ΠΡΟΦΙΛ
O Κώστας Καβανόζης είναι συγγραφέας, καθόλου άγνωστος στο αναγνωστικό κοινό. Έχει γράψει ήδη τέσσερα βιβλία, το “Χοιρινό με Λάχανο” (εκδόσεις Κέδρος 2004), το “Του κόσμου ετούτου” (εκδόσεις Κέδρος 2009), το “ Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια” (εκδόσεις Πατάκης 2011) και “Το Χαρτόκουτο” (εκδόσεις Πατάκης 2015). Είναι Φιλόλογος, γεννημένος το 1967, διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση και ζει στην Ξάνθη. Μεγάλωσε στους Προσκυνητές Ροδόπης αλλά κατάγεται από το Τυχερό, ένα χωριό, που βρίσκεται ακριβώς στον Έβρο. Εκεί κατοίκησαν οι πρόγονοί του σαν ήρθαν με τα κάρα από την Ανατολική Θράκη πρόσφυγες λόγω της Ανταλλαγής. Το “Τυχερό” είναι το πέμπτο βιβλίο του, επίσης από τις εκδόσεις Πατάκη ( 2017) και ανήκει στο ιδιαίτερο είδος αυτού που ονομάζουμε “Μυθιστόρημα- Ντοκουμέντο”. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο βιβλίο το οποίο ξεχωρίζει τόσο για την προσέγγιση των σημαντικότερων γεγονότων του 20ου αιώνα αλλά και για την αλήθεια όσων καταγράφονται σ’ αυτό. Όπως επισημαίνεται στην αρχή του βιβλίου «Όλα τα πρόσωπα υπήρξαν, όλα τα λόγια ειπώθηκαν και όλα τα γεγονότα συνέβησαν.» Αυτό εύκολα το διακρίνει ο αναγνώστης λόγω των ντοκουμέντων και της έρευνας του συγγραφέα. Το εκπληκτικό εδώ είναι η μυθοπλασία. Ο τρόπος δηλαδή που η πραγματικότητα μετατρέπεται σε μυθιστόρημα ώστε να μην βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα ρεπορτάζ. Η συμβολή του; Ένα βήμα παραπέρα στη θέαση του κόσμου. Κι όπως πάλι επισημαίνεται στην αρχή «Ο κόσμος είναι όσα συμβαίνουν.» Λούντβιχ Βιττγκενστάιν (1889 – 1951 ) Τι κόσμο θέλουμε και ποια η αλήθεια και πού το ψέμα όταν δεν γνωρίζεις αυτά που συμβαίνουν; Όλα όμως…
“Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος υπήρξαν, όλα τα λόγια ειπώθηκαν και όλα τα γεγονότα συνέβησαν”. Αυτό είναι το “Τυχερό”. Η μυθιστορηματική εξιστόρηση της ζωής αληθινών ανθρώπων σε δύσκολες μέρες, σε δύσκολες συνθήκες. Πρόσφυγες που διώχθηκαν γιατί ήταν Έλληνες, διώχνονται στη συνέχεια γιατί τα πολιτικά τους φρονήματα δεν είναι αρεστά στο μεταπολεμικό Ελληνικό Κράτος. Δυο Παγκόσμιοι πόλεμοι αλλάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Αυτό δεν καταγράφεται από τη γενική ιστορία. Μπορείς μόνο να το δεις και να το διαβάσεις σε επιστολές, ημερολόγια, καταγραφές προσωπικές, αλλά και στα μάτια αυτών που έζησαν την αγριότητα σε κάθε μορφή της. Αυτοί που ένιωσαν τι θα πει “ανεπιθύμητος” στην πατρίδα που με πολλούς τρόπους έδειξαν πως αγαπούν.
Το πέρασμα του Έβρου με τα κάρα το 1923
ΑΝΦΑΣ
Λ. Ζ.: Κώστα Καβανόζη, καλώς όρισες στο “Περί ου”. Εδώ και καιρό έχουμε μιλήσει για το τελευταίο βιβλίο σου, το “Τυχερό”, και με αφορμή αυτό είπαμε να κάνουμε μια συζήτηση στο ΠΡΟΦΙΛ-ΑΝΦΑΣ- ΤΕΤ~Α~ΤΕΤ. Για όσους αναγνώστες δεν έχει συμβεί ακόμα να το διαβάσουν ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο του και την προσωπική σχέση σου με αυτό.
Κ. Κ.: To Tυχερό είναι το χωριό μου. Για την ακρίβεια το χωριό του Έβρου από το οποίο κατάγομαι και με το οποίο είμαι ιδιαιτέρως συνδεδεμένος χωρίς ωστόσο να έχω μείνει ποτέ εκεί. Μεγάλωσα αλλού, στους Προσκυνητές Ροδόπης, όμως στο Τυχερό πήγαινα συχνά, αφού εκεί ζούσαν ο παππούς, η γιαγιά μου και πολλά από τα αδέρφια του πατέρα μου με τις οικογένειές τους. Το Τυχερό το αγαπάω κυρίως για τη θέα του κάμπου από την αυλή της γιαγιάς μου, για το τρένο που περνούσε κάτω από το σπίτι της και για το ποτάμι, τον Έβρο, που ήταν πάντα για μένα κάτι σαν ένα όριο πέρα από το οποίο τα πάντα αποκτούσαν μυστηριακές διαστάσεις. Από το σπίτι της γιαγιάς και του παππού φαίνονταν απέναντι, στην άλλη μεριά του ποταμού, τα δύο χωριά της Ανατολικής Θράκης από τα οποία είχαν έρθει πρόσφυγες το ’22 και στα οποία, μολονότι τα αντίκριζαν κάθε μέρα, δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν ποτέ. Αυτά λοιπόν τα πράγματα βγαίνουν και ξαναβγαίνουν μπροστά μου όταν γράφω. Αλλά ειδικά το «Τυχερό» νομίζω ότι είναι βγαλμένο από τα σπλάχνα του χωριού.
