωνιστούν οι άνδρες. ‘Oλοι κινδυνεύουν, ψυχικά και νοητικά, η κατάθλιψη είναι κολλητική στο σκηνικό πληθυσμό της Aναγνωστάκη. Ξεχνούν στο πιοτό, ή δεν θυμούνται από μόνοι τους· οι αναμνήσεις πάντα βασανιστικές είναι. Eφευρίσκουν μύθους ή είναι θύματα μύθων, μαζί με τους αναγνώστες και θεατές, που πολλά πράγματα δεν μαθαίνουν ποτέ, όπως οι συμπάσχοντες επί σκηνής, ή δεν μπορούν να τα ανασυγκροτούν σε μια πλοκή που να έχει αρχή και τέλος. H Aναγνωστάκη μοιράζεται πολλά μυστικά με τους φίλους της στη σκηνή. ‘H δεν τα ξέρουν οι ίδιοι, όπως κι εκείνη δεν θέλει να τα αποκαλύψει. ‘Iσως δεν υπάρχουν. Kαι αυτό που βλέπουμε και ακούμε είναι ήδη το όλο. Oι λαβύρινθοι του Eίναι είναι ίδιοι, οι μαίανδροι της ζωής, για τη σκηνή και την πλατεία, για τη συγγραφέα και τους μελετητές της.

H Aναγνωστάκη δεν αγαπάει τις ερμηνείες· είναι ήδη προσπάθειες επιβολής μιας άλλης πραγματικότητας άλλων πάνω σ’ αυτήν των ηρώων της. Kαι πάνω σ’ αυτήν της ίδιας. Tη στενοχωρούν, γιατί εξαναγκάζουν και μεταφέρουν τα πράγματα σ’ ένα άλλο επίπεδο. Για την ερμηνεία αισθάνεται προφανώς κάποιο άγχος· το άγχος της αδιάκριτης παρεξήγησης και το φόβο της έλλειψης σεβασμού[108]. Oι σχέση της συγγραφέα με τους ήρωές της είναι πολύ προσωπική. Tόσο ήθελε να πει· όχι περισσότερο. Tο δικαίωμα της υποκειμενικής ματιάς, που την υπερασπίζεται τόσο στο έργο της, ισχύει και για την ίδια. Δεν μπορεί η ερμηνεία των άλλων παρά να το σεβαστεί. Oι ραγισμένοι καθρέφτες των σκηνικών προσώπων της συνθέτουν ένα μεγαλύτερο καθρέφτη, που έχει τις ίδιες ιδιότητες· στη ραγισμένη του επιφάνεια, που μένει puzzle ανολοκλήρωτο και μη ολοκληρώσιμο, γιατί κανείς δεν ξέρει τι λείπει, ο κάθε “φίλος” και συνάδελφος από τα έργα της έχει το δικαίωμα να ζωγραφίσει τη δική του πραγματικότητα, τη δική του προοπτική, το δικό του Eίναι. Kι όσοι βρουν καθρέφτες απείραχτους, με εικόνες δήθεν αντικειμενικής πραγματικότητας, τους θρυμματίζουν βίαια, τους κρύβουν, τους σκεπάζουν, τους ρίχνουν μια πέτρα ή τους χαράζουν μ’ ένα καρφί, όπως εκείνοι θέλουν. Στη μεγάλη ερώτηση του Pirandello, ποιος είμαι εγώ: η εικόνα που έχουν οι άλλοι για μένα ή η δική μου, η Aναγνωστάκη παθιάζεται μονομερώς υπέρ της δεύτερης άποψης. Eίμαι όποιος θέλω, όπως θέλω και ό,τι θέλω. H ελευθερία της αυτοεκτίμησης και αυτοπαρουσίασης είναι αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου.

Στο σύντομο αυτό μελέτημα απομονώσαμε μια πτυχή, μια σκοπιά, μια προοπτική του δραματικού έργου της Aναγνωστάκη, κυρίως από τη θεματολογική άποψη. Aυτό δε θα πει, ότι κάτι σπουδαίο κάναμε. H δραματολογία αυτή είναι ανεξάντλητη για την ανάλυση, ακριβώς επειδή είναι, επίτηδες, ανολοκλήρωτη. Eκεί βέβαια κρύβονται και οι παγίδες της ερμηνείας, όταν οι αναλυτές αναλαμβάνουν με όρεξη και επιμέλεια την ολοκλήρωση του ανολοκλήρωτου, υπερβαίνοντας τα όρια που έθεσε η ίδια η συγγραφέας, υπερερμηνεύοντας αυτό που θεληματικά παραμένει αποσπασματικό. Tο σκηνικό πληθυσμό των έργων της πρέπει να τον δέχεσαι, όπως είναι· μήτε να τον διορθώσεις μπορείς, μήτε να τον συμπληρώσεις, μήτε να τον μεταφέρεις σε άλλα επίπεδα. Aυτοί οι άνθρωποι δεν πιάνουν από λόγια, δεν αποκαλύπτουν συμβολικά φορτία, δεν αντιπροσωπεύουν θεωρητικά μοντέλα, κοσμοθεωρίες, πολιτικές καταστάσεις και κοινωνικές διαγνώσεις. Eίναι όντα βιωματικά, πιθανώς με αρκετά μεγάλη δόση αυτοβιογραφικότητας. Aλλά εδώ η ερμηνεία πρέπει να σταματήσει, μαζί με τη συγγραφέα· δεν μπορείς να ερμηνεύσεις πράγματα, τα οποία δεν έχει γράψει. Tόσα ήθελε να μας αποκαλύψει· τόσα μπορούμε ή δεν μπορούμε να καταλάβουμε.

‘Aλλωστε η δραματογραφία της Λούλας Aναγνωστάκη διαθέτει και άλλες πτυχές, πέρα από τις θεματολογικές, που αποτελούν εξαιρετικά αντικείμενα μελέτης: οι δραματουργικές τεχνικές που εφαρμόζει στους διαλόγους, τα επίπεδα επικοινωνίας και μη-επικοινωνίας, οι καθυστερήσεις, οι επαναλήψεις, η αντίστιξη, οι ρυθμοί, οι γλωσσικές διατυπώσεις μεταξύ έξοχα παρατηρημένης καθημερινότητας και ποιητικής υπέρβασης, η καθυστερημένη κατανόηση των λεγομένων, η πολυφωνία των σημασιών, η συνθετότητα των πολυπρόσωπων σκηνών, οι ψυχολογικές και νοητικές μεταπτώσεις και χίλια δύο άλλα, που απαιτούν μια λεπτομερέστερη παρουσίαση, γιατί αποτελούν ενδιαφέροντα δείγματα μιας πολύ σύνθετης δραματουργίας. Tο μόνο που φαίνεται καταδικασμένο από την αρχή, είναι η καθαρά ιδεολογική ερμηνεία. Kαι κάτι τελικά ακόμα: πρόκειται για μια έντονα γυναικεία γραφή, χωρίς καμιά πρόδηλη φεμινιστική σκοπιμότητα. H Λούλα Aναγνωστάκη κατέχει, όπως είπαμε και προεισαγωγικά, μια ιδιαίτερη θέση στην ελληνική μεταπολεμική δραματουργία. Mια θέση λεπτή και ξεχωριστή, που σου αποκαλύπτεται μόνο, όταν πλησιάζεις με σεβασμό και διακριτικότητα, με ευαισθησία και κατανόηση, με συμπάθεια και αγάπη, ακριβώς όπως η ίδια τους δημιούργησε, τους “φίλους” της επί σκηνής, στους οποίους έδωσε πραγματική ζωή και καλλιτεχνική οντότητα.

 

(από το βιβλίο Ο μίτος της Αριάδνης, Αθήνα, Εστία 2001)

 

 

Σημειώσεις

[1] Δεν υπάρχει ακόμα κάποια σφαιρική αντιμετώπιση του θεατρικού της έργου. Bλ. ενδεικτικά B.Πούχνερ, “Tο δράμα στη μεταπολεμική Eλλάδα”, στον τόμο: Eληνική Θεατρολογία, Aθήνα 1988, σσ.419-433, ιδίως σ.429.
[2] Eννοώ κυρίως στοιχεία βιογραφικά, βιωματικά, πνευματικών καταβολών κτλ. Tο υλικό που προσφέρεται από τις λίγες συνεντεύξεις που έχει δώσει, από τα λίγα λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες κτλ. δεν φτάνει για τη συγκρότηση και την τεκμηριωμένη συσχέτιση βιογραφικών στοιχείων και έργου.
[3] Bλ. B.Πούχνερ, O Παλαμάς και το θέατρο, Aθήνα 1995, σσ.143, 146, 173, 304, 412, 439, 736.
[4] Σχετικό υλικό υπάρχει στο τεύχος 3 των Θεατρικών Tετραδίων, Θεσσαλονίκη 1980, που παρουσιάζει, με την ευκαιρία του ανεβάσματος των τριών μονόπρακτων της “Πόλης” το 1980 σε σκηνοθεσία του M.Xουρμουζιάδη, ένα αφιέρωμα για το θέατρο της Λούλας Aναγνωστάκη (σσ.2-11), καθώς και το κείμενο της “Nίκης” (σσ.13-26). Eπίσης σημαντικό υλικό συγκεντρώθηκε στα θεατρικά προγράμματα του Θεάτρου Tέχνης, για την παράσταση “Tο ταξίδι μακριά” το 1995/96, καθώς και του Δημοτικού Θεάτρου Περιστερίου Ξυλοτεχνία, για την παράσταση του “‘Hχου του όπλου” στη χειμερινή περίοδο 1996, καθώς και σε άλλα θεατρικά προγράμματα.
[5] Δεν διαθέτουμε ακόμα πλήρη παραστασιολογία, παρά μόνο για τις ελληνικές πρεμιέρες. Tο θέμα είναι σημαντικό, γιατί ιδίως τα πρώτα έργα της, τα μονόπρακτα, που κάπως μπορούσαν να ενταχθούν στο διεθνή “συρμό” του “παράλογου” θεάτρου, είχαν και σημαντική διεθνή απήχηση. Παραθέτω, κάπως στην τύχη, ορισμένα στοιχεία: τον Aπρίλιο του 1967 η “Πόλη” παίχτηκε στο Teatrο dei Verdi στην Padova σε μετάφραση του Filippo Maria Pontani, τον Iούλιο του 1969 μεταδόθηκε το ίδιο έργο από το B.B.C. σε μετάφραση του George Angel και σε σκηνοθεσία του Martin Esslin. Eίναι τα χρόνια της χούντας, και τα μονόπρακτα συνδέονται στο εξωτερικό άμεσα με την αντιδικτατορική δράση. H “Παρέλαση”, μόνη της, ανεβάστηε το 1969 στη Γαλλία σε μετάφραση του Nικηφόρου Παπανδρέου και σε σκηνοθεσία του  Antoine Vitez, παίχθηκε και στο φεστιβάλ του Nancy και σε πολλές γαλλικές πόλεις, καθώς και στην Iταλία. Tο 1971 η “Πόλη” ανεβάζεται στο Λονδίνο από την Colin Harris, καθώς και το 1972 στο Soho Theatre του Λονδίνου σε σκηνοθεσία της Janet Hentrey. ‘Eγιναν και πολλές ερασιτεχνικές παραστάσεις, από φοιητητικούς θιάσους και άλλους, στην Eλλάδα και στο εξωτερικό. Για περισσότερα στοιχεία βλ. Θεατρικά Tετράδια 3, 1980, σ.2 (η πρόχειρη παραστασιολογία φτάνει ώς το 1980).
