You are currently viewing Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά: Φανής Αθανασιάδου, Οι αναμνήσεις του Πατέρα μας,  (εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2023)

Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά: Φανής Αθανασιάδου, Οι αναμνήσεις του Πατέρα μας,  (εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2023)

Μία πολύπαθη, ανθρωπιστική διαδρομή  

 

«Και θα ’ναι ο χρόνος ένα αφήγημα/ το βαθύ αποτύπωμα στο χιονισμένο τοπίο/ η πυξίδα στην καταιγίδα που μαίνεται/ η ευωδιά από τον φρεσκοπλυμένο κήπο/ με τα ευεργετικά άνθη και τους καρπούς/ το βράδυ όταν γυρνά κουρασμένος/ απ’ τη δουλειά ο πατέρας/ η στιγμή που ευλογεί/ το ψωμί στο τραπέζι …»[1] (ποίημα-αφιέρωμα της λογοτέχνιδος Φανής Αθανασιάδου στον πατέρα της με τίτλο «Ο Χρόνος»). Ο δυναμικός Χρόνος απασχολεί έντονα τη συγγραφέα σε όλο της το έργο (ποιητικό και πεζογραφικό). Άνθρωποι και αντικείμενα επηρεάζονται σημαντικά από το ύπουλο, αιφνίδιο άγγιγμά του καθώς υφίστανται εμφανείς αλλοιώσεις (εξωτερικές και εσωτερικές). Ο Χρόνος αναλαμβάνει πολλαπλούς ρόλους σε σχέση με τον άνθρωπο· κατά κύριο λόγο, ενεργοποιεί όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις (όραση, ακοή, όσφρηση, αφή, γεύση) με τη συνδρομή μιας ενδυναμωμένης μνήμης, η οποία επαναφέρει σημαντικές επιλεγμένες παραστάσεις-εικόνες από το παρελθόν. Συχνά, ανασύρονται αυθόρμητα, ακούσια, ανέλπιστα στην επιφάνεια λησμονημένες ευχάριστες μυρωδιές από το παρελθόν· όπως η μυρωδιά του ζεστού τσαγιού και η εμπλουτισμένη γεύση από τη μίξη του με απολαυστικές μικρές «madeleine» (: μπισκότα ή αφράτα μικρά κέικ, κατά την τελευταία εκδοχή του Proust), αισθήσεις που αναδύονται μέσα από τις αναμνήσεις στο μυθιστόρημα με τίτλο À la recherche du temps perdu, tome 1: Du Côté de chez Swann, [Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο] του σπουδαίου Γάλλου μυθιστοριογράφου του 20ου αιώνα Marcel Proust. Αισθήσεις τις οποίες η νοερή πλέον ανάκλησή τους προκαλεί στον συγγραφέα απέραντη ευφορία.

Ο Χρόνος μετατρέπεται επίσης σε συνδετικό κρίκο που ενώνει το παρελθόν με το παρόν, ως μία αδιάλειπτη συνέχεια, θέτοντας τις βάσεις για μια σταθερή γέφυρα. Τελικά, γίνεται ο απρόσκλητος και αόρατος συνοδοιπόρος του ανθρώπου, που τον καθοδηγεί –διαμέσου της βιωμένης εμπειρίας– στη γεμάτη ανατροπές επίγεια πορεία του.

Το έργο της Φανής Αθανασιάδου Οι αναμνήσεις του Πατέρα μας… συνιστά έναν φόρο τιμής στον αγαπημένο και πρόωρα χαμένο πατέρα της, που υπήρξε ο μέντοράς της και την ενθάρρυνε συνεχώς να ακολουθήσει το επίπονο έργο της συγγραφής. Ο εμπνευστής και καθοδηγητής της, ένας «αεροβάτης» (κατά τον Οδ. Ελύτη), ένας πιστός συνοδοιπόρος στο τολμηρό ονειρικό εγχείρημα για βελτίωση της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας (η οποία έχασε προ πολλού το ανθρωπιστικό της πρόσημο), ένας αληθινός «άνθρωπος» που δυστυχώς, δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο κανένα βιβλίο της.

