«Δεν υπάρχει καμία έννοια πίσω από τα έργα μου. Δεν τα διέπει καμία θεωρία. Το αποτέλεσμα μάλλον προκύπτει από μια μη θεωρία. Θωρώ κάτι πεταμένο στο χωράφι τζιαι θέλω να το πιάσω γιατί αρέσκει μου. Τα πράματα είναι αφημένα μέσ’ στο εργαστήρι μου. Δεν είναι τοποθετημένα, δεν τα διακοσμώ. Αφήνω τα. Το ένα σχετίζεται με το άλλο, το ένα κάνει διάλογο με το άλλο. Μπορεί φορμαλιστικά να μη μοιάζουν αλλά έχουν την ίδια αίσθηση. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς γίνονται τούτα τα πράματα. Με λίγα λόγια, δεν υπήρξα ποτέ καλλιτέχνης.»
Άγγελος Μακρίδης[1]
Διαισθητικός και αυθόρμητος, χωρίς να ακολουθεί μια εννοιολογική ατζέντα ή να επιδιώκει να δημιουργήσει ένα προκαθορισμένο πλαίσιο ο Άγγελος Μακρίδης (γ.1942, Γιαλούσα), μια εξέχουσα φυσιογνωμία της Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης, για πάνω από μισό αιώνα με ταπεινότητα και φιλοσοφική ενάργεια δημιουργεί κατασκευές και περιβάλλοντα που προκύπτουν οργανικά από τη συνάντησή του με τα υλικά που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Εννοιολογικές κατασκευές και περιβάλλοντα θα τα αποκαλούσαμε, για να τα κατατάξουμε με ευκολία στις γνωστές κατηγοριοποιήσεις της τέχνης, παραβλέποντας ίσως, ότι ο ίδιος δίνει προτεραιότητα στις φυσικές σχέσεις και τους διαλόγους που δημιουργούν μεταξύ τους, αδιαφορώντας για τις ταμπέλες της τέχνης. Και αυτή η πίστη του στις εγγενείς συνδέσεις μεταξύ των αντικειμένων είναι που μας επιτρέπει να βρούμε νόημα μέσα σ’ αυτές τις αυθόρμητες λεπτεπίλεπτες και εξαιρετικά ευαίσθητες διατάξεις και διευθετήσεις τους.
Ο ίδιος απορρίπτοντας την ετικέτα του καλλιτέχνη όταν δηλώνει, δεν υπήρξα ποτέ καλλιτέχνης, απομακρύνεται από τη συμβατική έννοια του καλλιτέχνη που δημιουργεί με πρόθεση, δεξιότητα και συγκεκριμένο όραμα. Αντίθετα, θεωρεί τον εαυτό του ως κάποιον που απλά ασχολείται με τα αντικείμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους με έναν τρόπο που του φαίνεται φυσικός. Φυσικός, επειδή περιγράφοντας τη διαδικασία περισυλλογής των αντικειμένων που θέλει να πιάσει γιατί του αρέσουν, ο Μακρίδης προσδιορίζει τον αυθορμητισμό της δημιουργίας και τη διαδικασία της που καθοδηγείται από την παρόρμηση, την αισθαντικότητα, την έλξη του προς αυτά, που ενισχύεται από την υφή και τις απτικές τους ιδιότητες.