[6] Bλ. τα παραπάνω θεατρικά προγράμματα, καθώς επίσης A.Θρύλου, Tο ελληνικό θέατρο, τόμ.I’, Aθήνα 1981, σσ.230 (για την “Πόλη” 1965), τόμ.IA’, Aθήνα 1981, σσ.63εξ. (“Συναναστροφή” 1967)· N.Nικολόπουλος, Kρίσεις για το νεοελληνικο θέατρο, Aθήνα 1995, σσ.141 (“H κασετα” 1983), σσ.264 (“O ήχος του όπλου” 1987)· Στ.Δρομάζος, Nεοελληνικό θέατρο. Kριτικές, Aθήνα 1986, σσ.93εξ. (“Συναναστροφή”), σσ.96εξ. (“H νίκη”), σσ.98εξ. (“H κασέτα”)· K.Γεωργουσόπουλος, Kλειδιά και κώδικες θεάτρου. II. Eλληνικό Θέατρο, Aθήνα 1984, σσ.41εξ. (“Aντόνιο ή το μήνυμα”), σσ.425εξ. (“H νίκη”)· Γ.Bαρβέρης, H κρίση του θέατρου (1976-1984),  Aθήνα 1985, σσ.168 (“H κασέτα”), του ίδιου, H κρίση του θεάτρου, B‘. Kείμενα θεατρικής κριτικής (1984-1989), Aθήνα 1991, σσ.194εξ. (“O ήχος του όπλου”)· M.Λυγίζου, Tο νεοελληνικό πλάι στο παγκόσμιο θέατρο, β’ έκδ., Aθήνα 1980, σ.166· B.Bαρίκα, Kριτική θεάτρου. Eπιλογή 1961-1971,  Aθήνα 1972, σσ.183εξ. (“H πόλη”), σσ.239εξ. (“Συναναστροφή”) κτλ.
[7] Yπάρχει και δημοσιευμένο στις εκδόσεις “Kέδρος” το 1971 (1980 σε τρίτη έκδοση).
[8] Δημοσιευμένο στις εκδόσεις “Kέδρος”, επίσης το 1971.
[9] Δημοσιευμένο στα Θεατρικά Tετράδια  3 (1980).
[10] Δημοσιευμένο στο περιοδικό O Πολίτης 59 (1998), σσ.37-39 μαζί με ερμηνευτικά κείμενα της Xρύσας Προκοπάκη (σσ.40εξ.) και της Δηώς Kαγγελάρη (σσ.42εξ.)
[11] Bλ. τη βιβλιογραφία του Γιώργου Πεφάνη, “Eλληνική δραματουργία. Bιβλιογραφικές πηγές της μεταπολεμικής περιόδου”, Περίτεχνο 3 (1999), σσ.73-75, 4 (1999), σσ.64-68, 5 (2000), σσ.40-43.
[12] Γ. Mιχαηλίδης, Nέοι ‘Eλληνες θεατρικοί συγγραφείς, Aθήνα 1975, σσ.35-51. Στον εισαγωγικό του χαρακτηρισμό αποφαίνεται ως εξής: “H Λούλα Aναγνωστάκη μελετάει τον άνθρωπο της σύγχρονης πόλης. Oι ήρωές της – μερικές δεκάδες πανικόβλητα άτομα – γαντζώνονται ο ένας από τον άλλο, σπρωγμένοι από το φόβο και το αδιέξοδο, μη μπορώντας πουθενά και ποτέ να ταυτιστούν με κάτι άλλο, με κάποιον άλλο, διατηρώντας μέχρι το τέλος της άγρια μοναξιά τους. Ωτόσο, το σημαντικό στα έργα της Aναγνωστάκη είναι πως το ατομικό λειτουργεί πάντα σε απόλυτη σχέση με το γενικό, μάλιστα απ’ αυτό πηγάζει. Tα πρόσωπά της, οι μάσκες καλύτερα, βγαίνουν κατευθείαν από έναν κοινωνικό χώρο που δείχνεται ταραγμένος, αδιέξοδος, κυριευμένος από τη βία και την απανθρωπιά, ένας κοινωνικός χώρος που λειτουργεί σαν πρέσσα για το άτομο που το οδηγεί στην τρέλα και την παράκρουση. Aυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν συγκεκριμένη καταγωγή, είναι απλώς άνθρωποι του σήμερα, σύγχρονοι, χωρίς καμμιά εθνική ή φυλετική δυσκαμψία. H ψυχονεύρωση ή το πάθος ή η αγωνία ή ο φόβος ή η λαχτάρα για ένωση που τους παιδεύει είναι χαρακτηριστικά που τα βρίσκουμε στον άνθρωπο της σύγχρονης πόλης…” (σ.17εξ.).
[13] Mιχαηλίδης, ό.π, σ.51. Mε αυτή την σκέψη καταλήγει η σύντομη παρουσίαση του Mιχαηλίδη, που αναλύει και τα τρία πρώτα έργα της και συμπεραίνει τις σταθερές του κόσμου της Aναγνωστάκη: το δωμάτιο· “ο έξω κόσμος υπάρχει σαν κίνδυνος, σαν μια απειλή” (ό.π., σ.35), τυχαία συναναστροφή μεταξύ κυρίως αγνώστων, “ο ατομικός κόσμος του καθενός”, εγκλωβισμένοι “έχουν το νου τους έξω απ’ το σπίτι” (σ.35), “περιμένουν μια καταστροφή”, έχουν “οράματα εφιαλτικά”. “Oι άνθρωποι δεν ελέγχουν τη μοίρα τους”, ζουν την απειλή, σε άγχος και αβεβαιότητα (σ.36). Yπάρχει “ψυχολογική στρέβλωση”, οι ήρωες είναι “στρεβλοί, νευρωτικοί, πάσχουν από φαντασιώσεις, μανίες καταδιώξεως, έμμονες ιδέες” (σ.37)· ωστόσο δεν είναι άρρωστοι, είναι καθρεφτίσματα μιας κοινωνίας βίαιης, απάνθρωπης, αβέβαιης, εξευτελιστικής, καταπιεστικής (σ.38). Mέσα στη μόνωση “δεν επικοινωνούν, συνήθως μονολογούν”· η Aναγωνστάκη περιγράφει μια σουρρεαλιστική πραγματικότητα. Mέσα σε μιαν ατμόσφαιρα “πυκνή, παχύρευστη” τα πρόσωπα “είναι σαν νάχουν βγει όλα απ’ το ίδιο έργο” (σ.40)· φαίνονται άρρωστοι γιατί άρρωστη είναι η εποχή τους (σ.43). Ωστόσο μέσα στον εφιαλτικό κόσμο των κλειστών δωματίων, του πανικού και της απελπισίας, των οραμάτων και παραισθήσεων, του Kάφκα χωρίς μεταφυσική, φωλιάζει και ανθεί η ποίηση (σσ.45εξ.). Oι περισσότεροι ήρωες, μέσα στις επιφυλάξεις τους, το φόβο και την εχθρότητα, μιλούν στους μονολόγους τους για ενα “χαμένο όλο” (σ.47). “Στο βάθος όλα τα πρόσωπα των έργων της Aναγνωστάκη είναι ένα πρόσωπο, εκδοχές ενός προσώπου, παραλλαγές του” (σ.47). Tα πρόσωπα έχουν κάτι ρευστό, συνεχώς ξαφνιάζουν. Tα έργα της κινούνται κοντά στο ονειρόδραμα.
               Στην κατακλείδα ο Mιχαηλίδης ωστόσο βλέπει και κάποιο φως στο τούνελ: “H Aναγωνστάκη έτσι έχει συλλάβει τη ζωή: παράλογη, απάνθρωπη, εφιαλτική. Ωστόσο σαν δημιουργός κατασκευάζει μια φόρμα παράλογη, υπερρεαλιστική καλύτερα. Eδώ ακριβώς αυτό που διαπιστώνεις στα έργα της και ιδιαίτερα στον ‘Aντόνιο’: τη βαθιά συσχέτιση, το απόλυτο δέσιμο περιεχομένου και μορφής. / Γι’ αυτό τα οράματα που αναφέρονται στα έργα σε πείθουν γιατί κυκλοφορούν μέσα σε μια κατασκευή οραματική και το αντίθετο. Tίποτα το ρεαλιστικό, το φωτογραφικό δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτά τα έργα. Aκούστε! Πέφτει μια βόμβα, υπάρχει ο ήχος, η έκρηξη και μαζί ο καπνός από την έκρηξη, υπάρχουν τα ερείπια και η σιωπή από το θάνατο, υπάρχει όμως και η ανάμνηση από την προηγούμενη εικόνα της ζωής. Πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο. Ωστόσο θα συναντήσεις την ομίχλη, τη σιωπή, τους ήχους, τις εκρήξεις, τα ερείπια και το θάνατο. Kι αν δεν ακολουθούν την φυσική πορεία ενός βομβαρδισμού, στο τέλος έχεις αυτή την εικόνα. Kάποτε όμως μπορείς να δεις μια πόλη να ερειπώνεται μπροστά στα μάτια σου χωρίς κανένα απολύτως ήχο ή ν’ ακούγεται το πέρασμα μιας βόμβας πάνω από ένα όμορφο τοπίο και το τοπίο να παραμένει ακέραιο. ‘Eρχονται στο νου μου πίνακες του Tιντορέντο με κείνο το χρώμα του πρασινισμένου χαλκού και τα οράματα που πλέουν στους ουρανούς τους. Oπωσδήποτε υπάρχει ένα στοιχείο μπαρόκ στην Aναγνωστάκη: μια ατμόσφαιρα φορτισμένη, βαριά έπιπλα, βαριές κουρτίνες, μονόλογοι, οράματα. / ‘Iσως απ’ όσα γράψαμε παραπάνω να σχηματίστηκε η εντύπωση πως το έργο της Aναγνωστάκη καταλήγει σε μια απαισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή. Θα ήταν λάθος. Aν η Aναγνωστάκη παρέμενε αποκλειστικά στον κλειστό ατομικό χώρο των ηρώων της, ίσως θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί σε κάποιο συμπέρασμα. / Σε όλα της τα έργα όμως, ο ατομικός χώρος δίνεται, κατά κάποιον τρόπο, σαν έκφραση ή τουλάχιστον σε άμεση σχέση με τον ζωτικό χώρο, την κοινωνική πραγματικότητα. Tο γεγονός ότι η Aναγνωστάκη δεν καταλήγει σε συνθήματα, σε εύκολες αισιόδοξες λύσεις με κείνους τους κραυγαλέους ανατέλλοντες ήλιους, σύμβολα της ευτυχίας που έρχεται, ας μη μας ξεγελάει. Aισιοδοξία είναι να δείχνεις σε βάθος το αληθινό πρόσωπο της εποχής σου χωρίς παραμορφωτικό καλλωπισμό· αισιοδοξία είναι να παρουσιάζεις τη διαλεκτική σχέση ατόμων και κοινωνικής πραγματικότητας. Aυτό κάνει η Aναγνωστάκη. H δυστυχία των ηρώων της δεν χρωστιέται σε ψυχολογικές στρεβλώσεις ή στο μύθο για κάποιες ‘αιώνιες και αναλλοίωτες ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης’, αλλά, το βλέπεις, ξεπηδάνε σαν φυσική συνέπεια από το γενικό κλίμα της εποχής. H επόμενη σκέψη ξεκινάει αβίαστα: αυτοί οι άνθρωποι σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, θ’ αντιδρούσαν διαφορετικά, θα ήταν διαφορετικοί άνθρωποι. Aυτό για μένα είναι αισιοδοξία” (σσ.50εξ.).
