Το άλογο από κοράλλι
Ήμασταν τέσσερις στο πλοιάριο που πηγαίναμε να ψαρέψουμε αστακούς. Η Εουμέλια είχε μόνο ένα κατάρτι, όταν λοιπόν τη νύχτα κάποιος από μας έπιανε στα χέρια ή στα πόδια του τη λαγουδέρα,οι άλλοι τρεις κοιμόμασταν στοιβαγμένοι στη σκοτεινή καμπίνα της πλώρης και νιώθαμε το σκαμπανέβασμα του σκάφους που έφερνε το βρώμικο νερό του αμπαριού να γλείψει τους αστραγάλους μας. Είχαμε πια συνηθίσει εκείνη τη σκληρή ζωή και οι τέσσερεις, γιατί όταν ο άνθρωπος χαράξει πορεία και πάρει το δρόμο του δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω.Το σώμα γίνεται ένα με το δρόμο και δεν αντέχει σε άλλον καινούργιο.Αυτό πιστεύαμε πάντα μέχρι που ήρθε ο πέμπτος στην παρέα μας και ήταν πια αδύνατον να συμβιβαστούμε με αυτήν την ιδέα. Δεν είχε φανερό λόγο ούτε και εμπειρία από τη δική μας ζωή εκτός του ό,τι είχε και τα διπλάσια χρόνια από εμάς. Επιπλέον ήταν πλούσιος, γιατί λοιπόν τον πήραμε μαζί μας; Για λίγα πέσος; Ήταν πράγμα ακατανόητο και δεν μπορούσα να το χωνέψω. Μέχρι που μια μέρα αυτό σαλτάρει και διαμαρτύρεται ότι έχει πολύ εκτεθεί στα βλέμματα και στα λόγια που δεν ξεστομίζονται. Και την τρίτη μέρα ειπώθηκε εγώ για μένα. Τότε ρώτησα:
-Μόνγκο, γιατί είναι ο πλούσιος εδώ; Εξήγησέ μου.
-Για να κοιτάζει τον πάτο της θάλασσας.
-Αυτό δεν βοηθάει να βάλουμε τη ψαριά στο πανέρι.
-Όχι, αλλά για μας είναι σαν ο αστακός να είναι ήδη στο σακκί, πουλημένος και αγορασμένος.
-Δεν σε καταλαβαίνω .
-Με γερό νόμισμα Λούσιο, ασήμι που κυλάει και ξοδεύεται.
-Δηλαδή πληρώνει;
-Πληρώνει.
-Και πόσα πιάσαμε;
-Πιάσαμε όσα θέλαμε να πιάσουμε.
Ο Μόνγκο με κοίταζε στα μάτια και χαμογελούσε όπως όταν περίμενε να καταλάβω χωρίς πολλά λόγια κάτι από τις κατεργαριές του.
-Και ξέρει ότι συχνά κάνουμε βδομάδες να πιάσουμε λιμάνι;
-Το ξέρει.
-Και ότι το νερό δεν είναι από το ψυγείο ούτε από νταμιζάνα με κάνουλα;
-Το ξέρει.
-Και ότι εδώ δεν έχει πού να κοιμηθεί, ότι δεν υπάρχει τάβλα καθαρή και γερή;
-Κι αυτό το ξέρει και δεν ζητάει τίποτα, κάνε κράτει όμως με τις ερωτήσεις Λούσιο, κοίτα… στη θάλασσα είναι όπως με τα πούρα…μετά τις χρειάζεσαι και πια δεν τις έχεις.
Και το αφεντικό μου γύρισε την πλάτη όταν πάνω από το Καγιουέλο άρχισε να ανατέλει ο Αποσπερίτης.
