ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η οδός Προύσης και η οδός Αλκαμένους ήταν κάποτε δυο αθηναϊκοί χωματόδρομοι, που σε κάποιο σημείο διασταυρώνονταν, όπως και τώρα που είναι ασφαλτοστρωμένοι, και δημιουργούσαν έναν υπέροχο παιδότοπο. Τα σπίτια τους, που σχεδόν όλα είχαν αυλές (άλλες πνιγμένες στα λουλούδια και τις περικοκλάδες και άλλες ανήλιαγες, σκυθρωπές και γεμάτες υγρασία), ήταν κυρίως ισόγεια, ενώ τα λίγα αυτοκίνητα που υπήρχαν τότε, σπάνια, πολύ σπάνια, περνούσαν από εκεί, με αποτέλεσμα αυτοί οι ήσυχοι και περιφρονημένοι από τα τροχοφόρα δρόμοι να ταράζονται μόνο από το δικό μας τρέξιμο και τις δικές μας φωνές, αν δεν τους τάραζε καμιά φορά, τις πρωινές ώρες πάντα, και η μακρόσυρτη φωνή του γανωματή ή του ακονιστή: «Μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω, ακονιστήηης».
Παρ’ όλα αυτά δεν ήμασταν πάντα φασαριόζικα παιδιά. Είχαμε – όσο κι αν αυτό μπορεί να φαίνεται σήμερα παράλογο – και σοβαρές στιγμές. Και με αυτό θέλω να πω ότι δεν τρέχαμε, δεν φωνάζαμε, δεν κυνηγούσε ο ένας τον άλλο, με ένα λόγο δεν παίζαμε — μόνο συζητούσαμε. Και συζητούσαμε, είναι αλήθεια, εκείνες τις στιγμές σαν σοφοί ακαδημαϊκοί. Τα θέματά μας ήταν διάφορα: από τα νέα της γειτονιάς ή του σχολείου ως το ποδόσφαιρο, τους αστέρες του κινηματογράφου και τις μεγάλες μορφές της ιστορίας. Αυτές οι τελευταίες ανέβαζαν το επίπεδο της συζήτησης κάπως ψηλότερα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν επρόκειτο για μορφές της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Μαρά, ο Δαντών, ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν Ζυστ ή ο Δεμουλέν είχαν τότε θεοποιηθεί από την παιδική μας φαντασία. Κανένα παιδί (ακόμη κι εγώ, ο «αλητόπαις» των αθηναϊκών δρόμων, που τους ήξερα απ’ αυτά που έλεγαν οι διαβασμένοι φίλοι) δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι πριν τους αρπάξουν τα γεγονότα και η θυελλώδης εποχή τους, ήταν κι αυτοί απλοί άνθρωποι του λαού. Έπρεπε να περάσουν χρόνια, να σκύψουμε και στα βιβλία, για να δούμε την αλήθεια γι’ αυτούς τους ανθρώπου γυμνή κι αχτένιστη όπως η Εύα. Όσο για τον ποιητή, το φώναξε στην απέραντη έρημο της ανθρώπινης αδιαφορίας, άλλα ο λόγος του, όπως λέει και η Βίβλος, ήταν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω»:
Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια. (ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ, Οδυσσέας Ελύτης ).
Θα μας ήταν δύσκολο, ακόμα και σήμερα, να δεχτούμε ότι ο Δαντών, αυτός ο γίγαντας της Γαλλικής Επανάστασης, με τη βροντερή φωνή, τις έντονες και εκφραστικές χειρονομίες και την εμπρηστική ευγλωττία× αυτός ο επαναστατικός ηγέτης που, όταν οι φίλοι και οι συνεργάτες τού έλεγαν να λάβει τα μέτρα του γιατί κινδύνευε το κεφάλι του, αστόχαστα, αλλά και περήφανα είπε: «Προτιμώ να καρατομηθώ, παρά να καρατομώ»× αυτός ο Δημοσθένης της Συμβατικής, που όταν η Γαλλία και η Επανάσταση κινδύνευαν από εξωτερικούς εχθρούς, πήρε τον λόγο στην Εθνοσυνέλευση και έδωσε θάρρος στον κλονισμένο από την εξωτερική απειλή γαλλικό λαό, μ’ εκείνη την περίφημη και ιστορική συνάμα φράση, « Για να νικήσουμε, κύριοι, μας χρειάζεται τόλμη, περισσότερη τόλμη και πάντα τόλμη, και η Γαλλία έχει σωθεί (Pour vaincre, Messieurs, il nous faut de l’ audace, encore de l’ audace, toujours de l’ audace, et la France est sauvée)× αυτός ο Μιραμπώ του όχλου, όπως τον αποκάλεσαν – του οποίου τον ανδριάντα, αν θυμάμαι καλά, συναπάντησα ένα βροχερό πρωινό του Οκτώβρη, καθώς περπατούσα κάτω απ’ την ομπρέλα μου στο boulevard Saint Germain – θα μας είναι, επαναλαμβάνω, ακόμη και σήμερα δύσκολο να δεχτούμε πως όρθιος, μπροστά στη λαιμητόμο, θυμήθηκε τη γυναίκα του και για μια στιγμή λιποψύχησε. Γρήγορα όμως συνήλθε και πρόσταξε το δήμιο (το περιστατικό αναφέρει ο André Maurois στην Ιστορία της Γαλλίας) λέγοντας: «Να δείξεις το κεφάλι μου στον λαό, αξίζει τον κόπο». Δυστυχώς, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα της λιποψυχίας δεν του επέτρεψαν να δείξει ώς το τέλος το θάρρος και την αξιοπρέπεια που έδειξε, αν και γυναίκα, η Βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, την οποία, μάλιστα, θέλοντας να εξευτελίσουν, την έστειλαν στο ικρίωμα επάνω σε κάρο σαν έναν οποιονδήποτε κακούργο και όχι μέσα στη βασιλική άμαξα όπως τον σύζυγό της Λουδοβίκο Καπέτο. Ένα γρήγορο σκίτσο του Louis David, του κορυφαίου ζωγράφου του κλασικισμού και φίλου της Επανάστασης, την απαθανατίζει τη στιγμή που περνάει επάνω στο κάρο διασχίζοντας την παρισινή via dolorοsa, μια στιγμή που, θα ‘λεγε κανείς, ήταν για την ιστορία η πιο σημαντική της ζωής της.