Λ. Ζ.: Για αυτόν που διαβάζει το βιβλίο αποκαλύπτεται ωστόσο και ένα δεύτερο επίπεδο, μια αμφισημία, στον τίτλο. Πιστεύεις στο “τυχερό” των ανθρώπων; Στη μοίρα που υποτίθεται πως έχει γραφτεί για κάποιους;
Κ. Κ.: Πολύ εύκολα θα μπορούσα να απαντήσω πώς όχι, όμως δεν θα το κάνω. Η τύχη, έτσι όπως την ορίζουμε οι άνθρωποι, σαφώς υπάρχει και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις ζωές μας, ακόμη και αν τη θεωρήσουμε ως μια νοητική κατασκευή, ως έναν (ανάμεσα σε πολλούς) τρόπο συνδιαλλαγής με την πραγματικότητα. Ούτως ή άλλως γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε μέσα σε έναν κόσμο τον οποίο δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αλλά μόνο να προσεγγίσουμε με κάποιους τρόπους. Από τους τρόπους αυτούς όμως εξαρτάται και το πώς θα ζήσουμε. Αλλάζω τη ζωή μου νομίζω ότι σημαίνει αλλάζω τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι και προσεγγίζω την πραγματικότητα. Και αυτό τα περιλαμβάνει όλα βέβαια. Υποπτεύομαι ότι κάτι τέτοιο αργά ή γρήγορα συμβαίνει σε όλους μας και υπό αυτή την έννοια, ναι, είναι «γραμμένο» να μας συμβεί.
ΤΕΤ-Α-ΤΕΤ
Λ. Ζ.: Το βιβλίο ανήκει στο είδος του μυθιστορήματος με συγκεκριμένα ωστόσο γνωρίσματα. Μια και διδάσκεις Δημιουργική γραφή και κυρίως ασχολείσαι με το Μυθιστόρημα, θα ήθελες εν τάχει να πεις ποια τα γνωρίσματα του Μυθιστορήματος και -πάλι συνοπτικά- τι κάνει “ιδιαίτερο” το «Τυχερό»;
Κ. Κ.: Το μυθιστόρημα, λέω πάντα στους μαθητές μου, είναι το εξαρχής χτίσιμο ενός κόσμου. Ο κόσμος αυτός δεν μπορεί φυσικά να παρουσιάζεται ολόκληρος μέσα στις λέξεις του βιβλίου, χρειάζεται όμως να κρύβεται εντός τους και στην παραμικρή του ίσως λεπτομέρεια. Αυτό νομίζω ότι ορίζει το μυθιστόρημα και όχι, για παράδειγμα, ή έκτασή του ή το πλήθος των προσώπων που ζουν εντός του. Ο φανταστικός κόσμος όμως τον οποίο καλείται να χτίσει ο μυθιστοριογράφος, υποχρεωτικά απαρτίζεται από γνώριμα υλικά του πραγματικού, προκειμένου να εκπληρωθεί η απαραίτητη προϋπόθεση της αληθοφάνειας. Το «Τυχερό» ειδολογικά ανήκει στην κατηγορία του μυθιστορήματος τεκμηρίων, πράγμα που σημαίνει ότι η πρώτη ύλη του πηγάζει αποκλειστικά από την πραγματικότητα και ότι η επινόηση ως προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα απουσιάζει. Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος υπήρξαν, όλα τα λόγια ειπώθηκαν και όλα τα γεγονότα συνέβησαν είναι η φράση που διαβάζει ο αναγνώστης ως εισαγωγική της ιστορίας που έχω να του πω. Τα λόγια και οι πράξεις που αποδίδονται στους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές του έργου –οι οποίοι έχουν όλοι τους ζήσει ή ζουν στην αληθινή ζωή–, οι καταστάσεις στις οποίες εμφανίζονται να έχουν εμπλακεί, δεν είναι πράγματα επινοημένα. Τα λόγια τους, παραδείγματος χάριν, είναι στην πλειονότητά τους λόγια που όντως τα έχουν πει στην πραγματική ζωή, είναι λόγια που τα έχω ηχογραφήσει στις συζητήσεις μας ή που τα έχω ανασύρει από τη μνήμη μου ή τη μνήμη άλλων (και όχι πάντως από τη συγγραφική φαντασία μου). Φυσικά επέλεξα να παραθέσω ό,τι εξυπηρετεί την εξέλιξη της αφήγησης από τη δική μου συγγραφική οπτική, χωρίς ωστόσο να παραβιάσω τον προαναφερθέντα περιορισμό: χρησιμοποίησα μόνο ό,τι μου έδωσε η πραγματικότητα και προσπάθησα να το κάνω λογοτεχνία. Αυτό ήταν εξαρχής το στοίχημα. Δεν θέλησα, με άλλα λόγια, να επινοήσω τίποτα αλλά προσπάθησα, σε βαθμό εμμονής μάλιστα, να εντοπίσω τη λογοτεχνία που κρύβεται μέσα στη βιωμένη πραγματικότητα, τον λογοτεχνικό κόσμο που κρύβει μέσα του αυτός τον οποίο ονομάζουμε υπαρκτό.
