ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ
Μα τι είσαι επιτέλους;
Είμαι αυτό που είμαι κάθε στιγμή.
Μέσα σε έναν κύκλο αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων από της πρώτης αρχής του κόσμου μέχρι των ημετέρων χρόνων, έρχεται η συγγραφέας ως σύγχρονος Οβίδιος να συνεχίσει την ωδή της σύμπνοιας των μεταμορφώσεων με μια γραφή ρευστή, που μεταλλάσσεται άλλοτε σε προραφαηλιτικές περιγραφές της φύσης με τις ρίζες πλατάνων να τρέχουν, να σκαρφαλώνουν, να υπερπηδούν εμπόδια, να τρυπώνουν μέσα από τις ρωγμές, με πέτρες να κουνιούνται και να πετιούνται ξιφοφόρες ακρίδες, με σκιές δέντρων που τις τρυπούν οι αχτίδες του ήλιου.
Άλλοτε σε γοτθικούς εφιάλτες με μαμούνια να ανεβαίνουν τη σκάλα με τα τριχωτά τους πόδια και τις κεραίες, να βγαίνουν τα πεταμένα αγκάθια του σκαντζόχοιρου απ’ το χαντάκι και τα βρασμένα κόκκαλα απ’ το τσουκάλι και οι αναιμικές κληματσίδες να αναδεύονται κάτω απ’ το φεγγάρι και ύστερα όλα να γίνονται σκοτεινά… με το σκοτάδι να κατεβαίνει απ’ το βουνό και το κουλουριασμένο παιδί μεταμορφωμένο σε σκύλο να το μυρίζει, που ερχότανε μέσα απ’ τον φεγγίτη με αλλόκοτα σχήματα και βαθύσκιωτα χρώματα, με αυτιά τριγωνικά και μαβιές φτερούγες, στρογγυλό κεφάλι, κατάπινε έντομα πιασμένα στους ιστούς.
Άλλοτε μια γραφή συνειρμική που γλιστρά από την πραγματικότητα στο όνειρο, από τις παρομοιώσεις στις αναμνήσεις και πάλι στο όνειρο, γιατί «ονειρευόμαστε, δε θυμόμαστε», όπως επισημαίνεται στην προμετωπίδα του βιβλίου, για να μας προσγειώσει απότομα στην ωμή νατουραλιστική αποτύπωση της πραγματικότητάς μας, αυτής της Ουρανούπολης.
Μιας γραφής που μετουσιώνεται, μεταμορφώνεται, θα λέγαμε κι αυτή, για να μετέλθει όλων των τεχνοτροπιών, προκειμενου να ψάλει μεταμορφώσεις κάθε είδους, του ρέματος σε καβούσι, της Σμαραγδής σε πασχαλίτσα, της κούκλας της θείας Βγενιώς σε αδερφή της Γλυκερία, του Μύρωνα σε σκύλο, σε σκαντζόχοιρο, σε βρώμικο μπαμπούρι, που φώλιαζε στη ραγισματιά του φλοιού να κοιμηθεί.
Της ακροβάτριας Αμάλθειας σε κόκκινη πριγκίπισσα των αραχνών, σε σπάνια μοναδική Αράχνη-Πασχαλίτσα, στο πλάσμα των ονείρων του Μύρωνα, που τον οδήγησε στη δεύτερη μεταμόρφωσή του σε σκύλο, αυτή τη φορά σε αρχηγό της πεινασμένης αγέλης, που θα προκαλέσει τον θάνατο της αδερφή του Καίτης, του «μου πήρες λάθος παιδί» για τον πατέρα.
