(Αφιερωμένο σε έναν μοναχικό άνθρωπο, που αναζητούσε την ανθρώπινη παρουσία)
Ξαφνικά, άνοιξε διάπλατα η πόρτα του καταστήματος και τον είδε να μπαίνει… Ήταν ένας άντρας ψηλός, ατημέλητος με μακρύ γκρίζο επανωφόρι, βρώμικο και φθαρμένο από το χρόνο. Ιδιαίτερα αδύνατος, με γένια απεριποίητα και μαλλιά αχτένιστα, ανακατεμένα∙ καστανά ακόμη, παρά το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, που πρόδιδε ασφαλώς την ηλικία του. Κόντευε τα εβδομήντα…
Παρατηρώντας αφηρημένα τις κινήσεις του, η Ζωή τον είδε να κατευθύνεται γρήγορα προς το ταμείο, χωρίς να κοιτάξει γύρω του. Είπε κάτι στην υπάλληλο –μια ψηλή μελαχρινή κοπέλα, γύρω στα είκοσι, με ύφος αυστηρό και υπεροπτικό– και αμέσως μετά, έβγαλε από τη λερωμένη τσέπη του μια χούφτα κέρματα και τ’ ακούμπησε επάνω στον πάγκο. Η κοπέλα, με ύφος βαριεστημένο, άρχισε να τα μαζεύει ένα-ένα και να τα τοποθετεί στις ανάλογες θήκες της ταμειακής μηχανής. Όταν τελείωσε, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και το άφησε μπροστά του. Εκείνος το πήρε, το δίπλωσε προσεκτικά και το έκρυψε καλά στο βάθος της εσωτερικής αριστερής τσέπης του παντελονιού του. Ύστερα, ευχαρίστησε την υπάλληλο και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, μοιράζοντας ευχές σε όσους συναντούσε: «Νά ’στε καλά! Χρόνια πολλά! Υγεία, πάντα υγεία!».
Τότε ήταν που γύρισε και τον είδε. Η Μαργαρίτα τόση ώρα δεν τον είχε προσέξει, καθώς ήταν απορροφημένη χαζεύοντας έξω την κίνηση και απολαμβάνοντας ήσυχα τον καφέ της με τη φίλη της τη Ζωή. Οι δυο τους είχαν κατέβει από το πρωί στο κέντρο για ψώνια και για δουλειές και όταν τελείωσαν, λίγο πριν το μεσημέρι σκέφτηκαν να κάνουν εκεί ένα μικρό διάλειμμα, πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους. Με τη Ζωή, ήταν φίλες από τα φοιτητικά τους χρόνια, αλλά εξαιτίας των υποχρεώσεων –επαγγελματικών και οικογενειακών– δεν είχαν συχνά την ευκαιρία να τα πουν από κοντά.
Με όλο τον κόσμο που πηγαινοερχόταν διαρκώς στο μαγαζί, δεν είχε δώσει σημασία στον ρακένδυτο άντρα. «Ο Θοδωρής! Ο καημένος… Στάσου, να τον φωνάξω!» είπε και αμέσως σηκώθηκε, αποκαλώντας τον με το όνομά του. Εκείνος δεν αντέδρασε και συνέχισε το δρόμο του. Η γυναίκα έτρεξε πίσω του και τον πρόλαβε στην πόρτα. «Θοδωρή! Θοδωρή, τι κάνεις; Είσαι καλά;» του είπε.
Ο γέρος σταμάτησε απότομα. Γύρισε το κεφάλι και είδε μια κυρία γύρω στα πενήντα, ντυμένη κομψά, με ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά, να του χαμογελά. Του φάνηκε άγνωστη και σκέφτηκε ότι ασφαλώς θα είχε παρακούσει. Γύρισε πάλι μπροστά και έπιασε το πόμολο της πόρτας. «Πώς είναι δυνατόν να ζητούν εκείνον και μάλιστα μια κυρία με τέτοιο παρουσιαστικό;» σκέφτηκε. Η Μαργαρίτα όμως επέμεινε: «Θοδωρή, περίμενε! Εγώ είμαι! Δεν με γνώρισες;» του φώναξε, τώρα, πιο δυνατά.