Λ. Ζ.: Παίρνοντας αφορμή από την τελευταία περίοδο της απάντησής σου, σχετικά με το υπαρκτό και τον λογοτεχνικό κόσμο που κρύβει μέσα του, θα ήθελα να συζητήσουμε για τον αφηγητή της ιστορίας. Ο συγγραφέας Κώστας Καβανόζης έχει άμεση σχέση με τα πρόσωπα της κύριας ιστορίας και την οικογένεια. Είσαι παρών. Αναζητάς, ψάχνεις, συζητάς, πλέκεις την ιστορία. Αυτός που αφηγείται τα γεγονότα, που βοηθάει στο “πλέξιμο” της ιστορίας σου, είσαι εσύ ή ένας αφηγητής; Κι αυτός ο αφηγητής είναι μια περσόνα που ποιο ρόλο έχει τελικά;
Κ. Κ. : Ο αφηγητής σε ένα πεζογράφημα, είτε πρωτοπρόσωπος είτε τριτοπρόσωπος, πάντα είναι μια κατασκευασμένη περσόνα, ακόμα και αν έχει υπάρξει ως πραγματικό πρόσωπο ή ταυτίζεται (υποτίθεται) με τον συγγραφέα. Στην περίπτωση του «Τυχερού» ο αφηγητής Κώστας Καβανόζης, ο συγγραφέας του έργου, ο συγγενής των πρωταγωνιστών που όντως υπήρξαν ως αληθινά πρόσωπα, δεν ξεφεύγει από τον κανόνα αυτό και, μολονότι επομένως είμαι εγώ, δεν είμαι κιόλας. Πρόκειται για έναν σαφώς κατασκευασμένο χαρακτήρα που εξυπηρετεί τις ανάγκες του έργου, αλλά που δεν προδίδει ούτε διαστρεβλώνει την ταυτότητα του πραγματικού προσώπου από το οποίο προέρχεται. Ο αφηγητής Καβανόζης εκτελεί ένα συγκεκριμένο ρόλο τον οποίο του ανέθεσε ο συγγραφέας Καβανόζης εκτελώντας κι αυτός έναν από τους πολλούς ρόλους που ο Καβανόζης ως φυσικό πρόσωπο αναλαμβάνει κατά καιρούς να εκτελέσει στην πραγματική του ζωή. Έτσι λοιπόν αποτέλεσα και εγώ ως φυσικό πρόσωπο το καλούπι για τη δημιουργία ενός χαρακτήρα και πρόσφερα υλικό για τη συγγραφή του έργου, μόνο που δεν το πρόσφερα σε κάποιον τρίτο αλλά στον ίδιο μου τον εαυτό. Ήταν ένα παιχνίδι συχνά επικίνδυνο, καθώς ταυτόχρονα βρισκόμουν πολύ κοντά στους πρωταγωνιστές μου, αφού είχα συνδεθεί στ’ αλήθεια μαζί τους στην πραγματική ζωή, αλλά έπρεπε κιόλας να τηρώ απόσταση από αυτούς, από τα γεγονότα και από τη συναισθηματική μου εμπλοκή με όλα αυτά, για να μπορέσω να οργανώσω τη δουλειά μου και να μην παρασυρθώ σε εύκολους συναισθηματισμούς ή προσωπικές κρίσεις που σε τίποτα δεν θα εξυπηρετούσαν το έργο. Ίσως γι’ αυτό η γλώσσα του αφηγητή Καβανόζη (που δεν είναι η γλώσσα του Καβανόζη ως φυσικού προσώπου ούτε ακριβώς του Καβανόζη ως συγγραφέα) έχει αυτή τη «γραφειοκρατική» απόχρωση, η οποία στα δικά μου τουλάχιστον αυτιά ακούγεται και ως επιτηδευμένα κωμική ορισμένες φορές κρύβοντας από κάτω της έντονη ειρωνεία. Η γλώσσα του αφηγητή έπρεπε να υπηρετήσει την αφήγηση μιας αληθινής τραγικής ιστορίας χωρίς υπερβολές αλλά ούτε και άχρωμα. Έπρεπε στην αρχή και για μεγάλο μέρος της εξιστόρησης να συγκαλύψει όλη αυτή τη διάχυτη τραγικότητα χωρίς να την εξουδετερώσει, αφήνοντάς την να ξεδιπλωθεί σιγά σιγά και παρασύροντας τον αναγνώστη βαθιά μέσα της χωρίς αυτός να το καταλάβει. Μεγάλο βαθμό δυσκολίας παρουσίαζε για μένα το γεγονός ότι ο αφηγητής έπρεπε να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στη σταδιακή αποκάλυψη και στην πρόσκαιρη συγκάλυψη πραγμάτων τα οποία γνώριζε καλά και τα οποία, αν προσποιούνταν στην αρχή ότι δεν τα γνωρίζει ή αντιθέτως αφηνόταν να παρασυρθεί από τη γνώση του αυτή, θα τον έκαναν κατά την εξέλιξη της αφήγησης να χάσει την αξιοπιστία και το ειδικό βάρος του. Δεν ξέρω τι κατάφερα τελικά, όμως η κατασκευή του ρόλου και της γλώσσας του αφηγητή υπήρξε για μένα μεγάλο σχολείο.