Εκείνη τη νύχτα αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσα να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο.Να κοιτάζει, λέει,το νερό όταν έχει ήλιο με το κεφάλι κάτω και έτσι να απασχολείται.Μήπως όταν σκύβει το κεφάλι το κάνει για να μην τον αναγνωρίσουν από άλλο πλοίο; Και τι μπορεί να ζητάει ένας άντρας που αφήνει την ασφάλεια της στεριάς και τα σίγουρα λεφτά; Τι μπορεί να ψάχνει πάνω στη φτωχή Εουμέλια που στο κάτω της γραφής μπορεί μια νύχτα να την αρπάξει ο βοριάς χωρίς να ξέρουμε για πού. Αποκοιμήθηκα γιατί έκαιγαν τα μάτια μου. Όλη μέρα κοίταζα τον πάτο μιας λεκάνης και προσπαθούσα με μια κλωτσιά να μπουν οι αστακοί στο αστακόδιχτο.Κοιμήθηκα όπως κοιμάται κάποιος όταν ψαρεύει αστακούς, ξερός μέχρι τα ακροδάχτυλα.
Με το ξημέρωμα,σαν από φώτιση, βρήκα την απάντηση. Να δεις που άλλο πλοίο πιο γρήγορο θα έρθει να τον αναζητήσει. Στο Γιουκατάν θα πηγαίνει,στη γη των μεξικάνων, για κάποιο σφάλμα από εκείνα που δεν διορθώνονται με χρήματα και πρέπει να περάσεις θάλασσα, στεριά και ουρανό. Γι’ αυτό λέει το αφεντικό ότι παίξαμε όπως θέλαμε να παίξουμε ενώ εγώ πέρασα ολόκληρη τη μέρα μπρούμητα πάνω στο σκάφος με τον Πεδρίτο στα κουπιά και την Εουμέλια αγκυροβολημένη σε μια θάλασσα ήσυχη και γλυκιά χωρίς αεράκι που άφηνε να καθρεφτίζεται ο ουρανός πάνω της.
-Ο ξένος έκανε το ίδιο με σένα. Όλη μέρα μπρούμητα να κοιτάζει το βυθό,είπε χαμογελώντας ο Πεδρίτο και εγώ σκουπίζοντας τα χέρια για να μη μουσκέψω το δεύτερο πούρο της ημέρας τον ρώτησα:
-Δεν σου περνάει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να περιμένει κάποιο πλοίο;
-Ποιο πλοίο;
-Άντε να του δώσεις όνομα εσύ, μήπως εγώ ξέρω! Ίσως νηολογημένο στο Γιουκατάν.
Ο Πεδρίτο έμεινε να με κοιτάζει με τα αθώα γαλάζια μάτια του, με τα δεκατέσσερά του χρόνια και αυτά στη θάλασσα.
-Δεν ξέρω τι λες.
-Θα θέλει να φύγει από την Κούβα.
-Είπε ότι θα κατέβαινε στο λιμάνι,πως όταν δεν θα είχε μπουνάτσα θα γύριζε στη στεριά και πάλι.
-Το άκουσες εσύ;
-Φυσικά! Το είπε στο Μόνγκο: «Όσο δεν έχει αέρα θα είμαι μαζί σας,μετά θα γυρίσω σπίτι μου.»
-Πώς;!
-Αυτή είναι η συμφωνία Λούσιο,να επιστρέψει στο λιμάνι ακόμη κι αν φυσάει το αεράκι του μεσημεριού.
Άρα ο άνθρωπος δεν ήθελε να δραπετεύσει, και από πάνω ήταν και πλούσιος.Πρέπει να ψαρεύεις αστακούς για να καταλάβεις αυτά τα παράξενα πράγματα. Γιατί ποιος μπορεί ποτέ να σκεφτεί να κάνει μια τέτοια τρέλα για να ελευθερωθεί για πάντα , τις νύχτες σε μια καμπίνα πλώρης και τις μέρες πεσμένος μπρούμητα.
Του πήρα τα κουπιά και φύγαμε για το σκάφος χωρίς άλλη κουβέντα.
Όταν περάσαμε μπροστά από την πρύμνη γύρισα να δω. Στεκόταν σχεδόν μπρούμητα.Δεν είδε το βαρκάκι μας ούτε φάνηκε να άκουσε καν το χτύπο από τα κουπιά, μόνο σαν να ενοχληθηκε όταν πάφλασε η θάλασσα από το κουπί και πετάχτηκε εκεί που κοίταζε μια ριπή από καθαρό νερό, κάτω από τα μάτια του εκεί όπου είχε προσηλωμένο το βλέμα του, στο βυθό της θάλασσας.