Ο γέρος κοκάλωσε. Γύρισε πάλι πίσω και άρχισε διστακτικά να κάνει μερικά βήματα προς το μέρος της. Πλησιάζοντας περισσότερο, τα μάτια του έλαμψαν. «Μαργαρούλα, εσύ είσαι;… Τι κάνεις;» είπε με ενθουσιασμό και άπλωσε το χέρι προς αυτή. «Εγώ, καλά είμαι, Θοδωρή. Εσύ, πες μου, πώς είσαι! Πώς τα περνάς!» απάντησε η γυναίκα, σφίγγοντας με θέρμη το αποστεωμένο γέρικο χέρι.
«Καλά, πολύ καλά! Δόξα τω Θεώ!» απάντησε το γεροντάκι, με ένα πλατύ χαμόγελο.
Η γυναίκα τον έπιασε φιλικά από το μπράτσο και τον οδήγησε προς το τραπεζάκι, όπου καθόταν η Ζωή. Αδιάκριτα και απορημένα, τα βλέμματα όλων καρφώθηκαν επάνω τους. Η Ζωή –μια γυναίκα ανάλογης ηλικίας και εμφάνισης– ένιωσε αμήχανα. «Από δω μια καλή μου φίλη, η Ζωή!» είπε η κυρία. Αυτός χαιρέτησε συνεσταλμένα την άγνωστη γυναίκα και εκείνη ανταπέδωσε τυπικά τον χαιρετισμό… Τελικά, δεν της ήταν καθόλου άγνωστος ο ιδιόρρυθμος γέρος που είχε προσκαλέσει στο τραπέζι τους η Μαργαρίτα. Επρόκειτο για έναν γραφικό άντρα, που τον είχε δει αρκετές φορές να περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους. Ακόμα μια θλιβερή ύπαρξη από αυτές που κινούνται στο περιθώριο, σκέφτηκε.
«Όμως, ποια σχέση θα μπορούσε να έχει η Μαργαρίτα με έναν τέτοιον άνθρωπο;» αναρωτιόταν. Η Μαργαρίτα, που δεν είχε αντιληφθεί τις επιφυλάξεις και τις απορίες της Ζωής, ζήτησε από τον ηλικιωμένο γνωστό της να καθίσει μαζί τους, ρωτώντας τον εάν ήθελε να φάει κάτι. Εκείνος, έμεινε όρθιος μπροστά στη βιτρίνα με τις πίττες και τα γλυκά. «Θέλεις κανένα γλυκό, καμιά τυρόπιττα; Πάρε ό, τι θέλεις!» του είπε πρόθυμα η Μαργαρίτα, διακρίνοντας τη συστολή του.
Ο άντρας χαμογέλασε, εστιάζοντας το βλέμμα στο εσωτερικό της βιτρίνας. Μετά, ψιθύρισε διστακτικά: «Μπουγάτσα…Μπουγάτσα, θέλω!». Και αμέσως κάρφωσε τα βλέμμα πάνω στα μάτια της, περιμένοντας να δει σε αυτά την έγκριση.
Εκείνη έδωσε στην υπάλληλο τη σχετική παραγγελία, ζητώντας την να σερβίρει την πίττα σε πιάτο. Ύστερα, κοίταξε πάλι τον Θοδωρή και τον ρώτησε τι θα ήθελε να πιει. Εκείνος, με ένα παιδιάστικο χαμόγελο, απευθύνθηκε στην ταμία και φώναξε δυνατά: «Κόκα-κόλα! Με κόκκινη ετικέτα!». Προσθέτοντας σαρκαστικά: «Αγαπώ τους φίλους μας τους Αμερικάνους!».
Η υπάλληλος του είπε να πάρει ο ίδιος το αναψυκτικό από το ψυγείο. Ο γέρος, αφού εντόπισε το μπουκάλι που ήθελε, το πήρε και προσπάθησε να το τακτοποιήσει μέσα στην πλαστική σακούλα που κρατούσε στο χέρι του.
