Η αποδημία εις Κύριον της ποιήτριας και μεταφράστριας Τζένης Μαστοράκη μού έφερε στη μνήμη τον Σάλιντζερ και το σημαντικό για την αμερικάνική λογοτεχνία βιβλίο του Ο φύλακας στη σίκαλη, το οποίο είχε μεταφράσει εξαίσια στη γλώσσα μας η αείμνηστη ποιήτρια (Επίκουρος 1978 ). Μιας και αρχίσαμε με θανάτους, ας θυμηθούμε ότι ο ερημίτης του Χαμσάιρ, Τζ. Ντ, Σάλιντζερ έφυγε από τον μάταιο κόσμο μας το 2010, από φυσικά αίτια, σε ηλικία 91 ετών, στο απομονωμένο σπίτι του στο Κόρνις. Ο λογοτεχνικός του εκπρόσωπος, που γνωστοποίησε τον θάνατό του, ζήτησε εκ μέρους της οικογένειάς του να «σεβαστούν την ασυμβίβαστη επιθυμία του για προστασία και υπεράσπιση της ιδιωτικής του ζωής». Άφησε τελευταίο αυτό που ξάφνιασε τους πάντες: «Νεκρώσιμη ακολουθία δεν θα υπάρξει». Ο Σάλιντζερ, σε κάποια στιγμή της ζωής του, είχε επισημάνει ότι είναι σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά όχι αυτού του κόσμου. Έχοντας κανείς υπόψη του τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του, δεν πρέπει να εκπλήσσεται γι’ αυτή την επισήμανσή του. Η μοναδική του φωτογραφία, που αναπαράγεται αναγκαστικά από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, είναι του 1951, όταν ο Σάλιντζερ δημοσίευσε το πολύκροτο βιβλίο του Ο φύλακας στη σίκαλη.
Η τελευταία, όμως, εικόνα για τον Σάλιντζερ παραδόθηκε από τον Τομ Λέοναρντ του Spectator , που, τον Απρίλιο του 2009, του χτύπησε το κουδούνι και πρόλαβε να διακρίνει «έναν ψηλό αλλά σκυμμένο γέρο», που έτρεχε να εξαφανιστεί φωνάζοντας: «Ο, όχι, όχι!».
Όσο για την τελευταία του δημόσια πράξη, ήταν η μήνυση που κατέθεσε τον Ιούνιο του 2009 εναντίον του Σουηδού Φρέντρικ Κόλντινγκ, συγγραφέα του βιβλίου 60 χρόνια μετά: Βγαίνοντας από τη σίκαλη. Κι αν κέρδισε , έστω προσωρινά και μόνο στις ΗΠΑ, την απαγόρευση του «σίκουελ», όπως το χαρακτήρισε, του περίφημου βιβλίου του, συσπείρωσε εναντίον του τους υπερασπιστές της ελευθερίας της έκφρασης.
Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την Πρωτοχρονιά του 1919, από πατέρα πολωνοεβραίο έμπορο και μητέρα μισή Σκοτσέζα και μισή Ιρλανδή. Το βιβλίο που εκτίναξε τη φήμη του και τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο είναι, όπως είπα και πιο πάνω, το μυθιστόρημά του Ο φύλακας στη σίκαλη. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου Χόλντεν Κόλφιλντ συνοψίζει τη βίαιη έκφραση της γενιάς του 1950 και έγινε στη συνέχεια το ε υ αγ γ έ λ ι ο τ η ς α μ φ ι σ β η τ η σ ι α κ ή ς γ ε ν ι ά ς τ ω ν μ π ί τ ν ι κ. Στα καθ’ ημάς και σε μένα τουλάχιστον , φέρνει στη μνήμη και την ποιητική γενιά του 1970, της οποίας η ποίηση για το εριστικό ύφος που τη χαρακτήριζε πήρε την ονομασία από τον κριτικό της εφημερίδας Το Βήμα Βάσο Βαρίκα, Ποίηση της Αμφισβήτησης, αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη μας ότι αρκετά πριν από τη μετάφραση της Μαστοράκη είχε κυκλοφορήσει μια άλλη μετάφραση αυτού του βιβλίου, για την οποία η γεροντική μου μνήμη αδυνατεί να δώσει στοιχεία.