Μπορεί κάποιος να σχεδιάζει το μέλλον του, να κάνει τους υπολογισμούς του, τα χρήματα που χρειάζεται, υπάρχουν όμως και πράγματα που αξίζουν πιο πολύ από αυτά. Όπως για παράδειγμα να μάθει, γιατί ένας άνθρωπος με φωτεινά μάτια και μέτωπο καθαρό συμπεριφέρεται σαν τοίχος, ανέκφραστος.Γι’ αυτό πήγα να ανταμώσω το αφεντικό.
-Μόνγκο. Τι θέλει; Τι ψάχνει; Για τι πληρώνει;
Ο Μόνγκο μπάλωνε το δίχτυ σε ένα πανέρι και μισάνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά βγήκε μόνο ένα συννεφάκι από το πούρο του που χάθηκε μετά στον αέρα.
-Δεν με ακούς; Επέμεινα.
-Ναι.
-Και τι περιμένεις για να απαντήσεις;
-Γιατί ξέρω τι θέλεις να μάθεις και σκέφτομαι με πιον τρόπο μπορώ να σου απαντήσω.
-Με λέξεις.
-Ναι, λέξεις αλλά η ιδέα…
Γύρισε προς το μέρος μου και άφησε στην άκρη τη σαϊτα με την οποία μπάλωνε.
Εγώ συγκρατήθηκα για λίγο περιμένοντας και στο τέλος αποφάσισα να το ξεκαθαρίσω:
-Η ερώτησή μου δεν έχει να κάνει με τον άλλο κόσμο ούτε με τούτον εδώ.
-Η απάντηση όμως ναι, έχει να κάνει με τον άλλο κόσμο Λούσιο,μου είπε πολύ σοβαρά και καθώς έπαιρνα βαθιά ανάσα για να του εξηγήσω ότι δεν τον καταλάβαινα, ο Πεδρίτο έβαλε τις φωνές:
-Το νου σας, κολλήσαμε!
Βουτήξαμε στη θάλασσα και με το νερό ως το λαιμό σπρώχναμε τα ύφαλα της Εουμέλια μέχρι που ξεκόλλησε και άρχισε και πάλι να επιπλέει πάνω από έναν αμμουδερό όχτο που έκανε τους στροβιλισμούς του. Ο Μόνγκο βρήκε την ευκαιρία να ελέγξει το ενυδρείο και ό,τι είχε να κάνει με τις τάβλες της καρίνας και εγώ, ήταν η σειρά μου, να φτιάξω το μεσημεριανό.Έτσι με τούτο και με εκείνο δεν μπόρεσα να μιλήσω με το αφεντικό. Μπόρεσα όμως να δω καλύτερα το πρόσωπο του ξένου και για πρώτη φορά κατάλαβα ότι εκείνα τα μάτια, φωτεινά και μεγάλα, δεν θα μπορούσαν να κοιτούν για πολλή ώρα μπρούμητα το βυθό. Δεν μου απηύθυνε λέξη, έγειρε όμως κοντά στη μπάρα του τιμονιού και έπεσε για ύπνο ξερός, σαν πέτρα. Όταν έπεσε η νύχτα το αφεντικό τον ξύπνησε και στο σκοτάδι έφαγε μόνο λίγη σούπα και πήγε ξανά για ύπνο.
Φυσούσε ένα απαλό αεράκι που ερχόταν από τις δασωμένες παραλίες του Καγιουέλο, έπλεινα όπως όπως τα πιάτα στη θάλασσα για να πάω μετά στην πλώρη, εκεί που το αφεντικό είχε ξαπλώσει ανάσκελα κάτω από το ολόγεμο φεγγάρι. Δεν του είπα σχεδόν τίποτα άλλο παρά άρχισα από εκεί που είχαμε αφήσει την κουβέντα μισοτελειωμένη:
-Η ερώτηση μου δεν έχει να κάνει με τον άλλο κόσμο ούτε με τούτον.
Κάτω από το φεγγάρι χαμογελούσε καλοδιάθετος.Ανασηκώθηκε χωρίς να πει λέξη και ενώ έπιανε τη καπνοσακούλα του μίλησε και το πρόσωπό του φωτιζόταν από τις αντανακλάσεις του φεγγαριού πάνω στο νερό.
