Ένας άντρας
Λέει πως νύχτα βαθιά, με τα μάτια ανοιχτά
θα ονειρευτεί την αιωνιότητα
σαν να ’ταν σε λίγο να πεθάνει.
Θα ξημερώσει πίνοντας
ουρλιάζοντας ένθεος,
μ’ ένα κενό στη μνήμη,
αγνώστου πατρός και αγνώστου μητρός,
άνθρωπος χωρίς δακτυλικά αποτυπώματα,
άνθρωπος χαραγμένος,
στοιχειωμένος απ’ όσα «σ’ αγαπώ» του είπαν
και όσα του φάνηκε πως άκουσε,
απ’ όσα χάδια σμίλεψαν το κορμί του
κι απ’ όσα μοναχός του φαντάστηκε.
Λέει πως θα ξεκινήσει το ταξίδι του,
ένα κύμα να φουσκώνει μέσα του οργισμένο,
γιατί αυτόν δεν τον κατάπιε ο Κρόνος,
γιατί αυτός πρόλαβε κι έφαγε τον πατέρα του,
και θα ’χει πια καταληφθεί,
θα είναι ένας Άλλος,
αφού δεν μπαίνεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές.
Μα τα ποτάμια στέρεψαν κι οι μεντεσέδες τρίζουν
στα σπίτια που τον καλωσόρισαν,
μόνο οι καρέκλες κράτησαν
κάτι απ’ το σχήμα του κορμιού του
σαν έριξε πάνω τους το σακάκι του
κλείνοντας τα δεκάξι.
Λέει πως νύχτα βαθιά, με τα μάτια ανοιχτά
θα ονειρευτεί τη ζωή που δεν έζησε
και στριφογυρνάει στην κοίτη του τρέμοντας απ’ το κρύο,
με τον οβολό για το μεγάλο πέρασμα
κάτω από τη γλώσσα.