Η Μαργαρίτα τοποθέτησε το πιάτο με τη μπουγάτσα σε ένα δίσκο και κατευθύνθηκε προς το ταμείο, για να πληρώσει. Στη συνέχεια, πλησίασε τον ηλικιωμένο που περίμενε συνεσταλμένος, κρατώντας ακόμη το μπουκάλι στο χέρι, και του είπε: «Έλα, Θοδωρή. Κάθισε!». Εκείνος δίστασε προς στιγμήν, αλλά σε λίγο έκανε κάποια δειλά βήματα προς το μέρος των γυναικών. Φτάνοντας στο άδειο, διπλανό τραπεζάκι, το γεροντάκι σταμάτησε. Έπιασε από τη ράχη ένα κάθισμα, το τράβηξε λίγο και το έσυρε, σκοπεύοντας να καθίσει εκεί δίπλα, ανάμεσα στα δύο τραπέζια, ενώ παράλληλα αναζητούσε με τα μάτια κάποιο μέρος, για ν’ ακουμπήσει την πλαστική σακούλα. Όρθιος ακόμη, την άνοιξε και έβγαλε μια τσαλακωμένη εφημερίδα. Έσκυψε κάτω από το τραπέζι και άπλωσε προσεκτικά την εφημερίδα στο πάτωμα, κοντά στη βάση του τραπεζιού. Ύστερα, έδεσε ξανά τη σακούλα και την τοποθέτησε επάνω στην εφημερίδας. Αφού χρειάστηκε να σκύψει μια-δυο φορές ακόμη για να διορθώσει τη θέση της, τελικά κάθισε στο κάθισμα, δίπλα από το τραπέζι των κυριών. Οι δυο φίλες, παρατηρώντας τις κινήσεις του, σκέφτηκαν ότι πλησίαζε μεσημέρι. Και τέτοια ώρα στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, στη διπλανή πλατεία, θα είχε ήδη μοιραστεί το συσσίτιο στους απόρους… Δεν υπήρχε λοιπόν αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη σακούλα, που με τόση φροντίδα ο γέροντας προσπαθούσε να ασφαλίσει, περιείχε το γεύμα του.
«Όχι εκεί, Θοδωρή! Εδώ έλα να καθίσεις. Μαζί μας! Να τα πούμε και λίγο!» του είπε η Μαργαρίτα, χαμογελώντας του και με το ύφος που θα μιλούσε σε μικρό παιδί.
Εκείνος, για μια στιγμή, δίστασε. Σε λίγο όμως, ψέλλισε: «Καλά, τότε. Θα κάτσω εδώ!». Κι αμέσως σηκώθηκε και κρατώντας με το ένα χέρι την πλάτη του καθίσματός του, το έσυρε προς το μέρος των γυναικών. Χρειάστηκε να μετακινήσει μερικές φορές ακόμη τη σακούλα, μέχρι να βεβαιωθεί ότι την είχε τοποθετήσει στο σωστό σημείο. Ύστερα ακούμπησε την κόκα-κόλα επάνω στο τραπέζι. Και κοιτάζοντας αόριστα προς την πλευρά των γυναικών, ευχήθηκε: «Νά ’στε καλά! Χρόνια πολλά! Υγεία!».
Η Μαργαρίτα, αντιλαμβανόμενη τώρα την αμηχανία της φίλης της, κοίταξε με αγάπη τον Θοδωρή και είπε: «Ξέρεις ποιος είναι αυτός, Ζωή; Αυτός, που βλέπεις, εμένα με μεγάλωσε! Δίπλα-δίπλα ήταν τα σπίτια μας! Όταν οι γονείς μου πήγαιναν για δουλειά, στον Θοδωρή με άφηναν, για να με προσέχει! Θυμάσαι, Θοδωρή, που με πρόσεχες;», ρώτησε τον γέροντα, αγγίζοντάς του απαλά το μπράτσο.
«Θυμάμαι! Πώς δεν θυμάμαι!» απάντησε εκείνος και τα μάτια του σκοτείνιασαν.
«Θυμάσαι, που έπιανες στην αυλή πουλάκια και μου τα έφερνες, για να ξεχνιέμαι και να μην κλαίω;», συνέχισε η Μαργαρίτα.
«Ναι…ναι», μουρμούρισε ανέκφραστα ο άντρας. Ήταν φανερό ότι κάθε αναδρομή στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο της ζωής του δεν του ήταν ευχάριστη.