-Ξέρω πια τι μπορώ να σου απαντήσω,κάθησε Λούσιο.
Ακούμπησα την πλάτη στο κατάρτι της πλώρης και γλιστρώντας σιγά σιγά κάθησα.
-Άκουσέ με, φαντάσου ότι δεν είναι καλά στα μυαλά του και με τα λεφτά του προσπαθεί να ξαναγίνει αυτό που ήταν πριν, γι’ αυτό είναι εδώ.
-Με το κεφάλι κάτω κοιτάζοντας το νερό όλη μέρα;
-Το βυθό.
-Το νερό ή το βυθό, χαζό δεν είναι;
-Και τι πειράζει αν ένας άνθρωπος πληρώνει για τη χαζομάρα του;
-Πειράζει.
-Γιατί;
Ξαφνικά δεν ήξερα γιατί αλλά του είπα αυτό, όπως μπόρεσα.
-Γιατί δεν φτάνει μόνο κάποιος να κερδίζει χρήματα που δεν είναι από τη δουλειά του αλλά χρειάζεται να ξέρει και τι οδηγεί το χέρι που του τα δίνει.
-Η τρέλα,να υποθέσεις.
-Και είναι σωστό να είμαστε με έναν τρελό σε ένα σκάφος με τέσσερα σανίδια;
-Είναι μια ιδιαίτερη τρέλα,Λούσιο ηρέμησε, μόνο με τον αέρα δεν τον βολεύει.
Πάλι τα ίδια, ανταριάστηκα και τον ρώτησα:
-Τι ρόλο παίζει ο αέρας εδώ Μόνγκο; Μου το είπε κιόλας ο Πεδρίτο. Γιατί θέλει τη θάλασσα λάδι;
-Σου το είπα.Τρέλα Λούσιο.
-Όχι! Του απάντησα υψώνοντας τη φωνή και κοίταξα στη συνέχεια προς την πρύμνη βέβαιος ότι τον είχα ξυπνήσει.Είδα όμως μόνο τα γυμνά του πόδια που έβγαιναν από τη σκιά της τέντας και τα έλουζε το φεγγαρόφωτο. Κατόπιν στράφηκα προς το Μόνγκο και είδα ότι γελούσε με την καρδιά του:
-Μη τρομάζεις άνθρωπε! Είναι μια αδιανόητη τρέλα και πληρώνει γι’ αυτή. Είναι ανίκανος να κάνει ζημιά.
-Ναι,αλλά ένας άνθρωπος μπορεί να βγει εκτός εαυτού εξαιτίας κάποιου άλλου,του είπα γρήγορα και κατάλαβα ότι τώρα ναι, είχα μπορέσει να πω αυτό που ήθελα.
-Καλά, λοιπόν θα σου απαντήσω.Ο άνθρωπος αυτός πιστεύει ότι υπάρχει κάτι στη θάλασσα, κάτω από την επιφάνεια.
-Κάτι;
-Ένα άλογο.
-Τι;!
-Ένα άλογο κόκκινο, λέει,κατακόκκινο όπως το κοράλλι.
Και ο Μόνγκο χασκογέλασε δυνατά και δεν έκανα λάθος. Ξαφνικά ανάμεσά μας στεκόταν ο ξένος και ο Μόνγκο ταραγμένος κάπως ρώτησε:
-Τι συμβαίνει κουμπάρε, σου πέρασε η νύστα;
-Μιλούσατε για το άλογο και εγώ δεν λέω ψέματα, εγώ δεν αστιεύομαι με τέτοια πράγματα.
Σηκώθηκα σιγά σιγά όρθιος γιατί δεν έβλεπα το πρόσωπό του, μονάχα το γύρω γύρω του κεφαλιού του κόντρα στο φως του φεγγαριού. Και χωρίς αμφιβολία ο άνθρωποςαυτός θα ήταν ενοχλημένος, παρότι τα λόγια του ακούστηκαν ήρεμα. Όμως όχι, ο ξένος στεκόταν ήσυχος όπως η θάλασσα. Ο Μόνγκο δεν του έδωσε καμιά σημασία,σηκώθηκε με ηρεμία όρθιος και είπε:
-Εγώ δεν περνάω κανέναν για ψεύτη αλλά δεν έψαξα ποτέ ένα ζωντανό άλογο κάτω από τη θάλασσα, και γλίστρησε έπειτα στην πλώρη στο τετράγωνο άνοιγμα της καμπίνας για να κοιμηθεί.