Έτσι, εγκαταλείπει τα αντικείμενα που συλλέγει στο εργαστήριό του χωρίς να τα αλλοιώνει ή να τα τοποθετεί διακοσμητικά, εκτιμώντας τη φυσική τους κατάσταση και αφήνοντας την παρουσία τους στο χώρο του να επηρεάσει οργανικά το έργο του. Και όταν τα αντικείμενα αρχίζουν να ‘συνομιλούν’ μεταξύ τους, δημιουργώντας μια σχέση βασισμένη όχι στη μορφή τους αλλά στα συναισθήματα που προκαλούν, αναδεικνύεται μια συναισθηματική ή διαισθητική σύνδεση μεταξύ των στοιχείων του έργου, παρά μια οπτική ή δομική. Γι’ αυτό και η διαδικασία για τον Άγγελο Μακρίδη δεν είναι παρά μια ειλικρινής παραδοχή ότι δεν μπορεί να εξηγήσει πώς αναπτύσσονται οι σχέσεις μεταξύ των αντικειμένων.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός του ότι δεν υπήρξα ποτέ καλλιτέχνης, αμφισβητώντας εμμέσως πλην σαφώς τους παραδοσιακούς ορισμούς της τέχνης, είναι δικαιολογημένος και ειλικρινής, καθώς προτάσσει μια ταπεινή και ίσως αντισυμβατική αυτοαντίληψη, αφού η προσέγγισή του είναι προσωπική, αδόμητη, συναισθηματική, διαισθητική, μνημονική, βαθιά στοχαστική και απτική. Μια φιλοσοφική και υπαρξιακή προοπτική για τη ζωή, την τέχνη και την ανθρώπινη εμπειρία αντανακλάται και στο επόμενο απόσπασμα, ιδίως όταν λέει με την κυπριακή ροή του λόγου του:
«Βρε συνειδητοποιείς ότι έχεις το θαύμα, κάθε άνθρωπος έχει ένα θαύμα πάνω του. Πώς λειτουργούν τα όνειρα, ο εγκέφαλος, η καρδιά του, τα κύτταρά του, η χημεία του; Έχουμε συνείδηση ότι βιώνουμε ένα θαύμα καθημερινό πάνω μας, είμαστε ένα κινούμενο θαύμα. Όχι εκείνο που βλέπουμε. Εκείνο που είμαστε είναι θαύμα, αυτό καθαυτό. Χρειάζεται να κάνεις τέχνη; Αυτά είναι ανοησίες τελικά, όταν το συνειδητοποιήσεις αυτό το πράγμα, δεν κάνεις τίποτε άλλο, μα δεν κάνεις τίποτε άλλο. Είναι αναμνήσεις, είναι αποδείξεις αυτής της σπουδαιότητας που έχεις. Βλακεία τελικά στην κατάληξη. Ακούγεται φιλοσοφική αυτή…αλλά αν συνειδητοποιήσεις αυτό το μέγεθος…»[2]
Για τον Άγγελο Μακρίδη, η αναγνώριση ότι κάθε άνθρωπος είναι ένα θαύμα και ότι βιώνουμε καθημερινά θαύματα απλώς και μόνο με το να είμαστε ζωντανοί, είναι μια ευθεία φιλοσοφική τοποθέτηση για το νόημα της τέχνης και της ύπαρξης. Ο προβληματισμός του πάνω στη θαυματουργή φύση της ανθρώπινης ζωής μπορεί να καταστήσει όλες τις άλλες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης, φαινομενικά ασήμαντες, εξαφανίζοντας την αξία και το σκοπό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Υπό από αυτό το πρίσμα, ο Μακρίδης αμφισβητεί την αναγκαιότητα της δημιουργίας τέχνης, αναγνωρίζοντας μόνον ότι η τέχνη χρησιμεύει ως μια μορφή ανάμνησης και απόδειξης του μεγαλείου μέσα μας. Η τέχνη, με άλλα λόγια, καταγράφει και καθρεπτίζει τη θαυμαστή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και των εμπειριών μας.
Το 1987, γνώρισα το έργο του Άγγελου Μακρίδη στην Γκαλερί Diaspro στη Λευκωσία, όπου παρουσίασε την ενότητα με τίτλο Αφιέρωμα στον Magritte. Τόσο τα έργα της έκθεσης όσο και η ιδιαιτερότητά του ως προσωπικότητα, έγιναν η αφορμή να αρχίσω να ακολουθώ την καλλιτεχνική του πορεία, καθοδηγούμενος από την προσωπική μου διαίσθηση. Με την πάροδο του χρόνου, η προσωπική μας επαφή μου αποκάλυπτε σταδιακά το εκτεταμένο έργο του, από τα χαρακτικά των χρόνων 1967-69, τη ζωγραφική, τα δεκάδες σχέδια, τις κατασκευές, τα πέτρινα λειασμένα αντικείμενα και τα γύψινα ή πήλινα γλυπτά προσαρμοσμένα με ευαισθησία πάνω σε κοτετσόσυρμα. Έτσι, σχημάτισα την εντύπωση ότι η ασκητική λιτότητα που κρύβει μέσα της αξίες και αλήθειες διαχρονικές ταυτίζεται με τον Μακρίδη.
Το έργο του αγκαλιάζει την ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά με φιλοσοφική στωικισμό. Αναλογιζόμενος την προσωπικότητα του καλλιτέχνη, τις μορφές που έχει δημιουργήσει και τους χαρακτηρισμούς που του έχω αποδώσει κατά καιρούς, όπως ‘φιλόσοφος των βότσαλων’, ‘πρότυπο σύγχρονου ασκητισμού, ‘γλύπτης σύγχρονων μορφών αγιοσύνης’, καθώς επίσης εξετάζοντας καθένα έργο του ξεχωριστά ως ένα μοναδικό διαπασών πνευματικότητας, επανέρχομαι στην αρχική μου πεποίθηση ότι από το 1987 μέχρι σήμερα, έχω γίνει μάρτυρας μιας μοναδικής πηγής ενέργειας και εσωτερικής ακτινοβολίας που σπανίζει στο χώρο της σύγχρονης τέχνης.
