Η παραπάνω φράση αναφερόμενη σε άνθρωπο σημαίνει κυριολεκτικά ότι το παιδί είναι ακόμη στα σπάργανα, στις φασκιές, είναι σε νηπιακή ηλικία. Ωστόσο την έκφραση αυτή τη χρησιμοποιούμε και με μεταφορική σημασία, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάτι βρίσκεται στο ξεκίνημα, σε πρώιμο στάδιο, χρήση κληρονομημένη επίσης, όπως θα δούμε, από τα αρχαία Ελληνικά.
Και κατά πρώτον η λέξη σπάργανον (τό): ΄Εχει την έννοια της μακριάς και πλατιάς υφασμάτινης ταινίας, με την οποία άλλοτε τύλιγαν τα βρέφη, της φασκιάς∙ παράγεται από το ρήμα σπάργω,1 το οποίο σημαίνει σπαργανώνω, τυλίγω βρέφος με σπάργανα, μαρτυρείται δε μόνο μία φορά στον Ομηρικό ΄Υμνο στον Απόλλωνα με τον τύπο σπάρξαν τού Αορίστου χρόνου.
Για την ακρίβεια, στο σημείο τού ΄Υμνου όπου περιγράφεται η γέννηση του Απόλλωνα από τη Λητώ στο νησάκι της Δήλου, ο άγνωστος ποιητής απεικονίζει με λυρικότατη παραστατικότητα τη θεά να αγκαλιάζει τη στιγμή του τοκετού τον φοίνικα που φύτρωνε εκεί, να στηρίζει τα γόνατά της στο μαλακό χορτάρι, τη γη από κάτω της να χαμογελάει, και το παιδί να βγαίνει στο φως ενώ αντηχούν οι δοξαστικοί αλαλαγμοί των θεαινών. Ακολουθούν οι στίχοι 120-122:
ἔνθα σὲ ἤϊε Φοῖβε θεαὶ λόον ὕδατι καλῷ
ἁγνῶς καὶ καθαρῶς, σπάρξαν δ’ ἐν φάρεϊ λευκῷ
λεπτῷ νηγατέῳ∙
Τότε λοιπόν εσένα, Φοίβε τοξευτή, σε λούσαν οι θεές με ξάστερο νερό
αγνά και άμωμα, και με λευκό σε σπαργανώσαν ύφασμα
αραχνοΰφαντο ολοκαίνουργιο∙
Στις Χοηφόρους του Αισχύλου υπηρέτριες του παλατιού, σκλάβες Τρωαδίτισσες ⸺ ο Χορός της τραγωδίας ⸺ με την Ηλέκτρα ανάμεσά τους έρχονται πρωί πρωί στον τάφο τού Αγαμέμνονα, για να προσφέρουν εξιλαστήριες χοές στον νεκρό. Τις έχει στείλει η Κλυταιμήστρα, τρομαγμένη από ένα όνειρο που είδε στον ύπνο της. Ο Ορέστης ζητάει να μάθει τον λόγο που η μητέρα του έστειλε χοές, και η κορυφαία τού Χορού τον πληροφορεί ότι η αιτία ήταν κάποιο όνειρο, είδε δηλαδή πως γέννησε ένα φίδι∙ και προχωρώντας σε λεπτομέρειες, του λέει (στ. 529):
ἐν σπαργάνοισι παιδός ὁρμίσαι δίκην.
Το έβαλε καταπώς σ’ όρμο ασφαλή μέσα σε σπάργανα σαν να ’τανε παιδί.
Από το ουσιαστικό σπάργανον σχηματίστηκε και το αρχαίο ρήμα σπαργανόω-ῶ (→ σπαργανώνω).
Η Αθηναία βασιλοκόρη Κρέουσα στον ΄Ιωνα του Ευριπίδη αποκαλύπτει στον γέροντα παιδαγωγό τού πατέρα της, που μισότυφλο τον κρατάει κοντά της και τον τιμά σαν δικό της γονιό, το βαρύ μυστικό της∙ ότι δηλαδή έσμιξε μαζί της με τη βία ο Απόλλωνας, ότι απέκτησε ένα παιδί, έναν γιο, που το γέννησε μόνη σε μια σπηλιά της Ακρόπολης και ότι το παιδί αυτό συμπεραίνει πως έχει πεθάνει παρατημένο έκθετο. Ο παιδαγωγός τη ρωτά ποιος το εγκατέλειψε, και εκείνη του απαντά (στ. 955):
Ἡμεῖς, ἐν ὄρφνῃ σπαργανώσαντες πέπλοις.
Εγώ, μες στο σκοτάδι, αφού με τη μεγάλη μου εσθήτα2 το σπαργάνωσα.