– Όχι, όχι ποτέ δεν θα το βρω, μουρμούρισε o ξένος, αν και το αναζήτησα δεν θα το συναντήσω.
– Γιατί όχι; Σάμπως ο Μόνγκο ξέρει περισσότερα από τους άλλους, είπα αμέσως. Ο ξένος έγειρε τώρα στο πλάι, έτσι που το φεγγάρι φώτιζε το πρόσωπό του.
-Γιατί πρέπει να έχεις μάτια για να βλέπεις. «Αυτός που έχει μάτια βλέπει».
-Να βλέπει τι, να βλέπει τι πράγμα;
-Να βλέπει αυτό που έχουν ανάγκη να βλέπουν τα μάτια, όταν πια τα έχουν δει όλα ξανά και ξανά…
Χωρίς αμφιβολία αυτό κι αν ήταν τρέλα.Τρέλα από την καλή,την ήπια…
Ο Μόνγκο είχε δίκιο, όμως εμένα δεν μου αρέσει να κερδίζω χρήματα από τρελούς ούτε να χάνω το χρόνο μου με αυτούς.Για αυτό θέλησα να φύγω και έκανα τέσσερα βήματα προς την πρύμνη όταν ο ξένος γύρισε και μου είπε:
-Ακούστε, μείνετε.Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εξοργίζεται εξαιτίας κάποιου άλλου.
Ήταν τα ίδια τα δικά μου λόγια και κατάλαβα ότι έπρεπε να εξηγηθώ.
-Ωραία, και λοιπόν;
-Εσείς εξαιτίας μου είστε εξοργισμένος…
-Λίγο με νοιάζει αν θέλετε να περάσετε τη ζωή σας κοιτάζοντας το νερό ή τον πάτο.
-Ναι βέβαια… αλλά σας ενδιαφέρει να ξέρετε γιατί…
-Το ξέρω πια.
-Τρέλα;
-Ναι, τρέλα.
Ο ξένος χαμογέλασε και είπε ενώ συνέχιζε να χαμογελάει:
-Σ’ αυτό που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πρέπει να δώσουμε ένα όνομα.
-Κανείς όμως δεν μπορεί να δει αυτό που δεν υπάρχει.Ένα άλογο είναι φτιαγμένο για να φρουμάζει με τα ρουθούνια του, με τη χαίτη του για να ανεμίζει όταν καλπάζει και τις οπλές του για τις πέτρες.
-Είναι όμως φτιαγμένο και για τη φαντασία.
-Τι;
-Για να το αφήνεις να τρέχει όπου ο νους επιθυμεί.
-Γι’ αυτό εσείς το βάζετε να τρέχει κάτω από το νερό.
-Δεν το βάζω εγώ είναι εκεί, κάτω από το νερό.Το βέπω να περνάει και το ακούω.Διακρίνω μέσα στην ηρεμία το μακρινό βουητό από τις οπλές του να πλησιάζει με καλπασμό,φθάνει αφηνιασμένο και μετά βλέπω τη χαίτη του από φύκια και το σώμα του κόκκινο σαν τα κοράλλια,σαν το αίμα ειδωμένο μέσα στη φλέβα που δεν έχει βγει ακόμα στον αέρα.
Ήταν φανερό πως ήταν αναστατωμένος και ένιωσα την ανάγκη να τον αφήσω μόνο του.Ενδόμυχα όμως είχα ένα πράγμα παραδεχτεί, ότι είναι ωραίο να βλέπεις να περνάει ένα τέτοιο άλογο ακόμη και αν είναι στα λόγια. Και που θα συνεχίζεις να το βλέπεις έστω και μέσα από τις περιγραφές ενός ανθρώπου αναστατωμένου. Αυτή την επιθυμία από εκεί και ύστερα έπρεπε να την αποσιωπήσω γιατί δεν μου άρεσε καθόλου να θέλω να τη συζητήσω.
