Ο κύριος Μ. αποχαιρετά τους καλεσμένους του. Κλείνει το παράθυρο του σαλονιού, βγάζει το καπέλο του και αποτραβιέται στα ενδότερα. Το παγωμένο τσάι μένει στα φλιτζάνια και το καπάκι της τσαγιέρας κείται αναποδογυρισμένο στο τραπεζάκι του καθιστικού. Η σιωπή του δωματίου συνομιλεί με το μπαταρισμένο πορτρέτο κάποιου προγόνου του οικοδεσπότη. «Πώς με βρίσκεις; Δεν μου πάει;», ακούγεται σφυριχτά και χαμηλόφωνα η φωνή του αρλεκίνου, που έχει κατέβει από το μίνι μπαρ και δοκιμάζει το καπέλο του κυρίου Μ. «Βαλ’ το αμέσως στον καλόγερο. Έτσι και σε καταλάβει ο κύριος, θα έχουμε μπλεξίματα», φωνάζει με πνιχτή φωνούλα η τσαγιέρα με το διασπασμένο σώμα της. Ένας κρότος ακούγεται και τούς παγώνει το αίμα. «Επιτέλους! Πιάστηκα τόση ώρα εκεί μέσα», διαμαρτύρεται η πορσελάνινη γάτα με τα μπλε μάτια που μόλις έχει σκαρφαλώσει από το σκρίνιο στον μπουφέ. «Γιατί φοράς το καπέλο του κυρίου; Έτσι και σε δει θα γίνει έξαλλος, δεν του αρέσει καθόλου να πειράζουμε τα πράγματά του. Τόσες φορές μάς το έχει πει». Ο αρλεκίνος χορεύοντας στο καθιστικό δεν χαμπαριάζει από παρατηρήσεις. «Μα, κοιτάξτε τι ωραία που μου ταιριάζει, είναι σαν να έχει φτιαχτεί για μένα». «Λίγο μεγάλο δεν σου είναι;», αντέτεινε η τσαγιέρα. «Θα σταματήσετε επιτέλους; Δεν βλέπετε ότι έχω πιαστεί και κοντεύω να σκιστώ;», παραπονιέται η κουρτίνα ανήσυχα και με τη φόδρα της ιδρωμένη από την προσπάθεια να ξεφύγει απ’ το παράθυρο που την έχει γραπώσει. Ο αρλεκίνος, η γάτα και η τσαγιέρα με τα δύο της μέρη σπεύδουν να βοηθήσουν την κουρτίνα αλλά κανείς δεν μπορεί να φτάσει τη χειρολαβή. «Εσύ, παράθυρο, δεν μπορείς να κάνεις κάτι;», ρωτά με αγωνία η κουρτίνα. «Τι να κάνω εγώ; Ο κύριος Μ. φεύγοντας με κλείδωσε. Κάποιος πρέπει να με ανοίξει». Η γάτα προτείνει να τραβήξουν μια καρέκλα από την τραπεζαρία, για να σκαρφαλώσουν. Αρχίζουν όλοι μαζί να σπρώχνουν την καρέκλα, η οποία διαμαρτύρεται. «Δεν φτάνει που όσοι έρχονται εδώ μέσα κάθονται πάνω μου, έρχεστε τώρα εσείς και με τραβολογάτε νυχτιάτικα, για να με πατήσετε. Και γιατί, παρακαλώ, να σώσω την κουρτίνα; Εκείνη όλη μέρα κάθεται, κάνει ηλιοθεραπεία κι αγναντεύει τον κήπο. Εγώ είμαι κλεισμένη μέσα σ’ αυτό το σπίτι και δεν βγαίνω ποτέ έξω. Τέλος πάντων, ας όψεται η καλή μου καρδιά». Με την κουβέντα έχουν φτάσει λαχανιασμένοι κάτω από το παράθυρο και προσπαθούν ν’ ανέβουν στην καρέκλα. Ο αρλεκίνος και η γάτα τα καταφέρνουν μ’ ένα σάλτο, αλλά η τσαγιέρα δεν μπορεί να πηδήξει. «Δεν μπορώ, παιδιά, κουβαλάω και το κεφάλι μου και με εμποδίζει. Προσπαθήστε εσείς κι εγώ θα φυλάω τσίλιες». Ο αρλεκίνος σκαρφαλώνει στο περβάζι του παραθύρου επιχειρώντας να το ανοίξει, όσο η γάτα τραβά την κουρτίνα με όλη της τη δύναμη. «Δεν ανοίγει με τίποτα, είναι και σκεβρωμένο από τα χρόνια, μπορεί και να έχει κολλήσει», λέει ξέπνοος ο αρλεκίνος για το παράθυρο που τον κοιτά παρεξηγημένο εξαιτίας της ατυχούς αναφοράς στην ηλικία του. «Σταμάτα να με τραβάς κι εσύ έτσι. Με πονάς», φωνάζει η κουρτίνα. «Και τι θες να κάνω, καλή μου; Πώς θα απελευθερωθείς; Αρλεκίνε, έλα να τραβήξουμε μαζί». Ο αρλεκίνος μαζί με τη γάτα βάζουν τα δυνατά τους και τραβούν την κουρτίνα με τόση δύναμη που τους σκεπάζει ολόκληρη μαζί με το κουρτινόξυλο που σκάει στο πάτωμα. Η τσαγιέρα τρέχει έντρομη να τους βοηθήσει. «Με τόσο θόρυβο θα ξυπνήσει όλη η γειτονιά. Χτυπήσατε;» Ο αρλεκίνος και η γάτα προσπαθούν να ξεμπλεχτούν από την κουρτίνα, όσο η καρέκλα γελάει με το αποτυχημένο σχέδιό τους. «Δεν σας έχω πει να είστε φρόνιμοι, όταν κοιμάμαι; Τι φασαρία είναι πάλι αυτή;», ακούγεται η φωνή του κυρίου Μ. που κατεβαίνει τις σκάλες. «Δεν το πιστεύω αυτό που πάθαμε», κλαψουρίζει η γάτα και ο αρλεκίνος μισοζαλισμένος γυρεύει το καπέλο του…
Δημήτρης Μπαλτάς: Η κουρτίνα
- Post author:Δημήτρης Μπαλτάς
- Post published:18 Μαΐου 2024
- Post category:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Πεζογραφία