Η Γεωργία Μακρογιώργου συστήνεται μυθιστορηματικά με τις Ανταύγειες, ένα κοινωνικοπολιτικό πολυπρωταγωνιστικό βιβλίο,( εκδ. ΑΩ, 2023) που καταγίνεται στη ζωή τριών γυναικών, γιαγιάς, μάνας, κόρης, οι οποίες ζουν στο ίδιο σπίτι με φόντο την περίοδο της καραντίνας.
Το μυθιστόρημα δομείται σε κεφάλαια που τιτλοδοτούνται από το υπαινικτικό περιεχόμενό τους.
Στο πρώτο κεφάλαιο, Τα πετραδάκια της Αντιγόνης, η συγγραφέας εισάγει τους βασικούς Χαρακτήρες, την Αντιγόνη, η οποία στην περίοδο της καραντίνας επιχειρώντας αλλαγές, κάνοντας on line γυμναστική, διαβάζοντας, παρακολουθώντας ταινίες και προσπαθώντας να γράψει ένα βιβλίο, ασφυκτιά μέσα στον στενό οικογενειακό κλοιό. Παρηγοριά της είναι ο Σοφοκλής, φίλος, κάποτε εραστής της, γιατρός, που έφυγε από την Ελλάδα για την Αγγλία. Η επαφή μαζί του της προκαλεί ευχαρίστηση, όπως και μικρά κι ασήμαντα άλλα τα οποία νοσταλγικά θυμάται, κάθε που θέλει να τονώσει τη συγγραφική της έμπνευση ή να ξεκουραστεί από το αφόρητο παρόν και τη μοναξιά της. Η συνύπαρξη στο ίδιο σπίτι δεν είναι εύκολη· η γιαγιά ξεχνάει ή θυμάται επιλεκτικά το δύσκολο πολιτικά παρελθόν και τις αντιξοότητες στη ζωή της, την κακοποιητική συμπεριφορά του παππού και την απομάκρυνσή τους, η μάνα παρεμβαίνει σε όλα, ο πατέρας κάνει καταχρήσεις, πίνει και καπνίζει, ενώ ο αδελφός διαρκώς μιλά για συνωμοσίες. Ανάμεσα στους Χαρακτήρες διακρίνεται και ο κ. Λευτέρης, ηλικιωμένος, για τον οποίο δε λέγονται πολλά, αλλά η συγγραφέας αφήνει υπαινιγμό για την συμπάθεια που αυτός τρέφει προς τη γιαγιά. Ο κ. Λευτέρης φωτίζεται στο κεφάλαιο, Ο γέρος εζαλίσθηκε.
Στο τρίτο κεφάλαιο Οι εφιάλτες της Ματίνας στη «σκηνή» ανεβαίνει η Ματίνα, η μάνα της Αντιγόνης, μια βολεμένη -άλλοτε επαναστάτρια- που ζει μέσα από τα παιδιά της, αμφισβητεί τις επιλογές τους, προσπαθεί να προσαρμοστεί ως φιλόλογος στην πραγματικότητα του κορονοϊού και μέσα στις δυσκολίες της ψάχνει να βρει τον εαυτό της και να δικαιολογήσει τις ατολμίες της. Στο Ο Τσέχοφ στο σαλόνι μας, η φωνή της αφηγήτριας περιγράφει τη Ματίνα μέσα από τις σχέσεις που διαμορφώνονται στην περίοδο του covid στο οικογενειακό περιβάλλον, μια γυναίκα που άλλα ήθελε κι άλλα έκανε στη ζωή της, ταγμένη στο επάγγελμά της, σκληρή με τα παιδιά της, φιλομαθή αλλά στο τέλος άτολμη.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, Το κόκκινο σκουφάκι, ένα όνειρο της γιαγιάς Φιλιώς μάς γυρνά πίσω στη ζωή και τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου, ενώ στο επόμενο κεφάλαιο, Σιταροχώραφα, η συγγραφέας συνθέτει ένα υφαντό με όλες τις πρωταγωνίστριες με αφορμή τον εγκλωβισμό της Αντιγόνης στο ασανσέρ. Το υφαντό υφαίνεται και ξηλώνεται από τις επιθυμίες, τη διάθεση να πραγματοποιηθούν και την τελική τους νέκρωση.