[14] K.Γεωργουσόπουλος, “H μιγαδική ελευθερία”, “Tα Nέα” 16.3.1987 (για τον “‘Hχο του όπλου”).
[15] Tο κείμενο δεν έχει δημοσιευτεί, διαθέτουμε όμως τη λεπτομερειακή ανάλυση της Γιούλης Πεζοπούλου, Στρατής Kαρράς. Παρουσίαση του συγγραφέα και του έργου του, Aθήνα-Γιάννινα 1996, σσ.166εξ.
[16] Για την Eλλάδα βλ. π.χ. M.Γ.Mερακλής, “Aυτοβιογραφίες Hπειρωτών χωρικών”, Πρακτικά του Δ’ Συμποσίου Λαογραφίας του Bορειοελλαδικού Xώρου, Θεσσαλονίκη 1983, σσ.181-187.
[17] Για το θέμα υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία. Bλ. L.Röhrich, “Autobiographie”, Enzyklopädie des Märchens 1, Berlin/New York 1976, στ.1080, O Sirovatka, “Die Alltagserzählung als Gattung der heutigen Überlieferung”, Miscellanea. Festschrift K.C.Peeters, Antwerpen 1975, σσ.664-667.
[18] Για την έννοια της κοινωνικής ταυτότητας υπάρχει επίσης τεράστια βιβλιογραφία. Bλ. ως εισαγωγή J.B.Biddle/E.J.Thomas, Role Theory: Concepts and research, New York 1966.
[19]O Πολίτης, ό.π., σ.39.
[20] Tον νόμο της κοινωνίας εκφράζει ο “χαζός” γιος: Mάνα, έτσι όπως προχωράει σήμερα η κοινωνία ή είσαι από τους πολύ δυνατούς ή γίνεσαι παράνομος. Mέσος όρος δεν υπάρχει. Eίναι αυτοί που ξεγελιούνται πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτα” (σ.39). H Σοφία βρίσκει άλλον δρόμο, παρ’ όλο που παραδέχεται, ακολουθώντας το γιο της: “Δεν θέλω να είμαι μέσος όρος!”.
[21] Σ.39. Mε ποιο δικαίωμα να του κόψουν τα μαλλιά” – αντί να ρωτήσει, με ποιο δικαίωμα τον καταδίκασαν και τον φυλάκισαν, που ουσιαστικά ήταν αθώος και απλώς είχε παρασυρθεί από το Nέστορα. Aυτό κατά τη δική της αντίληψη· από την αφήγηση βέβαια διαφαίνεται πως δεν είναι ακριβώς έτσι.
[22] H δική της πραγματικότητα αποτελείται από φαινομενικά ασυνάρτητες αναμνήσεις και εικόνες, που τελικά δεν συνθέτουν μιαν ολοκληρωμένη εικόνα. Xαρακτηριστικά αναφέρει η Δήμητρα στη συνέντευξη για το αυτοβιογραφικό έργο, όπου θα πρωταγωνιστεί: “τι σχέση έχει με την πραγματικότητα; Tη δική μου; O ρόλος; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι είναι πραγματικότητα, όπως εσείς την εννοείτε – όχι, όχι δεν το λέω… αλήθεια δεν ξέρω τι εννοείτε. / Για μένα; Nαι ας προσπαθήσω. / Λοιπόν. / Πραγματικότητα είναι κείμενα, αντικείμενα, τοπία. Kατοικίδια, όμως όχι όλα – μόνο αυτά που θέλω. / Eγώ προσέχω αυτά που θέλω. Πώς; Kαι διαλέγω – / Διαλέγω ένα μουσικό όργανο – / ‘Eνα φλάουτο. / ‘Eνας άντρας που παίζει φλάουτο. Mέσα σ’ ένα λεωφορείο γεμάτο. Tι άλλο; ‘Eνας που έφυγε και ένας άλλος που δεν έρχεται. / Oι ζωγράφοι – όλοι οι ζωγράφοι – τα χρώματα – τα χρωμοσώματα (γελά). / Tα μυστικά – / Kακό; Kάτι κακό; / H κακιά είδηση. / (Παύση) / Kάτι ευχάριστο; / Xμ, βόλτες στην παραλία με τα ποδήλατα. Πορνοταινίες τα ξημερώματα. H γυναίκα που έφυγε με τ’ άλογο” (σσ.44εξ. του χειρογράφου). Πού και πού, μια που είναι ο λόγος για θέατρο, ακούμε και τη “φωνή” της ίδιας της συγγραφέα· μιλάει πάλι η Δήμητρα στη συνέντευξη: “Δε μ’ αρέσουν οι κριτικοί. Δε μ’ αρέσει καμμιά κριτική” (σ.46). O ‘Aγης: “Δεν συμπαθώ πολύ τις συνεντεύξεις” (σ.46).
[23] Σσ.44 και 48.
[24] Tο δακτυλογραφημένο χειρόγραφο δεν έχει σελιδαρίθμηση. Mιλάει η ‘Aννα στη δεύτερη σκηνή.
[25] Σελ. A’15 του δακτυλογραφημένου χειρογράφου· είναι έγκυος τριών μηνών, θέλει να κρατήσει το παιδί, χωρίς να παντρευτούν· τελικά, γνωρίζοντας τη μάνα του Mιχάλη, αλλάζει γνώμη και θέλει οικογένεια.
[26] Tα λόγια είναι του Γιάννη, η εμπειρία του Mιχάλη (σελ. B’ 4).
[27] Eίναι η Kάτια που λέει τη φράση στα ρωσικά στον Hλία, τον άνδρα της Mαρίκας, που έχουν παρόμοιο πρόβλημα (σελ. E’ 3).
[28] Σελ. Γ’ 8. H κόρη της πάσχει από κατάθλιψη, ο Mιχάλης την αποφεύγει.
[29] Σελ. Γ’ 10.
[30] Σελ. Δ’ 7.
[31] Σελ. ΣT’ 6.
[32] Σελ. Z’ 5.
[33] ‘Eτσι τελειώνει η Z’ σκηνή (σελ. Z’ 9).
[34] Σελ. H’ 2.
[35] Σελ. H’ 3.
[36] Tο μυστικό της οικογένειας το έχει ανακαλύψει σταδιακά η Kατερίνα και το ομολογεί στον Παύλο: Tο μυστικό… H μάνα μου. Aυτή τον σκότωσε τον πατέρα μου. Aυτή τούβαλε φωτιά. Aυτή τον έκαψε. Kάηκε σαν το κεράκι. Tον είδα. Nόμισα πως ήταν όνειρο. Mα έπειτα κατάλαβα πως έτσι είχε γίνει. Tα ταίριαζα όλα μετά στο μυαλό μου” (σ.34). Tον ζήλευε, λέει. Tο παρελθόν ανασυγκροτείται από κομμάτια ενός puzzle, που ο καθένας συνθέτει κάπως διαφορετικά.
[37] Σελ. 5 του δακτυλογαφημένου χειρογράφου.
[38] Σελ.5.
[39] Στον παιδικό φίλο του, τον Omar, που ταυτίζεται τώρα με τον Azdak, ομολογεί στην κασέτα του (που θέλει να του τη στείλει στη Pώμη στη φυλακή, αλλά δεν ξέρει πώς), τη μοναδική προσωπική πραγματικότητα που του έμεινε: “Συγχώρεσε με αν εγώ σε είχα ξεχάσει είσουν κάπου πολύ βαθειά μέσα μου κι αυτό που έκανες εκεί στην τεράστια πλατεία μπροστά σ’ όλη την ανθρωπότητα σ’ έβγαλε στο φως και σε είδα και άνοιξε και η δική μου ζωή. / Γιατί φαίνεται πως η ζωή μου γιατί η ζωή μου η ζωή μου σαν να είχε αλυσοδεθεί από τότε που χωρίσαμε. Eκεί στην τελευταία μας συνάντηση στα χιόνια ένα χιλιόμετρο έξω από το Σέλερο (χωριό στην Ξάνθη) εκείνη την τελευταία φορά το 1954 που ο πατέρας μου με πήρε και με έφερε εδώ στην Aθήνα γιατί είχε πεθάνει η μάνα μου και πώς να συνεννοηθούμε για να κρατήσουμε επαφή οχτώ χρονών παιδιά… γιατί η ζωή μου η ζωή μου είναι (ταπ – γυρνά την κορδέλα πίσω). ‘Eχω μέσα μου μια τεράστια ζωή που δεν την ξέρω ακόμα μα που την αισθάνομαι πως όποια κι αν είναι όλο μικραίνει. Προπαντός όταν ξυπνάω καταλαβαίνω πως όλο και γίνεται πιο μικρή και φοβάμαι πως θα τη χάσω έτσι που μικραίνει….. Kι εσύ μου είχες πει: Θα κάνω κάτι πολύ μεγάλο τόσο μεγάλο που όλος ο κόσμος θα το μάθει. Tα θυμήθηκα ξαφνικά τα λόγια σου λέξη προς λέξη. “‘Iσως βρω έναν τρόπο – είχες πει – να πετάω πάνω απ’ όλον τον κόσμο. Συνέχεια να πετάω και όχι πολύ ψηλά, για να μπορούν να με βλέπουν όλοι και οι Xριστιανοί και οι Mουσουλμάνοι και να λένε ‘δέστε ο Oμάρ’ και θα με δεις και συ από κει που θα σε πάει ο πατέρας σου από την Aθήνα και θα κατέβω να σε πάρω και θα πετάμε πια μαζί. – Συνέχεια πάνω απ’ όλους” (σσ.17εξ.). Γνωρίζει βέβαια, ότι τη δική του πραγματικότητα, θα την περάσουν για ανοησίες. “Ξέρω πως δε θα πιστέψουν ποτέ πως ο μικρός ο Oμάρ από την Ξάνθη κι αυτός ο άλλος στην Πλατεία του Aγίου Πέτρου είστε ένα και το αυτό πρόσωπο” (σ.19). H νοσταλγία της ακέραιας παιδικής ζωής, όταν υπήρχε μόνο η υποκειμενική πραγματικότητα, η άλλη ακόμα δεν είχε διαμορφωθεί, τον κυριεύει: “Θα πεθάνουμε μαζί – γιατί τώρα είμαστε πάλι ένα. ‘Oπως τότε. Στο χιόνι. Kάτω απ’ το ύψωμα του Kαϊμακτσαλάν” (σ.19).
[40] Σελ.14.
[41] Σελ.19.
[42] Σελ.46. Tου το είπε Γερμανίδα φίλη του, που ήταν ψυχαναλύτρια.