Το παρόν έργο της συγγραφέως, διαμέσου του κεντρικού ήρωα, του πατέρα της Δημήτρη Αθανασιάδη, μεταφέρει τον αναγνώστη σε τόπους και εποχές του παρελθόντος· εκεί όπου επικρατούσε η αληθινή, απολεσθείσα πλέον φύση του ανθρώπου με ανεπτυγμένες τις αξίες της αγάπης, της αλληλεγγύης, της ενσυναίσθησης, της φιλίας. Είναι ένα ανέλπιστο ταξίδι στο μακρινό παρελθόν, σε μία διαφορετική εποχή· ίσως, όχι τόσο προηγμένη και λαμπερή, ωραιοποιημένη από τα μεγαλειώδη επιτεύγματα της Τεχνολογίας, αλλά ασφαλώς πιο αυθεντική, πιο πιστή στο ανθρωπιστικό πρότυπο. Η συγγραφέας, υφαίνοντας προσεκτικά το νήμα του Χρόνου, ξεδιπλώνει ξεχασμένες πτυχές των ταραγμένων ιστορικά και πολιτικά κοινωνιών της πολυπολιτισμικής Αδριανούπολης, της Θεσσαλονίκης που συνιστά το σταυροδρόμι πολλών εθνοτήτων και της Αθήνας. Σε αυτή τη διαδρομή, μέσα από τις αναμνήσεις του πατέρα της, εντοπίζει πολλές ομοιότητες μεταξύ αυτών των πόλεων (πολυπολιτισμικό περιβάλλον-σταυροδρόμι λαών και εθνοτήτων, πόλεις υποδοχής προσφύγων, καλλιέργεια των τεχνών και των γραμμάτων κ.ά.). Με το λογοτεχνικό αυτό πόνημα (που αντιστέκεται και επιβιώνει απέναντι στον Χρόνο), «ένα δώρο-έκπληξη» από τη φίλη της Ελένη Καρασαββίδου, η Φανή Αθανασιάδου υλοποιεί (διαμέσου ενός λόγου συγκινησιακού, αισθαντικού, κριτικού, σατιρικού) μία βασική λειτουργία της Λογοτεχνίας, δεδομένου ότι «διατρυπάται το διαχωριστικό ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο και αναβιώνεται ως παρουσία ζώσα στο παρόν και στο μέλλον η προσωπικότητα του πατέρα μου/μας [της]. Ενός ανθρώπου με ευρύ, καλλιεργημένο και κοσμοπολίτικο πνεύμα που πορεύτηκε με αξιοπρέπεια και σύνεση σε καιρούς χαλεπούς κι έμεινε αξέχαστος σε όσους τον γνώρισαν»[2].

Τα διαχρονικά ζητήματα που θίγονται εκεί, μεταξύ άλλων, αφορούν στο προσφυγικό ζήτημα, στην ύπαρξη εθνικιστικού παραλογισμού, στην καλλιέργεια πνεύματος ανοχής, στον παράδοξο χαρακτήρα του πολέμου, στην παρότρυνση για αναζήτηση της απολεσθείσας ανθρώπινης φύσης, στην πολιτισμική ανάπτυξη με τη διατήρηση των παραδόσεων και των ηθών, στην επαναληπτική τροχιά της Ιστορίας που δεν καταφέρνει να διδάξει την ανθρωπότητα. Σε όλα αυτά, ο Άνθρωπος είναι το επίκεντρο, μοναδικός υπαίτιος της μοίρας του (σύμφωνα και με τους Γάλλους Διαφωτιστές του 18ου αιώνα), υπεύθυνος για την πολιτισμική παρακμή σε μια κοινωνία ρατσιστική και απολύτως καταναλωτική. Αλλά και συγχρόνως, το θύμα, το αντικείμενο εκμετάλλευσης επιδέξιων ανθρώπων.

