Ο Βασίλης Νικολάου είναι γλύπτης. Με την κυριολεκτική, πανάρχαια σημασία του όρου. Λαξεύει, πλάθει το υλικό του, το ακουμπά, το χαϊδεύει, το λειαίνει, το σέβεται, το πονά, το μεταμορφώνει. Σε μια εποχή που η γλυπτική τείνει να γίνει σχεδόν μόνο παράσταση / performance ή εγκατάσταση /installation (όσο και αν είναι σεβαστές και αξιόλογες αυτές οι μορφές τέχνης, πλην δεν είναι γλυπτική), ο Βασίλης Νικολάου μας θυμίζει τα βασικά και μας συνεγείρει.
Η μεγάλη αναδρομική του έκθεση, με τίτλο «Σώματα από πνεύμα, ύλη και χρόνο», αποτελούμενη από 120 έργα (93 γλυπτά και 27 σχέδια της περιόδου 1982-2023), που φιλοξενήθηκε στον όμορφο χώρο του Art Project Space, σε επιμέλεια Ίριδας Κρητικού, από 3 Απριλίου μέχρι 25 Μαΐου 2024, παίρνοντας μάλιστα 20ήμερη παράταση, ήταν εντυπωσιακή και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από ειδικούς και μη, τόσο από τους καλλιτέχνες όσο και από το ευρύ μα και πολυπληθές κοινό που την επισκέφθηκε, ενώ πλαισιώθηκε από εργαστήρια, ξεναγήσεις κι έναν εξαιρετικό κατάλογο, μια καλαίσθητη, σκληρόδετη έκδοση.
Εμφανώς ανθρωποκεντρική, με κυρίαρχη την ανθρώπινη -και συνήθως γυναικεία- μορφή, εντάσσεται στη μακρά αυτή παράδοση και την συνεχίζει αξιομνημόνευτα.
Προσωπικά επισκέφθηκα την έκθεση δύο φορές, την πρώτη και την τελευταία μέρα, τη δεύτερη φορά, λόγω μεγαλύτερης ηρεμίας είχα τη χαρά να την απολαύσω πιο αβίαστα, πιο μακρόσυρτα αλλά και συνομιλώντας με τον καλλιτέχνη, που -πέραν των άλλων- είναι και ένας κατεξοχήν συμπαθής και σεμνός άνθρωπος. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω από τη θητεία του στα σχολεία, όπου υπηρέτησε ως καθηγητής εικαστικών, χωρίς ωστόσο ποτέ να πάψει να δημιουργεί. Εξαίρετος και αγαπητός συνάδελφος είχε τη δύναμη να κινείται στο απαιτητικό φάσμα που ξεκινούσε από την πολυκοσμία και τις ποικίλες απαιτήσεις της σχολικής τάξης και έφθανε στην απομόνωση του εργαστηρίου και την αέναη δημιουργία. Κι ίσως είναι αυτή η ευγένεια του ανθρώπου, αυτή η απαλή του φύση, που δημιουργεί την εντύπωση ότι πλάθει το υλικό του με χάδι, μολονότι υλικό σκληρό, πέτρα ή μάρμαρο. Ίσως είναι αυτός ο ευγενής πυρήνας που οδηγεί τα έργα του σε μια μοναδική στιλπνότητα, μια λαμπυρίζουσα στίλβη, μια ζηλευτή πλαστικότητα.
Ήδη από την πρώτη στιγμή που μπαίνει κάποιος στον χώρο νιώθει να επικοινωνεί με τα έργα, νιώθει ότι οι μορφές αυτές οι λαξεμένες στο σκληρό υλικό έχουν απαλυνθεί, έχουν πάρει ζωή, έχουν μετουσιωθεί σε πνεύμα, όπως υποδεικνύει και ο τίτλος της έκθεσης, έχουν αποκτήσει κίνηση και παλμό. Ναι, είναι παλλόμενες οι μορφές, έτοιμες να χορέψουν ή να φωνάξουν, να κινηθούν στο χώρο, να τανυστούν ή να συσπειρωθούν, να πετύχουν μια δύσκολη ισορροπία, αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα μας, αποζητώντας το χάδι μας. Μια πνοή ζωής τις διαπερνά, μια κίνηση υπόγεια τις ορίζει. Ο γλύπτης επιδιώκει και την απτική επαφή του έργου του με τον αποδέκτη, χαίρεται που η τέχνη του μπορεί να απευθύνεται ακόμα και σε τυφλά άτομα.