Η Μαργαρίτα δεν φάνηκε να το έχει αντιληφθεί και συνέχισε να διηγείται την ιστορία τους: «Εγώ, τότε, ήμουνα μικρή – ούτε σχολείο δεν πήγαινα ακόμη! Οι γονείς μου δούλευαν, μέχρι αργά. Δεν είχα παππούδες και έτσι έπρεπε όλη μέρα να μένω μόνη στο σπίτι. Δηλαδή όχι μόνη. Με τον Θοδωρή! Ο Θοδωρής είχε ένα μαγαζάκι στην ίδια αυλή. Ήταν ο καλύτερος τσαγκάρης! Δούλευε και συγχρόνως σπούδαζε στο πανεπιστήμιο – φιλοσοφία! Οι γονείς μου τον γνώριζαν από μικρό παιδί. Στην αυλή μας μεγάλωσε – ακριβώς πάνω από το μαγαζάκι είχε ένα δωμάτιο και εκεί έμενε… Όσο λοιπόν εκείνοι έλειπαν στη δουλειά, με εμπιστεύονταν σε αυτόν. Και όταν καμιά φορά στεναχωριόμουν και τους ζητούσα και έκλαιγα, ξέρεις τι έκανε ο Θοδωρής;».
Το γεροντάκι την άκουγε, με ένα πικρό χαμόγελο… Η Μαργαρίτα συνέχισε: «Έπαιρνε ένα μεγάλο κόσκινο, το αναποδογύριζε και το στήριζε όρθιο με ένα κλαράκι, που είχε δεμένο στη μία άκρη του έναν μακρύ σπάγκο κι έφτιαχνε ξόβεργα… Έριχνε από κάτω λίγα ψίχουλα και κρυβόταν, κρατώντας την άλλη άκρη του σπάγκου… Όταν ξεθάρρευε κανένα σπουργιτάκι και κατέβαινε να φάει, ο Θοδωρής τραβούσε απότομα τον σπάγκο, το κόσκινο έπεφτε και το πουλί παγιδευόταν. Τότε πήγαινε, ανασήκωνε με προσοχή το κόσκινο, έπιανε το έντρομο θύμα του και μου το έφερνε. Έκλεινε πίσω του την πόρτα και το απελευθέρωνε μέσα στο δωμάτιο. Τότε το πουλάκι άρχιζε να πετάει και να κάνει γύρους ψηλά στο ταβάνι, αναζητώντας διέξοδο… Το λαχταρούσε, το καημένο, αλλά το έκανε για μένα, για να με κάνει να ξεχαστώ. Ύστερα, άνοιγε διάπλατα την πόρτα κι εκείνο, με ένα δυνατό πέταγμα, έφευγε ψηλά και χανόταν στον ουρανό. Κι εγώ το έβλεπα και χαιρόμουν. Θυμάσαι, Θοδωρή;». «Ναι» απάντησε εκείνος ξερά. «Αλλά, έλα, γιατί δεν τρως;» του φώναξε καλόκαρδα. «Ναι, να φάω!» είπε ο Θοδωρής και έσκυψε με όρεξη πάνω από το πιάτο. Όμως αμέσως σταμάτησε, σαν να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά. Ευθυγράμμισε το κορμί του, χαμήλωσε το κεφάλι κι έκανε τρεις φορές τον σταυρό του αργά, ευλαβικά. Ύστερα, έσκυψε στο πιάτο και άρχισε να τρώει με όρεξη. «Μένεις ακόμη εκεί ψηλά, που ήρθαμε μια φορά και σε βρήκαμε, Θοδωρή;», τον διέκοψε η κυρία. «Ναι. Εκεί μένω», απάντησε εκείνος. «Και δεν κρυώνεις; Τι κάνεις, τώρα τον χειμώνα, με το κρύο; Έβαλες καμιά σόμπα;». Ο γέρος γύρισε και την κοίταξε σαν να είχε ακούσει κάτι εντελώς παράλογο. «Δεν έχω σόμπα, δεν κρυώνω. Το δωμάτιο είναι όλο ξύλο… Το ξύλο είναι μονωτικό… Έχω και δυο φλοκάτες, στρώνω τη μία κάτω, την άλλη από πάνω και είμαι μια χαρά… Πολύ καλά! Δόξα τω Θεώ! Υγεία μονάχα να υπάρχει, τίποτε άλλο!».
