You are currently viewing Δάφνη Μπιτζάρου: Τεχνητή νοημοσύνη και άλλες ιστορίες ή «ένα τυλιχτό με απ΄όλα»
AI, Artificial intelligence, robot and human hands are touching and connecting, unity with human and ai concept, machine learning and futuristic technology background

Δάφνη Μπιτζάρου: Τεχνητή νοημοσύνη και άλλες ιστορίες ή «ένα τυλιχτό με απ΄όλα»

Προβληματίστηκα για τον τίτλο που θα έπρεπε να δώσω σε τούτο το κείμενο, τι είναι άραγε; μια «φτιαχτή» ιστορία που δεν είναι δική μου; Μια ιστορία ολόδική μου; σκέψεις ριγμένες στο χαρτί; Λίγο από όλα τελικά τυλιγμένα σε λίγη μαγεία τεχνητής νοημοσύνης από τη μακρινή χώρα των υπολογιστών. Έτσι του έδωσα τον υπότιτλο: «ένα τυλιχτό με απ΄ όλα».

Τις τελευταίες δυο βδομάδες παίζω με το καινούργιο παιγνίδι της ανθρωπότητας, την τεχνητή νοημοσύνη. Ατέλειωτες, απλές, σύνθετες, παράξενες, παραπλανητικές ερωτήσεις στο chat gpt σε μια προσπάθεια από τη μια να δω τι μπορεί να μου δώσει κι από την άλλη να δείξω την ανθρώπινη υπεροχή μου κοροϊδεύοντας τη συνθετική του ικανότητα, τη δική του νοημοσύνη, την τέλεια, την αλάνθαστη, την ασυναγώνιστη. Λαβαίνω πολλές απαντήσεις που με αποστομώνουν, που με φέρνουν μπροστά σε διλήμματα του τύπου: και τώρα εγώ γιατί να γράφω,  αλήθεια τι άλλο έχω να πω, τι καινούργιο έχω να δώσω; Πολλές φορές στην ουσία τίποτα καινούργιο δεν έχουμε να πούμε: γραφή για τη γραφή, ασκήσεις του μυαλού και βαυκαλισμοί χωρίς νόημα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα «ποιος τελικά διαβάζει και τι;» κι όμως έγραφα για τον εαυτό μου. Ώσπου σήμερα είπα να αλλάξω το παιγνίδι και ζήτησα από το chat gpt να γράψει μια ιστορία για μένα. Κι όχι μια οποιαδήποτε ιστορία, αλλά κάτι που να μου δίνει μια ιστορία στο θέμα που ήδη ήταν με ασπρόμαυρα γράμματα στην οθόνη μου. Έγραφα μια ιστορία, για μια παλιά γιότσα, ένα παλιό επτανησιακό έπιπλο με καθρέφτη που συνήθως ήταν στο έμπα των αρχοντικών και στόλιζε μαζί με έναν καθρέφτη την είσοδο. Ο καθρέφτης χρησίμευε γι’ αυτή την τελευταία ματιά πριν βγει κανείς έξω στη θέα των δρόμων και των ανθρώπων.

 

Έγραψα λοιπόν την καλοστημένη μου επιθυμία στο chat gpt αφού πρώτα βεβαιώθηκα ότι η γιότσα στον κόσμο του chat gpt ήταν το έπιπλο που είχα στο νου μου.

«Γράψε μου μια ιστορία με μια γιότσα»

Σε λιγότερο από ένα λεπτό, η συμπαθής μηχανή «έφτυσε» μια ιστορία, ήρεμη, ολόκληρη, καλοζυγιασμένη, επίπεδη και ολόσωστα δομημένη, νάτη:

«Η Γιότσα

Η Ελένη στεκόταν μπροστά στη γιότσα της γιαγιάς της, ένα παλιό, ξύλινο έπιπλο με σκαλιστά σχέδια, γεμάτο από την ιστορία της οικογένειας. Στην επιφάνειά του, τοποθετημένος με φροντίδα, δέσποζε ένας μεγάλος, οβάλ καθρέφτης με χρυσό πλαίσιο, που αντανακλούσε τις αχνές ακτίνες του απογευματινού ήλιου.