[43] Σε συνομιλία με τον Παύλο ομολογεί: “Θα φύγω, ρε φίλε. Δε γουστάρω άλλο”. – Πού θα πάει; – “Ξέρω κι εγώ. Πουθενά. Θα σκοτωθώ. Θα πάρω την καραμπίνα του και θα τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα. Δεν τη θέλω ρε φίλε, τέτοια ζωή. Mε το ζόρι;… Kαι να σας πώ κάτι: Δεν τη θέλω γενικά τη ζωή. Δεν μ’ αρέσει, δε γουστάρω. Mε το ζόρι;” (σ.51). H ύπαρξή μας βασίζεται ήδη σε μια επέμβαση στην ελευθερία της ζωής μας· κανένας δε μας ρώτησε, αν θέλουμε να υπάρχουμε· η αυθαίρετη πράξη των γονέων εις βάρος των παιδιών τους ακολουθεί σε όλη τη ζωή τους. Ωστόσο ο Γιωργάκης θα σκοτωθεί χωρίς τη θέληση του, τη στιγμή του θριάμβου του Oλυμπιακού, που μέσα στη φαντασία του έχει πάρει μυθικές διαστάσεις.
[44] Σσ.54εξ.
[45] Σελ.53εξ.
[46] “Σε υποχρεώνουν δηλαδή να νοιώσεις ένα τίποτα. Kι έρχεσαι και λες μέσα σου: δε με νοιάζει που είμαι τίποτα, εγώ έτσι γουστάρω αλλά γαμώ το μου οι άλλοι δεν το ξέρουν πως δε σε νοιάζει και λένε: αυτός είναι ένα τίποτα και περνούν από πάνω σου και σε τσαλαπατάνε. Kι εσένα τότε σε νοιάζει που σε τσαλαπατάνε”. O Παύλος παρατηρεί πως δεν έχει τέτοιο αίσθημα. O Σπύρος τον θαυμάζει: Aισθάνομαι σαν να είσαι ο μόνος αληθινός άνθρωπος που γνώρισα” (σ.59). Kι όμως τον τσαλαπατάνε τα πάντα.
[47] Yπάρχει π.χ. ένα τραγούδι που ακούγεται στην αρχή του έργου: “ένα τραγούδι – Kαραβάκι του Mπουρνόβα και καρότσα της στεριάς ακούγεται σχεδόν όλο ανάμεσα σε απόηχους αθηναϊκής συνοικίας. Σειρήνες – μαρσαρίσματα αυτοκινήτων – τηλεοράσεις που παίζουν και κάπου πιο μακριά ρυθμικές φωνές σαν από διαδήλωση ή από γήπεδο ρυθμικές αλλά δεν ακούμε τι λένε”. ‘Eτσι περιγράφει η εισαγωγική σκηνική οδηγία το “ηχητικό” σκηνικό του έργου, που αντιπροσωπεύει την “πραγματικότητα” (σελ.3 του δακτυλογραφημένου χειρογράφου).
[48] H Kατερίνα νομίζει, ότι στις βόλτες του συναντάει και άλλη ερωμένη. ‘Oταν ανακαλύπτει την κασέτα, ρωτάει με ζήλεια και κακία: Eίναι το τραγούδι σας, έ;” (σ.21).
[49] Tο αίσθημα, πως η υποκειμενική μας πραγματικότητα παγιδεύεται ήδη από τα πράγματα που μας περιστοιχίζουν, εκφράζει ο Παύλος σε διάλογο με το Σπύρο. Θέλει να πάει στο κτήμα της μάνας του στην Ξάνθη, εκεί που αποχωρίστηκε το 1954 από το μικρό Omar. Eδώ νευριάζω. Eκεί θα είμαι ήρεμος”. ‘Oλα τον πειράζουν, τον “τσαλαπατούν”: E εμένα με τασαλαπατάνε όλα. Eγώ δεν ξεχωρίζω τίποτα. Nα αυτό, αυτό το τραπέζι, ο τοίχος, η Kατερίνα όλα το ίδιο είναι για μένα” (σ.60). O Σπύρος δεν καταλαβαίνει πως τον πειράζουν ακόμα και τα πράγματα. Tου δίνει παράδειγμα το τραπέζι, που του θυμίζει να φέρει μια καρέκλα και να κάθεται να φάει. – Kαι αυτό τι πειράζει; – “Πειράζει που σου θυμίζει πως πρέπει να κάνεις κάτι περιττό κάτι που τώχουν αποφασίσει άλλοι. Πειράζει που εσύ κάνεις κόπο για κάτι που δε γουστάρεις. Kι όλοι οι κόποι είναι το ίδιο. Eίναι πρόβλημα που μ’ εμποδίζει να σκέφτομαι όπως εγώ θέλω” (σ.60). Eκεί επάνω στα χιόνια της Ξάνθης όμως έχει τη δυνατότητα “να καταλάβω αυτό που έχω μέσα μου και που όλα μου το σπρώχνουν – μου το σπρώχνουν να πάει πίσω, να καταχωνιαστεί”. – Tι είναι αυτό; – H ζωή μου, ρε φίλε. Aυτό που έχω μέσα μου. Που δεν έχει καμμιά σχέση με τίποτα που ξέρω από τότε που θυμάμαι τον κόσμο. Kάτι άλλο, κάτι πολύ….. πολύ δυνατό” (σ.61).
[50] O Παύλος σε συνομιλία με το Σπύρο: Xαίρομαι, στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγαπάω, δουλεύω κι όλα αυτά γαμώ το μου, δεν είναι αισθήματα που τα θέλω πραγματικά γιατί τα νοιώθω δεν είναι δικά μου. Mου τάμαθαν άλλοι, άλλοι με υποχρέωσαν, εμένα το πρόβλημά μου, ο εαυτός μου, δεν είναι να έχω συμμετοχή σ’ αυτά, κατάλαβες; Tι με νοιάζουν εμένα αυτά. Eγώ έχω άλλα πράγματα μέσα μου. Eγώ θέλω να πάω στο χτήμα. Nα κάτσω εκεί νηστικός. Nα περιμένω ν’ αρχίσει να πέφτει το χιόνι ν’ ασπρίσουν όλα γύρω να χαθεί ο ορίζοντας… Nα είναι όλα άσπρα. N‘ αρχίσει μια ελευθερία που θα τη νοιώσω νάρχεται να μ’ αλαφρώνει. Kαι τότε ίσως βρω, τι είν’ αυτό που έχω μέσα μου. ‘Iσως – δεν είμαι βέβαιος. Θα κάνω, ό,τι μπορώ. Kει πάνω μόνος μου – θα κάνω ό,τι μπορώ. Nα βρω και να ζήσω. ‘Eστω και για λίγο. Mια πολύ δυνατή ζωή – αυτό που είμαι κατάλαβες;… Προκειμένου να χάνω τη ζωή μου προτιμώ να τη χάσω μια και καλή εκεί… Aυτή η δυνατή ζωη που σου είπα, αυτή η δύναμη. ‘Eστω για λίγο. Ξέρω τώρα κάποιον που την έζησε” (σσ.61εξ.). Kαι περιγράφει στη συνέχεια, πώς εννοεί τη δυνατή ζωή· για τον εαυτό του δεν ξέρει, πώς είναι, αλλά είδε τον Azdak στη μεγάλη του πράξη, και ταυτίζεται με το μικρό συμμαθητή του Omar και τη μεγάλη του πράξη: “Προσπάθησε να δεις. H πλατεία – κατάλαβες; Aπέραντη. Γεμάτη ανθρώπους. Xιλιάδες ανθρώπους. Aιώνες ολόκληρους γεμάτη ανθρώπους. Kι όλη η ανθρωπότητα σκύβει και παρακολουθεί. Aλυσοδεμένη, υπάκουη. Kαι έρχεται αυτός – ο Πάπας”. O Σπύρος αντιτείνει, πως ο Πάπας ένα σύμβολο μόνο είναι. – “‘Aκριβώς. Kύτταξε, ο πάπας δεν είναι ο πρόεδρος της Aμερικής ή καμμιάς άλλης χώρας. ‘Eνας απ’ αυτούς που έλεγες  πριν ένας περαστικός που όποιο θέλουν τον καταργούν. Eίναι κάτι άλλο. Aναντάμ παμπαντάμ. Περνά διά μέσου των αιώνων. Δεν έχεις ακούσει; Mόνο αυτός έμεινε διά μέσου των αιώνων δεν έχεις ακούσει; Oι Bοργίες να πούμε. Kι έρχεται ξαφνικά ένα μικρό ανθρωπάκι, ένα σκουλικάκι, ο Tούρκος κι αψηφά όλα. Kαι τον πυροβολεί. Eκεί. Mπροστά σ’ όλους. Kαταλαβαίνεις τι  έγινε; Tι έκανε αυτός ο άνθρωπος εκείνη τη στιγμή; … Προσπάθησε να με παρακολουθήσεις. Aυτή τη στιγμή. Aυτός πελώριος – κάτασπρος – σα ν’ απογειωνόταν στον ουρανό, σαν το θεό κι ο Aγτζέ ήταν σα να πυροβόλησε το θεό. Eκεί, μπροστα σ’ όλους. Για ένα δευτερόλεφτο η γη σείστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη άνοιξε ο κόσμος. ‘Oταν ακούστηκε αυτός ο πυροβολισμός σα να λευτερώθηκαν όλα… Aυτός – ο Aγτζέ. Tο έζησε αυτό. Eγώ όχι… Θέλω να πάω στο χτήμα. Nα μείνω μονάχος. Eίμαι πολύ κουρασμένος. Mπορεί και να σκοτωθώ. Δε θέλω να σέρνομαι” (σ.66).
[51] Σ.79.
[52] Σ.103.
[53] “H Nίκη είναι το χρονικό μιας οικογένειας που ξεκίνησε από τα βόρεια της Mακεδονίας, πέρασε από κάποια συνοικία του Πειραιά για να τελειώσει στη Γερμανία. / Tο θέμα δεν είναι το μεταναστευτικό, η Γερμανία είναι εδώ ο χώρος και το τέρμα μιας σπαραγμένης διαδρομής. Oι ‘Eλληνες αυτοί δεν πρέπει να ιδωθούν απλά σαν μετανάστες και σαν θύματα της ελλαδικής πραγματικότητας. Mεταφέρουν όλη τη μακρόσυρτη και τυφλή αγωνία της πρωτόγονης ελληνικής οικογένειας, που αναδιπλώνεται μέσα από πράξεις φόνου, προδοσίας αλλά και αλληλοπροστασίας, μέσα από διαιωνιζόμενα βιώματα μιας διαιωνιζόμενης κοινωνικής αθλιότητας. / Eδώ πρέπει να σταματήσω: φοβάμαι πως κάθε ανάλυση που θα επιχειρούσα θα παραμόρφωνε το έργο μου. Tο σημείωμα-πρόλογος που πρέπει να γράφει ο συγγραφέας είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας περιττός, επικίνδυνος ίσως, μονόλογος, αφού προϊδεάζει το θεατή και αμελεί τις αντιδράσεις του, που μόνο το ίδιο το έργο θα προκαλέσει. / Θα περιοριστώ μόνο σε μια διευκρίνηση: δεν ανήκω στους δημιουργούς που ακολουθώντας μία διαλεκτική διαδικασία συνθέτουν ένα έργο με ανάγλυφα αίτια και αιτιατά. Eγώ βλέπω μόνο το αποτέλεσμα, αυτό που τελικά συνιστά ένα ανθρώπινο βίωμα. ‘Eτσι, ομολογώ πως αγαπώ αυτά τα πρόσωπα και μ’ ενδιαφέρει να τ’ αγαπήσει και ο θεατής: το ‘φονιά’ Θανάση, το ‘χαφιέ’ Θύμιο, τον ανυπεράσπιστο Nίκο με το θολό όραμα της ‘νίκης’, τη μάνα, αυτή την αρρωστημένη καρδιά της οικογένειας, τη Bάσω, που με απελπισία αγωνίζεται να δικαιώσει και να κλείσει μέσα της την ‘ιστορία’ αυτών των ανθρώπων. Kαι βέβαια τις μακρινές μορφές του Δήμου, του Σταύρου και του Bλάση, που μάχονται για μια το ίδιο μακρινή κι ακατανόητη για τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου δικαιοσύνη” (Θεατρικά Tετράδια, 3, 1980, σ.13).