«Έτσι όμως ελαφρά, που είσαι ντυμένος, δεν κρυώνεις, βρε Θοδωρή;» επέμεινε η Μαργαρίτα. Η Ζωή παρακολουθούσε, χωρίς να συμμετέχει στο διάλογο. Απλά κοιτούσε παραξενεμένη την ιδιόρρυθμη ασκητική μορφή που καθόταν δίπλα της.
«Όχι, καλά είμαι. Δεν κρυώνω!», απάντησε εκείνος. Και ύστερα από μια μικρή παύση, συμπλήρωσε: «Εγώ περπατάω … Άμα περπατάς, δεν κρυώνεις!».
«Ο Θοδωρής ζει τέρμα επάνω, ψηλά, κοντά στο βουνό! Έχει φτιάξει ένα καμαράκι, χωρίς θέρμανση, χωρίς τρεχούμενο νερό!» είπε η Μαργαρίτα στη φίλη της. Εκείνος κοίταξε τότε για πρώτη φορά τη Ζωή, που καθόταν στ’ αριστερά του. Και με ύφος σοβαρό, είπε απευθυνόμενος αποκλειστικά σε εκείνη: «Ο άνθρωπος δε χρειάζεται τίποτα για να ζήσει. Έτσι είναι φτιαγμένος από το Θεό. Μονάχα υγεία. Άμα υπάρχει υγεία, δε φοβάται τίποτα. Σιγά-σιγά συνηθίζει… Και το κρύο και όλα! Η κοινωνία δημιουργεί όλες τις ανάγκες στον άνθρωπο…».
Βλέποντας, στο βλέμμα τους, ότι οι δύο φίλες επικροτούσαν τα λόγια του, το γεροντάκι ξεθάρρεψε: «Όμως, δεν φταίει κι αυτός! Με τον καιρό, ο άνθρωπος συνήθισε να είναι καλά, μονάχα όταν είναι με κόσμο. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται όλοι μαζί, ξεχνούν τα προβλήματα, γελάν και είναι καλά. Ένας-ένας, όμως; Όταν μένει ο καθένας μόνος του, τότε και πάλι στεναχωριέται. Γιατί επιστρέφει ξανά στα προβλήματά του. Γι’ αυτό θέλει να συναντά άλλους ανθρώπους, ν’ ακούν μαζί μουσική −δυνατή, γρήγορη, χαρούμενη μουσική− και να μη μιλάν. Να κρατάει με κάθε τρόπο απασχολημένο το μυαλό του. Και έστω και προσωρινά, αισθάνεται έτσι ότι αποτελεί μέρος του συνόλου. Ότι δεν είναι μόνος. Και αυτό τον κάνει να παρηγοριέται και να ξεχνιέται. Λίγες στιγμές φυγής από την οδυνηρή πραγματικότητα… Όταν όμως επιστρέφει στο σπίτι και μένει μόνος, τότε παύει να είναι χαρούμενος. Γιατί βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπος με τα προβλήματά του. Όμως, τι φταίει κι αυτός; Η κοινωνία είναι έτσι φτιαγμένη, που δημιουργεί στον άνθρωπο ένα σωρό προβλήματα και ανάγκες! Και εκείνος, ανήμπορος να ικανοποιήσει όλες αυτές τις τεχνητές-συμβατικές ανάγκες, διαρκώς αγωνίζεται. Κι έτσι, η ζωή του κατασπαταλάται σ’ έναν αδιάκοπο, ανούσιο αγώνα! Και οι ανάγκες δεν τελειώνουν ποτέ· αντίθετα, πολλαπλασιάζονται! Και καθώς αυτός επιθυμεί −η κοινωνία τον έχει κάνει να νομίζει ότι επιθυμεί− όλα αυτά τα ανέφικτα πράγματα, τότε γίνεται πραγματικά δυστυχισμένος…».