Η γιαγιά της είχε φέρει αυτή τη γιότσα από το σπίτι της στην Κέρκυρα όταν παντρεύτηκε. Ήταν δώρο από τη μητέρα της, η οποία της είχε πει ότι η γιότσα αυτή θα της θυμίζει πάντα την πατρίδα και την οικογένειά της. Κάθε σκαλιστή λεπτομέρεια, κάθε γρατζουνιά στην επιφάνεια, κάθε φθορά, είχε τη δική της ιστορία.

Η Ελένη πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από τα σκαλίσματα, νιώθοντας την απαλότητα του ξύλου. Άνοιξε ένα από τα συρτάρια και βρήκε παλιά φωτογραφίες, κιτρινισμένα γράμματα και μικροαντικείμενα που η γιαγιά της είχε κρατήσει με αγάπη. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς ανακάλυπτε κομμάτια του παρελθόντος που είχαν ξεχαστεί με τον καιρό.

Ο καθρέφτης αντανακλούσε το πρόσωπό της, αλλά η Ελένη δεν έβλεπε μόνο τον εαυτό της. Έβλεπε τις γενιές πριν από αυτήν, τις ιστορίες που είχαν διαδραματιστεί μπροστά στη γιότσα. Θυμήθηκε τις διηγήσεις της γιαγιάς της για τις βραδιές που μαζεύονταν γύρω από τη γιότσα, ψιθυρίζοντας μυστικά και γέλια, ανταλλάσσοντας ιστορίες για τη ζωή στο νησί.

Μια αναπάντεχη ηρεμία την κατέλαβε. Ένιωσε σαν να συνδέεται ξανά με τις ρίζες της, σαν να ανακαλύπτει την ίδια της την ταυτότητα μέσα από αυτό το έπιπλο. Η γιότσα δεν ήταν απλώς ένα κομμάτι ξύλου· ήταν ο καθρέφτης της ιστορίας της, η συνάντηση παρελθόντος και παρόντος.

Αποφάσισε να κρατήσει τη γιότσα στο σπίτι της, δίνοντάς της μια θέση τιμής στην είσοδο. Ήθελε κάθε φορά που θα έμπαινε ή θα έφευγε από το σπίτι της να βλέπει τον καθρέφτη και να θυμάται τις ιστορίες που κουβαλούσε αυτό το έπιπλο. Ήθελε να συνεχίσει την παράδοση, να προσθέσει τις δικές της ιστορίες σε εκείνες που είχαν διαδραματιστεί πριν από αυτήν.»

 

Η ιστορία πράγματι ήταν ολόκληρη, είχε αρχή, μέση και τέλος, είχε ωραία σχηματισμένες παραγράφους με ολόκληρα νοήματα. Είχε ένα σωστό μέγεθος ιστορίας περίπου 300 και λίγο παραπάνω λέξεις. Μέσα σ΄αυτές είχε χωρέσει την περιγραφή του επίπλου και ακόμα είχε αναδρομή στο παρελθόν και αναφορά στο μέλλον, είχε και μια σύνθεση που ανάδινε συναίσθημα: εκείνα τα ρήματα όπως το «θυμήθηκε» και το «ήθελε» έδιναν μια χροιά επιθυμιών που θύμιζαν συναίσθημα.

