You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Καχτίτσης, περιπλανώμενος, ενοχικός, εύτρωτος

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Νίκος Καχτίτσης, περιπλανώμενος, ενοχικός, εύτρωτος

«Θυμούμαι πολύ ζωηρά – θα ήμουν μόλις επτά χρονών – κάποιο απόγιομα στις πέντε με έξι η ώρα στον κήπο μας, ξαναβλέπω τον εαυτό μου να σταματά, να στρέφει τα μάτια στον ουρανό, και να καταριέται το Θεό που μ’ έφερε σ’ αυτόν τον κόσμο ολομόναχο. Κι αυτό, παρόλο που ήμουν κάθε άλλο παρά μόνος, αφού είχα έναν αδελφό αρκετά μεγαλύτερο από μένα και τρεις αδελφές. Ή πάλι θυμούμαι πως περπατώ μικρό παιδί, Φλεβάρη μήνα στον αδειανό δρόμο της παραθαλάσσιας επαρχιακής πόλης, όπου μέναμε, κυνηγώντας πεταμένες εφημερίδες που τις έσερνε ο άνεμος».

Ένα τόσο υπαρξιακά μοναχικό, τόσο ονειροπόλο, τόσο απεγνωσμένο παιδί, τόσο διαφορετικό από τα συνομήλικά του ακόμα κι από τα ίδια του τ’ αδέλφια δεν θα μπορούσε παρά να έχει ένα  τόσο εφήμερο πέρασμά από αυτόν τον κόσμο – αν και φρόντισε να μας αφήσει έξι νουβέλες, αφηγήματα, παράξενες ιστορίες – όπως και να τα πεις, μια ποιητική συλλογή, αλλά κυρίως έναν θησαυρό κυριολεκτικά επιστολών αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και παραπονιόταν όταν δεν ελάμβανε τις απαντητικές που περίμενε [από τον επιστήθιο φίλο του και πατριώτη ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο τον οποίο είχε κατακλύσει με επιστολές και γράμματα].

Ο Καχτίτσης ήταν από κείνους που φεύγουν αναζητώντας άλλους κόσμους κατάλληλους να τους στεγάσουν. Αναζητώντας την περιπέτεια, τον εξωτισμό, κι ίσως ένα τόπο καταλληλότερο γι αυτόν. Έναν κόσμο που ίσως του ‘παιρνε τη θλίψη. Αλλά κατέληξε κι εκεί  όπου έφτασε ταξιδεύοντας να κοιτά τον κόσμο από τον Εξώστη του.

Ο Καχτίτσης γεννήθηκε στο ζώδιο των Ιχθύων αλλά δεν είχε καθόλου τα βράγχια που θα του επέτρεπαν να αναπνέει στον υγρό, υπόγειο κόσμο που ήταν αναγκασμένος να ζει.

Το 1949 τον βρίσκουμε φαντάρο στο πεζικό, όπου υπηρέτησε ως ναρκοσυλλέκτης στην Κοζάνη, όπου έγραψε το Τρωτό σημείο, την ποιητική συλλογή. Και με τη λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων του Εμφυλίου τοποθετήθηκε σαν ανθυπολοχαγός διερμηνέας στο Γενικό Επιτελείο στην Αθήνα. Το 1952 που τελείωσε τη θητεία του έφυγε για την Αφρική. Η θητεία αυτή  ήταν που ενίσχυσε το έντονο αίσθημα της φυγής.

 

Τρωτό σημείο

Μες σ’ όλο τούτο τ’ απέραντο

διάστημα του Χρόνου

η επιφάνεια της Γης άρχισε πια

να διαβρώνεται

ενώ αυτή ακόμα περιφέρεται

με λυσσαλέο σφύριγμα

στο Χάος.

 

Και δε θα σταματήσει ποτέ

αν ένας αρχιτέκτων

δεν την χτυπήσει με σφυρί

στο πιο τρωτό της σημείο.

 

Μα μέχρι τότε

υπάρχει άφθονος καιρός

και τα κτίρια τα χτίζουν

μ’ ανθρώπινα κόκκαλα,

οι άνθρωποι σπάζουν τα ρολόγια τους

να σταματήσει ο χρόνος

 

βάφουν τα πρόσωπα τους

με διάφορα χρώματα

για να προφυλαχτούν

απ’ τον επερχόμενο Καύσωνα.