Ο τίτλος του έργου είναι αποκαλυπτικός του περιεχομένου, δεδομένου ότι αναφέρεται στο κεντρικό πρόσωπο, στον πραγματικό εμπνευστή και συν-συγγραφέα του. Το εξώφυλλο, ρεαλιστικό και μινιμαλιστικό, είναι μια παλιά έγχρωμη οικογενειακή φωτογραφία εποχής, που απεικονίζει ένα ευτυχισμένο instantané πατέρα και κόρης-συγγραφέως.

Σε ό, τι αφορά στην κύρια δομή του έργου, οι βασικοί άξονες κινούνται στη γέννηση και διαμονή του πατέρα και της οικογένειάς του στη «γη του μυστηρίου», στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης (της Τουρκίας, Edirne στην τουρκική, ως παραφθορά του Αδριανού-πόλη), τρίτης (κατά σειρά) πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σημαντικό σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, μία κοσμοπολίτικη πόλη που γνώρισε στιγμές αίγλης, ακμής, αλλά και παρακμής, εξαιτίας της θηριωδίας των Τούρκων. Ο δεύτερος άξονας αναφέρεται στην εγκατάσταση της οικογένειας στην Ελλάδα, λόγω των φονικών διωγμών των τελευταίων.

Η ίδια η συγγραφέας περιγράφει την προσωπικότητα του πατέρα της με θαυμασμό, ως ένα ανοιχτόμυαλο, μορφωμένο άτομο που πίστευε στα πολύτιμα αγαθά της πνευματικής καλλιέργειας, προασπιζόταν τις ανθρώπινες αξίες (και όχι τα υλικά αγαθά, μολονότι προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια), χωρίς ίχνος κοινωνικών, ταξικών, έμφυλων ή θρησκευτικών προκαταλήψεων και επεδίωκε την κοινωνική αλλαγή της απάνθρωπης δυτικής πραγματικότητας. Σε αυτή τη διαμόρφωση του ακέραιου χαρακτήρα του συνέβαλε κατά πολύ και η διαβίωσή του στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Αδριανούπολης όπου ζούσαν αρμονικά (μέχρι τις ιστορικά ταραγμένες εποχές) Αρμένιοι, Εβραίοι, Τούρκοι, Έλληνες, Άγγλοι, Γάλλοι· αλλά και η καταγωγή του από οικογένεια μεγαλεμπόρων, που του έδινε τη δυνατότητα περαιτέρω μόρφωσης και κοινωνικής επαφής με άλλους λαούς και πολιτισμούς.

Αυτή η ανάδειξη του ανθρώπινου χαρακτήρα του Δ. Αθανασιάδη και η επαναφορά σε έναν παρελθόντα χρόνο, μέσα από το έργο, δεν καταλήγουν ωστόσο σε μια στείρα «προγονολατρεία», διότι το βασικό εγχείρημα της συγγραφέως έχει ως εφαλτήριο την ανάδειξη των ανθρώπινων αξιών, διαμέσου του εμπράκτου παραδείγματος και των αφηγήσεων του πατέρα της. Τελικός σκοπός συνιστά η μερική ή ολική διατάραξη των λιμναζόντων υδάτων της σύγχρονης, ανάλγητης, ρατσιστικής, κομφορμιστικής κοινωνίας, που κρατά φυλακισμένους τους πολίτες, πειθήνια πιόνια σε κατάσταση καταστολής ή και σφοδρών αντιπαραθέσεων, στο όνομα του προσωπικού κέρδους των ισχυρών, παραβιάζοντας έτσι τα αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η αφήγηση ξεκινά ουσιαστικά με ένα «ταξίδι στην Αδριανούπολη των προγόνων…» της και στην αστική καταγωγή των προγόνων-μεγαλεμπόρων, που απολάμβαναν όλα τα θετικά στοιχεία της οικονομικής τους ευμάρειας. Ωστόσο, η οικογένεια του πατέρα της και ο ίδιος ως παιδί –τότε– δεν απαξίωσαν ποτέ τον παράγοντα άνθρωπο: «[…] Αλλά όπως ισχυριζόταν ο πατέρας μου αυτή η εξοικείωση με το χρήμα από την παιδική του ηλικία, τον βοήθησε να μην δίνει ιδιαίτερη σημασία στα λεφτά. Ένιωθε χορτάτος από δαύτα. Άλλα “χαρακτηριστικά” των ανθρώπων σήμαιναν πάντοτε περισσότερα γι’ αυτόν»[3]. Στη συνέχεια, η συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά και άλλες πτυχές του ζωηρού χαρακτήρα του πατέρα της ως παιδί, που απολάμβανε τις χαρές της φύσης και αποδεχόταν τις πρακτικές συνήθειες των απλών λαϊκών ανθρώπων της εποχής. Παράλληλα, παραθέτει δείγματα πολιτισμού της κοσμοπολίτικης γενέτειρας των προγόνων της, με την επισήμανση ότι κατά την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη πολιτισμική ανάπτυξη, δεδομένου ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η Αδριανούπολη διέθετε κινηματογράφο και μάλιστα, συνδύαζε εκεί και άλλες τέχνες (π.χ. τη μουσική) σε μία αρμονική μέθεξη (εικόνα και ήχος).