-Ωραία είναι να ψάχνεις ένα άλογο, όταν δεν έχεις να ψάξεις για το ψωμί.
-Όλοι έχουμε ανάγκη από ένα άλογο.
-Όμως το ψωμί το χρειάζονται περισσότεροι άνθρωποι.
-Και το άλογο όλοι.
-Εμένα άσε με με το ψωμί γιατί είναι σκυλίσια αυτή η ζωή που κάνουμε.
-Αν χορτάσεις το ψωμί, μετά θα θέλεις και το άλογο.
Ίσως να μη μπορούσα να καταλάβω καλά,υπάρχει όμως στη σκέψη ενός ανθρώπου κάτι ή ένα φως που ακτινοβολεί στα λόγια του σε αυτά που δεν είναι ευκολονόητα και αυτό το φως είναι αρκετό να ανάψει μια σπίθα. Και μένα η δουλειά μου ήταν αρκετά σκληρή να ρίχνομαι όλη μέρα μπρούμητα να πιάσω αστακούς. Απομακρύνθηκα λοιπόν με γρήγορο βήμα χωρίς να πω λέξη έτσι δεν άφησα περιθώρια να με φωνάξει πάλι, πόσο μάλλον να γυρίσω πίσω.
΄Οπως πάντα η μέρα έγειρε πάνω από το Καγιαλουέλο και ο άνεμος πρίμα έφερε το κρώξιμο από τα θαλασσοπούλια.Εγώ φύλαξα να συναντήσω ιδιαιτέρως το Μόνγκο τη στιγμή που έμπαινε με τον Πεδρίτο στο βαρκάκι και του το είπα στα ίσια χωρίς να περιμένω απάντηση.
-Ξέχνα το μέριδιό μου, δεν παίρνω λεφτά από τον ξένο.Εμείς μια ζωή την ίδια δουλειά, διάφανο νερό, αστακόδιχτο και βυθός σπαρμένος με φύκια.
Ξαφνικά και για πρώτη φορά έσκασα στα γέλια και γυρίζοντας το κεφάλι προς τον Πεδρίτο είπα:
-Τι λες, πώς θα σου φανεί αν πιάσω στο αστακόδιχτο ένα κοραλλένιο άλογο;
Τα αθώα μάτια με κοίταξαν χωρίς να μου απαντήσει και ξαφνικά ένιωσα ένα τρέμουλο από τα λόγια του.
-Πρόσεχε Λούσιο γιατί ο ήλιος σε χτύπησε στο κεφάλι.
«Όχι ο ήλιος, ο ξένος» σκέφτηκα με θλίψη χωρίς να το πω και χωρίς να ξέρω γιατί.
Πέρασαν τρεις μέρες ίδιες όπως πάντα και όπως πάντα ο ξένος σιωπηλός να τρώει λίγο και να κοιτάζει πολύ,πάντα σκυμένος στη κουπαστή χωρίς να δίνει σημασία στις όποιες σπόντες του Βισέντε που τις πετούσε ανάμεσα σε γελάκια και κατέληγαν σε κοροϊδίες.
-Ε! κουμπάρε, βορειότερα τα φύκια στο βυθό είναι πιο πλούσια,φαίνεται πως αναπτύσσονται καλύτερα με τη συνδρομή από το αλογάκι.
Αυτό δεν μου φαινόταν βαναυσότητα αλλά αγένεια. Πριν γελούσα πάντα με όσα έλεγε ο Βισέντε,τώρα όμως εκείνα τα λόγια ήταν τόσο υποτιμητικά και θλιβερά γιατί είχαν να κάνουν με την ιδέα ενός κόκκινου αλόγου ελεύθερου που ανεμίζει η χαίτη του, που περνάει και αντηχούν οι οπλές του στις πέτρες του βυθού. Με πόνεσαν τόσο που την επόμενη νύχτα πλησίασα πάλι τον ξένο παρότι δεν είχα διάθεση να υποχωρήσω.
-Υποθέστε ότι υπάρχει,υποθέστε ότι περνάει καλπάζοντας κάτω από το νερό.Τι θέλει να πετύχει με αυτό; Ποιος είναι ο προορισμός του;
-Ο σκοπός του είναι να περάσει, να λάμψει και ας μην έχει προορισμό.