Στο έκτο κεφάλαιο, Σταχτοχώρι και Ροδάνθιστο, φωτογραφίες και τραγούδια γίνονται η αφορμή να ζωντανέψουν μπροστά στις τρεις γυναίκες μνήμες από συλλήψεις, ξυλοδαρμούς και θανάτους στα χρόνια τα παλιά και στο τέλος οι μνήμες να ηχογραφηθούν. Η περίοδος του εγκλεισμού υπήρξε μια ευκαιρία να γυρίσει ο άνθρωπος προς τα μέσα του, να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, να τον δει καθαρότερα και να θυμηθεί ό,τι ήθελε να γίνει και δεν έγινε. Η Ματίνα την περίοδο της καραντίνας ξανάρχισε τη ζωγραφική.
Στο έβδομο κεφάλαιο, Σουρεαλιστικές εικόνες, μπαίνουμε στη σκέψη της Αντιγόνης, που δονείται από Αναγνωστάκη, Σαχτούρη, ειδήσεις για τους πρόσφυγες και τις γυναικοκτονίες, τη στιγμή που η Ματίνα δοκιμάζει τις δυνάμεις της στη ζωγραφική και η γιαγιά Φιλιώ, αναθυμούμενη τη ζωή της, κατά τη διάρκεια που την ηχογραφεί, την ξαναβιώνει στο επόμενο κεφάλαιο, Παντρολογήματα, όπου το βάρος πέφτει σ΄ αυτήν, που θρηνεί την αγάπη της για τα γράμματα, το θέατρο και τις αντιλήψεις για τη γυναίκα που την απομάκρυναν από τα δυο προηγούμενα, τη γνωριμία της με τον παππού, το γάμο, την ανέχεια, την μετακίνηση από το Σταχτοχώρι στη Σαλονίκη, την κατάντια του άντρα της· η γιαγιά μιλάει για τα πάντα -όχι όμως για τον χαμένο της γιο, λόγος για τον οποίο γίνεται στο ένατο κεφάλαιο, Η στέρνα με το χρυσόψαρο της Ματίνας. Εκεί η Ματίνα μιλά για το θάνατο του αδελφού της και το θάνατο της δικής της επιθυμίας για έναν άλλον άντρα, εξαιτίας της γιαγιάς, και όλα τα συνδέει με πορτραίτα Φαγιούμ κι ένα ταξίδι στην Αίγυπτο.
Στο δέκατο κεφάλαιο, Οι γείτονες, ένα επεισόδιο στο δρόμο κουτσομπόλας γειτόνισσας προκαλεί στη Ματίνα την ανάγκη να βγάλει από μέσα της έντονο θυμό και ταυτόχρονα να κρατηθεί από δυο τρεις αξίες, τον έρωτα και την αγάπη για τον άνθρωπο, απ΄ όπου κι αν προέρχεται, ενώ στο κεφάλαιο Στο σαράκι του χρόνου, η συγγραφέας αφηγείται την πτώση και την άνοδο της σχέσης της Ματίνας με τον άντρα της, τον Άκη.
Στο δωδέκατο κεφάλαιο, Μόνο κοιτάμε και τίποτε δεν κάνουμε, η συγγραφέας με αφορμή τη βίαιη συμπεριφορά ενός άντρα στη γυναίκα του σχολιάζει την απραξία της κοινωνίας μπροστά στα φαινόμενα της βίας, ενώ στα επόμενα δύο, Οι γάτες τ΄ Αι-Νικόλα και Στο σχολείο, η συγγραφέας ξεσπάει για τον εγκλεισμό και τις συνέπειες που έχει αυτός στους ανθρώπους και τα παιδιά.
Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο ξαναγυρνάει η Μακρογιώργου στην Αντιγόνη που έχει μαζέψει συναισθήματα και έχει κάνει ένα σωρό πράγματα κατά τη διάρκεια της καραντίνας κι όλα τα γράφει σε ένα χειρόγραφο γράμμα με σκοπό να το στείλει στον Σοφοκλή. Το γράμμα, όμως, που λειτουργεί ως ημερολόγιο εποχής δεν το στέλνει, ενώ μαθαίνουμε στο επόμενο κεφάλαιο η γιαγιά Φιλιώ νιώθει άβολα που μένει στο σπίτι της κόρης της, Είμαι βάρος, λέει. Στο δέκατο έκτο κεφάλαιο, Τάπερ και Χάιντεγκερ, ο ερχομός του Φώτη να πάρει τάπερ με φαγητό εκκινεί ανάμεσα στα αδέλφια μια συζήτηση για το ρόλο των πνευματικών ανθρώπων σε περιόδους κρίσεων, ενώ στο δέκατο έβδομο, Φούγκα, ξεδιπλώνεται η καθημερινότητα που ταυτόχρονα ξεδιπλώνει τους Χαρακτήρες και τους κάνει να σκεφτούν τις ανάγκες τους.
Στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο, Η Νταρίνα στην πλατεία Μεϊντάν, η συγγραφέας βρίσκει αφορμή να καταδικάσει μια ακόμη φορά τη βία, εκφράζοντας την πεποίθηση πως δεν μπορεί εύκολα να σταματήσει.
Ως το εικοστό κεφάλαιο, Αλληγορίες της Άνοιξης, Τσουρέκι από μερέντα, Αποκαλύψεις, οι ήρωες κολλάνε κορονοϊό, η Ματίνα νοσηλεύεται στο νοσοκομείο κι έρχεται σε επαφή με τη φρίκη του θανάτου από την αρρώστια, μα ανασταίνεται και τότε αρχίζει να ζωγραφίζει ξανά· λίγο το μαύρο μάτι της Νταρίνας λίγο οι ετοιμασίες για το πασχαλιάτικο τραπέζι λίγα ο κορονοϊός, το πασχαλιάτικο τραπέζι καταλήγει σε έναν ωραίο πασχαλιάτικο καυγά.
Στα κεφάλαια, Το πρόσωπο του Ζέφυρου, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας η Ματίνα βρίσκεται μπροστά σε αποκαλύψεις που την κάνουν να στρωθεί στη ζωγραφική και για μια ακόμη φορά να συμπονέσει κακοποιημένες ή δολοφονημένες απ΄ τους άντρες τους γυναίκες, ενώ η Αντιγόνη, Στο χωριό, αποδομεί ανθρώπους και σε μια θάλασσα γεμάτη μέδουσες που οδηγούν σε φιλιά και μια ξηρά που καίγεται ετοιμάζεται να γράψει για τον έρωτα της Φιλιώς με τον κ. Λευτέρη· συμβαίνουν κι αυτά.
Στα προτελευταία κεφάλαια, Το σπίτι ατελιέ ζωγραφικής και Γκρεμίσματα, η Ματίνα ενδίδει στη λάγνα σκέψη του Διονύση αλλά μόνο για λίγο.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, Το δικό μου ραβασάκι, η Αντιγόνη μαθαίνει πώς να ζει, τι να κρατήσει και τι να αφήσει. Και αυτό το τελευταίο το γνωρίζει, πια, καλά!
Λόγος απλός, καθημερινός, δομημένος ώστε τίποτε να μην περισσεύει και τίποτε να μη λείπει , το λογοτεχνικό έργο της Γεωργίας Μακρογιώργου αιφνιδιάζει με την αμεσότητα, θυμίζει «οικεία κακά» με χαρμολύπη, κάνει υπαινιγμούς για τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά πιο πολύ μιλάει έξω από τα δόντια γι΄ αυτές και στο τέλος δικαιώνει τους αναγνώστες του.