Από την πρώτη μέρα κιόλας που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Σάλιντζερ έγινε το απόλυτο και διαχρονικό αμερικανικό μπεστ σέλερ. Λέγεται, μάλιστα, ότι το βιβλίο του για αρκετά χρόνια πουλούσε 250.000 αντίτυπα ετησίως, ενώ ο Χόλντεν Κόλφιλντ χαρακτηρίστηκε ως ο νέος Χακ Φιν. Ο συγγραφέας του, όμως , από την πρώτη κιόλας στιγμή έδειξε την αποστροφή του στην αναπάντεχη εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του: «Μου ‘ρχεται να κάνω εμετό, δεν μπορώ να βλέπω τη φωτογραφία μου στο εξώφυλλο του βιβλίου μου!», ήταν η πρώτη του δήλωση και αντίδραση. Η υψηλή δημοσιότητα του βιβλίου του αντί να τον ιντριγκάρει, τον καταρράκωσε ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να αναζητεί επίμονα την άμυνά του. Το 1953, δυο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του, εγκατέλειψε το Μανχάταν και αποσύρθηκε σε ένα κτήμα 90 εκταρίων στους λόφους του Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ. Η τελευταία του εκδοτική εμφάνιση έγινε στις 19 Ιουνίου 1965 στο περιοδικό The Νew Yorker με την επιστολική νουβέλα του Hapworth 16, 1924.Την τελευταία συνέντευξη την έδωσε το 1980 στην εφημερίδα Boston Sunday Globe. Είχε δηλώσει τότε μεταξύ άλλων: «Σας διαβεβαιώνω ότι αγαπώ το γράψιμο και συνεχίζω να γράφω τακτικά. Αλλά αυτό που θέλω για μένα είναι να με αφήσετε ήσυχο». Έλα όμως που τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλει. Είχε αφήσει πίσω του κάμποσα «διαμαρτυρημένα γραμμάτια»× στην προκειμένη περίπτωση ο πιο σωστός όρος είναι ερωτικές επιστολές… Έτσι, το 1999 και ενώ ακόμη ήταν εν ζωή, δεκατέσσερα ερωτικά γράμματα του 53χρονου τότε επιστολογράφου Σάλιντζερ προς τη 18χρονη ερωμένη του Τζόις Μέιναρντ βγήκαν στο σφυρί στους Σόθμπι’ ς προς 165.500 δολάρια. Σίγουρα θα έχασε τον ύπνο του ο άνθρωπος. Αυτό που φοβόταν δεν το γλίτωσε.
Οι πρώτες συγγραφικές του ανησυχίες, που βρήκαν την έκφρασή τους σε μικρές ιστορίες , έχουν την αφετηρία τους την εποχή που ήταν ακόμη γυμνασιόπαις στο Μανχάταν, αρχές της δεκαετίας του ’40. Την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα την έκανε στο περιοδικό The New Yorker το 1948 με την ιστορία Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα. Έκτοτε το εν λόγω περιοδικό θα αποτελέσει τη μόνιμη συγγραφική του στέγη. Τον ήρωα της Ιδανικής μέρας για μπανανόψαρα Σέιμουρ θα τον ξαναβρούμε στα άλλα δυο μυθιστορήματα που εξέδωσε: Φράνι και Ζούι το 1961 και Ψηλά σηκώστε τη στέγη ξυλουργοί – Σέιμουρ το 1963.
Όταν τον Ιούλιο του 1951 είχε ερωτηθεί από τον εκδότη του New Yorker και φίλο του Γουίλιαμ Μάξγουελ ποιοι συγγραφείς τον επηρέασαν, είχε δώσει μια όχι ευκαταφρόνητη λίστα: Κάφκα, Φλομπέρ, Τολστόι, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι, Προυστ, Ο’ Κέιζι, Ρίλκε, Λόρκα , Κιτς , Ρεμπό , Μπερνς , Μπροντέ , Όστεν , Χένρι Τζέιμς , Μπλέικ , Κόλεριτζ. Από τους εν ζωή δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τον Σέργουντ Άντερσον , ενώ προσπαθούσε να αποσιωπήσει ότι για ένα διάστημα αισθανόταν διάδοχος του Σκότ Φίτζεραλντ (1896- 1940). Ο κατάλογος, όμως, των συγγραφέων που επηρέασε δεν έχει τέλος . Μερικοί απ’ αυτούς είναι: Σίλβια Πλαθ, Τζον Απντάικ, Φίλιπ Ροθ, Χαρούκι Μουρακάμι, Τομ Ρόμπινς. Αξίζει ακόμη να αναφέρουμε ότι είπε όχι στους Καζάν, Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τέρενς Μάλικ που ζητούσαν να κάνουν τον Φύλακα στη σίκαλη παράσταση ο πρώτος και ταινίες οι άλλοι. Πάντως, ένα είναι βέβαιο, ότι αν και η λογοτεχνική του δημιουργία είναι πολύ λίγη, θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς των αμερικανικών γραμμάτων.
——————————–