-Και αξίζει αυτό το μαρτύριο να περνάτε τις μέρες σας όπως τις περνάτε, μόνο για να το δείτε να περνάει,να τρέχει και να εξαφανίζεται;
-Κάθε τι νέο αξίζει το μαρτύριο, κάθε τι που έχει μυστήριο και προσμονή για το μέλλον αξίζει πάντα τη θυσία.
-Κουταμάρες,δεν θα περάσει ποτέ, δεν υπάρχει, κανείς δεν το έχει δει.
-Εγώ το έχω δει και θα το ξαναδώ.
Πήγα να του απαντήσω αλλά καθώς τον κοίταξα στα μάτια έμεινα σιωπηλός.Είχε μια τέτοια δύναμη ειλικρίνειας στο βλέμμα του και μια ευγένεια στην παρουσία του που δεν τόλμησα να τον διαψεύσω. Έτσι κοιτάζοντας αλλού ακολούθησα με τη ματιά μου, πάνω από τον ώμο του, το πέταγμα ενός γλάρου που ξαφνικά έκλεισε τις φτερούγες του και με μια βουτιά έπεσε στη θάλασσα.
Ο ξένος τότε έβαλε την παλάμη του στον ώμο μου:
-Εσείς επίσης θα το δείτε,ελάτε μαζί μου αυτό το βράδυ.
Του κατέβασα το χέρι σχεδόν θυμωμένος που μου είπε τέτοιο πράγμα.
Εμένα δεν θα μου ζεματούσε άλλο το κεφάλι,να το έκανε ο ήλιος ήταν δικαίωμά του, εκείνος όμως όχι, δεν θα τον άφηνα να με κάνει να βλέπω οπτασίες ούτε από αυτόν ούτε από τον άλλον κόσμο.
-Μου φτάνουν οι αστακοί. Δεν έχω ανάγκη από κάτι άλλο,και του γύρισα την πλάτη αλλά στον αέρα άκουσα τα λόγια του.
-Έχεις τόση ανάγκη, όση και εγώ. «Έχεις μάτια για να βλέπεις».
Εκείνη τη μέρα σχεδόν δεν έφαγα, δεν είχα όρεξη. Επιπλέον είχε αρχίσει για τα καλά η αστακοαλιεία και είχα πολλά να κάνω. Έτσι, πριν ακόμα τελειώσει το ρεπό μου, έφυγα με τη βάρκα και τον Πεδρίτο και δουλεύαμε μέχρι τις πέντε το απόγευμα μέχρι που δεν μπορούσαμε πια να διακρίνουμε στο βυθό κάποιο αστακουδάκι της προκοπής. Επιστρέψαμε στο πλοίο και το χειρότερο για μένα ήταν ότι οι τρείς τους Βισέντε, Πεδρίτο και Μόνγκο βγήκαν στη στεριά για να ψάξουν για ίκακους1. Εγώ θα είχα πάει μαζί τους αλλά δεν τους πήρα είδηση όταν έπιασαν τα κουπιά. Έμεινα στη πρύμνη να μπαλώνω δίχτυα και να ψάχνω οποιαδήποτε δουλειά αρκεί να μη σήκωσω το κεφάλι και δω τον ξένο. Ήμασταν αγκυροβολημένοι στον όρμο νότια του Καλαγιουέλο.Είχε απόλυτη νηνεμία όπως ποτέ άλλοτε.Ούτε τα μούσκλια στο βυθό κάτω από το τιμόνι της Εουμέλια δεν κουνιόνταν. Μόνο ένα πράσινο αγκάθι έκανε να κυματίζουν ελαφρά τα κρυστάλλινα νερά πίσω από την πρύμνη. Ψηλά το στερέωμα του ουρανού ήταν διάφανο και η ησυχία ήταν τέτοια που μπορούσες να ακούσεις στον αέρα ακόμα και την αναπνοή σου. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν τον άκουσα:
-Ελάτε!
Μου έπεσε ένα δίχτυ από τα χέρια και ήθελα να το βάλω στα πόδια αλλά συγκρατήθηκα.
-Ελάτε,έρχεται!