Τα ίδια και χειρότερα θα μπορούσε να πει κανείς και για τον Κάμιλλο Δεμουλέν, τον διαπρύσιο ρήτορα της 12ης Ιουλίου 1789, που, ανεβασμένος σ’ ένα τραπέζι καφενείου του Palais Royal (παλιότερα το μέγαρο αυτό ήταν η κατοικία του καρδινάλιου Richelieu) επισήμαινε τον κίνδυνο μιας νέας νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου και καλούσε τον λαό να φορέσει την πράσινη κονκάρδα, το φύλλο καστανιάς που είχε ο ίδιος βάλει στο καπέλο του, και να πάρει τα όπλα. Αυτός ο εκδότης και πολιτικός αρθρογράφος του Παλιού Κορδελιέρου (Vieux Cordelie ), μιλώντας κάποτε σε συντρόφους του για τον Σαιν Ζυστ, είπε μεταξύ άλλων : «Έχει τόση μεγάλη ιδέα για το κεφάλι του, ώστε το κουβαλάει στους ώμους του σαν τα άχραντα μυστήρια». Κάποιος όμως απ’ τους συντρόφους του (πάντα υπάρχουν τέτοιοι σύντροφοι) το είπε στον Σαιν Ζυστ και ο φίλος και στενός συνεργάτης του Ροβιεσπέρου έδωσε μια απάντηση προφητική: «Και εγώ θα τον κάνω», είπε φανερά πειραγμένος, «να το κουβαλάει στα χέρια του σαν τον Άγιο Διονύσιο».
Και πράγματι, έτσι έγινε: αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Δαντών λίγο πριν εκπνεύσει η Τρομοκρατία του1794. Το περιστατικό αυτό δείχνει ότι μέσα στην τύρβη της Επανάστασης αναμιγνύονται συχνά πυκνά και οι προσωπικές έχθρες και αντιπάθειες ανάμεσα στους επαναστάτες οι οποίες έγιναν αιτία πολλοί απ’ αυτούς να καταδικαστούν σε θάνατο από το Επαναστατικό Δικαστήριο. Μάλιστα ο Κάμιλλος Δεμουλέν πίστευε ότι οδηγείται στη λαιμητόμο όχι για κάποια σοβαρή κατηγορία, αλλά για αστειότητες που είπε ή έγραψε για άλλους επαναστάτες, όπως είναι η περίπτωση με τον Σαιν Ζυστ, που ανέφερα πιο πάνω. Στην επιστολή που έγραψε μέσα στη φυλακή με αποδέκτη τη γυναίκα του, λέει γι’ αυτό το θέμα : «Πώς να πιστέψω ότι μερικές αστειότητες μέσα στα κείμενά μου, που είχαν στόχο συναδέλφους, οι οποίοι με είχαν προκαλέσει, θα έσβηναν την ανάμνηση τόσων υπηρεσιών! Καθόλου δεν το κρύβω απ’ τον εαυτό μου ότι πεθαίνω ως θύμα αυτών των αστειοτήτων και της φιλίας μου με τον Δαντών». Είναι πάντως γνωστό ότι αν ο Δεμουλεν δεν είχε δίπλα του τον Δαντών την ώρα που το κάρο του θανάτου τους οδηγούσε στην Place de la Concorde και στο ικρίωμα της λαιμητόμου, θα είχε χάσει τελείως την αυτοκυριαρχία του και την αξιοπρέπειά του, και θα έκανε φανερή τη λιποψυχία του στον γαλλικό λαό, που, όπως στην αρχαία Ρώμη, ζητούσε κι αυτός «άρτον και θεάματα».
Με το δίκιο σου τώρα, αναγνώστη, θα ρωτήσεις, ύστερα απ’ αυτά που διάβασες: «Αυτοί οι μεγάλοι άνδρες της Γαλλικής Επανάστασης, τους οποίους ο κόσμος ακόμη και σήμερα θεωρεί φτιαγμένους από γρανίτη, έτσι πήλινοι ήταν, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι άνθρωποι, ώστε να σπάνε τόσο εύκολα, αδιαφορώντας για την αξιοπρέπειά τους και για τη γνώμη που είχε ο κόσμος γι’ αυτούς;» Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή που δίνουν τα γεγονότα: Ναι, έτσι πήλινοι ήταν, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι άνθρωποι. Μόνο που εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι, με τα χρόνια και τους αιώνες που πέρασαν, αυτόν τον πηλό η σκόνη της ιστορίας τον έκανε να φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων γρανίτης. Κανείς, άλλωστε, δεν γεννιέται ήρωας, γίνεται μέσα στις δύσκολες περιστάσεις.
—————————–