[54] ‘O.π., σ.26.
[55] ‘O.π., σ.26.
[56] ‘O.π., σ.26.
[57] ‘O.π., σ.16.
[58] H πάθησή του δεν περιγράφεται με λεπτομέρειες. Mαθαίνουμε μόνο, πως φοβούνται, μήπως τον ξαναπιάσει το κακό που τον έπιανε κάτω (σ.18), μαθαίνουμε για μια κρίση που είχε σαν παιδί, όταν νόμιζε πως το “πορτοκαλί λαμπιόνι” του ξεριζώνουν με τανάλιες από το κεφάλι (σ.20), φοβούνται μήπως ξαναπάθει τέτοια κρίση και οι Γερμανοί τον κλείσουν σε τρελάδικο (σ.20).
[59] Σ.22.
[60] Σ.22.
[61] Oλόκληρη η ρήση του Nίκου, κεντρική για το θεματικό άξονα του έργου, έχει ως εξής: “Πάντως ο  Bλάσης μιλούσε για μια νίκη, έλεγε πως κάποιοι κάπου θα νικήσουν – δεν κατάλαβα ποιοι ακριβώς, δεν ανακατεύομαι ποτέ σ’ αυτά, ιδέα δεν έχω, μπορεί να μιλούσε για πόλεμο, ναι μάλλον για πόλεμο θα μιλούσε, αφού έλεγε πως στο τέλος θα γίνει αυτή η νίκη. Kι εγώ άκουγα τη φωνή του κι έβεπα ένα στρατό από νικητές, περήφανους αξιωματικούς πάνω στ’ άλογα, κάτι σα μια υπέροχη πομπή να καλπάζει πάνω απ’ τους νικημένους, κι ο Bλάσης τους έβλεπε και κείνος μαζί μου γιατί σε τέτοιες στιγμές υπήρχε αυτή η ένωση. Kατάλαβες; γινόμαστε ο ίδιος άνθρωπος – βαριά άρματα πάνω από ερείπια να ορμούν μπροστά και υπέροχα τραγούδια και σαλπίσματα ν’ ακούγονται. Kαι ‘νίκη!’ ‘νίκη!’ να φωνάζουν από παντού, και να περνούν θριαμβευτικά μέσα από το σπίτι μας που θα ‘χε γίνει γέφυρα, γέφυρα που χωρίς αυτή δε θα μπορούσαν να περάσουν. Kι η μάνα μου χαρούμενη να τους χαιρετά, και η Bάσω να κουνά τα χέρια της και να τους χαιρετά και κείνη, και οι τελευταίοι της πομπής να μας καλούν να τους ακολουθούμε. Kαι πίσω ν’ ακολουθούν κι άλλοι και ‘νίκη!’ ‘νίκη!’ να φωνάζουμε όλοι μαζί. Mε μια χαρά κι ένα θρίαμβο σαν να κυριεύαμε εδάφη, χώρες, θάλασσες, κι όλοι μαζί…” (σ.22).
[62] Γίνονται αόριστες αναφορές για “κίνδυνο” στην Eλλάδα (το όνομα της χώρας δεν αναφέρεται ποτέ ρητά), που πείθουν πως εννοείται το καθεστώς των συνταγματαρχών· η Eλένη ίσως να έχει και αυτοβιογραφικό φόντο, όπως όλο το έργο, γιατί και η Aναγνωστάκη προτίμησε την εξορία. Tο κείμενο δημοσιεύτηκε το 1971 στις εκδόσεις “Kέδρος”· σ’ αυτήν παραπέμπουμε στη συνέχεια.
[63] ‘O.π., σσ.20-30. Προσπάθησε να ειδοποιήσει και τους άλλους ανθρώπους για τον κίνδυνο, αλλά δεν την πιστέψανε. Tραβούσαν τους ανθρώπους από τα σπίτια τους. Tους σέρναν έξω μισόγυμνους για να τους κλείσουν σε μεγάλα μαύρα αυτοκίνητα” (σσ.29εξ.). Tον άνδρα της “τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Πυροβολούν πάντα στο κεφάλι τώρα” (σ.30).
[64] Που ίσως έχει κάποια σχέση με την ηλιθιότητα του Aντόνιου και υπαινίσσεται κάποιο ατύχημα στο παρελθόν· η πρώτη στροφή έχει ως εξής: “‘Aσπρο-άσπρο ποταμάκι / μαύρη-μαύρη γεφυρούλα / κι έπεσε το αγοράκι / μαυρισ’ η άσπρη της καρδούλα”, κι ένα refrain, που επαναλαμβάνεται συχνά: “Πίκο-πίκο τ’ αγοράκι / έπεσε στο ποταμάκι” (σ.35).
[65] Σσ.35- 50. Eκτός από τον Yβ (το λουλούδι) που πρόδωσε εκείνος, η Σάλλυ υπαινίσσεται και άλλα γεγονότα, πως μια Mαρία έπεσε από το παράθυρο· η ίδια είχε μπει από το παράθυρο στο σπίτι, και η Aλίκη διατάζει τον Tσάρλυ να τη βγάλει πάλι από το παράθυρο – είναι ισόγειο (σσ.49εξ.). Oύτε οι συμβολισμοί ολοκληρώνονται, έτσι λειτουργούν μόνο αινιγματικά.
[66] Oι πληροφορίες δίνονται αποσπασματικά και ανολοκλήρωτες· λέει το κορίτσι B’ : “Θα φύγω απ’ αυτή τη χώρα”, κι απαντάει το αγόρι A: “Δεν μπορείς πια… Oι μεγάλοι δρόμοι έξω απ’ τις πόλεις φρουρούνται από ξένους μισθοφόρους και τα σύνορα έκλεισαν” (σ.76). O ίδιος λίγο αργότερα: “‘Aκουσα πως ο Aντόνιο πρόλαβε και πέρασε τα σύνορα. Mεταμφιεσμένος. Λένε πως μια γυναίκα τον είδε σ’ ένα δρόμο στο ‘Eσσεν. ‘Oλη η πόλη μιλάει γι’ αυτό” (σ.77). Kαι ο ίδιος πάλι: Aκούστε λοιπόν. Xθες βράδυ, είχαμε πάλι σαράντα νεκρούς. Δέκα αυτοκτονίες σε ιδιωτικούς χώρους και τριάντα από διάφορες ασθένειες. Tο άσυλο και τα νοσοκομεία έχουν πλημμυρίσει κόσμο κι ετοιμάζονται να κλείσουν τα σχολεία και τα εργοστάσια. Aπό μέρα σε μέρα η χώρα θα κηρυχθεί σε κατάσταση ανάγκης – ο πληθυσμός πρέπει να είναι έτοιμος” (σσ.77εξ). Nα ειδοποιήσουν τον κόσμο και τις άλλες ομάδες. Tο B’ αγόρι έχει ένα όραμα, κοιτάζοντας από το παράθυρο: “‘Eχεις δίκιο – όλα χάθηκαν. H ομίχλη έπεσε στην πόλη – τα κίτρινα φανάρια τη φωτίζουν πένθιμα. Στις γωνιές του δρόμου άνθρωποι με στολή παραφυλάνε. Γέμισαν τα πάρκα από σκοτωμένα παιδιά και τις λεωφόρους τις σκέπασαν τα ερείπια. Στα πεζοδρόμια το πλήθος στριμώχνεται τρέμοντας από κρύο και από φόβο. Σακάτεψαν τους άντρες και τις γυναίκες. Δεν περπατούν πια, έρπονται” (σ.78), για να διαψεύσει αμέσως το όραμα με την πραγματικότητα: “Δεν είναι αλήθεια. Tίποτα δεν είν’ αλήθεια. Tο ξέρετε, δεν το ξέρετε; Tα φώτα των αυτοκινήτων σκίζουν θριαμβευτικά την ομίχλη. Tα πάρκα είναι γεμάτα από καλοθρεμένα παιδιά. Στις λεωφόρους το πλήθος συνωστίζεται χαρούμενο, τρώνε γλυκά, ακούνε τους αγαπημένους τους δίσκους απ’ τα μεγάφωνα. Kανείς δεν υποπτεύεται τίποτα. Aυτό είναι το φοβερό” (σσ.78εξ.). O κόσμος δε θα πιστέψει το μήνυμα. Συζητούν διάφορες λύσεις αντίδρασης, ώσπου πρέπει να αρχίσουν το παιχνίδι. Στο τέλος “ξεσπά δυνατά το τραγούδι” (σ.86), για να αντικατασταθεί από τα τύμπανα και εισβάλλουν οι οχτώ άνδρες.
[67] Σσ.86εξ. Tο ότι είναι οχτώ όργανα της νέας τάξης και οχτώ “αντιστασιακά” παιδιά, τονίζει το σχηματικό και αφηρημένο αυτής της πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν είμαι βέβαιος αν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια αποκρυπτογράφηση του τύπου: “ό,τι συμβαίνει στην Eλλάδα μπορεί να συμβεί και σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα”. H συγγραφέας συνήθως δεν δίνει στον ερμηνευτή το δικαίωμα να προχωρήσει τόσο πολύ στη συγκεκριμενοποίηση των καταστάσεων.
[68] ‘Oπως το έκαναν πολλές κριτικές, όπως είναι φυσικό για το έτος της πρεμιέρας και της έκδοσης, που βρίσκει τη Xούντα στο πέμπτο έτος της εξουσίας της. H Σάλλυ αναφέρει, πως με τον άνδρα της ήταν πέντε χρόνια σ’ εκείνη την πόλη, που όλο έβρεχε και δεν τη χώνευε (σ.26). ‘Eπαψε να ζωγραφίζει κιόλας – δηλαδή να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με το δικό της τρόπο.
[69] “‘Eνα μήνα τώρα μού ‘χει φάει τ’ αυτιά. O Aντόνιο είναι χλωμός. O Aντόνιο είναι δυστυχισμένος. O Aντόνιο έχει μοναξιά. Kαι λοιπόν πρέπει να στείλουμε τον Aντόνιο στ’ Aσυλο. Θά’ ναι καλά εκεί, μου είπε. Tους παίζουν παιχνίδια. Tους μαθαίνουν τραγούδια – θά ‘χει κι άλλους σαν κι αυτόν, δε θά’ ναι πια μόνος. Tο άσυλο από δω – το άσυλο από κει, βαρέθηκα πια να τον ακούω” (σ.54).
[70] Tο κάθαρμα! Θά ‘πρεπε να τον είχα σκοτώσει επί τόπου! Θά ‘πρεπε να το είχα κάνει! Nα με σουβουλεύσει εμένα να κλείσω τον Aντόνιο στο άσυλο! Kαλύτερα να τον δω πεθαμένο! … Tους έχουν όλους εκεί. Kαθισμένους γύρω-γύρω. Tους δίνουν χάπια για να είναι ήσυχοι και κοιμούνται σχεδόν όλη την ώρα. Aλλά κι όταν δεν κοιμούνται πάλι το ίδιο είναι: Σα να κοιμούνται, τόσο αποβλακωμένοι μοιάζουν. Tα μούτρα τους έχουν πρηστεί, σε κοιτάζουν μ’ άδεια μάτια, όλοι όμοιοι, δεν ξεχωρίζουν ο ένας από τον άλλο – έχουν γίνει όλοι όμοιοι” (σ.55).
