Η βροχή, με μια βαθιά ουλή στο μέτωπο, σημάδι από το δάκτυλο μιας φλόγας φουντωμένης ως την ανώτερη πύλη τ’ ουρανού, κατακόκκινη σαν τη βούλα που σημαδεύει την τύχη ανήλικης Ινδής νύφης, με το κεφάλι της να βουίζει από λόγια που δεν είναι δικά της, λασπερές διαβολές, και την κοιλιά βρωμερή, φουσκωμένη από υδρατμούς, ρυάκια δηλητήρια σε υπερδόση να κυλούν μες στις καμένες φλέβες, σ’ ένα αποκάρωμα, βάλτος μέσα και γύρω της παντού, η βροχή καιρό αργότερα αποφάσισε να μετακινηθεί.
Της πήρε όμως χρόνια, εποχές κύλησαν, όπου η βροχή έκανε αυτό που ο όλεθρος της υπαγόρευε, πειθήνια υπάκουε της φωτιάς τη λαίλαπα που βουλιμικά ζωή και ομορφιά καταβροχθίζει, τους πηχτούς καπνούς του θανάτου που ο άνθρωπος ονομάζει πρόοδο, τους λίβελλους που βγάζει το απύλωτο το στόμα του. Κατακλυσμοί, νεροποντές, Υάδες που κλαίνε υετούς για τον θάνατο του πατέρα τους, δέρνοντας πάνω στον θρήνο τους, καταστρέφοντας, πνίγοντας ό,τι βρουν μπροστά τους, σπίτια με τις οικογένειες που εκεί μέσα ζούσαν «ασφαλείς»· πατεράδες, μητέρες και παιδιά από το σφοδρό ανεμόβροχο στα νερά παρασύρονταν και, με βροντερή ορμή, από τ’ αμέτρητα κι αέναα διακλαδούμενα πλοκάμια, έχιδνες, ιοβόλες οχέντρες, σε μαύρη εκβολή ξεβράζονται που τέρατα γεννά αμολώντας τους πάντες, τα πάντα σε θάλασσα φαρμάκι· μετάγγιση μοιραία.
Alfred Kubin, Gewitterauge 1906. Gouache on card
Σαν φονικός έρωτας, ο ασίκης χείμαρρος και μένανε παρέσυρε· το κεφάλι μου τουλάχιστον προσπάθησα να κρατήσω πάνω από την επιφάνεια του χυλού, δίπλα μου, γύρω σώματα, πρόσωπα με μάτια κλειστά, βουλωμένα από τη λάσπη ενός βυθού ψεύδη γεμάτου, στόματα σπηλιές ορθάνοιχτες μια σούπα δράκου καταπίνει. Άνθρωποι χωρίς σκιά που ούτε στο νερό δεν μπορούν να καθρεφτίζονται.
Η ορμή όλο και περισσότερο τους παρασύρει, γίνονται βελζεβούλειοι και χορό στήνουν στον βυθό απέναντι σε γενιοφόρες λάμιες, θαρρώντας ότι έτσι αποκτούν υπερφυσικές δυνάμεις και αβρόχοις ποσίν θα τα περάσουν όλοι όλα και, μολονότι βυθισμένοι εκεί μες στα νερά, να λένε μοιάζουν, Ποιος μας πιάνει τώρα. Μες στη θολούρα βασίλειο στήνουν οι αλαζόνες, δαίμονες αποφώλιοι οι άνθρωποι αυτοί συνωμοτούν με του Μακμπέθ τις μάγισσες να συναντηθούν «Όταν η μάχη έχει κερδηθεί και χαθεί», όταν το Χάος επικρατήσει. Σφηκοφωλιές φτιάχνουν βαθιά εκεί στον πάτο, σε γκρεμούς που ως τον πυρήνα της γης μας τούτης φθάνουν, πετούν ύπτια κολυμπώντας, ανάσκελα με απλωτές, χέρια και πόδια ανοιχτά χλευάζοντας θεούς και δαίμονες, άγγελοι εκπεσόντες με μάτια καρφωμένα στον βαρύ ουρανό ψάλλουν μουσικές εκκωφαντικές, βροντερά αρθρώνουν στίχους ακατάληπτους. «Τ’ ωραίο είναι άσκημο και τ’ άσκημο ωραίο», αυτό βγάζω μόνο απ’ όσα λένε, κι αυτό γιατί απ’ τον Σκωτσέζο βασιλιά που πριν αναφέραμε είναι παρμένα. Ξεδοντιασμένο σκυλολόι, συμμορίτες με κουστούμια γκρι, πανάκριβα και παπούτσια απάτητα, γυαλισμένα με το λίπος συνανθρώπων τους, κυρίες με γυάλινα μάτια και στιλπνά μαλλιά πολυεστέρα κι ακονισμένα δόντια πίσω από τη μειλίχια μάσκα τους. Μια κουστωδία μίσους ανίατου.
Και ‘γω ανάμεσά τους κουτρουβαλιάζομαι, σ’ αυτούς που αιχμηρότεροι από λάμες των μαύρων βράχων είναι, κοτρόνια αγέλαστα, σμέρνες με σπηλαιώδες στόμα, και ‘γω πέφτω σε ίλιγγο βυθού, θάλασσας και ουρανού παραίσθηση, κι άραγε πού να βρίσκομαι; Σε κατακόρυφο βάραθρο ρίχνομαι. Στα τοιχώματα, πάνω σε σκαλιά, κλιμακωτά, μορφές εμφανίζονται, ζώντες και νεκροί, και προεκτάσεις ζωής, πρόγονοι, τέκνα και επίγονοι, ρευστές αντανακλάσεις παρελθόντος και μέλλοντος· και μαζί τους αντικείμενα και όντα του βυθού, τρομακτικές εικόνες που, όσο κι αν κλείνω τα μάτια, μπροστά μου εκεί τις έχω. Είμαι χαμένη, πέφτω στα γόνατα αλλά βυθός δεν υπάρχει έστω και έτσι να σταθώ· καθέτως καταπνιγμένη κατέρχομαι καταρρακτωδώς σε καταληψίας καταπακτή κατακλυσμιαίου καταβάτη.