Ωστόσο, αυτή η νηνεμία και η πολιτισμική άνοδος διαταράσσονται ξαφνικά από εθνικιστικές παρεκτροπές, από σχέδια φιλόδοξων ατόμων της εξουσίας, που στοχοποιούν αυθαίρετα λαούς (οι οποίοι, μέχρι τότε, συμβίωναν αρμονικά) και τους χρήζουν άσπονδους εχθρούς. Η συγγραφέας –διά μέσου των αφηγήσεων του πατέρα της– περιγράφει τη φοβερή σφαγή των Αρμενίων, προσδιορίζοντας μάλιστα με χρονική ακρίβεια (Απρίλιος του 1915) τα τραγικά γεγονότα. Αυτή την έμπρακτη αλλοίωση της ανθρώπινης φύσης δεν παρέλειπε ποτέ να υπογραμμίζει ο πατέρας της, με σκοπό να συμβάλλει –κατά το δυνατόν– στην αφαίρεση του τεχνητού «προσωπείου»[4] και στην εκ νέου ανεύρεση-αναδόμηση του αληθινού ανθρώπινου προσώπου.

Ένα άλλο τραγικό γεγονός ήταν η περίφημη πυρκαγιά «στην παλιά γενέθλια πόλη των παππούδων» της συγγραφέως (21.8.1905), που κατέκαψε την παλιά πόλη, το «Κάστρο», ξεκινώντας από μία αρμένικη συνοικία και φθάνοντας και σε άλλες συνοικίες. Αποτέλεσμα ήταν να καεί και το «τριώροφο νεοκλασικό» των προγόνων της και μαζί με αυτό, όλες οι αναμνήσεις και τα όνειρα της οικογένειας. Απέναντι στο απεχθές αυτό θέαμα του υπερήφανου «στητού καρβουνιασμένου πτώματος», που έχανε τώρα την αίγλη και την πνοή του, «η προγιαγιά κατέρρευσε μαζί του με τη σειρά της» [5].

Η Άνοιξη του 1914 ήταν η απαρχή των μεγάλων διωγμών των μη μουσουλμανικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους (κάτι που προετοιμαζόταν βέβαια από το προηγούμενο έτος), «για λόγους γεωπολιτικής και πληθυσμιακής υπεροχής»[6], ιδιαίτερα σε σχέση με τους Έλληνες που είχαν αναπτύξει σπουδαία εμπορική (και κοινωνικο-οικονομική) δραστηριότητα. Λαοί εκδιώχθηκαν βίαια, χάνοντας ξαφνικά όλη τους την περιουσία· μεταξύ αυτών και οι Έλληνες που έφθασαν κυνηγημένοι και εξαθλιωμένοι στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι προσφυγικοί πληθυσμοί που έφεραν μαζί τους τον πνευματικό πλούτο και τον πολιτισμό τους, αντιμετωπίστηκαν εχθρικά και ρατσιστικά από τους ντόπιους.