-Δεν έχετε δικαίωμα να μεταδώσετε σε κανέναν την τρέλα σας.
-Φοβάστε να αντιμετωπίσετε την αλήθεια;
Αυτό και αν ήταν πολύ περισσότερο από ότι περίμενα.Δεν είπα τίποτα εκείνη τη στιγμή.Με μια κλωτσιά έσπρωξα το πανέρι από μπροστά μου και έτρεξα στη πρύμνη για να πέσω πλάι του.
-Εγώ δεν φοβάμαι,του είπα.
-Ακούστε…είναι ένα θρόϊσμα!
Κράτησα όσο μπορούσα την αναπνοή μου και γύρισα προς τη μεριά του.
-Είναι τα κύματα.
-Όχι.
-Είναι το νερό στο αμπάρι, τα σκουπίδια που σαπίζουν εκεί κάτω.
-Εσείς ξέρετε ότι δεν είναι.
-Είναι βέβαια κάτι αλλά δεν μπορεί να είναι εκείνο.
-Ακούστε το, ακούστε το…, κάπου κάπου πατάει τις πέτρες!
Τι άκουγα εγώ; Αυτό που άκουγα, το άκουγα με τα αυτιά μου ή με τα αυτιά του ξένου; Δεν ξέρω, ίσως να ήταν που έκαιγε πολύ το μέτωπό μου και το αίμα που χτυπούσε στις φλέβες του λαιμού μου.
-Τώρα, κοιτάξτε κάτω, κοιτάξτε προσεκτικά!
Ήταν σαν να με υποχρέωνε. Όμως κάποιος ρίχνει το βλέμμα του όπου του κάνει κέφι, έτσι γύρισα το κεφάλι προς τη θάλασσα και έμεινα να κοιτάζω μόνο ένα φύλλο από μάνγκλε που επέπλεε στην επιφάνεια μαζί με μας.
-Έρχεται, έρχεται! Μου είπε σχεδόν αγριεμένος αρπάζοντας το μπράτσο μου έτσι που μου έμπηξε τα νύχια του, εγώ όμως συνέχισα να κοιτάζω με επιμονή το φύλλο του μέγκλε. Ωστόσο η ακοή μου ήταν ελεύθερη,δεν είχα πού να την κατευθύνω,ώσπου ο ξένος διπλώθηκε στα δύο και σχεδόν κραύγασε:
-Κοιτάξτε το!
Αστραπιαία πήρα τα μάτια μου από το φύλλο του μέγκλε και κοίταξα το πρόσωπό του.Δεν ήθελα να δω τίποτα από αυτόν ή τον άλλο κόσμο.Θα σκοτωνόμουν εάν με υποχρέωνε αλλά εκείνος αμέσως με ξέχασε, άφησε το μπράτσο μου ενώ άνοιγε όλο και περισσότερο τα μάτια του και εγώ, χωρίς να το θέλω, έβλεπα στα μάτια του να περνάει ένα μικρό αλογάκι, σαν αντανάκλαση από το βυθό,κόκκινο σαν το κοράλλι, ξαναμμένο από τα αυτιά ως την ουρά που χανόταν μέσα στα ίδια τα μάτια του ξένου.
Πάει καιρός που έγιναν όλα αυτά. Τώρα μια στο τόσο πάω στη θάλασσα να ψαρέψω τόνο και καμιά φορά αστακό. Αυτό που δεν αντέχω είναι το λιγοστό ψωμί και καθόλου δεν παραιτούμαι από το να μην αλλάξουν τα πράγματα σε οποιονδήποτε κόσμο. Γιατί εγώ δεν ξέρω αν το άλογο από κοράλλι πέρασε καλπάζοντας κάτω από την Εουμέλια ή αν το είδα μόνο στα μάτια του ξένου, δημιουργημένο από τον πυρετό του στοχασμού του που έκαιγε και στο δικό μου μέτωπο.Το θέμα είναι ότι, όσο και αν στοχάζομαι γύρω από τις ιδέες, μόνο μία είναι η πιο σταθερή, ότι ο άνθρωπος πεινάει πάντα για δυό πράγματα, αυτή.
1.τροπικά δέντρα και φρούτα.
Αγία Τριάδα 10 / 2 / 2020