 

Κι όπως κυλούνε τα χρόνια

ολισθαίνουν βαθμιαία στον τρόμο

αλλά και στην ψευδαίσθηση

πως θα βγουν σώοι

από την τελική καταστροφή

 

Ανάμεσα στα 1953-1955 έζησε στην Ντουάλα του Καμερούν εργαζόμενος σε μια εμπορική εταιρεία. Από κει έστελνε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Ελευθερία, αλλά όπως έλεγε με πικρία ούτε τον κράτησαν όπως ήλπιζε ούτε τον πλήρωσαν. Ωστόσο οι μνήμες του από κει του ενέπνευσαν τον Εξώστη.

«Ο ήρωας του Εξώστη, για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του. Βλέπει οράματα, περνάει νύχτες και νύχτες αϋπνίας. Η μοναξιά, το κλίμα κ.λπ. τον σκοτώνει, όπως επίσης και οι αναμνήσεις. Τέλος, έπειτα από πολυετή παραμονή στην κόλαση της Αφρικής, δύο εφιαλτικά περιστατικά ανασκαλεύουν και ξεσκεπάζουν ένα παρελθόν που είχε κατορθώσει με τα ψέματα να κρύψει από τον εαυτό του. Η όλη ιστορία τελειώνει με τον ήρωα παίρνοντας την απόφαση ν’ αυτοκτονήσει κατά τον εξής τρόπο: Διώχνει τους υπηρέτες του, κόβει κάθε σχέση με τις γνωριμίες του (που έχει στην αποικιακή αυτή πόλη), και αποτραβιέται για πάντα στην έπαυλή του […], μέσα στην ενδοχώρα της ζούγκλας, αποφασισμένος να πεθάνει από την ασιτία, και από την ασφυξία που θα του εξασφαλίσουν τα διάφορα φυτά της Αφρικής, τα οποία, με τον γιγαντισμό και την επεκτατικότητα που τα διακρίνει, θα φράξουν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τις πόρτες, τα παράθυρα, κάθε άλλο άνοιγμα…»

[από επιστολή του στον Γ. Παυλόπουλο, 3.3.1963]

«Στο βιβλίο έχω επιχειρήσει να δώσω την ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχείου […], την τροπική ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα της πολιορκίας, την ατμόσφαιρα του σπιτιού ενός, στη Γάνδη, και ιδιαίτερα του γραφείου του, που βλέπει προς ένα φθινοπωρινό κήπο, κ.λπ. — όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν».

[Από άλλη επιστολή του πάλι στον Γ. Παυλόπουλο, 2.7.1964]

Φθινοπωρινός κήπος, αμυδρό φως, όλα ορώμενα πλαγίως. Χαρακτηριστικές εικόνες που συσκοτίζουν αντί να διασαφηνίζουν. Δε γράφει ρεαλιστικά ο Καχτίτσης. Αντίθετα μάλιστα επιχειρεί να αναιρέσει το ίδιο το κείμενο που γράφει. Υπαναχωρεί. Επανορθώνει. Ξαναγράφει. Μέχρι που το κείμενο καταντά αμφίσημο. Αμφίβολο. Αναξιόπιστο. Ωστόσο όλη αυτή  η ανασύνταξη, το ράβε-ξήλωνε, , η έλλειψη σιγουριάς έχει οπωσδήποτε να κάνει με την ψυχολογική κατάσταση που ήρωα, στο βαθμό που αυτός ταυτίζεται με τον συγγραφέα, που είναι υπό κατάρρευση.

Δεν είναι τυχαίο πως έλεγε με καμάρι στον Παντελή Τρωγάδη, γνωρίζοντας πως το κλίμα που δημιουργούσε ήταν έντονα καφκικό:  «Υπήρξα καφκικός προτού διαβάσω Κάφκα, πιστέψτε με».

Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη του νομού Ηλείας, δευτερότοκος και πέμπτο από τα έξι παιδιά του Θωμά και της Μελπομένης Καχτίτση (το γένος Λογοθέτη, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο). Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Ήπειρο (Κόνιτσα), ήταν σιδηροδρομικός των ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς— Αθηνών— Πελοποννήσου) και την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στη Γαστούνη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μανωλάδα, το Ναύπλιο και την Πάτρα.

Από το 1931 μέχρι το 1935 φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βάρδας (κωμόπολης και σιδηροδρομικού κόμβου κοντά στη Μανωλάδα Ηλείας). Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ναύπλιο, τόπο διαμονής της οικογένειας μέχρι το καλοκαίρι του 1940, οπότε και μετακόμισε πάλι στη Βάρδα. Ο Καχτίτσης εγκαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο 1940 στην Πάτρα ώστε να φοιτήσει στην Δ΄ τάξη του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Πατρών. Το 1942 γνωρίστηκε και κατόπιν ανέπτυξε στενή φιλία με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό του Ντίνο Ηλιόπουλο, γιο του τότε Γυμνασιάρχη.