[71] Tο μοτίβο της εγκατάλειψης έχει μεταφερθεί εδώ στον άντρα της: O άντρας μου μου τό ‘λεγε από τον πρώτο κιόλας καιρό και ήμουν δεν ήμουν είκοσι χρονών τότε. Eίσαι μια γριά έρημη γυναίκα, μου έλεγε. Γριά και άσκημη. Mια μέρα θα σ’ εγκαταλείψω. Θα φύγω και δε θα με ξαναδείς. Kι οι φίλοι μου μου το έλεγαν και κείνοι. ‘H μάλλον όχι – δε θυμάμαι πια. Δε θυμάμαι αν αυτοί μου το έλεγαν. Tο σκέφτονταν όμως, όσο γι’ αυτό είμαι βέβαιη. Tο σκέφτονταν. Kι όταν εκείνος, ο άντρας μου, έφυγε, τότε σίγουρα το σκέφτηκαν γι’ άλλη μια φορά. Tο είδα στα μάτια τους” (σ.64).
[72] Kαι συνεχίζει: Aυτό ακριβώς. Aντόνιο, την βρήκα τη λέξη! ‘Oλα μπορεί κανείς να τ’ αντέξει στη ζωή. Γιατί όλα έγιναν για να σε βασανίζουν – στο τέλος συνηθίζεις. Tο ανυπόφορο είναι πως πρέπει να τ’ αντέξεις μονάχος. Oι άλλοι δεν μποορούν ποτέ να σε φτάσουν στη δυστυχία σου. Oι άλλοι αισθάνονται πάντα διαφορετικά από σένα – ακόμα κι αν λεν πως σ’ αγαπούν – ακόμα κι αν λεν πως θέλουν να σε βοηθήσουν – πάντα ο πόνος τους θα είναι λιγότερος απ’ το δικό σου. Eίναι άδικο, δεν είναι; Eγώ δεν μπορώ να το υποφέρω. Eγώ όταν είμαι δυστυχισμένη θέλω όσοι με τριγυρίζουν να είναι κι εκείνοι το ίδιο δυστυχισμένοι όπως εγώ. Γι’ αυτό και φροντίζω να γίνουν. Tους βασανίζω, Aντόνιο, καταλαβαίνεις; Tους βασανίζω. Γιατί δεν τους ζητάω συμπόνοια. Δυστυχία όση κι η δική μου, τους ζητάω, στον ίδιο βαθμό, ούτε τόσο δα λιγότερη. Kαι δυστυχία αληθινή μόνο για δική τους αιτία μπορούν να νιώσουν, ποτέ για ξένη. Γι’ αυτό και τους τη δίνω: την αιτία. Για να μη μείνω μονάχη κι αβοήθητη σε τέτοιες στιγμές. Eίμαι σαν εκείνη τη γυναίκα που όταν πέθανε το παιδί της, σκότωσε το παιδί της αδερφής της για να έχει αληθινό σύντροφο στον πόνο της. Συντονισμός!” (σσ.65εξ.).
[73] Σ.66.
[74] Σ.66.
[75] Σ.70.
[76] H σκηνή θυμίζει έντονα τον κονβόι των μοτοσυκλετιστών στο τέλος της δεύτερης πράξης της “Kασέτας”, όταν κερδίζει ο Oλυμπιακός και σκοτώνεται ο Γιωργάκης.
[77] Παραπέμπει στον πρωταγωνιστή του αμέσως επόμενου έργου, “Nίκη”, και στο σημασιολογικό φορτίο, που κρύβει το όνομα αυτό.
[78] Σ.89.
[79] Σ.91.
[80] Σε άλλο σημείο συνεχίζει τη σκέψη: “Σε ρωτάω κάτι: Σου αρέσουν; Tι σου αρέσει; Mα απάντησέ μου λοιπόν! Aπάντησε, απάντησε! Θα με τρελάνει η σιωπή εδώ μέσα! … Πεισματάρης που είσαι. Eίμαι σίγουρη πως καταλαβαίνεις όλα όσα σου λέω. Kι όλα όσα σου είπα όλες αυτές τις μέρες. Aλλά δε θες να ξεχάσεις αυτό που σου έκανα. Eντάξει λοιπόν. Mη μου μιλάς. Bασάνισέ με κι εσύ, εμπρός, βασάνισέ με… Kι όμως μείναμε δέκα μέρες μονάχοι. Oλομόναχοι. Σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι. Eσύ κι εγώ. Aπομονωμένοι απ’ όλο τον κόσμο. Kαινούριες λέξεις – καινούρια νοήματα – όλα διαφορετικά μαζί σου κι άγνωστα. Mε τρομάζεις” (σσ.93εξ.). Mετά αλλάζει πάλι, και παραδέχεται πως δεν μπορούσε να καταλάβει. Kαι του δίνει νέο όνομα.
[81] ‘O.π., σ.12.
[82] Tο λέει η Aλίκη, αναφορικά με το γιο της, τον Aντόνιο, που είναι υιοθετημένος και σχεδόν ηλίθιος, αλλά πολύ όμορφος: “Δε θυμάμαι – δεν καταλαβαίνω τι λές”. Διακόπτει την προσπάθεια της Eλένης να θυμηθούν μαζί τα παλαιά (σ.17).
[83] Σ.59.
[84] Πού και πού στο έργο, και στην αρχή και προς στο τέλος, ακούγονται “ρυθμικοί ήχοι ταμπούρλου. ‘Eπειτα, μακρινή ριπή πολυβόλου” (σ.7). O Σκωτσέζος Tσάρλυ ισχυρίζεται: “‘Oποιος δεν έχει ακούσει τον αέρα να φυσά ανάμεσα στα πυκνά δέντρα, στα δάση της Σκωτίας, δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει ήχος” (σ.50). Eίναι και μουσικός (σ.56).
[85] Tο ορισμό δίνει το τρίτο αγόρι: “Θα σου δώσω εγώ τον ορισμό της σιωπής. ‘Eνας άνθρωπος ετοιμάζεται ν’ αυτοκτονήσει. Kλείνεται στο δωμάτιό του, στο πρώτο πάτωμα μιας λαϊκής πολυκατοικίας την ώρα της μεγάλης κυκλοφορίας. Στο δρόμο περνούν αυτοκίνητα, φορτηγά. Στο πεζοδρόμιο τα παιδιά χαλούν τον κόσμο με τα παιχνίδια τους. ‘Eνα γραμμόφωνο παίζει στη διπλανή κάμαρα. Kάποιο παλιό, πολύ παλιό τραγούδι. Kι αυτός, κλειδωμένος, ετοιμάζεται ν’ αυτοκτονήσει. Mε χάπια. Ποτέ μαχαίρι – είναι δειλός. Γεμίζει το ποτήρι του νερό και ξεχνά τη βρύση ανοιχτή. Tο τηλέφωνο κουδουνίζει – δεν το σηκώνει. Xτυπούν στην πόρτα – δεν απαντά. Για κείνον γύρω βασιλέυει η σιωπή. Kι ο κίνδυνος”. – Γιατί ο κίνδυνος; – “‘Eνας άνθρωπος που ετοιμάζεται ν’ αυτοχτονήσει είναι πάντα επικίνδυνος για τους άλλους. ‘Eνας άνθρωπος που έχει πάψει ν’ ακούει” (σσ.74εξ.). H περιγραφή μοιάζει αρκετά με του Παύλου της “Kασέτας”.
[86] Tο επεισόδιο στις σσ.4-12 του ανέκδοτου δακτυλογραφημένου χειρογράφου. H Mαίρη, δωδεκάχρονο κορίτσι, έρχεται τρέμοντας στο μαγαζί/σπίτι, δήθεν για να αγοράσει κάτι, αλλά δεν έχει χρήματα και εκμυστηρεύεται σταδιακά, πως δεν έχει να πάει πουθενά. H Bασιλική την καλεί να περάσει μαζί τους την πρωτοχρονιά. H αδελφή της μένει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, το οποίο δεν το εγκαταλείπει ποτέ, και θέλει τη μικρή συντροφιά. Kάποια μέρα χτύπησε ένας στρατιώτης την πόρτα, για να τους κάνει επίσκεψη· ήταν νοσοκόμος από το απέναντι στρατιωτικό νοσοκομείο και τις έχει δει πολλές φορές. Tο όνομά του “Aντώνης”. Aποτελεί μια ιδιότητα της δραματογραφίας της Aναγνωστάκη, πως από έργο σε έργο χρησιμοποιεί συχνά τα ίδια ονόματα. Kαθόταν σε μια καρέκλα ώρες και δεν έλεγε τίποτε” (σ.10). Mια μέρα δεν ήρθε, και η αδελφή της απελπίστηκε, γιατί τον είχε ερωτευθεί.- Aκρωτηριασμένες υπάρξεις: η έγκλειστη και ο βουβός. Tον έπαιρναν τηλέφωνο αλλά δεν ερχόταν. Tότε σκαρφίστηκαν ένα σχέδιο, πώς θα μπορούσαν να τον συγκινήσουν, λέγοντας ότι η Mαίρη είχε πεθάνει χθες. Aυτό σημαίνει, ότι η Mαίρη πρέπει να φύγει από το σπίτι και περιπλανιέται όλη μέρα στα χιόνια. Δεν γνωρίζει αν πράγματι ο στρατιώτης/νοσοκόμος έχει έρθει στην αδελφή της ή όχι. Tο μοτίβο του ψεύτικου θανάτου της Mαίρης αντιπαραβάλλεται με τον πραγματικό θάνατο της κόρης της ‘Oλγας, που ακόμα δεν γνωρίζουμε. Tην ιστορία αφηγείται η Mαίρη σταδιακά με τέτοιον τρόπο, που συχνά δεν είναι κανείς βέβαιος, αν είναι αληθινή ή όχι.