Και εξηγώ: ως φιλόσοφος των βότσαλων, ο Μακρίδης βρίσκει σοφία και νόημα σε απλά αντικείμενα, όπως τα βότσαλα. Ως πρότυπο σύγχρονου ασκητισμού, ο Μακρίδης ακολουθεί έναν τρόπο μινιμαλιστικής λιτότητας και αυτοπειθαρχίας, εκπροσωπώντας ασκητικές αξίες. Ως δημιουργός σύγχρονων μορφών αγιότητας, ο Μακρίδης έχει συνθέσει έργα που προκαλούν μια αίσθηση ιερότητας, πνευματικής ευσέβειας. Κάθε έργο του είναι μια διασπορά πνευματικότητας, δηλαδή διαδίδει και μεταδίδει πνευματικές ιδέες και εμπειρίες, γεγονός που αναδεικνύει το πνευματικό βάθος και την ποικιλομορφία των έργων του.
Ο Άγγελος Μακρίδης επιβάλλεται με τη απλή και ανεπιτήδευτη παρουσία του. Η ταπεινότητά του είναι βασική πτυχή του χαρακτήρα του που αντανακλάται στα γλυπτά του. Αν και η φυσική του παρουσία δίνει την εντύπωση ότι μοιάζει περισσότερο με κοσμοκαλόγερο, έχει μια ευρεία αντίληψη για τα θέματα των πολιτισμών και των εννοιών που ξεπερνά κάθε τοπικισμό. Για το λόγο αυτό, κανένα από τα έργα του δεν περιέχει εθνικά σύμβολα, ώστε να γίνει περιγραφικό ή να χαρακτηριστεί ως εθνοκεντρικό. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Άγγελος Μακρίδης σπούδασε στη Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (Α.Σ.Κ.Τ. 1961-1967) στο εργαστήρι του Θανάση Απάρτη ο οποίος υπήρξε μαθητής του Antoine Bourdelle (1861-1929), εργάστηκε στο Παρίσι (1967-1969), στη Λευκωσία (1969-1974), στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών (1974-1986) και από το 1986 επέστρεψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κύπρο.
Ο Μακρίδης κάνει τέχνη για την προσωπική του ολοκλήρωση, για την ψυχή του, όπως έλεγε ο μεγάλος Κάρολος Κουν, και καθόλου, μα καθόλου, για την αναγνώρισή του. Άλλωστε, οι ατομικές του εκθέσεις, μεταξύ των οποίων και η πρώτη αναδρομική έκθεση που επιμελήθηκα στην Πινακοθήκη Πιερίδη το 1992, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τα έργα του είναι βαθυστόχαστα, διεισδυτικά, αναλυτικά, συνθετικά και ποικίλα, επιδεικνύοντας μια υλική και εννοιολογική ευελιξία. Παρά την ποικιλομορφία του, υπάρχει μια ενοποιητική απλότητα ή λιτότητα που υπερβαίνει την επικαιρότητα και τις σύγχρονες μόδες, προσδίδοντάς του μια διαχρονικότητα.
Αν και η προσέγγισή του στην τέχνη είναι εσωστρεφής και αυτοεκπληρούμενη, είναι απαλλαγμένη από την ανάγκη εξωτερικής επικύρωσης ή προσκόλλησης σε καλλιτεχνικές τάσεις και ρεύματα της τέχνης. Για τον καλλιτέχνη, η δημιουργία τέχνης δεν έχει να κάνει με την αποκάλυψη μυστηρίων, την επίλυση γρίφων ή την αποκάλυψη μυστικών. Δεν είναι ούτε μια θρησκευτική αποκάλυψη ούτε ένα άκαμπτο φιλοσοφικό δόγμα. Αυτό σημαίνει ότι η τέχνη του έχει περισσότερο να κάνει με την έκφραση προσωπικών αληθειών και εμπειριών παρά με την προσήλωση σε εξωτερικά πλαίσια ή ατζέντες.