Λ. Ζ.: Εδώ δεν μπορώ να μην αναφερθώ αφενός στη γλώσσα όχι στην “επιτηδευμένη”, όπως λες, αλλά στην ισορροπία και στον σεβασμό απέναντι στους ανθρώπους με τους οποίους μιλάς. Δεν επεμβαίνεις για να μετατρέψεις κάτι. Το γλωσσικό ιδίωμα μεταφέρεται αυτούσιο. Κι αυτό μάλιστα χωρίς επιτήδευση, οργανικά δεμένο στην αφήγηση!
Κ. Κ.: Μακάρι όντως να είναι έτσι. Ο στόχος ήταν ακριβώς αυτός, να ενταχτούν δηλαδή όλα τα επιλεγμένα στοιχεία ομαλά στην αφήγηση, να δέσουν μεταξύ τους χωρίς να υποστούν αλλοιώσεις και τροποποιήσεις που θα τους άλλαζαν τον αρχικό χαρακτήρα. Οι μαρτυρίες δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση, ακριβώς όπως και τα ποικίλης γλωσσικής προέλευσης γραπτά ντοκουμέντα, που μεταφέρθηκαν αυτολεξεί. Ο προφορικός λόγος λοιπόν απομαγνητοφωνήθηκε και αποδόθηκε όμως μου δόθηκε, χωρίς καμία προσπάθεια «λογοτεχνικής» προσαρμογής του στο κείμενο, πλην της επιλογής συγκεκριμένων αποσπασμάτων που εξυπηρετούσαν καλύτερα, κατά την κρίση μου, την εξέλιξη της αφήγησης και της απόρριψης φυσικά αρκετών άλλων που δεν βρήκαν τελικά θέση εντός του βιβλίου. Προφανώς και αυτό συνιστά μια μορφή παρέμβασης (όπως άλλωστε και οι ερωτήσεις μου προς τους συνεντευξιαζόμενους, που οδηγούσαν τη συζήτηση σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις), όχι όμως στη μορφή και την εκφορά του λόγου, οι οποίες έμειναν αυτούσιες. Ήταν σημαντικό για μένα να αναδείξω όχι μόνο την ίδια την ιστορία μέσα από τη ματιά και τα λόγια των ανθρώπων με τους οποίους μίλησα αλλά και τους ίδιους αυτούς τους ανθρώπους ως λογοτεχνικούς πλέον ήρωες εντός του μυθιστορήματος με τα χαρακτηριστικά όμως που οι ίδιοι θα μου πρόσφεραν. Δεν είναι άραγε ο κάθε πραγματικός άνθρωπος ένα τραγικό, εν δυνάμει μυθιστορηματικό δηλαδή, πρόσωπο; Με είχε επιπλέον προβληματίσει το ζήτημα της ντοπιολαλιάς. Και μολονότι κράτησα όλα τα διαλεκτικά στοιχεία σε επίπεδο σύνταξης και ύφους (να τον πω, να με πει κλπ), επέλεξα να μη διατηρήσω τα ίχνη της διαλεκτικής προφοράς των λέξεων εντός του απομαγνητοφωνημένου κειμένου: γράφω, ας πούμε, κορίτσι και όχι κουρίτσ’, το παιδί και όχι του π’δί, γιατί θεωρώ πως η συγκεκριμένη απόδοση έχει κάτι το πεποιημένο και αφαιρεί εντέλει τη φυσικότητα που επιχειρεί να προσδώσει. Ίσως βέβαια να κάνω λάθος, αλλά ούτως ή άλλως ο προφορικός λόγος περιέχει πράγματα που ο γραπτός αδυνατεί να αποδώσει (εξού και πολλές φορές περιγράφω χειρονομίες και κινήσεις των ομιλούντων, σε μια προσπάθεια να περιορίσω τις απώλειες). Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος μου δεν ήταν απλώς να προσδώσω ένα τοπικό, ηθογραφικό στη ρίζα του χρώμα στη γλώσσα του κειμένου αλλά να διατηρήσω μέσα σε αυτή ό,τι μπορώ περισσότερο από την αλήθεια της γλώσσας που μου δόθηκε.
Λ.Ζ.: Είναι ποτέ δυνατόν ένα μυθιστόρημα, “μυθιστόρημα – ντοκουμέντο” στην περίπτωσή μας, όσο αληθινά κι αν είναι αυτά που καταγράφει, να μην έχει αφηγηματικές τεχνικές; Διάβασα διάφορες τέτοιες απόψεις σχετικά. Η λιτότητα σ’ ένα έργο δεν αφορά λ.χ στις αναχρονίες, στην έλλειψη γραμμικού χρόνου, στο στοιχείο της “έκπληξης”, στην τραγικότητα των προσώπων, στη μίμηση-διάλογο, κτλ. Από την αμφισημία ως την απορία και την απάντηση με μια έκπληξη που μάλλον έχεις προετοιμάσει ψυχολογικά, δομείς μυθιστόρημα! Με αληθινά λόγια, με αληθινούς ανθρώπους, με πραγματικά γεγονότα!