Άψογη πλαστική, υποδειγματική τεχνική, έμπνευση και πρωτοτυπία χαρακτηρίζουν τα ποικίλης κλίμακας έργα του Βασίλη Νικολάου, από τα μικρότερα μέχρι τα μνημειώδη.
Το πιο πρωτότυπο στοιχείο, ωστόσο, της έκθεσης είναι η ευρηματική χρήση των υλικών. Ο Βασίλης Νικολάου επιλέγει αυθεντικά υλικά από τη φύση, πέτρες των ποταμών και της θάλασσας και τις ενθέτει στα έργα του, τις ενσωματώνει στο γυψοκονίαμα κυρίως με τρόπο μοναδικό, ώστε αποκτούν όχι απλώς μια νέα, διαφορετική ζωή και λειτουργία, μα και περιεχόμενο. Ο καλλιτέχνης έχοντας μια στενή και σεβαστική σχέση με τη φύση, έχοντας την πεποίθηση ότι είναι εκείνη που δημιουργεί και εκείνος που ερμηνεύει, επιλέγει την αυθεντικότητα και την πρωτογενή ποιότητα της πέτρας για να συνομιλήσει μαζί της και να την μετασχηματίσει λες με μια παράδοξη δική της συναίνεση. Είναι ίσως η καταγωγή του από την Ήπειρο, την τόσο δεμένη με την πέτρα, είναι ίσως το γεγονός ότι η πέτρα που μοιάζει τόσο ανθεκτική και επίμονη, ωστόσο μεταλλάσσεται στον χρόνο, στην επαφή με τα φυσικά πράγματα (με το νερό, τον αέρα, μέχρι να πάρει την τελική της μορφή, το υπό αίρεσιν οριστικό της σχήμα) και βέβαια με τον γλύπτη.
Γι’ αυτό επιλέγει να την ενσωματώνει, να την εντάξει οργανικά στα γλυπτά, ως ένα είδος ερμηνείας της φύσης, ως μια εικαστική ματιά σ’ αυτή την αρχική μήτρα, ως μια νοηματοδότησή της. Αφού αίφνης η πέτρα γίνεται μέρος ενός έργου που δεν υπήρχε πριν, σε μια λογική αντίστροφη, όπως λέει, από τη συντήρηση αρχαιοτήτων, όπου τα θραύσματα τοποθετούνται ως οργανικά μέρη ενός προϋπάρχοντος συνόλου. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό εύρημα, μια «ιδιοφυή διαχείριση της ύλης -του μπρούτζου πρώτα, της πέτρας μετά», όπως εύστοχα αναφέρει η Ίρις Κρητικού στο εισαγωγικό της σημείωμα στον κατάλογο της έκθεσης.
Άλλωστε υπάρχουν και φορές που αντιμετωπίζει στοιχεία της φύσης ως μια πρωτογενή εικαστική πράξη. Ενδεικτικά αναφέρω το έργο «Πέτρα του νερού», που εκτίθεται σχεδόν ατόφιο, όπως εντοπίστηκε στη φύση, με ελάχιστες ίσως παρεμβάσεις: ένας βράχος γίνεται γλυπτό προφίλ. Το αρχέγονο υλικό γίνεται σύγχρονη τέχνη, η αρχαία λαλιά γίνεται σύγχρονη γλώσσα. Η άχρονη πέτρα παίρνει τη θέση της στον χρόνο.
Ανάλογα, και τα εξαιρετικά σχέδια, που περιλαμβάνονται στην έκθεση, τα οποία είναι, όπως λέει ο ίδιος, σχέδια γλυπτικά, παναπεί προορισμένα να γίνουν γλυπτά και εξαρχής καμωμένα ως τέτοια, κι αυτά προερχόμενα από την πέτρα, από την έμπνευση που εκείνη δίνει με την πρώτη ματιά για την επερχόμενη μεταμόρφωσή της σε γλυπτό.