Μετά από το καλοβαλμένο τούτο και ήσυχο κείμενο στράφηκα και κοίταξα τη δική μου αγχωτική μουτζούρα και η ιστορία μου φάνταξε διεστραμμένα θλιβερή και ακραία, νάτη:

«Το διαμέρισμα μύριζε θάνατο. Φόρεσε μια μάσκα, γάντια κι άνοιξε το μοναδικό παράθυρο που δεν ήταν σφραγισμένο με χοντρά φύλλα μόνωσης. Το διαμέρισμα κλεισμένο να μην μπαίνει φως, ήλιος, αέρας, ήχος, ζωή. Το σκοτάδι που απλωνόταν σε όλο το χώρο το διαπερνούσε ένα μικρό αντιφέγγισμα από το έξω παράθυρο, πράγματα σκόρπια παντού. Ο θάνατος πλανιόταν στο χώρο. Η τηλεόραση έστεκε εκεί πάνω στη γιότσα με τα σκαλισμένα πόδια και πίσω της παράταιρα στον τοίχο ο παλιός βενετσιάνικος καθρέφτης. Όλα σε μια αναρχία. Σκόνη. Το κρύο έμπαινε από το μοναδικό παράθυρο και η γκρινιόλα του Φλεβάρη στάλαζε στο γείσο του μπαλκονιού.

Πλησίασε τη γιότσα και μάζεψε ανάκατα χαρτιά που έμοιαζαν τα περισσότερα άχρηστα. Ένα μικρό notebook έδειχνε παρατημένο στην άκρη γεμάτο σφραγισμένα μυστικά.  Ήταν τα μόνα που μάζεψε σε μια μαύρη σακούλα για το σπίτι, χαρτιά, απέραντες κόπιες από την ίδια αναθεματισμένη φωτογραφία, το notebook και δυο κορνίζες.

Για μια ολόκληρη βδομάδα μάζευε και στοίβαζε σε σακούλες για τους φτωχούς ρούχα, παπούτσια και κάθε λογής αντικείμενα και τέλος άδειασε τα πάντα.

 

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.

 

«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» σκέφτηκε με όλες του τις πλάνες και τις ξεφτισμένες ελπίδες. Ναι, «σαν έτοιμος από καιρό» μονολόγησε αλλά ποτέ τελικά κανείς δεν είναι έτοιμος.

Φώναξε τους εργάτες να αδειάσουν το ταχτικό πια και μαζεμένο σπίτι. Έστειλε τα πάντα δώρο στους ανθρώπους του χτήματος και φόρτωσε μόνο για το παλιό αρχοντικό τη γιότσα με τον καθρέφτη. Άλλωστε εκεί ανήκε.

Η γιότσα ξαναβρήκε τη θέση της ψηλά στο γραφείο του πάνω ορόφου. Ο καθρέφτης ταιριάστηκε σωστά αυτή τη φορά ακριβώς από πάνω της. Γυαλίστηκε, ξεσκονίστηκε και όρθωσε το ανάστημά της μέσα στο χώρο. Τα στιβαρά κι αέρινα παρόλα αυτά πόδια του μαονένιου επίπλου με τις κάθετες γραμμές θυμίζουν αρχαίες δωρικές κολώνες που τελειώνουν σε στρόγγυλες βάσεις και πατάνε σε φαρδύ βάθρο σαν αρχαίου ναού. Το μαόνι ανάδινε τη ζεστασιά και την αρχοντιά του ξύλου. Οι ασημένιες βάσκες στήθηκαν πάνω της όπως παλιά. Το κρυφό συρτάρι κάτω από την επιφάνεια του ξύλου γέμισε ξανά με μια σειρά από κουτιά από παλιές τυπωμένες ονομαστικές κι επαγγελματικές κάρτες. Το αποτύπωμα από δυο ζωές, δυο καριέρες και δυο τόπους. Φύλαξε εκεί αυτή τη μαρτυρία, ότι ναι κάποτε υπήρξαν.

 

Αιώνες μετά…

Άνοιξε τη μαύρη σακούλα και άδειασε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο και στη γιότσα έβαλε μόνο τις φωτογραφίες. Η πλημμύρα των χαρτιών φάνηκε ξένη και απροσπέλαστη. Το έργο φάνηκε τιτάνιο, πως να βάλεις τάξη στο χάος αναρωτήθηκε;