K.K.: Στο βιβλίο του «Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία» (Πόλις 2017) ο Ivan Jablonca παραθέτει τα εξής λόγια του Αμερικανού συγγραφέα James Agee: Αν μπορούσα, αυτή τη στιγμή δεν θα έγραφα τίποτα. Θα υπήρχαν φωτογραφίες. Για τα υπόλοιπα, κομμάτια ύφασμα, απόβλητα από βαμβάκι, σβόλοι γης, λόγια που καταγράφηκαν, ξύλα, κομμάτια σίδερο. Εάν θεωρήσουμε ότι η κάθε μυθιστορηματική κατασκευή αποτελεί έναν αυτόνομο κόσμο, τότε παρατηρούμε ότι ο κόσμος αυτός στο μεν μυθιστόρημα εν γένει δημιουργείται υπό τη βασική προϋπόθεση της συμμόρφωσης της μυθοπλασίας στις αξιώσεις και στους κανόνες της πραγματικότητας, ενώ στο μυθιστόρημα-ντοκουμέντο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: είναι η αυτούσια πραγματικότητα που συμμορφώνεται στις μυθοπλαστικές ανάγκες και απαιτήσεις, είναι η αυτούσια πραγματικότητα που τοποθετείται στη θέση η οποία προοριζόταν για τη φαντασία του συγγραφέα και υποτάσσεται στην επιλεκτική του ματιά, στη γλώσσα, το ύφος και την όποια αφηγηματική του σκευή. Το μυθιστόρημα-ντοκουμέντο, με άλλα λόγια, είναι ή τουλάχιστον έχει τη δυνατότητα να είναι το προνομιακό εκείνο είδος το οποίο «σκοτώνοντας» τη μυθοπλασία μπορεί να την ξαναγεννήσει με νέους όρους, μέσα από την προσέγγιση μη λογοτεχνικών στοιχείων. Το ζήτημα έγκειται πρωτίστως στη μυθιστορηματική αλήθεια την οποία θα καταφέρει να δημιουργήσει ο συγγραφέας με τη χρήση του πραγματικού υλικού του και στη λογοτεχνική δύναμη της αλήθειας αυτής. Στο «Τυχερό» είχα τη φιλοδοξία κινούμενος αποκλειστικά εντός των ορίων της βιωμένης πραγματικότητας να την υπερβώ καθιστώντας την απλώς αληθοφανή, καθιστώντας την το πρόσχημα δηλαδή για να φτάσω σε μια αλήθεια η οποία, αν μη τι άλλο, θα διαρκούσε περισσότερο από την πραγματικότητα η οποία τη γέννησε. Ο κίνδυνος να παραμείνω στο επίπεδο της απλής μαρτυρίας, του χρονικού ή, ακόμα χειρότερα, της εύκολης δημοσιογραφίας ήταν βεβαίως υπαρκτός αλλά ήταν και μια μεγάλη συγγραφική πρόκληση για μένα να τον ξεπεράσω. Επιπλέον, έχοντας μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία στα χέρια μου, θέλησα να την αφηγηθώ όπως θα μου άρεσε εμένα να τη διαβάσω. Μοιραία λοιπόν προχώρησα σε συγκεκριμένες αφηγηματικές επιλογές, που μάλλον αντικατοπτρίζουν τις δικές μου αναγνωστικές προτιμήσεις. Και ναι, προφανώς σε όλο αυτό υπάρχει μυθοπλασία, αφού μυθοπλαστικό εντέλει είναι ό,τι εμπίπτει στη σφαίρα της αφήγησης. Το ζήτημα, από κει και πέρα, είναι αν κατάφερα να δομήσω μυθιστόρημα μένοντας πιστός σε επιλογές που είχαν νόημα ύπαρξης και όχι ενδίδοντας σε ευκολίες που μπορεί επιφανειακά να έλυσαν ορισμένα προβλήματα, δεν συνέβαλαν όμως στη δημιουργία ενός συνεπούς προς τον εαυτό του κειμένου που συγκροτεί έναν κόσμο αυτόνομο μεν αλλά και ευρισκόμενο σε διαλεκτική σχέση με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα. Η τέχνη, διακηρύσσουν πολλοί συγγραφείς και γενικότερα καλλιτέχνες, είναι ανώτερη της πραγματικότητας. Και μολονότι κάποτε το ασπαζόμουν με θέρμη, πλέον δεν το πιστεύω αυτό. Η τέχνη, όπως όλα, εμπεριέχεται στην πραγματικότητα και η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να την εντοπίζει και να την αναδεικνύει. Την πραγματικότητα (την ασύλληπτη έστω πλευρά της) διαιωνίζουμε μέσω της τέχνης, όχι την τέχνη καθεαυτήν.
Λ. Ζ. : Συμφωνώ μαζί σου και μάλιστα στο βιβλίο είναι εμφανές. Αυτό όμως σε έφερε σε δύσκολη θέση; Είχες υλικό αφενός από τις δικές σου οικογένειες που πολιτικά διαφωνούσαν με τον Βαγγέλη Βολοβότση κι αφετέρου από τους ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά του στο χωριό «Μπελογιάννης». Ειδικά οι δεύτεροι είναι σε τραγικότερη θέση θα έλεγα. Πώς καταφέρνεις να ισορροπήσεις μέσα σου το δράμα του Εμφυλίου πολέμου και τις πραγματικές του συνέπειες, να το διαχειριστείς; Και το προσφυγικό δράμα παράλληλα. Πόσο αποστασιοποιήθηκες για να γράψεις αληθινές ιστορίες;
Κ. Κ. : Όσον αφορά αυτό, νομίζω ότι συνέβησαν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί στα βιώματα και στον κόσμο του κάθε ανθρώπου που μου μίλησε προσπαθώντας να πάρω μια όσο γίνεται ισχυρότερη δόση από αυτά. Συγγραφικά δηλαδή εκμεταλλεύτηκα κάθε πρόσωπο με το οποίο ήρθα σε επαφή, το ομολογώ. Όμως και εκείνοι θεωρώ ότι το χάρηκαν που μου μίλησαν. Αυτό εισέπραξα τουλάχιστον. Τα περισσότερα από τα πρόσωπα που μιλούν στο βιβλίο είναι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας και οι κρίσιμες εποχές που σημάδεψαν τη ζωή τους φαντάζουν πλέον αρκετά μακρινές. Από την άλλη, τα σημάδια της Ιστορίας είναι εμφανή πάνω τους, είναι εμφανή στον τρόπο που μιλάνε, στο πώς αναπολούν, στο πώς συγκινούνται, στο πώς θυμώνουν ή πώς συγχωρούν, στο πώς αστειεύονται, στο τι επιλέγουν να αφηγηθούν ή στο πώς σιωπούν σε σχέση με αυτό που τους ρωτάς. Από τη στιγμή λοιπόν που θα αντιληφθείς αυτά τα σημάδια, αυτά τα βιώματα, δεν γίνεται να τα αγνοήσεις, γιατί, αν το κάνεις, τότε δεν θα καταφέρεις να ακούσεις τίποτα από όσα έχουν να σου πουν. Αυτό που δεν έχει δικαίωμα ο συγγραφέας να αγνοήσει είναι το ανθρώπινο δράμα που κρύβεται μέσα σε καταστάσεις οι οποίες ολοκληρώνουν τον κύκλο τους και περνάνε στην Ιστορία αφήνοντας όμως πίσω τους πληγωμένους ανθρώπους. Το ανθρώπινο δράμα δεν θα κάνει ποτέ τον κύκλο του. Αυτό ακριβώς προσπαθούσα να κρατάω στο μυαλό μου όποτε συναντούσα εμπόδια που προέκυπταν από ιδεολογικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Δεν μπήκα λοιπόν, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, σε καμία ιδεολογική αντιπαράθεση και σε κανένα σχετικό δίλημμα για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο μου φαίνεται εξαιρετικά φτωχό. Από την άλλη, και αυτό είναι το δεύτερο που συνέβη, όταν έμεινα μόνος με το υλικό μου, προσπάθησα να το δω αυστηρά ως συγγραφικό υλικό. Προσπάθησα δηλαδή να χειριστώ και να αναδείξω όσο καλύτερα μπορούσα την πολυσυλλεκτική δύναμη που είχε συγκεντρωμένη μέσα του, ανεξαρτήτως της προέλευσής της. Αυτή η δύναμη όμως έπρεπε πάση θυσία να παραμείνει μέσα στο κείμενο και να διαχυθεί στον αναγνώστη, όχι να παρασύρει συναισθηματικά ή ιδεολογικά τον συγγραφέα και να ξοδευτεί άσκοπα. Η συγγραφή είναι μια δουλειά που πρέπει να γίνει με καθαρό μυαλό, υπομονή, πειθαρχία, αυτοπεριορισμούς. Όπως πρέπει να γίνονται όλες οι δουλειές δηλαδή, για να οδηγήσουν κάπου. Είναι ωραίο ή μάλλον είναι απαραίτητο να παθιάζεσαι με τη δουλειά σου, χωρίς όμως να χάνεις τον έλεγχο, χωρίς να ξεχνάς ούτε στιγμή ότι αυτό που πρωτίστως απαιτεί η δουλειά είναι δουλειά.