Οι γυναίκες συμφωνούσαν, αλλά δεν έβρισκαν τίποτε άλλο να προσθέσουν. Η Ζωή μάλιστα, στην πραγματικότητα, είχε εντυπωσιαστεί από τη βαθιά σκέψη του Θοδωρή, κάτι που δεν ταίριαζε καθόλου με την εξωτερική εμφάνισή του.
Έπειτα από μια μεγάλη παύση, ο γέρος πρόσθεσε: «Όμως εγώ σας λέω ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία… Δεν υπάρχει λόγος να δενόμαστε τόσο πολύ με τα πράγματα, με την ύλη, γιατί δεν μας ανήκει τίποτα πραγματικά σε αυτήν την εφήμερη ζωή. Αποκτούμε μόνον τη χρήση τους, τίποτε περισσότερο! Σημασία έχει μονάχα η υγεία!».
Η Μαργαρίτα κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, ενώ η Ζωή τον άκουγε προβληματισμένη, χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο. Δεν ήταν τα λόγια του που την είχαν εντυπωσιάσει, όσο περισσότερο το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από τον συγκεκριμένο ρακένδυτο γέροντα, που καθόταν δίπλα της· τον άντρα με τα ασκητικά χαρακτηριστικά, που από μακριά έδινε την εντύπωση ζητιάνου ή ανθρώπου ψυχικά διαταραγμένου… Τον είχε ξαναδεί να περιφέρεται στους δρόμους της πόλης, όμως δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι μια μέρα θα καθόταν μαζί του στο ίδιο τραπέζι και θα κουβέντιαζαν. Και το σημαντικότερο, ότι αυτή η συνομιλία τους θα είχε κάποιο νόημα∙ και ότι η σκέψη του θα ήταν τόσο λογική και ρεαλιστική… Αυτή η κάτισχνη γεροντική μορφή φαινόταν ότι ανήκε σε έναν άνθρωπο που είχε μελετήσει σε βάθος τη ζωή. Και τελικά την είχε αποδεχθεί ακριβώς έτσι όπως ήταν∙ χωρίς παράπονο, χωρίς οργή ή δικαιολογημένη πικρία.
«Αλήθεια, Θοδωρή, τραγουδάς ακόμη; Παίζεις κιθάρα, όταν είσαι μόνος σου;» διέκοψε απότομα τις σκέψεις της η Μαργαρίτα.
Εκείνος απάντησε με βλέμμα θλιμμένο: «Όχι, δεν τραγουδάω πια, δεν παίζω».
Η Μαργαρίτα εξήγησε στη φίλη της: «Ξέρεις, ο Θοδωρής κάποτε τραγουδούσε επαγγελματικά, σε μαγαζί! Είχε ωραία φωνή και τον ζητούσαν από τα μαγαζιά να τραγουδήσει!». Εκείνος την άκουγε αμίλητος, αποφεύγοντας ν’ ανοίξει κουβέντα για το συγκεκριμένο θέμα, σαν να ήταν κάτι που τον ενοχλούσε.
«Γράφει ακόμη τόσο ωραία τραγούδια ο μαέστρος;» συνέχισε τις ερωτήσεις η Μαργαρίτα, επιχειρώντας να τον παρακινήσει να αναφερθεί σε αυτά.
«Όχι, δεν γράφει. Βγήκε στη σύνταξη» απάντησε κοφτά ο Θοδωρής. Κι έπειτα από δευτερόλεπτα σιωπής, κοίταξε την άλλη γυναίκα και αναπάντεχα, εξακολούθησε: «Κάποτε τραγουδούσα… στην Ανεμώνη. Γνωστό μαγαζί και καλό. Την εποχή εκείνη αυτά τα μαγαζιά ήταν καθώς πρέπει, για οικογένειες. Ερχόντουσαν γονείς με τα παιδιά τους, για ν’ ακούσουν τα τραγούδια μας και να διασκεδάσουν… Τέτοιο μαγαζί ήταν, όχι σαν τα σημερινά! Όταν έβγαινα για να τραγουδήσω, σηκώνονταν όλοι και με χειροκροτούσαν! Τα κοριτσάκια, μου ζητούσαν να τραγουδήσω κι άλλο, οι γονείς με καλούσαν στα τραπέζια, για να με κεράσουν κρασί. Όμως, εγώ δεν έπινα. Έπρεπε να τραγουδήσω. Και το κοινό με αγαπούσε πολύ!».
Η Μαργαρίτα συμφώνησε, λέγοντάς του χαμογελώντας: «Όλος ο κόσμος σε αγαπούσε! Για σένα έρχονταν όλοι. Έφερνες πολύ κόσμο στα μαγαζιά!».
«Όχι μόνο για μένα!» βιάστηκε να προσθέσει με σεμνότητα ο γέρος. «Και για τον μαέστρο! Έγραφε πολύ ωραία τραγούδια ο μαέστρος! Με συναίσθημα και ρομαντισμό! Παίζαμε κι άλλα τραγούδια –όχι μονάχα τα δικά του– και άλλων συνθετών… Όλα όμως είχαν ρομαντισμό και συναίσθημα. Οι παλιοί συνθέτες δούλευαν πάνω σε στίχους που ήταν αληθινή ποίηση. Η μουσική ακολουθούσε τον στίχο, που ήταν ρομαντικός και είχε κι αυτή μια νότα ρομαντισμού… Τώρα, ο κόσμος δεν ακούει πια τέτοια τραγούδια. Ας είναι, δεν πειράζει. Να είμαστε καλά. Να υπάρχει υγεία!».
Η Μαργαρίτα κοίταξε το ρολόι της. Ο Θοδωρής το πρόσεξε και σηκώθηκε απότομα.
«Εγώ πρέπει να πηγαίνω» είπε, διακριτικά. Πήρε το μπουκάλι με την κόκα-κόλα, έσκυψε και μάζεψε τη σακούλα του και στράφηκε προς τη Μαργαρίτα.
«Χάρηκα που είσαι καλά, Μαργαρούλα! Σε ευχαριστώ για όλα!» της είπε και την αγκάλιασε. Ύστερα χαιρέτησε με χειραψία και τη Ζωή και γλίστρησε βιαστικά έξω από το κατάστημα.
Μόλις έφυγε, η Μαργαρίτα διηγήθηκε στη φίλη της και την υπόλοιπη ιστορία του: «Ο Θοδωρής είχε έναν έρωτα. Όμως πληγώθηκε. Όταν διαπίστωσε ότι η γυναίκα που αγαπούσε τον είχε προδώσει, κάτι έγινε μέσα του· κλονίστηκε. Δεν μπορούσε πια, ούτε τις σπουδές του να συνεχίσει, ούτε να εργαστεί. Εμείς, τότε, είχαμε μετακομίσει στην Αθήνα. Πολύ αργότερα, μάθαμε τί είχε γίνει και ότι όταν αρρώστησε, τον εγκατέλειψαν ακόμη και οι δικοί του. Τότε σηκώθηκε και έφυγε από τη γειτονιά… Εξαφανίστηκε και για χρόνια, κανείς δεν ήξερε τί είχε απογίνει. Έπειτα από πολύ καιρό, αποκαλύφθηκε ότι ο Θοδωρής ήταν, τελικά, ζωντανός. Αποδιωγμένος από τους ανθρώπους, είχε καταφύγει σε μια σπηλιά και ζούσε εκεί μονάχος σαν το αγρίμι! Μια μέρα, τον βρήκαν τυχαία κάποιοι κυνηγοί. Ήταν άρρωστος, πολύ άρρωστος –είχε πάθει πνευμονία. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Και τότε μάθαμε ότι ήταν ζωντανός! Το πληροφορήθηκαν και τα κανάλια, ήρθαν οι δημοσιογράφοι και έκαναν εκτενή ρεπορτάζ για έναν άνθρωπο που ζούσε σαν ερημίτης, δημοσίευσαν συνεντεύξεις του σε περιοδικά, τον έκαναν εξώφυλλο… Κι ύστερα, όπως συμβαίνει πάντα, μετά τον κρότο της εφήμερης είδησης, τον ξέχασαν. Με όλη όμως αυτή τη δημοσιότητα που δόθηκε στην περίπτωσή του, κέρδισε κάτι και ο Θοδωρής· ευαισθητοποιήθηκε ο ιδιοκτήτης μιας μεγάλης γεωργικής έκτασης στις παρυφές του βουνού και του επέτρεψε να χτίσει σε μια γωνιά μία παράγκα, για να μένει εκεί και να του προσέχει και το κτήμα. Ο