Κοίταξε ξανά μέσα στον καθρέφτη της γιότσας και είδε την αλήθεια. Στο βάθος του θολού καθρέφτη δεν είδε τίποτα καλό, μόνο μέσα από τη διπλή διάθλαση του παραθύρου, ανάερα κουνιόνταν τα φύλα της λεμονιάς. Τα γκρίζα στίγματα του παλιού καθρέφτη έδιναν τη διάσταση ότι η λεμονιά ήταν σε έναν άλλο κόσμο, παλιό, θολό, ξεχασμένο, τότε που έβλεπε τον κήπο και τα δέντρα. Το ανεπαίσθητο κούνημα των φύλλων την έφερε πίσω. Η τρίτη διάσταση του χρόνου γέμισε το δωμάτιο. Κοίταξε το σήμερα και η γιότσα έμοιαζε να έχει γυρίσει στην ακινησία των αιώνων που κουβαλούσε. Κι όμως τα τρικυμισμένα στίγματα του καθρέφτη έμοιαζαν με ομίχλη ανείπωτων αισθημάτων. Στον καθρέφτη μέσα όλα έμοιαζαν ανώφελα. Η κάθαρση δε θα ερχόταν. Ο θάνατος είχε σβήσει τη δυνατότητα. Οι ανοιχτές πληγές ξαναμάτωναν στον καθρέφτη και η γιότσα στηριγμένη στις προσεκτικά σκαλισμένες γραμμές που σχημάτιζαν οι κολώνες των ποδιών της κοίταζε προς τα φύλλα της λεμονιάς και την αιωνιότητα.

Ο καθρέφτης είναι λίγο πιο θολός μα πιο όμορφος, ακριβώς γιατί η έλλειψη της γυαλάδας του έδωσε μια ωραιότητα, αυτήν που αφήνει ο τυραννισμένος χρόνος και ο εξαγνισμός του πόνου.

Η γιότσα έμοιαζε να μην είχε φύγει ποτέ. Κι όμως είχε πάνω της κάτι από θάνατο. Κι όμως υπήρξε μάρτυρας της σκοτεινής τρύπας ενός φωτεινού μυαλού, μάρτυρας βασανιστηρίων, χαμένων ελπίδων που κατάφεραν κάποια στιγμή να πεθάνουν. Δεν είναι αλήθεια τελικά και οι ελπίδες πεθαίνουν κι η γιότσα ήταν μάρτυρας και αυτού του θανάτου, της ψυχής, του μυαλού και τελικά του κορμιού».

Πέρα από τη φλυαρία που ξεπέρασε τις 670 λέξεις, δηλαδή υπερδιπλάσιο του τεχνητού κειμένου, που εμφανώς διακατέχει το δείγμα ανθρώπινης γραφής κάτι τύπων σαν και μένα (που και πάλι χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο πρόσωπο και σίγουρα όχι όλους) οι παρατηρήσεις μου επικεντρώθηκαν στα παρακάτω:

α. Η ιστορία του Chat gpt είχε μια ροή γραμμική που ακολουθούσε τη λογική πορεία σκέψεων και ενεργειών μέσα στην ιστορία. Αποτέλεσμα των αλγοριθμικών σχέσεων και των δεδομένων από όπου αντλούσε. Η δική μου γραφή πηγαινοερχόταν στο χθες, στο τώρα  και καθόλου στο μέλλον με μια αναρχία πρωτοφανή. Αντλούσα κι εγώ από δεδομένα (γνώσεις και εμπειρίες) αλλά οι αλγοριθμικές μου σχέσεις σίγουρα δεν ήταν άρτιες και δεν υπάκουαν σε σταθερές δομές αλλά ήταν έρμαιο των προσωπικών εμπειριών, αισθημάτων και παρορμήσεων. Δε σας κρύβω πως προσπάθησα να μαζέψω λίγο αυτή την αναρχία και μετακίνησα μια δυο προτάσεις σε μια πιο λογική σειρά. Μου φάνηκε καλύτερο το αποτέλεσμα και το ενσωμάτωσα σ΄αυτό που παρέθεσα παραπάνω.

