Ο πέτρινος διάδρομος ξεκινούσε από το πίσω μέρος του κήπου. Σε καμιά δεκαριά μέτρα περίπου ανέβαινε με λαξεμένα σκαλάκια και κατέβαινε πάλι, σχηματίζοντας μια κομψή αψίδα. Μετά, προχωρούσε πάνω απ’ τη θάλασσα, σαν ιδιωτικός μόλος, και κατέληγε σ’ ένα μικρό τετράγωνο σπιτάκι χωρίς σκεπή, αλλά και χωρίς πάτωμα: ήταν το λεγόμενο Μπανιεράκι, ο χώρος όπου, παλιά, μπορούσαν να κάνουν τα θαλάσσια λουτρά τους οι κυρίες του σπιτιού, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα ανδρών. Ήταν κάτι σαν μινιατούρα πρωτόγονης, κλειστής πισίνας.
Φυσικά, το χίλια οχτακόσια τόσο, όταν ο εμπνευσμένος Βαυαρός αρχιτέκτονας είχε χτίσει το Κόκκινο Σπίτι, το Μπανιεράκι του διέθετε και κεραμοσκεπή – το βλέπω στην ελαιογραφία της εποχής εκείνης, που κοσμεί τώρα στην τραπεζαρία μου.
Σκέφτομαι πως τότε, το Μπανιεράκι που προστάτευε τις λουόμενες, θα ήταν τελείως κλειστοφοβικό. Σαν χώρος τιμωρίας κι όχι αναψυχής… (Αν και τότε -ειδικά οι γυναίκες- θα πρέπει να έκαναν θαλάσσια λουτρά όχι για διασκέδαση ή άσκηση, αλλά μάλλον «κατόπιν εντολής ιατρού», για θεραπευτικούς λόγους).
Όταν το γνώρισα εγώ, τον επόμενο αιώνα, η σκεπή του ήταν πια γκρεμισμένη και, όταν τσαλαβουτούσες στο νερό μέσα του, έβλεπες τουλάχιστον ουρανό.
Επίσης, δεν υπήρχαν πια γυναίκες στο Κόκκινο Σπίτι, μόνο η μεγάλη θεία Κάκια, η οποία ήταν πάντα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και οι υπηρέτριες που, βεβαίως, δεν έκαναν μπάνια.
Η μαμά μου, όταν ερχόμασταν στη Χαλκίδα, πήγαινε και κολυμπούσε στην Σουβάλα, την κανονική πλαζ που ήταν γεμάτη κόσμο, άντρες και γυναίκες, και βρισκόταν δίπλα, σύρριζα, αλλά από την άλλη πλευρά του Σπιτιού.
Εγώ όμως έμενα πολλή ώρα στο δωμάτιο της θείας Κάκιας γιατί τη συμπαθούσα. Της έφερνα πάντα γιασεμιά από τον κήπο της και, συχνά, ωραίες, πράσινες κάμπιες ή χρυσόμυγες και έκανε “ίιιχ”. Μετά, με έβαζε να της λέω το “Πού πας καραβάκι με τέτοιο καιρό;/ Σε δέρνουν τα κύματα, δεν τα φοβάσαι; / Αέρας σφυρίζει και πέφτει νερό / Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό;”
Το καραβάκι δεν φοβόταν γιατί είχε στο τιμόνι του τον Χριστό και στην πλώρη του την Παρθένο Μαρία και την ιστορία του μάλλον θα μου την είχε μάθει η ακόμα πιο μεγάλη θεία Μαρία, η αδελφή της θείας Κάκιας, που ήταν πολύ χοντρή και πολύ θρήσκα κι ερχόταν κι αυτή να με δει, όταν ερχόμουν. Εγώ βαριόμουν, αλλά κάθε φορά τους έλεγα το καραβάκι γιατί επέμεναν και οι δυο.
Τέτοια τους άρεσαν, ακόμα και στον τοίχο είχαν κρεμασμένο ένα μαύρο κάδρο με κεντημένα κάτι λόγια που έμοιαζαν κι αυτά σαν τέτοιο ποίημα: “Όπου πίστις εκεί αγάπη / Όπου αγάπη εκεί ελπίδα / Όπου ελπίδα εκεί ειρήνη / Όπου ειρήνη εκεί ευλογία / Όπου ευλογία εκεί ο Θεός.”
Αυτό, με έβαζαν να το διαβάσω δυνατά γιατί, παρόλο που τους το είχα διαβάσει πολλές φορές, δεν ήταν σίγουρες πως ξέρω να διαβάζω.