Όταν ολοκληρωθεί η φόρμα στον γύψο, στο μάρμαρο, τότε μπορεί να μεταφερθεί και σε άλλο υλικό, να χυτευθεί, να γίνει μπρούτζος και να ενοποιηθεί, υπερβαίνοντας τα επιμέρους στοιχεία. Έτσι, στην έκθεση υπάρχουν έργα που παρουσιάζονται σε δύο υλικές μορφές, εκπλήσσοντας με τη δυναμική αυτής της μετάβασης αλλά και με την τόσο διαφορετική λειτουργία τους. Ο ίδιος προκειμένου να κάνει πιο απτή αυτή τη διαφορά, χρησιμοποιεί μια «συναισθητική» παρομοίωση: είναι σαν την εκτέλεση μιας μουσικής στη μια περίπτωση με ένα όργανο και στην άλλη με ολόκληρη ορχήστρα.
Επίσης, κυρίως τα μικρά γλυπτά γίνονται γύψινα επιχρωματισμένα ακόμα και με έντονα χρώματα τόσο έντεχνα που μοιάζουν με κεραμικά, ενώ το επόμενο στάδιο είναι πράγματι η μετατροπή τους σε κεραμικά.
«Η ζωή σε δυο όψεις» είναι ένα έργο όπου το υλικό παραμένει ανεπεξέργαστο από τη μια πλευρά και επεξεργασμένο από την άλλη, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διττή εκδοχή της ύπαρξης. Η ανεπεξέργαστη όψη παραπέμπει στη φθορά, ενώ η άλλη στην καλλιέπεια και, καθώς δεν ενοχλεί η μία πλευρά την άλλη, το έργο κατατείνει στην αποδοχή του διαφορετικού.
Η «Καλλιρρόη» και η «Λεώνη», συμμετρικές, συμπληρωματικές μορφές, γυναίκες καλλίγραμμες, γυναίκες ακέφαλες, γυναίκες πλήρεις, ντυμένες και γυμνές την ίδια ώρα, με τις ένθετες πέτρες στο κορμί τους να γίνονται όργανα του σώματος (καρδιά πνεύμονες) και ταυτόχρονα στοιχεία του φορέματος. Ένα έργο που μοιάζει να υφίσταται μεταμόρφωση στην πορεία της δημιουργίας του αλλά και μετά την επιτέλεσή του.
Στην «Αστρική κόρη» τα ένθετα στοιχεία θα μπορούσαν να είναι κομμάτια από μετεωρίτες που έπεσαν στη γη, θα μπορούσαν οι πέτρες να είναι ταξιδιώτες του χρόνου.
Η «Αστάρτη», που μοιάζει να έχει διανύσει τη γραμμή του χρόνου από την αρχαία Αίγυπτο και την αρχαία Ελλάδα, με τις πτυχώσεις και τις φιδίσιες γραμμές της κόμης σαν μέρος της πτυχολογίας, συμμετρικά συνομιλεί με το φόρεμα, μια φόρμα ευανάγνωστα υπαινικτική.
Συγγενικής τεχνοτροπίας και η «Αναδυομένη», στην οποία η οξείδωση του νερού αποδίδεται με τη χαλκοπράσινη πατίνα του μετάλλου. Την ίδια ώρα αναφέρεται στο βρεγμένο ρούχο που κολλά στο σώμα και το διαγράφει, ένα στοιχείο που παραπέμπει και στους γλύπτες της ελληνιστικής εποχής, όταν το ρούχο και οι πτυχώσεις του έγιναν αντικείμενο ενδιαφέροντος.
Φιγούρες με καμπύλες (με συνηχήσεις του Μουρ), καθιστές, όρθιες, ξαπλωμένες μορφές, χορεύτριες, γυναίκες – κλεψύδρες, με χέρια στο κεφάλι, με μαλλιά στου ώμους, φιγούρες του φωτός, αλλά και άντρες με στιβαρό κορμί, πολεμιστές του φωτός, νέοι με ασπίδες, μουσικοί με όργανα, τυμπανιστές της αγάπης, εκπεσόντες άγγελοι, αλλά και ζώα και πουλιά.