Κάθε έργο του είναι το απαύγασμα μίας ανοιχτής, βιωματικής εμπειρίας που διερευνάται διαρκώς. Η σειρά Αγίων και Αναθημάτων μπορεί για κάποιους να έχει θεολογικό περιεχόμενο. Εθνολογικά στοιχεία μπορούν να εντοπιστούν στο περιβάλλον / εγκατάσταση που διαμόρφωσε στην Μπιενάλε Βενετίας το 1988, εκπροσωπώντας την Κύπρο, ή στη Βάρκα με Τσιμεντένιο Κύκλο. Ιστορικές και αρχαιολογικές αναφορές μπορούν να εντοπιστούν στη Μάσκα των Μυκηνών, το Κεφάλι του Αλεξάνδρου, τα Σταυρόσχημα Ειδώλια. Προφανείς είναι οι υπαρξιακές αναζητήσεις σε έργα όπως Πήλινο Γυναικείο Σώμα και τα Πέλματα, ενώ οι φιλοσοφικές του ανησυχίες αντανακλώνται στα Μπαστούνια, το Μεγάλο Σπίρτο, τις Γεωμετρικές Σωρεύσεις Λίθων, τις Ζυγαριές. Έργα με ψυχολογικό βάθος μπορεί να δει κάποιος στο Άνθρωπος Μπροστά στον Καθρέπτη, ή Άνθρωπος Μπροστά σε Κρεμασμένο Κομμάτι Κρέας, και με ερωτικό τοτεμικό περιεχόμενο στο Κόκκινο Πέος.
Μπορεί ο ίδιος να αναγνωρίζει την επιρροή του σουρεαλισμού, ιδιαίτερα στην ελευθερία να εξερευνήσει τη φαντασία του, όταν λέει: «Ο σουρεαλισμός με σημάδεψε, καθώς μπορείς να βάλεις μέσα ό,τι θέλεις. Εν’ το όνειρο. Επρόσφερέ μου μεγάλη απελευθέρωση. Νιώθω τυχερός που μου επιτρέπει η εποχή μου να κάνω τα πράματα που κάνω». Ωστόσο, ενώ οι σουρεαλιστικές εικόνες διέπονται από τη μεταμόρφωση και την ποιητική του αυτοματισμού, στις λεπτεπίλεπτες κατασκευές του Άγγελου Μακρίδη η πνευματικότητα είναι μια υπερχείλιση ενέργειας. Για παράδειγμα, στην ενότητα των Αγίων, που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, ο Μακρίδης διερεύνησε με σύγχρονους όρους τον μηχανισμό που αποδίδει αγιολογικά χαρακτηριστικά σε κοσμικούς και γήινους ήρωες. Οι άγιοι είναι ένα μέτρο που διαφοροποιεί την υλική υπόσταση του ανθρώπου από την πνευματική, το θείο από το ανθρώπινο, το απέριττο από το διακοσμητικό. Το θέμα είναι ο άνθρωπος στον μακρόκοσμο του Σύμπαντος, με τον Μακρίδη να εξετάζει πώς η ανθρώπινη ύπαρξη εντάσσεται σε μια ευρύτερη κοσμική κλίμακα. Επιπλέον, το μέγεθος, η ευθραυστότητα των κατασκευών και ο συνδυασμός των υλικών αναδεικνύουν την απόλυτη λειτουργικότητα των στοιχείων μαζί, τονίζοντας την αλληλεξάρτηση και την ευαίσθητη ενότητά τους. Πώς μπορεί μια μπίλια να ισορροπήσει πάνω στο ξύλινο ραβδί ως το οστέινο σώμα του ασκητή όταν το παραμικρό σκούντημα ή φύσημα του ανέμου θα προκαλέσει την πτώση της; Κι αν ένα ξύλινο ραβδί υποκαθιστά το οστέινο σώμα του ασκητή, συμβολίζοντας τη σκληρή απλότητα και τη δύναμη που βρίσκεται στην πνευματική πειθαρχία, η μπίλια ανά πάσα στιγμή έρχεται να ακυρώσει την προσπάθειά του.
Στα χέρια του Άγγελου Μακρίδη, ανόμοια υλικά εξισορροπούνται και συνδέονται μεταξύ τους σε μνημεία πνεύματος. Η μεταβλητότητα της σκέψης μορφοποιήθηκε με εύπλαστο πηλό και μαλακό κοτετσόσυρμα για να δώσει τη ρευστότητα και την προσαρμοστικότητα της ανθρώπινης συνείδησης. Ο άγιος έγινε ο διαχρονικός οδοιπόρος που συλλογίζεται τη μοναξιά, αποδέχεται την ανάβαση και την κατάβαση και διατηρεί άσβεστη της φλόγα μίας εσωτερικότητας. Ισορροπημένη, λεπτή και σύνθετη, λιτή και εννοιολογική, εύθραυστη και πυκνή, τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να είναι παρά η τέχνη του Άγγελου Μακρίδη, ένας καθρέπτης στην πολυπλοκότητα της ύπαρξης και ταυτόχρονα ένας χάρτης πλοήγησης στο ταξίδι της επιστροφής στην ειλικρίνεια των συναισθημάτων και την αισθαντική απλότητα της ζωής.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης Δ.Π.Θ. / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών