Επιτέλους άνοιξη! 25η Μάρτη κι είχε τα γενέθλιά της. Στη ζέστη του μεσημεριού ετοίμαζε δείπνο γι’ αυτήv και τον Γρηγόρη Σάμσα. Ήταν ο ήρωάς της από τα εφηβικά της χρόνια και ήθελε να τον ευχαριστήσει, ν’ απαλύνει την αγωνία του. Ετοίμαζε ευλαβικά τα εδέσματα. Ήθελε, όταν τελειώσει το γεύμα να φύγει ευχαριστημένος· εξάλλου ποτέ δεν θα έφευγε, γιατί το ανεπίτρεπτον ανάμεσα στο πριν και το μετά θα τους κρατούσε ενωμένους για πάντα.
Το τελευταίο που ήθελε ήταν ένα τυπικό δείπνο σερβιρισμένο στην τεράστια τραπεζαρία του σαλονιού. Φοβόταν μήπως πέσει και χτυπήσει το ευαίσθητο κάτω μέρος τού κορμιού του στο ξύλο της καρέκλας. Δεν έστρωσε λοιπόν τραπέζι αλλά, άπλωσε στο ξύλινο πάτωμα εκείνη τη λινάτσα με τα κεντημένα λουλούδια και την πορτοκαλί δαντέλα στις άκρες της. Τοποθέτησε τις πετσέτες του φαγητού δεμένες με κορδέλες καμωμένες από ανεμώνες και σκόρπισε πάνω στη λινάτσα φύλλα με λαχανικά της εποχής. Αντικριστά έβαλε και δυο φαρδιά δοχεία ένα για την μπύρα κι ένα για το νερό.
Για το μενού παιδεύτηκε, μόνο μέχρι να το αποφασίσει. Έβρασε πατάτες και αβγά, τα άλεσε και έφτιαξε κροκέτες. Θα τα συνόδευε με σαλάτα ρόκα και μαρούλι. Στο τέλος έφτιαξε την τούρτα. Ήταν σίγουρη ότι ποτέ του δεν θα ‘χε δοκιμάσει παρόμοια. Δύο είδη τυριών, κρέμα Φιλαδέλφεια και ροκφόρ, ανακατεμένα με βραστά λαχανικά περιχυμένα με σάλτσα από κορν φλάουρ και ζωμό κότας. Αμέσως μετά φρόντισε για τη μουσική. Θυμήθηκε ότι του άρεσε πολύ το βιολί. Άνοιξε τα σκούρα στην πίσω πλευρά του σαλονιού. Πλησίασε το CD Player και βρήκε τις μελωδίες που του άρεσαν.
Ήταν σούρουπο, όταν άκουσε σύρσιμο στην εξώπορτα κι έτρεξε να ανοίξει. Ο Γρηγόρης Σάμσα στεκόταν στο κατώφλι αμήχανος και σιωπηλός. Τριγύρω του πετούσαν φτερωτές νυχτερίδες και στην πλάτη του κουβαλούσε ένα μήλο σαπισμένο, κάθε λογής κλωστές, τρίχες και αποφάγια. Σύρθηκε πιο μέσα και παρά τα χάλια του, καθόλου δεν ντράπηκε να πατήσει στο πεντακάθαρο πάτωμα του καθιστικού και να σταθεί πάνω στη λινάτσα. Κοίταξε γύρω του, ανασηκώνοντας το κεφάλι του όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να συναντήσει το βλέμμα της με τη στυγερή διαύγεια της μακρινής του ματιάς.
Εκείνη μειδίασε αμίλητη και ξεκίνησε να σερβίρει πρώτα τη σαλάτα έπειτα τις κροκέτες, το νερό, τη μπύρα. Έτρωγαν με προσήλωση κι έμοιαζε να μην τους αγγίζει καθόλου η θαμπάδα της νύχτας. Ο Γρηγόρης Σάμσα -χωρίς να πάρει ανάσα- με τα μάτια μισόκλειστα από την απόλαυση, αποτελείωσε διαδοχικά τη σαλάτα, τις κροκέτες κι απόλαυσε την παγωμένη μπύρα.
Εκείνη πήγε στην κουζίνα για να φέρει την τούρτα -μια τούρτα αλλιώτικη απ’ τις άλλες- όχι γλυκιά, μα πικάντικη, στολισμένη με καβουρδισμένα αμύγδαλα και αυτή την ωραία άσπρη σκόνη από βόρακα… Έσβησε τα κεριά μ’ ένα φύσημα μα εκείνος δεν ξεστόμισε ούτε μιαν ευχή. Έτρωγε με λαιμαργία αυτή την ξεχωριστή τούρτα.
Η μουσική ακουγόταν απαλά κι εκείνος ξάπλωσε ευχαριστημένος και χορτασμένος στην άκρη της λινάτσας. Είχε πάψει να αισθάνεται ακόμη και το σαπισμένο μήλο στην πλάτη του και τον ερεθισμό σ’ όλη εκείνη την περιοχή. Για λίγο η σκέψη του έτρεξε στην οικογένεια και τη φωλιά του στο σπίτι του κι ένα χαμόγελο γούρλωσε κι άλλο τα εξογκωμένα μάτια του. Έπειτα προσπάθησε να κινηθεί, μα δεν τα κατάφερε και απόμεινε στο πάτωμα πάνω στη λινάτσα. Από τα ρουθούνια του βγήκε αδύναμη η τελευταία του πνοή. Μια σκάλα κατακόρυφη ακουμπούσε τον ουρανό!
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τρομαγμένη στο πάτωμα… δεκάδες σβησμένα κεριά αχνίζανε κάτω απ’ τα πόδια της.