Η «Κραυγή», η «Διαμαρτυρία», η «Φιγούρα με δεσμά» αποπνέουν συγκλονιστική δύναμη, έργα προβληματισμού και πολιτικού – κοινωνικού βάθους. Αλλά και η «Ειρήνη», η «Σπουδή για το κεφάλι της Ποίησης», η «Μητρότητα», η «Πυρπολημένη Μνήμη», η «Άρνηση» και άλλα έργα με ξεχωριστή δύναμη δείχνουν τη στοχαστική ματιά του εικαστικού, την τάση του να εικονοποιεί δυναμικά αφηρημένες έννοιες. Κι όπως δηλώνει και ο ίδιος, τον ενδιαφέρει η γλυπτική της έννοιας και όχι του προσώπου, -δεν κάνει προτομές ή ανδριάντες. Αντίθετα, τα έργα του εμπεριέχουν μια εννοιολογική και φιλοσοφική διάσταση, πράγμα που εμφαίνεται και σε πολλούς από τους τίτλους. Μάλιστα η έννοια του χρόνου, που αποτυπώνεται και στον τίτλο της έκθεσης, διαπερνά όχι μόνον έργα όπως το «Σώμα από πέτρα και χρόνο» ή «Η κλεψύδρα του χαμένου χρόνου», μα και συνολικά την έκθεση (που άλλωστε εμπεριέχει τρόπον τινά τη μακρά ιστορία της γλυπτικής) μέσα από την ενσυνείδητη χρήση και μεταμόρφωση υλικών σαν την «άχρονη πέτρα». Ο Βασίλης Νικολάου είναι χειρώνακτας φιλόσοφος, είναι στοχαστικός στην ίδια την τεχνική του. Η σχέση του με τον κόσμο γύρω του είναι σχέση βαθιάς επικοινωνίας, ο μόχθος που βρίσκεται πίσω από τα έργα του και μέσα σ’ αυτά είναι μόχθος αρχέγονος, είναι το σύμβολο του ανθρώπινου πόνου. Ο σεβασμός στην υλική υπόσταση της τέχνης συνυπάρχει με την περίσκεψη και τη διαλογιστική καταβύθιση.
Παρότι συχνά λείπουν μέλη, τα γλυπτά δεν μοιάζουν ανολοκλήρωτα ή ελλιπή, αφού, όπως και ο δημιουργός τους τονίζει, έτσι, ελλιπή, κληρονομήσαμε τα αρχαία αγάλματα, είμαστε φυσικοί κληρονόμοι αυτής της έλλειψης, την ενσωματώνουμε, την κουβαλάμε. Εξοικειωμένοι με την αφαίρεση πριν την αφαίρεση, με την αποδόμηση πριν την αποδόμηση.
Ο ίδιος αναλογίζεται τους πρωτόγονους προπάτορές του να τραβούν το κλαδί προς τη σπηλιά αφήνοντας ίχνη στο χώμα και μετά να τα σβήνουν, επιτελώντας έτσι την πρώτη πράξη σχεδίου, το γράψιμο και το σβήσιμο, μια ερμηνεία του λόγου μέσα από τα σχήματα.
Τον Βασίλη Νικολάου τον ενδιαφέρει μια γλυπτική που επικοινωνεί με το κοινό, που μιλά στον μέσο άνθρωπο, εκείνη που όμως θα τον οδηγήσει σε μιαν έντεχνη αυτογνωσία, καθώς θα προσεγγίζει το έργο τέχνης μέσω της προσωπικής του υπόστασης.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια εύρωστη και εμπνευσμένη γλυπτική, που συνδυάζει την αφαίρεση με την ολοκλήρωση, το θραύσμα με το όλον, που έχει τη δύναμη να κινητοποιεί στοχασμό και συγκίνηση, να αγγίζεται και να αγγίζει.
Γιούλη Χρονοπούλου, Δρ. φιλολογίας