You are currently viewing Παναγιώτα Λάσκαρη: Ἐλαίη τανύφυλλος

Παναγιώτα Λάσκαρη: Ἐλαίη τανύφυλλος

Ἐκκρεμὴς πάνω ἀπὸ ἕνα βάραθρο

καθαρότητας

ἡ ποίηση

-παιδιόθεν τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν λέω-

ἀνήλικη βερβένα ὑπνώττουσα

σὲ ἀναζήτηση κήπου τὰ ὀνόματα ἐπικαλεῖται

 

τραυλὴ

περπατώντας στὴν ἁλμυρὴ ἐπιφάνεια

βυθιζόμενες λέξεις

ἀνασύρει

 

εὐπαθὴς κιβωτὸς

μὰ στέκεται, στέκεται    ταξιδιάρα

γιὰ τὴ σωτήρια ἄφιξη

ἀπέναντι καὶ Ἐπάνω

 

 

 

Γιατί, ἄν,

τὴν ὥρα ποὺ τεμαχίζεται ἡ Ἀλήθεια,

ὁλόκληρη ἀνοίγει

τανύφυλλος ὡς ἐλαίη ἀνέσπερη ὁδὸς

ἄμωμος σπαργανωμένος Οὐρανὸς

ἔ, τότε

ὥς καὶ οἱ διαπόντιοι νεκροὶ ἀκόμη προσορμίζονται

ταξιδευτὲς καλοί, βοηθοὶ τῶν ἑαυτῶν τους κωπηλάτες.

 

 

Θάμβος

ποὺ μέσα του κουρνιάζουμε

ἀφόντας,  φύλλο τὸ φύλλο σείοντας,

ἦρθε μιὰ λέξη ὡραία σὰν παιδίσκη

καὶ τὸ σκοτάδι ἀδειάζει.

 

 

Κουνίστρα Παναγιά μου,

ἐκεῖ ποὺ φύτρωσε καὶ σείστηκε τὸ Φῶς

γράψε ρυθμὸ τὴν προσευχὴ κι ἀσήμωσε

τὶς λέξεις

Σελήνη μου

μονάχες τους νὰ ὀργώνουνε τὸν κάμπο

ἀπ΄τὰ βουνὰ τ΄ἀερικὰ ψαλμοὶ

στὰ ρεῖθρα.

 

 

 

 

ΙΙ

 

Ἀλλοίθωρες

ἀπὸ τὸν φόβο αἰώνιες ἔφηβες

οἱ προσδοκίες στριμωχτὲς σὲ σάκους ταξιδίου

κουβαλώντας botox κατεψυγμένο καιρὸ

στὰ ἐρημητήρια τῆς ἀγορᾶς

 

κι ὁ κόσμος ποὺ γερνάει

σ΄ἕνα κελάρι καρφωμένος ποὺ γερνάει

στὸν ἦχο ἀδιαπέραστο.

 

 

Πῶς νὰ συντάξω τὴν ἀγάπη;

Ἡ ἀγάπη, ὅπως λένε, θέλει τέχνη

κι αὐτὴ

κόπος ἀκάματος

μὲ χρώματα καὶ σχήματα καὶ στίξεις

μουσικὲς σὰν λέξεις

τιτιβίζουσες ἀπ΄τὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν

καὶ πίσω πιὸ στὸ ἄντρο τῶν νυμφῶν

ἐκεῖ

ποὺ τ΄ἁλιπόρφυρα φαντὰ

καὶ οἱ δύο θύρες

Τί θαῦμα τότε,

ποὺ νὰ διαβάζεις Ποιητὴ

ἐνῶ στὸ μεταξὺ

σοῦ παρεμβάλλεται ἕνα τοπίο ἀνάλλαγο στὸν χρόνο

σὺν τὸ πλωτὸ διαμέσου παιδίσκης

Παναγίας καὶ Ἀλεξάνδρου Σκίαθος

 

      Αὐτὰρ ἐπὶ κράτος λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη…

 

Ἀνάμεσα τοπίο κι ἔμπνευση θὰ τρέχει πάντα

μικρὴ μία διελκυστίνδα προσευχῆς

ροὲς βουστροφηδὸν

ἔστω καὶ ἐρήμην

Τὸ ξέρω   ἀκατάληπτες

Μὰ ἡ πόρτα τῆς αὐγῆς διάπλατη

πόντο τὸν πόντο ἐκεῖ σὰν τίμια σιωπὴ

σὰν τίμια λέξη ἀνοιγμένη…

 

Σὰν ποὺ καλύτερη ἔμπνευση ἡ ἐκτέλεση

γράφοντας βρίσκω τὴ γραφή, μὲ συγχωρεῖτε,

καὶ τὴ φωνή μου τὴ Δευτέρα

κάθε ποὺ συναντῶ κρυφὰ

τὴν Ἑβδομάδα τῶν Καημῶν

μέρα τὴ μέρα διατρέχοντας

ἀπὸ τὴ γλώσσα μου

ἔξω

τοὺς ἤχους ὅλους.

 

ΙΙΙ

 

Ποὺ λές, καὶ χθὲς

παγώσανε στὶς κλίνες τους οἱ συλλαβὲς

τὸ δέντρο κρέμεται στὴν τρίχα του

καὶ ἡ σιωπὴ

ἀδέσποτη

στῆς νύχτας της τὰ ταπεινόσχημα σκουπίδια

 

καὶ λέω, Θεέ μου, τί πιὸ ἀδιάντροπο ἀπὸ σιωπὴ

αὐτάρεσκη μονολογοῦσα…

 

Ποιά λέξη θὰ τὴ λαγαρίσει σὰν δάκρυ ἐλεύθερη

τοπίο ἀδάγκωτο τὸ δέντρο μας νὰ μείνει;

 

 

Αὐτή.   Ἄς μὴ τὴν πῶ

-παιδιόθεν τὸ μυστικὸ ποὺ δὲν λέω-

 

Εἶναι πολλὲς κι ὁλόκληρη

κάποτε δὲ τόσο λιγνὴ ποὺ μοιάζει

μέχρι ἀνύπαρκτη    ὅμως

ἀπ΄τὸν χυμὸ τῶν σωθικῶν της ἄνθος ξανατινάζει ἡ ἄνοιξη

καὶ φθόγγο νιὸ δεκαπενταύγουστο τὸ θέρος τερετίζει.

 

 

Φωνὴ τανύφυλλος,

ἐκεῖ ποὺ φύτρωσε καὶ σείστηκε τὸ Φῶς

παρθενικὴ σὲ σχῆμα δέντρου ἀνάπλαση

γραφὴ σὲ προσευχητικὴ τοπίου ἐφημερία

μᾶλλον σιωπὴ διάρκεια ἀσκούμενη σὲ νόστο.

 

 

 

Σιωπή, λοιπόν,

ν΄ἀφουγκραστοῦμε ἀπ΄τὴν ἀρχὴ τὶς λέξεις

κρίμα τὸ κρίμα ποὺ δὲν εἴπαμε

γειτόνισσες Ναϊάδες

ποὺ νὰ κινήσει ἡ εὐχὴ καρπὸς ἐλέους

τὸν ἄνεμο ρυθμὸ στὸ ξεχασμένο λιόδεντρο

 

 

ἀπέναντι καὶ Ἐπάνω

 

Σιωπὴ Αὐγούστου ἐκκλησιάζουσα

τανύφυλλος μου ἐλαίη Παναγιὰ

Ἰθάκη βέρα σὲ Μετάσταση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.