Μετά με άφηναν να φύγω κι έτρεχα πάλι στον κήπο, κι από τον κήπο έβγαινα στον πέτρινο διάδρομο και κατευθυνόμουν προς το Μπανιεράκι. Στεκόμουν λίγο στην κορυφή της αψίδας κι έβλεπα τα νερά του Εύριπου να πηγαίνουν μια κάτω και μια πάνω κι ήταν ωραία.
Έβλεπα από την άλλη μεριά και την κανονική πλαζ με τους ανθρώπους, καμιά φορά μπορούσα να ξεχωρίσω και τη μαμά μου με το ασπρογάλαζο μαγιό.
Πήγαινα μετά κι έμπαινα στο Μπανιεράκι από τη μισογκρεμισμένη πόρτα, κατέβαινα 2-3 σκαλάκια και βρισκόμουν στο νερό. Δεν ήταν καθόλου βαθύ το νερό, πατούσα άμμο. Υπήρχαν βέβαια και μερικοί αχινοί, αλλά πρόσεχα. Έπιανα με τα χέρια ψιλά, διάφανα γαριδάκια, τα άφηνα να κολυμπάνε λίγο στη χούφτα μου και μετά τα έστελνα στη μαμά τους. Μέσα ήταν μισοσκότεινα και πολύ δροσερά. Βουτούσα και το κεφάλι, γυρνούσα γύρω γύρω σαν τιρμπουσόν, μέχρι να ζαλιστώ και, τέλος, έβγαινα πάλι έξω που είχα αφήσει το φουστανάκι μου σε μια πέτρα να λιάζεται, και περίμενα να στεγνώσουν οι κοτσίδες μου. Μπορούσα να κολυμπήσω, αλλά στο Μπανιεράκι δεν είχε πολύ χώρο.
Είχα μάθει να κολυμπώ. Όχι στην Δεξαμενή – εκεί απλώς περπατούσα με τα χέρια μέσα στο νερό κάνοντας ότι κολυμπάω– αλλά στο Μεγάλο Πεύκο. Εκεί, με είχε πετάξει ξαφνικά ο μπαμπάς μου από ένα βράχο για να δει αν θα επιπλεύσω και μου φώναζε να χτυπάω χέρια και πόδια, σαν σκυλάκι. Όταν βγήκα με αίματα γέλασε και μου είπε πως όχι, δεν είχα ματώσει αλλά είχα πατήσει φράουλες και τον πίστεψα, γιατί τον πίστευα, και δεν έβαλα τα κλάματα. Κι έτσι, είχα μάθει να κολυμπώ.
Στο Μεγάλο Πεύκο είχε κοφτερά βράχια γεμάτα πεταλίδες και χρωματιστά βότσαλα στον βυθό. Με τον μπαμπά μου βρίσκαμε όμορφα όστρακα που τα έλεγαν κινέζους, κόκκινους αστερίες, αχιβάδες, καλόγνωμες, μύδια, μικρές πίνες και κάτι μαύρα, μακρουλά, που τα έλεγαν ολοθούρια. Είχα μάθει τα ονόματα ολονών και νόμιζα πως τα ήξερα πια όλα.
Όταν όμως είδα στον κινηματογράφο Άστυ την ταινία του Κουστώ «Ο κόσμος της σιωπής», έμεινα άφωνη. Τόσα μεγάλα ψάρια, τόσα άγνωστα, παράξενα όντα…
Η θάλασσα λοιπόν είχε πολλούς κατοίκους, μπορεί και πιο πολλούς απ’ τη στεριά, με πιο πολλά ονόματα απ’ όσα θα μπορούσα να μάθω ποτέ. Αλλά, τι διαφορά! Ήταν όλοι ήσυχοι: έτρωγαν κι αυτοί οι ένας τον άλλο – όταν χρειαζόταν, αφού χρειαζόταν – ήσυχα όμως, δεν έκαναν καθόλου φασαρία.
Πολύ μου άρεσε ο κόσμος της σιωπής.
Βέβαια, η θάλασσα του Κουστώ ήταν πολύ μεγάλη για μένα. Όπως και η θάλασσα του Μεγάλου Πεύκου.
Η θάλασσα όμως στο παλιό καταφύγιο των κυριών, στο Μπανιεράκι, ήταν ακριβώς στα μέτρα μου. Κι ας είχε μόνο μωρά γαρίδες και αχινούς – άντε και κανένα καβουράκι. Την προτιμούσα. Ήταν ο μικρός κόσμος της σιωπής…
6/6/2023