Μνημείο Μπελογιάννη στο ομώνυμο χωριό
Λ. Ζ. : Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι όλοι αληθινοί και κάποιοι πολύ οικείοι. Έπρεπε να αποστασιοποιηθείς κι από αυτούς προκειμένου να γραφεί η πραγματικότητα ή σώζεσαι από τη μυθοπλασία κι έχεις μια ευχέρεια στην γραφή;
Κ. Κ. : Όποιος γράφει, ακόμα και αν ισχυρίζεται το αντίθετο, μοιραία αποκτά ευχέρεια με τη γραφή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα έτσι απλοποιούνται. Το αντίθετο μάλιστα, όσο βαθύτερα μπαίνεις τη γραφή, μολονότι όλο και πιο εύκολα μπορείς να φτιάξεις κείμενα σχεδόν για οτιδήποτε φανταστείς, τόσο πιο σύνθετα προβλήματα αντιμετωπίζεις. Το ζήτημα λοιπόν είναι να μην ενδώσεις στην ευκολία. Πέρα από αυτό, είναι δεδομένο, για μένα τουλάχιστον, ότι όταν γράφω αποστασιοποιούμαι από πραγματικά αλλά και επινοημένα πρόσωπα ή καταστάσεις και συγκεντρώνομαι αποκλειστικά στο κείμενο. Το μυθοπλαστικό κείμενο τρέφεται φυσικά από την πραγματικότητα ή τη φαντασία όμως παραμένει κείμενο και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από τον δημιουργό του. Διαφορετικά μπορεί να καταλήξει ένα εξομολογητικό, συναισθηματικό, ιδεοληπτικό, ομφαλοσκοπικό εντέλει σύνολο λέξεων (πάλι κείμενο δηλαδή), το οποίο όμως δεν θα αφορά κανέναν άλλον παρά μόνο αυτόν που το έγραψε και ίσως ούτε καν αυτόν σε λίγο καιρό. Στο «Τυχερό» δεν κράτησα αποστάσεις μόνο από συγγενείς ή γνωστούς καθώς τους μετέτρεπα σε ήρωες της ιστορίας, αλλά αποστασιοποιήθηκα μέχρι και από τον εαυτό μου μετατρέποντάς τον σε αφηγητή. Η αποστασιοποίηση τελικά, σκέφτομαι τώρα, ίσως είναι ένα είδος επαγγελματικής αναγκαιότητας αλλά και συνήθειας για τον συγγραφέα. Με τον καιρό συνηθίζεις –και πρέπει να συνηθίζεις– τα πάντα, όπως ακριβώς ο γιατρός τα αίματα, για να μπορέσει να κάνει τη δουλειά του.
Λ. Ζ. : Είναι πολλά τα πρόσωπα που μιλάνε. Για τον θείο σου, για την οικογένεια, για το δυστύχημα, ένα όμως με συγκλονίζει και δεν ξέρω αν παρεμβαίνει ο συγγραφέας εδώ τακτοποιώντας το υλικό του, αν στην πραγματικότητα παρεμβαίνει η μυθοπλασία υπηρετώντας την πρώτη. Ο Νέστορας… Μιλάει και αφηγείται τη δική του ιστορία και τη σχέση του με τους Βολοβότσηδες. Μια τυπική ιστορία σμιξίματος παιδιού – πατέρα που όμως της δίνεις χώρο. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό;
Κ. Κ. : Αυτό θα το πω, Ελένη, του Νέστορα να χαρεί. Σαφώς και υπάρχει λόγος που καταλαμβάνει χώρο μέσα στο βιβλίο και θα αποκαλύψω εδώ ένα «μυστικό» για τον τρόπο χτισίματος του «Τυχερού», το οποίο δικαιολογεί ίσως και το γιατί είναι μυθιστόρημα και όχι, ας πούμε, μια δημοσιογραφική καταγραφή ή ένα χρονικό της αληθινής ιστορίας ενός υπαρκτού προσώπου. Γνωρίζοντας την τραγική μοίρα του Γιώργου, του γιου δηλαδή του Βαγγέλη Βολοβότση, και προχωρώντας στη συγγραφή σιγά σιγά, συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι χρειαζόμουν έναν ήρωα που να έχει ζήσει περίπου τη ζωή που ο Γιώργος δεν πρόλαβε να ζήσει. Χρειαζόμουν έναν ήρωα για να δείχνει αυτό που θα μπορούσε να ήταν ο Γιώργος, αν ζούσε. Αυτόν φυσικά τον ήρωα, όπως και όλους στο βιβλίο όπως είπαμε, έπρεπε να μου τον δώσει η πραγματικότητα. Έπρεπε να ψάξω και να τον βρω στον υπαρκτό κόσμο, όχι να τον επινοήσω. Και καταλαβαίνεις πόσο συγκλονιστική υπήρξε για μένα η ανακάλυψη του Νέστορα, ο οποίος μάλιστα σχετιζόταν άμεσα με το ζεύγος Βολοβότση, καθώς εκείνοι τον είχαν παντρέψει. Στην κουβέντα μας, θυμάμαι χαρακτηριστικά, συνεχώς μου επαναλάμβανε: εγώ και ο Γιώργος, η ίδια ιστορία. Η παρουσία του Νέστορα είναι για το μυθιστόρημα η ζωντανή υπενθύμιση της απουσίας του Γιώργου. Ήταν ευτύχημα για το βιβλίο που βρεθήκαμε και εξαιρετική σύμπτωση το ότι ζούμε στην ίδια πόλη, την Ξάνθη.
Το σπίτι των Βολοβότσηδων στο οποίο γνωρίστηκαν ο Νέστορας με τη Στέλλα.