‘Night of the Hunter’, dir. Charles Laughton 1955
Κι αίφνης, σε μια κόχη του γκρεμού, μια μικροσκοπική μορφή από μακριά διακρίνω φωτερά να κυματίζει, κάτι κρατάει στο χέρι, κάτι ανεμίζει απ’ το κεφάλι πιο ψηλά. Κάτι κόκκινο είναι, και η μορφή είναι παιδί. Φοράει ένα φόρεμα πλεκτό που δένει χαλαρά στο λαιμό με δυο απαλά πον πον. Η τοσοδούλα είναι, και ξάφνου μια περιοχή ιαματικής γαλήνης δημιουργείται στην επιφάνεια μιας μέχρι τώρα καταβροχθιστικής ρουφήχτρας και η μικρούλα εκεί ατάραχη πλέει πάνω στο νούφαρο. Στα χέρια της κρατάει νήμα γερό με κόκκινο χαρταετό να φτερακίζει στην άλλη του άκρη. Ελπίδας κόκκινο, παλμός ελευθερίας, χτύπος ζωής. Η καρδιά. Καρδιά μικρής καρδερίνας κατάδηλα κατακόκκινης, κατά πως είπαμε.
Richard Doyle. Fairies and Water Lilies. c. 1870
Ψάρια πολύχρωμα, παραδείσια λες πουλιά, εμφανίζονται τώρα γύρω μου, κίνηση θαυμαστά αρμονική, και λες χαμογελάνε. Κι όλο γύρω μου μαζεύονται. Συμφωνούν μαζί μου, καταλήγω· τα μάτια τους κοιτάζουν, βλέπουν το παιδί, εμένα βλέπουν, γνωρίζουν την καρδιά την κατακόκκινη, γνωρίζουν τις μορφές, αρχαίες οπτασίες, σημερινές. Φτιάχνουν ένα σχήμα όλα μαζί, ρευστό και εύκαμπτο, το νήπιο μπροστά βάζουν, ο χαρταετός τραβάει γερά, όλο και ανεβαίνει, μια κατακόκκινη κουκίδα που ξεμακραίνει ανάλαφρα. Μαζί τους κι εγώ πλέω, σε λίγο επιπλέω, βαθιά ανάσα παίρνω με το κεφάλι επιτέλους πάνω από την επιφάνεια του νερού. Τα πλοκάμια της λασπερής εκβολής τώρα βόστρυχοι ασημίζουν και χρυσίζουν, πρασινορόδινα ιριδίζουν σαν τα ευλύγιστα ψαράκια, σαν κομψά φύκια του βυθού, πλοκάμια καλοκάγαθης αγκαλιάς, το δέλτα στο κτένι της Αφροδίτης μεταμορφώνεται και, απαλά, μελένια τώρα ρέει, μια αιματεγχυσία ιαματική που τώρα τη θάλασσα γλυκαίνει.
Καιρός πέρασε, εποχές πολλές, κι η ώρα ήρθε η βροχή ν’ αποφασίσει. Και το γήτεμα των ανθρώπων του ψεύδους εκεί, με χέρια ατσάλινα αλύπητα να το σφίξει, αμετανόητος στραγγαλισμός κάτω στη λάσπη του βυθού στη λάσπη του βυθού να το κολλήσει κι εκεί να το αφήσει.
Leonardo da Vinci. Storm over a Valley in the Foothills of Alps. 1506
Κι ύστερα, μαζί με ένα μικρό παιδί με το κόκκινο σημάδι στο μέτωπο μιας μοίρας που έμοιαζε σκληρή για ένα κοριτσάκι τόσο τρυφερό και μ’ ένα κόκκινο χαρταετό στο χέρι, καρδιά μικρής καρδερίνας που ολοζώντανη πάλλεται, να κλάψουνε και οι δυο γλυκά, ψιχαλιστά, σαν πρωτοβρόχι ποτιστικό πάνω στα σγουρά χορτάρια, στους κρυμμένους κάτω από το χώμα βολβούς, λυτρωτικά μετά από παρατεταμένο καύσωνα.
Καλόδεχτη φθινοπωρινή βροχούλα, με έναν φιλικό ομπρελοποιό εκεί κοντά καλού κακού.
*Το αφήγημα αυτό γράφτηκε μερικές ημέρες πριν την τρομερή πλημμύρα στον κάμπο της Θεσσαλίας, το -23. Συγκλονισμένη θεώρησα ότι το όραμά μου αυτό όφειλε να παραμερίσει μπροστά στο μέγεθος της τραγωδίας που ζούσαν οι συνάνθρωποί μας. Ίσως μάλιστα φοβήθηκα, εγώ η ενοχομηχανή, μήπως οι σκέψεις και το φανταστικό πεδίο μου θεωρηθούν υπεύθυνα για την καταστροφή. Και ίσως τώρα το τολμώ αφού η καταστροφή άλλαξε μέσον, κι είναι η μάχαιρα της φωτιάς που τούτη την εποχή παντού σκαλεύει.
στη χαρακτηριστική εικόνα Albert Bierstadt. storm in the mountains. 1870