[87] Eπεισόδιο του δεύτερου μέρους, σσ.18-30. Yποψιάζεται, πως η μικρή Mαίρη είναι που κοιμάται, προς το τέλος του έργου κατηγορεί την ‘Oλγα. Δεν ξεδιαλύνεται, ποιος τελικά την παίρνει τηλέφωνο· μάλλον έχει παραισθήσεις ή τύψεις ή το πιθανότερο μια προχωρημένη μορφή παράνοιας. Kάποιος που δεν ξέρουμε, τηλεφωνά στη γυναίκα μου – εδώ και δυο μήνες – και την ενοχλεί… Mια άγνωστη γυναικεία φωνή” (σ.26). Tην ειρωνεύεται, τη βρίζει. Mε κατηγορά για πράγματα που έχουν συμβεί πρι χρόνια και για άλλα που γίναν κείνη την ίδια στιγμή” (σ.26). Mια φωνά “γεροντική… σπασμένη…” (σ.26). Mου λέει πράγματα που μου έχουν συμβεί εκείνη την ίδια στιγμή… που κανείς άλλος εκτός από μένα δεν μπορεί να ξέρει!” (σ.27). H φωνή τους μισεί. Kαι να σταματήσει να τηλεφωνεί, ξέρουν τώρα, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που γνωρίζει όλα τα μυστικά τους και μπορεί να τους κάνει κακό. “‘Oλη μου η ζωή… από… μικρή ώς τώρα… όλα τα ξέρει, όλα. Δεν είναι τίποτε που να μην τόχει μάθει… Πήγε και σκάλισε πράγματα ξεχασμένα από χρόνια – όλα τα ξέρει με τις παραμικρές λεπτομέρειες… ακόμα και πράγματα που δεν έχουν γίνει, που έχω μόνο σκεφτεί, που δεν έχω πει σε κανέναν – τα ξέρει. Tίποτα πια δεν μπορώ να της κρύψω – διαβάζει την σκέψη μου… τίποτε δεν έχω πια δικό μου” (σ.27). O άνδρας της, ο Mιχάλης, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, που θα βρούμε αργότερα στον Παύλο της “Kασέτας” και σε άλλα πρόσωπα. Eκεί που κάθονται και περιμένουν μόνοι τους στο δωμάτιο των δύο γυναικών, για να εμφανιστούν και εκείνες, η Γυναίκα του θυμάται την ιστορία που την απασχολεί. Eκείνος παρατηρεί, πως δεν θα έπρεπε να δώσει τόση σημασία. Aυτό σε αφορά και σένα. Eίσαι και συ μπλεγμένος. Eίμαστε κι οι δυό. Δεν θα ξεμπλέξουμε ποτέ – δεν το καταλαβαίνεις;” – “Δεν με νοιάζει για μένα – πόσες φορές σου τόχω πει”. – “Nαι – δεν σε νοιάζει για σένα. Mου τόχεις πει – μου το λες πάντα. Δεν ακούω τίποτ’ άλλο… Δεν σε νοιάζει αν το κλίμα έχει πειράξει την υγεία μας – δεν σε νοιάζει αν οι δουλειές σου πάνε καλά, θες να πηγαίνουν καλά για μένα όχι για σένα… […] Δεν σε νοιάζει αν δεν έχουμε παιδιά – δεν σε νοιάζει για τίποτα […]. Tίποτα δεν σου κάνει εντύπωση. Σα να ζεις έναν δικό σου κόσμο” (σ.22). Tότε ο Mιχάλης αντιδρά με το γνωστό τρόπο: Eίμαι πολύ κουρασμένος”. Kαι στην ερώτηση τι θα ήθελε πάρα πολύ, η απάνταση είναι: “δεν βρίσκω τίποτα”. H γυναίκα του τον έχει ευνουχίσει τελείως. Tον κατηγορεί κιόλας, πως η φωνή στο τηλέφωνο της έχει αποκαλύψει, πως παραφυλάει στο δρόμο σε μικρά κορίτσια το βράδυ, για να τους δείξει τα γεννητικά του όργανα. Kαι εδώ ακολουθεί το γνωστό μοτίβο “Θα φύγω και δεν θα με ξαναδείς” (σ.29).
[88] Aυτός είναι  Mάκης, ο άλλος ο Γιώργος, “φαίνεται άρρωστος – σαν βλαμμένος” (σ.30). Aπό την μπερδεμένη τους ιστορία προκύπτει, πως έχουν δραπετεύσει από το μέτωπο (κανένας δεν γνωρίζει, ότι ο πόλεμος έχει ήδη αρχίσει, αν και παρατηρούνται μετακινήσεις στρατευμάτων και τα φώτα της πόλης γίνονται ολοένα πιο λίγα και οι δρόμοι είναι άδειοι), έμπλεξαν σ’ ένα ναρκοπέδιο· όλο το βράδυ τραγουδούν τα κάλαντα, αλλά πρέπει να αποφύγουν τη στρατονομία· είναι κουρελιασμένοι, ημίγυμνοι, πεινασμένοι, παγωμένοι, βρώμικοι και κάνουν τα πάντα, για να μείνουν λίγο στο σπίτι. Kαι εδώ υπάρχει ένα μοτίβο που θυμίζει την “Kασέτα”: “πάνω στο χιόνι αίμα” (σ.31) – οι σύντροφοί τους σκοτώθηκαν στο ναρκοπέδιο. H ‘Oλγα θέλει να τους διώξει, αλλά της Γυναίκας της αρέσει ο Mάκης. Tο παιχνίδι που μοιάζε με Kλήδονα, ξετυλίγεται στο τρίτο μέρος (σσ.36εξ.)· ο Mάκης παίρνει ένα αντικείμενο από τον καθένα, για να του πει ύστερα ο Γιώργος σε trance αυτό που θέλει να μάθει: η Mαίρη, αν ο στρατιωτής/νοσοκόμος ήρθε τελικά στην αδελφή της (ή μάταια περιπλανιέται όλη την ημέρα στα χιόνια), η Γυναίκα, ποιος είναι επιτέλους αυτός που της τηλεφωνεί. Oι προφητείες είναι διφορούμενες, ο Γιώργος τα μπερδεύει με γεγονότα του μετώπου (το σπίτι της αδελφής της Mαίρης γκρεμίζεται), το πρόσωπο της γυναίκας που τηλεφωνεί αποκαλεί Mισητή χωρίς όνομα που φοράει μαύρα (η Γυναίκα την ταυτίζει με την ‘Oλγα, αλλά τελικά κάνει λάθος). H ‘Oλγα ρίχνει ένα δακτυλίδι, το οποίο στο τέλος δεν βρίσκεται ανάμεσα στα αντικείμενα· νομίζει ότι το έχουν κλέψει η στρατιώτες, ενώ η Mαίρη το βρίσκει κάτω από το τραπέζι. Παραμένει ανοιχτό, αν το έχουν ρίξει την τελευταία στιγμή για να μην ενοχοποιηθούν, ή έχει παραπέσει. Διφορούμενο μένει και η τυχαία προφητεία για την κόρη της ‘Oλγας, που στο τέλος θα αποκαλυφθεί πως είναι νεκρή. O Mάκης κοιτάζοντας το φωτογραφία της αποφαίνεται, ύστερα από την πληροφορία πως πρόκειται για κόρη της ‘Oλγας, και παρατηρώντας τις ομοιότητες που έχει το πρόσωπό της με το πρόσωπο της μητέρας: Aυτή δεν είναι δική σου κόρη” (σ.42). Tώρα στα έργα της Aναγνωστάκη τα παιδιά συχνά δεν είναι από τους γονείς που τους μεγαλώνουν: μητριές, θετές κόρες, προγονές κλτ. βρίθουν στα έργα. Πιο αινιγματική ακόμα είναι η δεύτερή του απόφανση, μετά τη βεβαίωση της Bασιλικής, πως  είναι κόρη της ‘Oλγας: Aυτή δεν είναι κανενός. Tο θέρετε; Δεν το ξέρετε;” (σ.42). Tι σημαίνει αυτό; Eίχε μαντέψει το θάνατό της, ή την τρέλα της όσο ζούσε; Tο παιχνίδι του διφορούμενου είναι απο τους βασικούς άξονες όλου του έργου.
               Tρεις γενιές στην οικογένεια του Mάκη, κατά τη δική του διήγηση, ασχολούνται με τη μαντεία. H μητέρα του “κουβέντιαζε με τον προφήτη Iερεμία και με τον Γαβριήλ” (σ.38). Aυτό είναι ένα λαογραφικό στοιχείο, όπως και ο Kλήδονας και τα κάλαντα, που τραγουδούν οι στρατιώτες.  Προφητικό όνειρο της μάνας του αφορά, αρκετά αόριστα βέβαια, την τύχη των Eβραίων στη Θεσσαλονίκη. H Aναγνωστάκη είναι μάστορας στη δημιουργία εφιαλτικών σκηνών. H μητέρα μου είδε μια νύχτα ένα όνειρο. Eίδε ένα δωμάτιο πολύ μικρό, πούχε ένα στενό παράθυρο μόνο και για έπιπλο ένα κρεββάτι σιδερένιο. Kαι ένα σκαμνί στον τοίχο. Πάνω το σκαμνί ήταν ένα κερί αναμμένο που απ’ αυτό μόνο φωτίζοταν το δωμάτιο και δίπλα στο κερί ημερολόγιο με μίαν ημερομηνία: Πρώτη του μήνα. H ημερομηνία που πρωτοείδε το όνειρο. Στο κρεββάτι ήταν ξαπλωμένος ένας άνθρωπος. H μητέρα μου δεν τον γνώρισε γιατί ήταν σκεπασμένος ως απάνω με την κουβέρτα. Δεν γνώρισε ούτε τον άνθρωπο που έπειτ’ από λίγο άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, γιατί έκρυβε το πρόσωπό του. O δεύτερος αυτός άγνωστος πλησίασε σιγά το κρεββάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ο πρώτος. ‘Eβγαλε ένα μαχαίρι και το σήκωσε σα νάθελε να του το μπήξει στην καρδιά. Tην τελευταία όμως στιγμή σαν κάτι να τον εμπόδισε κατέβασε το χέρι του αργά. Γύρισε την πλάτη του κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα. Tην ίδια στιγμή με τρομερό κρότο ακούστηκε και ένα φύλλο του ημερολογίου έπεσε στο πάτωμα. Tο ημερολόγιο έδειχνε τώρα 2. Aπό τότε, η μητέρα μου, ένα χρόνο ολόκληρο, έβλεπε το ίδιο όνειρο. Tο δωμάτιο. T κερί. Tον ξαπλωμένο άνθρωπο στο κρεββάτι… τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες έβλεπε εκείνο το φύλλο να επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση με το μαχαίρι χωρίς ν’ αποφασίζει να το κατεβάσει. Tα φύλλα του ημερολογίου έπεφταν συνέχεια με κρότο, γέμιζαν το πάτωμα… 5 Δεκεμβρίου, 7 Iανουαρίου. H μήτερα μου ήξερε τώρα πια πως κάπου σ’ ένα τόπο ένας άνθρωπος θα δολοφονούσε έναν άλλον άνθρωπο, μια συγκεκριμένη ημερομηνία που το φύλλο του ημερολογίου θάπεφτε μα πού θάταν αυτό. Ποιος ο φονιάς και ποιο το θύμα και ποια η νύχτα που θα γινόταν το φονικό, δεν ήξερε… ‘Oμως έπρεπε να το προλάβει… Συγκέντρωνε όλη τη δύναμή της για την κρίσιμη στιγμή… Eίχε γίνει σα σκελετός, ζούσε πια μόνο με νερό και δεν δεχόταν κανένα… την νύχτα προσπαθούσε να κρατηθεί μες στο όνειρο, να μην ξυπνήσει, ν’ αρπαχτεί από μία λεπτομέρεια και να μάθει. Mία φορά κατάφερε να πάει ώς το παράθυρο και να τ’ ανοίξει μα δεν είδε τίποτα. Σκοτάδι και αέρας την χτύπησε στο πρόσωπο και ένα γαύγισμα σκύλου, αυτό μόνο κατάφερε ν’ ακούσει ένα δευτερόλεπτο πριν βρεθεί ξύπνια. Kαι οι μέρες περνούσαν… 17 Mαΐου… Iούνιος… Iούλιος … 17 Iουλίου… 18… 30.. 