Λ. Ζ. : Από την αρχή περίπου μας φέρνεις αντιμέτωπους μ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα, μάλιστα το πρώτο της Ελληνικής Αεροπλοΐας με επιβάτες, και ξεκινάς την παράλληλη εξιστόρηση της εταιρείας των Ελληνικών Αερογραμμών, την αγορά από τον Ωνάση για τον γιο του Αλέξανδρο και τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Τυχαίο δεν είναι. Μια εγκιβωτισμένη αφήγηση είναι που σταδιακά ανοίγεται. Αν είναι λίγο υποψιασμένος ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως η ζωή δεν έχει πάντα ευτυχισμένο τέλος αλλά θέλει να δει τι θα κάνεις εσύ, ο συγγραφέας, μ’ αυτό που ξεκινάς. Ομολογώ πως μεγαλύτερη ήταν η ικανοποίηση από τον τρόπο που ως το τέλος κράτησες το αίνιγμα και το στοιχείο του θρήνου ήταν πηγαίο λόγω αληθινής, απρόσμενης έκπληξης.
Κ. Κ. : Το ενδιαφέρον στοιχείο για το «Τυχερό» από την ιστορία του Ωνάση, ήταν φυσικά το γεγονός ότι έχασε τον μοναχογιό του όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίο τον έχασε. Ήταν υλικό που δεν θα μπορούσα να μην αξιοποιήσω συγγραφικά. Ήξερα ότι στην αρχή θα παραπλανήσω τον αναγνώστη, θα τον κάνω να αναρωτιέται προς τι παρατίθεται η ιστορία της Ολυμπιακής, η οποία σταδιακά μετατρέπεται στην ιστορία του πρώτου θανατηφόρου δυστυχήματος της εταιρείας, έχοντας όμως προηγουμένως αφήσει στον αναγνώστη την πικρή γεύση της απώλειας του Αλέξανδρου. Αυτή η πικρή γεύση θέλω να ενισχύεται καθώς το βιβλίο προχωράει και να συνοδεύει τον αναγνώστη μέχρι την αποκάλυψη του αινίγματος. Κουράστηκα πολύ για να μπορέσω να κρατήσω το μυστικό μέχρι τέλους. Και υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να το κρατήσω μεν αλλά με έναν τρόπο που εκ των υστέρων δεν θα έπειθε, οπότε η όλη κατασκευή θα κατέρρεε. Ελπίζω να τα κατάφερα, ελπίζω να αιφνιδιάζω τον αναγνώστη και όντως ο θρήνος να ξεπηδάει αυθόρμητα από μέσα του στο τέλος. Στην ουσία όλες οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις του Τυχερού τον ίδιο στόχο εξυπηρετούν, τη διερεύνηση αυτών που αποκαλούμε απρόσμενο, τυχαίο και τραγικό στη ζωή.
Λ. Ζ. : Η συζήτησή μας, που δεν ξέρουν οι αναγνώστες πως κρατάει πολύ καιρό, φτάνει στο τέλος της, αν και δεν υπάρχει τέλος στα θέματα που αυτό το βιβλίο “γεννάει”. Θα ήθελα να μας πεις κάτι τελευταίο. Πώς και πόσο επηρέασε τον Κώστα Καβανόζη η συγγραφή του «Τυχερού».
Κ. Κ. : Θα πω απερίφραστα ότι το «Τυχερό» άλλαξε τον συγγραφικό μου τρόπο, μου έδειξε πλευρές της συγγραφής που αγνοούσα ή πεισματικά επέμενα να υποτιμώ και να αποφεύγω. Μου έδειξε την αξία της Ιστορίας και της πραγματικότητας για τη λογοτεχνία. Δεν είναι τυχαίο ότι ακολουθεί μια διδακτορική διατριβή για το μυθιστόρημα τεκμηρίων και για το πώς γράφτηκε συγκεκριμένα το «Τυχερό». Σε αντίθεση με άλλα βιβλία μου, που φαίνεται να με εγκαταλείπουν ή να τα εγκαταλείπω μετά την ολοκλήρωση της γραφής τους, το «Τυχερό» δεν λέει να με αφήσει. Ίσως η πραγματικότητα φταίει γι’ αυτό, το γεγονός ότι είχα να κάνω με αληθινούς ανθρώπους. Αλλά και η ίδια η ταυτότητα της γραφής μου θεωρώ ότι άλλαξε πια, όπως και η ματιά μου πάνω στη γραφή γενικότερα. Απομυθοποιώντας πλέον τη δύναμη και την αξία της, θεωρώ ότι εμβαθύνω περισσότερο σε αυτήν. Γράφουμε και διαβάζουμε γιατί είμαστε πλάσματα της γης που η μοίρα τους είναι να κοιτούν τον αέρα, αυτό είναι όλο. Αλλά είναι και αρκετό.
Λ. Ζ. : Θέλω να πω πως κάναμε ένα ταξίδι με το ΤΥΧΕΡΟ συζητώντας πολλές ώρες και αναδεικνύοντας πράγματα απίστευτα. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην ποιητικότητα που ενυπάρχει στην τραγικότητα της ζωής κι αυτό είναι γνώρισμα του βιβλίου σου. Θα μπορούσε να μιλήσει ο Αρχίλοχος μ’ ένα από τα ποιήματά του για την τραγική ειρωνεία αλλά και το ανθρώπινο δράμα. Σ’ ευχαριστώ για όλο τον χρόνο που αφιέρωσες. Εύχομαι να λάβει στην Ελληνική Λογοτεχνία την αναγνώριση που του αξίζει.