You are currently viewing Γιώργος  Αλεξανδρής:  κύριε, κύριε …

Γιώργος  Αλεξανδρής:  κύριε, κύριε …

 

Κύριε, κύριε…

 

Γεμάτοι οι δρόμοι και όλοι τους βιαστικοί
στριμωξίδι τ΄απάντημα, διαβάτες περαστικοί,
στο ανέκφραστο βλέμμα τα ανερώτητα γιατί,
αντίλαλος και σπονδή αντιμιλιάς η σιωπή.

Ανείπωτη η αγωνία και το άγχος βαραίνει
πολιορκημένα στήθη, με μία ανάσα βγαλμένη
από μαύρες σκέψεις και στο φόβο βουτηγμένη,
τη μοναξιά με περισπούδαστη θλίψη να βαθαίνει.

Με τρεμάμενα χέρια, σφιγμένα χείλη και κρύες καρδιές,
τα προσχήματα συντάσσουν στις γνώριμες μορφές,
με αγέλαστο χαιρετισμό και στενάχωρες αγκαλιές
στις τυχαίες συναντήσεις και τις άβολες στιγμές.

Μορφολόγημα και κείνος της ανάγκης στο μιλητό,
διέβλεπε γνωστούς και συντρόφους στον κάθε διπλανό,
διαφέντευε συνάξεις με φίλιωμα και θαυμασμό
και διαλαλούσε ομορφιές και χάρες χωρίς κομπασμό.

Άσκοπο γυροβόλημα σε κάθε στροφή και γωνιά
ξεστράτισμα το λιόγερμα κι απόκληρος στην αντηλιά.
Ξάφνιασμα το απροσδόκητο γέλιο από μικρά παιδιά
κι αγκάλιασμα του δρόμου  με μία λαίμαργη ματιά.

Ευελπιστία ο πειρασμός, περατάρη να σταματήσει
και για της ψυχής τα άγνωστα μεγαλεία να ρωτήσει.
-Κύριε,κύριε, ποιο δρόμο κάποιος να ακολουθήσει,
την ομορφιά του γέλιου των παιδιών να κοινωνήσει;

                            

 

 

Πετροβολισμοί στον Ληθαίο

 

Στης νύχτας τα κελαρυστά αναγνώσματα,
με μια μύχια και σαγηνευτική νωχέλεια,
λιτανεύει ο Ληθαίος των εποχών το ψίκι,
γητεύει την ομορφιά και τη γηθοσύνη,
σμιλεύει την αρχέγονη αλκή του χρόνου
και ψηλαφώντας  γλαφυρά  τις όχθες του,
αυτομολεί αυτάρεσκα στο φλοίσβο του
ν’ ακούει στις κλασικές και μουσκεμένες άριες,
να θεραπεύονται ειδύλλια κι εμπνεύσεις.
*
Πετριές τ’ ονειροπόλημα και πλαταγή η σιωπή,
αφρόσκεποι οι καημοί ‚ίσκιωμα στη στροφή.
*
Στης ανατολής τις γραφές και δεήσεις,
με μια γαλήνια και υπεροπτική ταπεινότητα,
δαψιλεύει της μέρας μακαρισμούς,
αμνηστεύει σιωπηρά το δικασμένο χθες,
πομπεύει της ζωής τις μαγγανείες
κι επηρμένος αγνώστων θεών προσκυνητάρης,
αυθαιρετεί στον ορισμό του κάλλους
και τυμβωρυχεί σε ιστορίες και μύθους,
αρχή και τέλος της πόλης ν’ αποτελεί.
*
Πετριές στα άβαθα οι ευχές, το ανάθεμα το βουβό,
όπως κι η λιοβολή,  φως πετριά μες στα νερά του.
*
Στα γεφυροπεράσματα, ήθος κανονισμένο,
αδέξιες φωνές, αυθάδεια και ασφαλής βιασύνη,
ώμοι γερτοί προβλέψιμοι, είδωλα στραγγισμένα,
γενιές τ’ αγάλματα και αδειανές υδρίες,
ρήσεις κενές και ασυμπλήρωτη ιστορία,
εξέδρα που λιγοστεύει της κοίτης την απλωσιά,
που μικραίνει τ’ ανάστημα του κόσμου
και βλέπει στο κοντινό, το ξάγναντο ,τη ζωή
να μετριέται λειψή, αιχμάλωτη και σημαδεμένη.
*
Πετριές τα άδεια βλέμματα, το βήμα το ταχύ
ψυχή μες στην απόγνωση και  η μνήμη στην οργή.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.