Η διαμονή του πολύγλωσσου, πνευματικά καλλιεργημένου, κοσμοπολίτη Δ. Αθανασιάδη στην Ελλάδα και η δημιουργία της προσωπικής του οικογένειας στιγματίστηκε από πολλές ανατροπές και επαγγελματικές αλλαγές σε ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικό (παρόμοιο με αυτό της γενέτειράς του), αυτό της Θεσσαλονίκης και μετέπειτα, της Αθήνας, σε εποχές εξίσου ταραγμένες (Χούντα των Συνταγματαρχών κ.ά.).

Η διαπαιδαγώγηση της κόρης Φανής επικεντρώθηκε στα ανθρωπιστικά πρότυπα (αλληλεγγύη, φιλία, ανοχή, ισότητα, φεμινισμός, αυτοεκτίμηση, έλλειψη προκατάληψης) και στην ηθική και πολιτισμική παιδεία. Και βέβαια, ο πατέρας  υπήρξε ο βασικός κινητήριος μοχλός που ώθησε την κόρη του στη συγγραφή· σε αυτό το δημιουργικό, ονειρικό ταξίδι που δεν γνωρίζει σύνορα και φραγμούς, που χαρίζει αληθινή ευδαιμονία σε όποιον μπορεί να γευτεί αυτή τη μυσταγωγική εμπειρία. Και ωστόσο, έφυγε ξαφνικά (Αύγουστος του 1981), χωρίς να προλάβει να δει τους καρπούς που έσπειρε: «Χάθηκες στο βάθος/ του πορφυρένιου δειλινού/ σαν ένα μαραμένο βυσσινί τριαντάφυλλο/ κι ήσουν το όνειρο/ που έζησε σαν αλήθεια, τόσο λίγο/ […] κι έμενε ανεξίτηλα ζωγραφισμένη/ η μορφή σου στη μνήμη μου» (μελοποιημένο ποίημα της Φ. Αθανασιάδου με τίτλο «Χάθηκες»).

Τελικά, το παρόν βιβλίο-«τάμα» στη μνήμη του ανθρωπιστή Δ. Αθανασιάδη είναι ένα «μικρό χάρτινο κεράκι»[7], που θα αποτελέσει την πηγή έμπνευσης-παρότρυνσης κι άλλων ανθρώπων για αναθεώρηση των αξιών της σύγχρονης κομφορμιστικής δομής της ανάλγητης, καταναλωτικής κοινωνίας. Ο Άνθρωπος, θύτης και θύμα αυτής της πολιτισμικής παρακμής, οφείλει –ως ένας άλλος Σίσυφος– να επαναπροσδιορίσει τους ρόλους του στην επίγεια διαδρομή, υιοθετώντας ένα πιο ανθρωπιστικό πρότυπο ζωής.

 

[1] Βλ. έργο της Φανής Αθανασιάδου με τίτλο Οι αναμνήσεις του Πατέρα μας…, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2023, σ. 7.
[2] Ό.π., σ. 13.
[3] Ό.π., 1ο κεφάλαιο με τίτλο «Α. Τα παιδικά χρόνια», «Ταξίδι στην Αδριανούπολη», σ. 18.
[4] Ό.π., «Η σφαγή των Αρμενίων», σ. 29.
[5] Ό.π., «Η νύχτα εκείνη που σημάδεψε για πάντα την προγιαγιά …», σ. 32.
[6] Ό.π., «Τα σπάργανα της φωτιάς», σ.σ. 34-35.
[7] Ό.π., 2ο κεφάλαιο με τίτλο «Β. Τα χρόνια στην Ελλάδα», «Ο πατέρας μου ως πατέρας», σ. 58.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.