Με αφορμή τη βρεφική ηλικία στην οποία μας έχει οδηγήσει το θέμα μας, σκεφθήκαμε να γνωρίσουμε κάποιες λέξεις από τη γλώσσα των νηπίων που παραμένει ίδια στο κύλισμα των αιώνων.
ἡ μάμμη δὲ ποῦ;
Πού είναι η μαμά;
λέει στη Σαμία του Μενάνδρου η παραμάνα σ’ ένα μωρό που κλαίει, για να το ηρεμήσει (στ.243).
Και στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη το παιδί τής Μυρρίνης, υποκινημένο από τον πατέρα του, τη φωνάζει να βγει από την Ακρόπολη (στ. 879):
Μαμμία, μαμμία, μαμμία.
Μαμάκα, μαμάκα, μαμάκα.
Μάμμη (→ μεσαιωνικό μάμμα →μα(μ)μά, μά(ν)να), μαμμία : υποκοριστικά τού προσηγορικού ονόματος μήτηρ/μάτηρ στην παιδική προσφώνηση προς τη μητέρα.
Αυτή η πιο γλυκιά για κάθε άνθρωπο λέξη, η «μητέρα» (← μήτηρ/μάτερ) της νέας Ελληνικής, έχει επιβιώσει μέσα από πολλές χιλιετίες ώς τις μέρες μας, καθώς μαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά κείμενα της Γραμμικής Β (1450-1200 π. Χ.) με τον τύπο ma-te, όπως pa-te (→ πατήρ → πατέρας). Νά, λοιπόν, που συναντούμε ξανά και ξανά την ιερή μακραίωνη γραμμή που συνδέει τη Μυκηναϊκή με την Ομηρική Ελληνική και μέσω της Βυζαντινής με τη σύγχρονη Ελληνική.
Ομόρριζα: μή-τρα, μη-τρυιά, μη-τρυιός, μαῖα (← θέμα μα-), μητροκτόνος, μητρόπολις κ. ά. Μεταξύ αυτών και μία κατά τη γνώμη μου σημαντική, δυστυχώς ξεχασμένη, λέξη, που όταν την ανακάλυψα στην Πολιτεία τού Πλάτωνα, ένιωσα την ίδια έντονη συγκίνηση την οποία ως αρχαιολόγος δοκίμαζα μπροστά σε σπουδαίο ανασκαφικό εύρημα. Έκτοτε, την ανέσυρα από τη λήθη, την ενέταξα με περηφάνια στο λεξιλόγιό μου και τη χρησιμοποιώ καμαρώνοντας την εννοιολογική της ακρίβεια και νιώθοντας μυημένη στο πανάρχαιο μητριαρχικό της αποτύπωμα. Πρόκειται για την κρητική λέξη ἡ μητρίς-ίδος (δηλ. γῆ), που δηλώνει τον τόπο της μητέρας κάποιου, αντίστοιχη της πατριαρχικής πατρίς-ίδος,3 η οποία και επικράτησε.
Συγκεκριμένα, ο Πλάτων, περιγράφοντας την παθολογία τού τυραννικού πολιτεύματος και καταδεικνύοντας τον τύραννο ως τον πιο άδικο απ’ όλους τους ανθρώπους, γράφει (Πολιτεία 575 D) ότι, όπως αυτός κακομεταχειρίστηκε τη μητέρα και τον πατέρα του, το ίδιο θα κάνει και στην πατρίδα του, φέρνοντας απ’ έξω καινούργιους συντρόφους και θα την κρατάει υπόδουλη αυτών
τὴν πάλαι φίλην μητρίδα τε, Κρῆτές φασι, καὶ πατρίδα.
την παλιά αγαπημένη του και μητρίδα, όπως τη λένε οι Κρήτες, και πατρίδα.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η ελληνική γλώσσα μας, η τόσο πλούσια και σαφής, μας έχει εφοδιάσει για την ακρίβεια της έκφρασης όχι μόνο με τη λέξη πατρίδα αλλά και με τη λέξη μητρίδα.
Η δική μου μητρίδα, λοιπόν: Η Καλοσκοπή Φωκίδας (η πατρίδα μου, δυστυχώς, ανήκει στις Χαμένες Πατρίδες-βρίσκεται στην Ιωνία, στη Χερσόνησο της Ερυθραίας, απέναντι από τη Χίο).
Συνεχίζοντας την παρουσίαση νηπιακών λέξεων και χαϊδευτικών ονομάτων, μεταφερόμαστε στη ραψωδία ζ της Οδύσσειας (στ. 57), όπου η Ναυσικά προσφωνεί τον πατέρα της
Πάππα φίλε,[…]
Μπαμπάκα μου, […]
παρακαλώντας τον να δώσει εντολή να ζέψουν το αμάξι, για να πάει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα τα δικά του και των γιων του. Πάππας, παππίας (← με διπλασιασμό τού πα- της λέξης πα-τήρ, της οποίας είναι υποκοριστικά, όπως τα μάμμη, μαμμία) = μπαμπάκας, μπαμπακούλης. Παράγωγο αυτών είναι και το ουσιαστικό πάππος (ὁ)= παππούς.