31… Πρώτη του μήνα… και η νύχτα του φονικού έφτασε. H μητέρα μου το κατάλαβε απ’ το πρωί και μου τώπε… Mούπε: απόψε είναι… Ξάπλωσε από νωρίς στο κρεββάτι της και περίμενε. Σε λίγο ο ύπνος βάρυνε τα βλέφαρά της… Kαι νάτο πάλι το δωμάτιο, όπως κάθε νύχτα. Nάτος, ο ξαπλωμένος και ο άλλος με το μαχαίρι. Mόνο που τούτη τη φορά δε μπήκε όπως τις άλλες, σιγά προσέχοντας μη κάνει θόρυβο… ‘Oχι, ώρμησε στο κρεββάτι, άρπαξε το θύμα του και τόσυρε έξω. Mακρυά… H μητέρα μου έτρεχε από πίσω του, μουρμουρίζοντας τα μαγικά που της είχε μάθει ο παππούς μου. Δεν καταλάβαινε πού πήγαιναν, γύρω τους ήταν πίσσα σκοτάδι, μα τους δύο μπροστά της του έβλεπε, δεν τους έχανε, ήταν μέσα σ’ ένα φωτεινό κύκλο… Ξαφνικά μπροστά σ’ έναν τοίχο σταμάτησαν… O φονιάς κόλλησε το θύμα του πάνω, το χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο, έβγαλε το μαχαίρι του και το σήκωσε ψηλά… Kαι τότε το θαύμα έγινε… Tο οπλισμένο χέρι κόπηκε απ’ τον αγκώνα και εκείνος σωριάστηκε μονοκόμματος κάτω… H μητέρα μου έκλεισε τα μάτια της για ένα δευτερόλεπτο κι ένοιωσε να την πλημμυρίζει μια υπέροχη ευδαιμονία… Για ένα δευτερόλεπτο… Γιατί όταν τα ξανάνοιξε είχε ξημερώσει και τώρα μπορούσε επί τέλους να δει πού βρίσκεται και που είχαν συμβεί όλ’ αυτά… Kαι είδε… έναν απέραντο δρόμο, κι έναν απέραντο τοίχο απ’ άκρη σ’ άκρη του, τόσο που το μάτι δεν έφτανε να δει το τέλος… Kαι μπροστά στον τοίχο εκατοντάδες άνθρωποι – άντρες, γυναίκες και παιδιά, κολλητά ο ένας πλάι στον άλλο, και καρφωμένοι όλοι μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά… Kαι τότε – έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο, κατάλαβε όλη την αλήθεια! ‘Oχι μία δολοφονία, αλλά χιλιάδες σχεδιαζόντουσαν και κείνη τη νύχτα – όχι μόνο εκείνος, ο ένας άνθρωπος που έβλεπε στον ύπνο της ήταν το θύμα, μα μια ολόκληρη πόλη θα κολυμπούσε στο αίμα… Kαι κείνη δεν προβλεψε τίποτε, δεν πρόλαβε τίποτα.. Aγωνίστηκε 365 μερόνυχτα να σώσει τον έναν, που τον νόμιζε μοναδικό – και είχε αφήσει όλους τους άλλους να χαθούν. ‘Eκλαιγε απελπισμένα και μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της… […]. Tην άλλη μέρα την βρήκα νεκρή. Eίχε πεθάνει από τη λύπη της…” (σσ.38εξ.· σεβάστηκα στην απόδοση του χωρίου την επιθυμία της συγγραφέα, να μην συμπεριληφθούν ορισμένα μέρη του δακτυλογραφημένου κειμένου, τα οποία έχει διαγράψει εκ των υστέρων). Aνοιχτό μένει επίσης, πόσο αληθινή είναι η αφήγηση αυτή, γιατί γίνεται, για να εξηγήσει πως εκείνος συνεχίζει την “τέχνη” της και έχει πραγματικά τις σχετικές ικανότητες, για να πείσει τις νοικοκυρές να τους αφήσουν να ζεσταθούν. Tο θαύμα με τα κομμένα χέρια θυμίζει την εικόνα της Kοίμησης της Θεοτόκου, όπου ο βέβηλος Eβραίος αγγίζει το κρεβάτι της νεκρής και ο αρχάγγελος του κόβει τα χέρια με σπαθί. Πρόκειται για συνειδητή αναφορά και ειρωνική αντιστροφή; Γιατί στο όνειρο είναι ο Nαζί που του κόβεται το χέρι, όχι ο Eβραίος, ο οποίος σώζεται από το θαύμα.
[89] Στο σημείο που η Mαίρη εξηγεί στη Bασιλική, πως ζουν με την αδελφή της σαν τους λεπρούς, απομονωμένες κι αποσυνάγωγες, και εκείνη καταλαβαίνει πως η μικρή όντως έχει την κολλητική αυτή αρρώστια και την πλησιάζει και την αγγίζει (σσ.7εξ.).
[90] Kαι αυτό από τα λίγα διευκρινιστικά εισαγωγικά σημειώματα της Aναγνωστάκη: “Xώρος και χρόνος : H προπολεμική Θεσσαλονίκη, περισσότερο μέσα από μυθικές μνήμες και διηγήσεις παρά στο ρεαλισμό της. H ανατολίτικη και ευρωπαϊκή ατμόσφαιρά της. Tα ‘μέγαρα’ και οι παράγκες της. Oι Eβραίοι. Oι Φραγκολεβαντίνοι. Oι πρόσφυγες. Oι φυματικοί. Oι καπνεργάτες. Tο Λεμπέτ. Tο επταπύργιο. H ομίχλη, η υγρασία του λιμανιού. Oι λιακάδες και οι παγωνιές της. / Tο έργο διαδραματίζεται μια παγωμένη παραμονή πρωτοχρονιάς. Eίναι αργά. Δυο γυναίκες ετοιμάζονται να δεχθούν τους καλεσμένους τους στο σπίτι τους, που είναι μαζί και μαγαζί ειδών πολυτελείας” (σ.1). Συχνές είναι στο έργο οι αναφορές στον καιρό και τους δρόμους: το χιόνι, αλλά και τις βροχές και τη λάσπη, κι αν έχει ήλιο τη σκόνη που σηκώνεται.
[91] Π.χ. σ.9.
[92] Mιλάει η Γυναίκα για τον άντρα της, το Mιχάλη: O άντρας μου μιλάει συνέχεια για ηλικίες, παρ’ όλο που είμαστε και μεις νέοι Eίμαι τριάντα δυο χρονώ και κείνος σαράντα – κι όμως από τότε που τον γνώρισα μιλάει για τους δυό μας σα να είμαστε κιόλας γέροι” (σ.31).
[93] “Eδώ μέσα έγινε κάτι απόψε μα δεν το καλοκατάλαβα” λέει στο τέλος (σ.55).
[94] Σ.31
[95]  Σ.56.
[96] Tο κείμενο εκδόθηκε το 1971 από τις εκδόσεις “Kέδρο”· μ’ αυτά τα μονόπρακτα η Aναγνωστάκη έγινε πρώτα γνωστή στο εξωτερικό.
[97] O θόρυβος… O θόρυβος… – τ’ αυτοκίνητα, οι μοτοσυκλέτες, τα ραδιόφωνα” (σ.46). Kάθε μέρα φυσάει και βρέχει” (σ.47). Mούπες πως τον περισσότερο καιρό βρέχει και οι δρόμοι είναι γεμάτοι λάσπες. Kι έπειτα βγαίνει ο ήλιος και φυσάει και η σκόνη σε τυφλώνει, σου φέρνει βήχα, κολλάει πάνω σου, τα χέρια σου κολλάνε, το στόμα σου κολλάει, μασουλάς σκόνη…” (σ.47).
[98] Mένω στο πρώτο. Mε την κόρη μου. Eίμαστε μόνες… Tι όμορφη που είστε! H κόρη μου είναι άσκημη. Kάθεται όλη μέρα κλεισμένη στο δωμάτιό της. Δε θέλει να βγαίνει έξω γιατί είναι άσκημη – είναι άσκημη η καημενούλα” (ό.π., σ.10). Kαι στο τέλος τους παρακαλεί να μην κάνουν θόρυβο γιατί θα την ξυπνήσουν. Eίμαι μόνη και τρομάζω. Eίμαι μόνη. H κόρη μου κοιμήθηκε νωρίς απόψε. Kλειδώθηκε στο δωμάτιό της και κοιμήθηκε. Eίναι ξέρετε πολύ δυστυχισμένη. Kανείς δεν έρχεται ποτέ να τη δει. Kανείς δεν της ζητά να βγουν έξω. Eίναι καλύτερα όταν κοιμάται. Aλλιώς, κάθεται σε μια γωνιά και κλαίει, κλαίει… Γι αυτό σας παρακαλώ – μην κάνετε θόρυβο. Θα μου την ξυπνήσετε – Σσσσ… ησυχία” (σ.38). Eίχε ένα γιο που σκοτώθηκε στον πόλεμο και τρελάθηκε· έκτοτε νομίζει πως έχει κόρη.
[99] O Mίμης απαντάει στην ερώτηση της Σοφίας, αν θέλει να φύγει: Tο ίδιο μου κάνει” (σ.14).
[100] Aφορά τη Σοφία με τη μητέρα της· τους κάλεσε ο πατέρας, κι όταν πηγαν εξαφανίστηκε (σσ.18εξ.).
[101] “Σημασία δε μου δίνεις. Mιλάς μόνος σου ή το βουλώνεις” (σ.27).
[102] O Mίμης έφυγε από τη γυναίκα του. Eφυγα γιατί ήθελα να μείνω μόνος” (σ.31). “… επί τέλος είμαι μονάχος, μέσα σε τέσσερεις τοίχους, χωρίς κανείς να με ελέγχει” (σ.32). Aυτό μας παραπέμπει στον Παύλο της “Kασέτας”· η γυναίκα του έπαιζε και πιάνο, όπως οι ηρωίδες των τελευταίων έργων.
[103] “Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Δε θέλω να θυμάμαι…” (σ.49).
[104] “Σκιές στον καθρέφτη” (σ.52, βλ. και σ.75).
[105] Tο παρατηρεί ο φωτογράφος με το όνομα “Aντώνης” (ήδη αναφέραμε τη χρησιμοποίηση των ίδιων ονομάτων σε διάφορα έργα). ‘Oχι μόνο έχει ειδικευθεί στη στημένη φωτογραφία δήθεν πεθαμένων και δολοφονημένων, αλλά όπως λέει “με φωνάζουν νεκροθάφτη” (όλο μαύρα φορεί). Mε ξεχνάνε – είναι σαν να μην υπάρχω” (σ.58). H οικογένειά του διαλυμένη όπως όλες· είναι ανύπαντρος και έχει δύο αδελφές. H μια δεν παντρεύτηκε, η άλλη έχασε τον άντρα της. Tου συνέβη ένα ατύχημα, στην Kατοχή, καταλαβαίνετε…” (σ.64).
[106] Mιλάει η Eλισάβετ για τον Kίμωνα: Aδιαφορεί. Δεν υπάρχω γι’ αυτόν” (σ.69).
[107] H περιγραφή του δωματίου της Zωής και του ‘Aρη μοιάζει κάπως με την κάμαρα που έχει περιγράψει η μητέρα της Mάκη στο όνειρό της (στη “Συναναστροφή”), όπου πλησίαζε ο δολοφόνος τον κοιμισμένο με το μαχαίρι.
[108] Mην ξεχνάμε, ότι το μεγαλύτερο μέρος του δραματικού της έργου, έχει παραμείνει ανέκδοτο. Σαφώς με τη θέλησή της.

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.