 

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Καχτίτσης με ορισμένους συμμαθητές και φίλους εξέδωσαν, σε χειρόγραφη μορφή, ένα λογοτεχνικό περιοδικό με πατριωτικό περιεχόμενο, τη Μέλισσα. Ο Καχτίτσης καλλιγράφησε ιδιοχείρως τα πρώτα τέσσερα αντίτυπα που κυκλοφόρησαν χέρι χέρι μεταξύ 15 και 20 Μαρτίου 1943. Η έκδοση αναστάλθηκε ύστερα από ανώνυμες απειλές. Παρότι ο Καχτίτσης δεν εντάχθηκε σε άλλη οργάνωση, εντούτοις λίγο πριν την απελευθέρωση της Πάτρας από τον ΕΛΑΣ, στις 4 Οκτωβρίου 1944, συνελήφθη και κρατήθηκε από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον Λάκη Μπαζό, στενό του φίλο και μέλος της ΕΠΟΝ.

Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε στη Γραμματεία της «Αγγλικής Υπηρεσίας Πληροφοριών» και κατόπιν δίδαξε στο Παράρτημα Πατρών της Βρετανικής Ακαδημίας. Κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στις 24 Μαρτίου 1949, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν.

Το 1956 έλαβε πρόσκληση από τη Θάλεια Τσαπουλάρη (ημερομηνία αποδημίας 12 Μαΐου 2014 Μόντρεαλ) να μεταβεί στον Καναδά ως επίσημος μνηστήρας της. Στις 27 Οκτωβρίου του ίδιου έτους νυμφεύτηκαν στο Μόντρεαλ, με κουμπάρο τον νεανικό του φίλο Ντίνο Ηλιόπουλο.

 

Στο Μόντρεαλ βιοπορίστηκε με ποικίλες εργασίες: κατ’ οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που αποτέλεσε την κύρια πηγή εσόδων του. Το 1962 γεννήθηκε ο γιος του Θωμάς-Κωνσταντίνος.

Με την κήρυξη του στρατιωτικού καθεστώτος την 21η Απριλίου 1967, ακολουθώντας την στάση πολλών Ελλήνων συγγραφέων, έπαψε να τυπώνει κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Εξαίρεση η υπό τη διακριτική επωνυμία «Λωτοφάγος» έκδοση τον Δεκέμβριο του 1967 του Ήρωα της Γάνδης, η εκτύπωση του οποίου είχε ξεκινήσει στις αρχές του έτους στον Πύργο και διακόπηκε τέλη Απριλίου. Τον Μάιο του 1968 ως εκδότης πλέον τύπωσε τις Πρόκες του Γ. Δανιήλ και υπό την ίδια διακριτική επωνυμία.

Το καλοκαίρι του 1968 εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του ένα χειροκίνητο πιεστήριο και τύπωσε υπό τη διακριτική επωνυμία «Anthelion Press» στην αγγλική γλώσσα κείμενα δικά του, του Ε. Χ. Γονατά και άλλων καθώς και τρία αντιδικτατορικά τομίδια. Άνθρωπος διηνεκώς κατεχόμενος από φοβίες και λόγω της ημιεπίσημης θέσης του ως δικαστικού διερμηνέως εξέδωσε τις ανωτέρω εκδόσεις ανωνύμως. Παράλληλα δημοσίευσε με ψευδώνυμο σειρά άρθρων στο Ελληνοκαναδικό Βήμα στα οποία λαμβάνει σαφή θέση κατά της Δικτατορίας. [«Πολύ μελαγχολώ με τη διαπίστωση πως το μόνο που μου επιτρέπεται να γράφω, τώρα είναι κάτι που να έχει άμεση σχέση με την πολιτική»].

Την άνοιξη του 1970 διαγνώστηκε με οξεία λευχαιμία. Στις 17 Μαΐου αφίχθη, αεροπορικώς, στην Αθήνα και την επομένη στην Πάτρα. Εξέπνευσε στις 25 Μαΐου 1970 μετά από διήμερη νοσηλεία. Ενταφιάστηκε το απόγευμα της επομένης στον οικογενειακό τάφο στο Α΄ Νεκροταφείου Πατρών.