Στο παρακάτω απόσπασμα από μία άλλη αριστοφάνεια κωμωδία, τις Νεφέλες, ο καλοκάγαθος γερο-Στρεψιάδης έχει μόλις ξυλοφορτωθεί από τον ακαμάτη γιο του, τον Φειδιππίδη, και αγανακτισμένος ξεσπά εναντίον του, που έχει το θράσος να ισχυρίζεται ότι δίκαια τού τις έβρεξε. « Πώς δίκαια», του λέει, « εμένα, βρε ξετσίπωτε, που σε μεγάλωσα, που πάντα μάντευα, σαν τραύλιζες μωρό, τι είχες στο μυαλό σου;». Η συνέχεια στους στίχους 1382-1385:
Εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον∙
μαμμᾶν δ’ ἂν αἰτήσαντος ἧκόν σοι φέρων ἂν ἄρτον∙
κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔφθης φράσαι, κἀγὼ λαβὼν θύραζε
ἐξέφερον ἂν καὶ προυσχόμην σε∙
Κι αν «μπρου» μου έλεγες, καταλαβαίνοντας εγώ σου έδινα νερό να πιεις∙
και αν «μαμ-μαμ» ζητούσες, πήγαινα και σου έφερνα ψωμί∙
και δεν προλάβαινες να πεις «κακά» μου, κι εγώ σε άρπαζα
κι έξω απ’ την πόρτα σ’ έφερνα και σε κρατούσα να τα κάνεις.
Το βρῦν του πρωτοτύπου είναι ακριβώς το επιφώνημα των νηπίων «μπρου» της νεοελληνικής, όταν ζητούν νερό, δεδομένου ότι τον 5ο αι. π. Χ. ο φθόγγος β προφερόταν μπ και το υ, ου.
Το μαμμᾶν είναι στη γλώσσα των νηπίων το φαγητό, το καθ’ ημάς «μαμ-μαμ».
Και τέλος, το κακκᾶν είναι του ρήματος κακκάω (← κάκκη [ἡ]= κακά, κόπρανα): η παιδική λέξη που σημαίνει θέλω, κάνω κακά.
Εδώ η παρένθεση του γλωσσικού «παλιμπαιδισμού» κλείνει, και επιστρέφουμε στη μεταφορική χρήση τής φράσης « Είναι-βρίσκεται κάτι στα σπάργανα».
Πρόσφατα, στο άρθρο μας με θέμα τη λέξη «Καπηλειό» (20/1/2024) αναφερθήκαμε στον Αιλιανό Κλαύδιο και το έργο του. Και είναι η Ποικίλη ιστορία του, από την οποία αντλήσαμε το παρακάτω απόσπασμα (Ι 10):
Ὅτε ὑπήρχετο ἡ γραφικὴ τέχνη καὶ ἦν τρόπον τινὰ
ἐν γάλαξι καὶ σπαργάνοις, οὕτως ἄρα ἀτέχνως
εἴκαζον τὰ ζῷα, ὥστε ἐπιγράφειν αὐτοῖς τοὺς γραφέας
«τοῦτο βοῦς, ἐκεῖνο ἵππος, τοῦτο δένδρον.»
Όταν η τέχνη της ζωγραφικής ήταν στις αρχές της και κατά κάποιον τρόπο
βυζασταρούδι και στα σπάργανα, με τόση ατεχνία απεικόνιζαν τα όντα,
που οι ζωγράφοι έγραφαν επάνω τους: «Αυτό είναι βόδι, εκείνο άλογο,
ετούτο δέντρο».
1)Θεωρείται πιθανή η ετυμολογική του συγγένεια με τη λέξη σπεῖρα= καθετί το περιτυλιγμένο.
2)Πέπλοις στο πρωτότυπο. Για τον γυναικείο πέπλο βλ. σχ. 1 του άρθρου μας με θέμα τις λέξεις «Χρυσόπεπλος ⸺Χρυσοκόμης» (15/5/2018).
3)Κατ’ αρχήν, η λέξη πατρίς-ίδος είναι ο ποιητικός τύπος τού θηλυκού τού επιθέτου πάτριος (← πατήρ )= α) αυτ(ός) που ανήκει στον πατέρα, β) (ο) κληρονομηθ(είς) από τους προγόνους∙ λ. χ. πατρὶς γαῖα= πατρική γη. Ως ουσιαστικό έχει τη σημασία του τόπου καταγωγής κάποιου, όπως και σήμερα.