β. το μηχανικό κείμενο είχε μια καλοζυγισμένη περιγραφή του επίπλου, που το αρχικό δικό μου δεν είχε. Έτσι αποφάσισα να εμπλουτίσω την περιγραφή μου, πάλι με μια σχετική πολυλογία και αναρχία. Κι αυτό ενσωματώθηκε στην παραπάνω ιστορία μου.

γ. το μηχανικό κείμενο τέλειωνε ήσυχα και δεν είχε εντυπωσιακές διακυμάνσεις, ούτε ακραία αισθήματα. Το δικό μου έμοιαζε με τρικυμία. Έπαιξα με την ιδέα να βάλω μέσα στην ιστορία μου ένα φόνο για να ταράξω κι άλλο τα νερά. Και βέβαια θα μπορούσα. Μετά σκέφτηκα ότι και το chat gpt θα μπορούσε να κάνει το ίδιο αρκεί να του το είχα ζητήσει: «γράψε μια ιστορία με μια γιότσα και ένα φόνο». Κι εκείνο με σταθερό γρήγορο ρυθμό θα «έφτυνε» μια καινούργια ιστορία, ίσως με το φόνο της Ελένης μπροστά στη γιότσα! Έτσι είδα ότι δεν κερδίζω τη μάχη παρά μόνο στα «σημεία».

δ. είχαμε πει και οι δυο, μηχανή και άνθρωπος, από μια ιστορία. Η μηχανή μου είχε πει μια ιστορία ακολουθώντας πιστά μια εντολή/ επιθυμία μου. Εγώ είχα πει μια ιστορία υπακούοντας σε μια δική μου απόλαυση και ανάγκη να εκφραστώ. Άρα γράφει κανείς για να εκφράσει ένα συναίσθημα, μια σκέψη, μια ιδέα, όπως ακριβώς σε όλες τις τέχνες κι όχι «γραφή για τη γραφή». Πιστεύω πια πως «η γραφή για τη γραφή» αυτή τη φορά πέθανε οριστικά παρότι η αδιαφορία του κοινού για ανιαρά, επαναλαμβανόμενα κείμενα τα έχει ήδη καταδικάσει προ πολλού στην αχρηστία. Είμαστε ήδη λοιπόν σε μια εποχή πιο απαιτητική στο γράψιμο και ίσως πιο κριτική.

Ταυτόχρονα με τη γραφή μου αυτή είχα δώσει νέα τροφή (νέα δεδομένα/κείμενα εφόσον δημοσιοποιηθούν στο ψηφιακό περιβάλλον) στη μηχανή (υπολογιστή) που θα τα πάρει, θα τα ρίξει στο απύθμενο χωνευτήρι των τρισεκατομμυρίων δεδομένων και θα μου τα ξανασερβίρει με νέες συνθέσεις. Επομένως, στη διατροφική αλυσίδα ανθρώπου – μηχανής είχα φάει και είχα ταΐσει…

Μετά γύρισα και κοίταξα τη σειρά των ενεργειών μου ώσπου να καταλήξω στο κείμενο που είδατε πιο πάνω και συνειδητοποίησα ότι η σύγκρισή μου με το μηχανικό κείμενο, μου υπέδειξε δημιουργικά αλλαγές που με κριτικό μάτι μπορούν να βελτιώσουν ένα αρχικό κείμενο. Η μηχανή με καλούσε σε συνεργασία, φιλική με κριτικό στοχασμό, φαντασία και κέφι. Θυμήθηκα ένα παλιό σημείωμα γραμμένο στην αίθουσα υπολογιστών του πανεπιστημίου στο μακρινό Καναδά, σε εποχές που οι υπολογιστές ήταν ογκώδεις (πολλά τετραγωνικά μέτρα στα υπόγεια των πανεπιστημίων, ατέλειωτες σειρές μηχανημάτων) και έκαναν λίγα πράγματα με αργούς ρυθμούς. Το σημείωμα έλεγε: “be kind to the machine, do not swear at it” (Να είσαστε καλοί με τη μηχανή, μην την βρίζετε). Οι όροι έχουν αντιστραφεί…

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.