Από ό,τι η εμπειρία δείχνει, από δύο κατηγορίες ταινιών έχει βάσιμες ελπίδες να αναδειχθεί κάθε χρόνο ‘’η ταινία του καλοκαιριού’’: είτε μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή που προωθείται συνήθως από τεράστιο διαφημιστικό μηχανισμό, είτε κάποια ταινία που πληροί τις προδιαγραφές της πρώτης σκηνοθετικής δουλειάς της δημοφιλούς στην Ιταλία ηθοποιού Paola Cortellesi – έσπασε τα ταμεία στη γείτονα και εδώ παίζεται για δεύτερη εβδομάδα σε 18 κινηματογράφους.
Η ιστορία τοποθετείται στη Ρώμη, στη δύσκολη μεταβατική εποχή μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και επικεντρώνεται στη Ντέλια, μια γυναίκα αντιπροσωπευτική εκείνων των χρόνων, γαλουχημένη να υπακούει και να προσφέρει, που προσπαθεί στωικά να τα βγάλει πέρα με τη φτώχεια της οικογένειας της, με τον κακοποιητικό σύζυγο, τον απαιτητικό πεθερό, την κόρη που μοιραία θα τη διαδεχθεί στη γυναικεία καταπίεση και δυο αγόρια που ‘’εκπαιδεύονται’’ εξ απαλών ονύχων για τον ανδρικό ρόλο. Η ταινία παρουσιάζεται από τις περισσότερες κριτικές ως ένα επιτυχημένο μείγμα ιταλικού νεορεαλισμού των μεταπολεμικών χρόνων και πολιτικοποιημένης κωμωδίας all’ italiana των δεκαετιών του ’50 και ’60, και συνδυάζει το μελόδραμα με την κωμωδία, τη φάρσα και το μιούζικαλ με το κοινωνικό μήνυμα. Αναμενόμενο να εξασφαλίζει την αποδοχή του μεγάλου κοινού.
Οι θεατές, και εν προκειμένω οι Έλληνες θεατές, συγκινούνται πάντα από ένα παρελθόν που μπορεί να υπήρξε σκληρό και οδυνηρό, όμως η ανάμνηση του, εξωραϊσμένη από τις ‘’παλιές καλές’’ ελληνικές ταινίες, προκαλεί μια γλυκιά νοσταλγία: φτωχικά υπόγεια γύρω από μια αυλή, τα γυναικεία κουτσομπολιά, τα μαλλιοτραβήγματα αλλά και η γυναικεία αλληλεγγύη, ο σκληρός τύπος με το φανελάκι, η σιωπηλή γυναίκα που υπομένει, δικαιολογεί και κρύβει λίγα χρήματα στο σουτιέν, η κόρη που περιμένει τον έρωτα και η οικογένεια τον πλούσιο γαμπρό, οι γυναικείες φιλίες που κρύβουν ένοχα μυστικά, ο παλιός αγαπημένος που επιμένει, είναι καταστάσεις οικείες και δημιουργούν στον θεατή θετική προδιάθεση.
Η αναφορά στον ιταλικό νεορεαλισμό αποτελεί ακόμη μια θετική παράμετρο, γιατί αυτομάτως ο θεατής κάνει οπτικούς συνειρμούς με τα αριστουργήματα των Ροσελίνι, Ντε Σίκα κλπ, που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα, τουλάχιστον τους παλιότερους. Εδώ όμως έχουμε απλώς μια επιφανειακή μίμηση του νεορεαλισμού – και όχι ‘’υιοθέτηση της γλώσσας του’’, όπως ισχυρίζεται η Cortellesi – που δεν ανταποκρίνεται σε κανένα σχεδόν ουσιαστικό γνώρισμα αυτού του κινηματογραφικού ρεύματος. Ακόμη κι αν αντιπαρέλθουμε τους φυσικούς χώρους και τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, που εδώ δεν ισχύουν, κάποια δάνεια αισθητικής (ασπρόμαυρο) και θεματολογίας (εστίαση στη λαϊκή τάξη) δεν αρκούν για να αποδώσουν την εξαιρετική αίσθηση των νεορεαλιστικών ταινιών: η πόλη δεν είναι ένας απλός σκηνικός χώρος, είναι ένα κοινό οδυνηρό βίωμα , είναι το σύνολο των ζωών που περιέχονται εντός της· η κάμερα δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στα κεντρικά πρόσωπα, η συνεχής κίνηση της και το βάθος πεδίου αναδεικνύουν τα δευτερεύοντα πρόσωπα και τα ασήμαντα γεγονότα ισότιμα με τους πρωταγωνιστές και τα σημαντικά· και τέλος, οι νεορεαλιστικές ταινίες έχουν συνήθως τέλος αμφίσημο, αμφίθυμο, μετέωρο, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι εκείνης της εποχής.
