Ταξίδια και έρωτες
Δεν είναι πολλοί οι ναυτικοί-ποιητές, ή καλύτερα οι ναυτικοί που ασχολήθηκαν με την ποίηση, κι ας κατέχει η Ελλάδα μία από τις πρώτες θέσεις στην παγκόσμια ναυτιλία, κι ας ταξίδεψαν με ποντοπόρα πλοία χιλιάδες Έλληνες ναυτικοί κάθε ειδικότητας στη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Σήμερα, με τις αλλαγές που έχουν γίνει στην κοινωνία και εξαιτάς της βελτίωσης του επιπέδου ζωής στη χώρας μας οι ναυτικοί είναι σαφώς λιγότεροι από τις περασμένες δεκαετίες. Ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές της θάλασσας, ο σημαντικότερος –το όνομά του έχει γίνει θρυλικό– είναι ο Νίκος Καββαδίας, ο οποίος πέθανε το 1975 κι ενώ ετοιμαζόταν να μπαρκάρει.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται ποιητικές συλλογές ναυτικών– στην πραγματικότητα συνταξιούχων ναυτικών–, οι οποίοι μας χαρίζουν στίχους που αναφέρονται στη θητεία τους στο εμπορικό ναυτικό. Ένας από αυτούς είναι ο Μανώλης Λυκάκης, από τη Ζάκρο της Σητείας, ο οποίος εργάστηκε ως ασυρματιστής (ο ίδιος μας θυμίζει ότι το επάγγελμα του ασυρματιστή έχει πλέον καταργηθεί) και μας προσφέρει σήμερα τα Άπαντά του (εκδ. Δρόμων).
Από τους πρώτους στίχους της συλλογής του είναι εμφανής η επίδραση του Νίκου Καββαδία –το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη του– στα ποιήματά του. Ας δούμε το πρώτο ποίημα, το «Ταξίδια ωκεάνια»:
Γυμνές μπροστά στην πλώρη μας, νεράιδες χορέψτε,
φέρτε γοργόνες το χρυσό ποτήρι του βυθού,
στα ρέλια τα αγγελικά μακριά μαλλιά σας μπλέξτε,
βάλτε να μεταλάβουμε νερό τ’ Ατλαντικού.
Μερικά ποιήματα αποτελούν ιστορίες, στις οποίες διαβάζουμε για την περιπέτεια κάποιου ναυτικού, προφανέστατα γνωστού του ποιητή, ή καλύτερα κάποιου συναδέλφου του στα καράβια. Τέτοιο είναι το «Ο Ναξιώτης πλοίαρχος»:
Ένας Ναξιώτης πλοίαρχος, κάθε πρωί στην πλώρη,
απάλυνε ξημέρωμα μέσα του μια πληγή,
την όμορφη αντάμωνε, μονάκριβή του κόρη,
καθώς πολύ της έμοιαζε η κάθε ροδαυγή
Κι ύστερα ο πλοίαρχος αρχίζει τις εξομολογήσεις:
Για μια γυναίκα που πολύ της είχε αγαπήσει
και γέννησε η αγάπη του μια κόρη ζηλευτή
Αν ο Καββαδίας μιλάει κάπου για τις γάτες των φορτηγών, ο Λυκάκης γράφει στίχους για τον σκύλο ενός φορτηγού στο «Ο σκύλος μας», ένα ζωάκι φύλακ αυστηρό των ναυτικών που είχε δραματικό τέλος:
Σ’ ένα πλοίο φορτηγό, είχαμε μια φορά,
έναν πολύ υπάκουο, πιστό φύλακα σκύλο
που μόνο που μας έβλεπε κουνούσε την ουρά,
νιώθοντας τον κάθε έναν μας αφεντικό και φίλο.
Στο «Αναστροφή» ο ποιητής μιλάει για δύο γυναίκες που τον συγκίνησαν, την Ελένη της Αθήνας και τη Μαρία, ενώ θυμάται τις γυναίκες των λιμανιών που κοιμούνται με άντρες μόνο για τα λεφτά, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Εδώ, γίνεται αναφορά στον Καββαδία:
Τώρα τη σκέψη σου ορίζει η Μαρία,
κάποιες φορές, αλήθεια, πόσο μοιάζεις
με το βλακώδες Μαραμπού του Καββαδία,
καθώς ασάλευτος τη θάλασσα κοιτάζεις.
Τον διάσημο συνάδελφό του στον ασύρματο τον αναφέρει και στο «Γράμμα σε φίλο», όπου αυτό στην ουσία απευθύνεται στους αναγνώστες του, ειδικά εκείνους που αγνοούν πολλά για τη ζωή των θαλασσινών στις θολές γραμμές των οριζόντων:
Μέσα από τα βιβλία του, συχνά που τα διαβάζω,
γνώρισα ένα ποιητή, τον Νίκο Καββαδία,
γράφει με ύφος σπάνιο, Μαρκονιστής κι αυτός,
το τελευταίο καράβι του το είδα στην Ινδία.
Θα κλείσουμε τούτη την περιήγηση στον ποιητικό κόσμο του Μανώλη Λυκάκη με το ποίημα «Η Ραβί», μια γυναίκα του λιμανιού, η οποία κατόρθωσε να του εμπνεύσει ερωτικά συναισθήματα που έγιναν ωραίοι θαλασσινοί στίχοι:
Στο ίδιο πάντα η σκέψη σου λιμάνι σε γυρίζει,
τρεις κάβους δένεις στο κορμί, μαζί κι ένα κουτούκι,
θυμάσαι τη μικρή Ινδή στο χαμηλό σεντούκι,
εκεί που της πρωτάγγιξες τ’ άγουρο ρογοβύζι.
Να σημειώσουμε πως εκτός από τη μνήμη του Νίκου Καββαδία το βιβλίο αφιερώνεται στους «δημιουργούς του ελληνικού ναυτικού μεγαλείου», οι οποίοι, σύμφωνα με τον ποιητή, είναι οι εφοπλιστές κι οι ναυτεργάτες.