Αυτός ο σκύλος, με τις πυρόξανθες σαν το μαλλί του Μύρωνα ραβδώσεις και με το σώμα βασανισμένο και σακατεμένο από τις βουρδουλιές, σαν την ψυχή του Μύρωνα, που εκτός από τον θάνατο της αδερφής, θα προκαλέσει μια ακόμη μεταμόρφωση του Μύρωνα, ντυμένος με τα ρούχα της θαμμένης του αδερφής, θα αναρωτιέται «δεν ξέρω ποιος ήταν μέσα στο φέρετρο» μπροστά στον καθρέφτη, ως άλλος Ισιντόρ Ντυκάς, που μεταμορφώθηκε κι αυτός μια νύχτα μπροστά στον καθρέφτη του σε κώμη Λωτρεαμόν.
Και αυτή η μεταμόρφωση του Μύρωνα θα θυμίσει στη Σμαραγδή, με μια διακειμενική αναφορά, έναν άλλο πίνακα θανάτου, όπου δυο πανομοιότυπες μορφές διδύμων αδερφών έρρεαν πάλι η μια μέσα στην άλλη και αιωρούνταν αγκαλιασμένες σε ένα εραλδικό σχήμα, τώρα πια μέσα στο σπίτι της θείας Βγενιώς, ο Μύρων και η αδερφή του, ποιο το ον και ποια η αντανάκλαση του, σε ένα πυκνό δίχτυ ομοιοτήτων και αντικατοπτρισμών, που σιγά σιγά θα έπαιρνε τη μορφή ενός σχεδίου για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσα στην οικογένεια.
Πρώτα με τον πατέρα και Τον-Εκεί-Πάνω, που η απανταχού παρουσία τους έσταζε δηλητήριο από τους τοίχους του σπιτιού, «να προσέχεις τις δολιότητες του πατέρα και ναι, τις πρόσεχε». Τον πλησίασε ενδεδυμένος το φουστάνι της θαμμένης του αδερφής, ξεριζώνοντας μαύρα φτερά σαν έρποντα μαχαίρια κι έφτυσε μακριά την ύπουλη αρρώστια, το αιμάσσον σύμπλεγμα της Ηλέκτρας τού «λάθος παιδί μού πήρες», να δουν οι νεκροί, που βλέπουν μόνο το κόκκινο.
Και μετά με τη δουλικά παραιτημένη στην πατριαρχική παντοκρατορία ενοχική μάνα. Ο Μύρων θα αποτινάξει τα οιδιπόδεια, πιάνοντας το αρχέγονο νήμα της μητριαρχίας από τη μεριά της ανύπαντρης θείας Βγενιώς και της προγιαγιά τους, της αράχνης, που έβγαζε εδώ και μια αιωνιότητα από τα ίδια της τα σπλάχνα νήματα, κρεμασμένη από μια θηλιά στη σιωπηλή της γαλήνη.
Μέσω της νοσηρής περιέργειας για τα ανθρώπινα της Σμαραγδής, που ο Μύρων την εκλάμβανε ως διαθεσιμότητα, όταν την ένιωθε να σπαράσσει, όπως αυτός, στην τελετουργία αναδιπλασιασμού μπροστά στον καθρέφτη. Τη Σμαραγδή που έμοιαζε με τη μητέρα, που τον είχε απαρνηθεί, αυτήν επέλεξε ο Μύρων ως όργανο, Desperately in need of some stranger’s hand, In a desperate land, όταν η επιθυμία γεννήθηκε μέσα του τυφλή, χαοτική σαν την κραυγή του Τζιμ Μόρισον:
“Father?”
“Yes, son?”
“I want to kill you”
“Mother, I want to…”
Μέσα στη νύχτα του αμνιακού σάκου, στη φρικτή σιωπή απ’ όπου γεννιέται η ζωή, ο Μύρων μεταμορφώνεται στον καθένα μας, γίνεται εμείς, που παραπαίουμε στο μεταίχμιο νεωτερικότητας – μετανεωτερικότητας, αγλωσσικοί, αυτιστικοί, άφυλοι, αλλόκοτοι, παλεύουμε σπαρασσόμενοι με τα σχήματα της νεωτερικότητας μέσα από αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις και αντικατοπτρισμούς να δούμε την επιφάνεια του ωκεανού.