Θοδωρής μάζεψε παλιά καφάσια και ξύλα και έχτισε με τη βοήθεια των γειτόνων μια καλύβα. Από τότε, δεν ξαναγύρισε στη σπηλιά. Χρόνια τώρα, μένει εκεί. Όμως κατεβαίνει καθημερινά στο κέντρο, με τα πόδια! Παρά την τεράστια απόσταση και τα γηρατειά του! Όχι τόσο για το συσσίτιο της εκκλησίας. Γιατί φαγητό βρίσκει, του φέρνουν οι γείτονες. Ούτε φυσικά για τα χρήματα, που θα του δώσει κάποιος παλιός γνωστός που θα τον συναντήσει στο δρόμο. Αλλά επειδή του αρέσει η επαφή με τους ανθρώπους… Με τους περαστικούς, με τους παλιούς καταστηματάρχες, που τον γνώριζαν από παλιά, όταν είχε κι εκείνος το δικό του μαγαζί. Αυτοί τον αγαπούν πάντα και του δίνουν τρόφιμα και χρήματα. Ο Θοδωρής όμως δεν κρατάει ποτέ τα χρήματα για τον εαυτό του! Αυτός αρκείται σε λίγο φαγητό… Και τα κέρματα που μαζεύει −που του τα δίνουν μόνοι τους οι άνθρωποι, ποτέ δεν ζητάει− τα μετατρέπει σε χαρτονομίσματα. Όχι, για να τα κάνει κομπόδεμα, αλλά για να τα ρίξει στο παγκάρι της εκκλησίας, για τους φτωχούς! Το αστείο είναι ότι, όταν τον βρήκαν στη σπηλιά, όλοι τον παρουσίαζαν σαν έναν άνθρωπο που δεν άντεχε πλέον τη ζωή κοντά στους άλλους· που απαρνήθηκε την κοινωνική ζωή, για να μένει μονάχος στο βουνό! Όσοι γνωρίζουν όμως τον Θοδωρή, ξέρουν καλά ότι −στην πραγματικότητα− αυτό δεν ήταν ποτέ δική του επιλογή. Οι ίδιοι οι άνθρωποι, που τόσο άδολα είχε αγαπήσει, ήταν αυτοί που τον είχαν σπρώξει στη φυγή και στην απομόνωση. Εκείνος, ούτε όταν θόλωσε το μυαλό του από την προδοσία της κοπέλας του, ούτε αργότερα, όταν τον εγκατέλειψαν και οι δικοί του, δεν σταμάτησε να νοιάζεται γι’ αυτούς! Ακόμη και τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, δεν θα τον ακούσεις ποτέ να πει κακό για κανέναν. Πάντοτε εύχεται για όλους τα καλύτερα, παρά τα όσα έχει υποφέρει. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον περιφέρεται ολημερίς στους δρόμους. Χαίρεται και αποζητά διαρκώς την ανθρώπινη συναναστροφή. Επειδή, πάντοτε αγαπούσε τους ανθρώπους! Κι ας τον πλήγωσαν· κι ας του διέλυσαν τη ζωή!».
Βγαίνοντας στον δρόμο, οι δυο γυναίκες είδαν από μακριά τον γέροντα να μπαίνει σκυφτός σε ένα κατάστημα δίσκων. Περνώντας απ’ έξω, τον άκουσαν να συνομιλεί εγκάρδια με τον ιδιοκτήτη.
«-Βλέπεις τι σου έλεγα;», είπε η Μαργαρίτα. «Αυτό τον κρατάει τόσα χρόνια! Θέλει να νιώθει ότι τον αγαπούν. Να βεβαιώνεται καθημερινά ότι δεν τον έχουν απορρίψει οι άνθρωποι… Δεν θέλει τα λεφτά τους. Την καλή τους την κουβέντα αναζητά μονάχα!», πρόσθεσε. Και προσπερνώντας, χάθηκαν μέσα στη μεσημεριάτικη κίνηση και στους θορύβους της πόλης…