Το χιούμορ είναι ο τρίτος παράγοντας που λειτουργεί θετικά στον θεατή. Αναντίρρητα πολλές φορές ο χιουμοριστικός τρόπος είναι ο καταλληλότερος για να αποδοθούν τα πιο τραγικά θέματα· όμως το χιούμορ των ιταλικών κωμωδιών, όπως το γνωρίσαμε μέσα από της ταινίες του M. Monicelli, Dino Risi κλπ, είναι σκληρό και κυνικό και στην ουσία υπογραμμίζει την τραγικότητα. Το υπερβολικό στυλιζάρισμα των μουσικοχορευτικών παρεκβάσεων, που λειτουργούν αποφορτιστικά, καταλήγει αμήχανο και αταίριαστο με την όλη ατμόσφαιρα.
Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι η ανάλαφρη, προσιτή, αναγνωρίσιμη, συναισθηματική και διασκεδαστική προσέγγιση του εφιαλτικού – και, δυστυχώς, μονίμως επίκαιρου – θέματος των παραδοσιακών ρόλων των φύλων και της ενδοοικογενειακής βίας, τοποθετημένου μάλιστα σε ένα παρελθόν που υποτίθεται ότι αφήσαμε πίσω μας. Αυτού του είδους η αντιμετώπιση του θέματος προσφέρει στον θεατή μια ευκαιρία να ‘’περάσει καλά’’ με ισχυρές δόσεις συγκίνησης και νοσταλγίας, γέλιο και ωραία τραγούδια και μάλλον ανέξοδο προβληματισμό περί του γυναικείου ζητήματος μαζί με μια στάλα απενοχοποίησης· το αρκετά αφελές σενάριο, οι στερεοτυπικοί χαρακτήρες, τα υπερβολικά κλισέ των σχέσεων, η συναισθηματική χειραγώγηση, η ελλιπής σεναριακά στήριξη του τέλους της ταινίας, που αν και αναπάντεχο, λειτουργεί σε βάρος της συνεκτικότητας του σεναρίου), περνούν σχεδόν απαρατήρητα.
Δεν αμφισβητώ ότι η ταινία έχει πολλά θετικά στοιχεία, την έξοχη φωτογραφία, την αντιθετική με τα γεγονότα χρήση των τραγουδιών, αρκετές πολύ εύστοχες στιγμές – ειδικά στη σχέση μητέρας- κόρης και του πεθερού με τον γιο του – , τη σύνδεση με την ιστορική ημερομηνία της πρώτης γυναικείας ψήφου· πολύ φοβάμαι όμως ότι η πρόθεση της σκηνοθέτιδας να καταδείξει ’’μέσα από ποιες καταστάσεις και θυσίες εξασφαλίστηκαν τα δικαιώματα που σήμερα απολαμβάνει η νεολαία και τη σημασία της υπεράσπισης τους’’ πέφτει στο κενό, γιατί η ταινία αδυνατεί, κατά τη γνώμη μου, να ανταποκριθεί στις σύγχρονες συνθήκες και τα επιτακτικά αιτήματα των καιρών πάνω στο γυναικείο ζήτημα. Δεν παύει όμως να είναι έξυπνη και ευχάριστη, με εγγυημένη συνταγή επιτυχίας.