Ο Καχτίτσης, φανατικός λάτρης του βιβλίου, δέχθηκε κυρίως επιδράσεις από τα ρεύματα του ευρωπαϊκού αισθητισμού και συμβολισμού πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα μοντέλα του ήταν κλασικοί προπολεμικοί συγγραφείς όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Τζέιμς Τζόυς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φραντς Κάφκα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το έργο του επίσης συνδέεται με την μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, κυρίως με την λεγόμενη σχολή του εσωτερικού μονολόγου (Νίκος- Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Δέλιος κ.ά.).

Ποιοί οι φίλοι 1959

Η ομορφάσχημη 1960

Το ενύπνιο 1960

Ο εξώστης 1964

Η περιπέτεια ενός βιβλίου 1965

Ὁ ἥρωας τῆς Γάνδης, 1967

 

«Με τον Καχτίτση – παρατήρησε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης- ολοκληρώνεται κατά τον καλύτερο τρόπο ένας κύκλος ξενικών επιδράσεων στη λογοτεχνία μας».

Στον Ήρωα της Γάνδης, τα πρόσωπα της μυθιστορίας, πλούσιοι αστοί των αρχών του αιώνα μας, έχουν εγκατασταθεί στην πόλη Γάνδη (του Βελγίου), όπου βυσσοδομούν και αμύνονται, ανατρέποντας συνεχώς τους κοινούς τόπους του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, μέσα σε μία συναρπαστική ατμόσφαιρα υπαρξιακού άγχους – ατμόσφαιρα που παρασύρει τον αναγνώστη σε πρωτόγνωρες περιοχές του παράξενου, του παράδοξου και του φανταστικού.

Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση θα πει: «Ζω μια ζωή στενή, μια ζωή υπαλληλάκου που μετά τη δουλειά πάει για φαΐ  και μετά το φαΐ για δουλειά. Σκέφτομαι το μέλλον που είναι αβέβαιο». Και μας κάνει να σκεφτούμε πόσο μοιάζει στον Καρυωτάκη της ολιγοήμερης παραμονής του στην Πρέβεζα.

Ο Γιώργος Δανιήλ μιλά για την «αριστοκρατικότητα του λογοτέχνη που δεν τον ενδιαφέρουν οι πολλοί, και το πιο κρυφό μήνυμα, την αγωνία για αναγνώριση, το φτάσιμο του άλλου του οποιουδήποτε άλλου που βρίσκεται μπροστά του και που δίνει κάποια εγγύηση πνευματικότητας […] όπως και τη διαισθητική και συναισθηματική μάλλον παρά κριτική του στάση προς τη λογοτεχνία».

Φίλος λογοτέχνης σε επιστολή που απευθύνει σε κοινό φίλο φιλοτεχνεί ένα δυσοίωνο πορτραίτο για τον Καχτίτση εκεί γύρω στο 1948: «Πρόκειται για έναν ιδιότυπο νέο χτυπημένο θανάσιμα από το επαρχιακό περιβάλλον, και που κατ’ εμέ, φέρνει μέσα του έναν κυριολεκτικά δυστυχή άνθρωπο και μια κουρελιασμένη ευαισθησία. Ο πόλεμος πέρασε τραχύς από πάνω του, δεν είναι φτιαγμένος για κρίσιμες καμπές, κι είναι ανήμπορος για άμεση και ζωντανή δράση». Προχωρώντας μπαίνει βαθύτερα σ’ ένα διεισδυτικό  ψυχολογικό προφίλ: «Ονειροπόλος, παράξενος, ίδιος ο θάνατος, άρρωστος από αόριστη πίκρα, με βαθιά εκφραστικά μάτια και ίσια χτενισμένα μαλλιά. Τέτοιος είναι. Τον τελευταίο καιρό γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο ‘Τα ίχνη’. Εγώ τον αγαπώ. Είναι άξιος να τον αγαπήσει κανείς. Άλλωστε είναι εξαιρετικός διηγηματογράφος. Πιστεύω πως κάποτε θα’ ναι απ’ τους καλύτερους στην Ελλάδα. […] είναι δε βαθύτατα επηρεασμένος από τη δική σας σχολή του [πρωτοποριακού περιοδικού της Θεσσαλονίκης με συντάκτες τον Πεντζίκη την Καρέλλη, τον Δέλιο, τον Κιτσόπουλο] Κοχλίας και εκφράζεται πάντοτε με θαυμασμό για όλους εσάς. […] Εκφράζει το είναι του, αυτό το σατανικό, το νεκροζώντανο, το τραυματισμένο του είναι».

«Ήταν ένας αυτοτιμωρούμενος, όπως οι ήρωες του Κάφκα», επισημαίνει ο Γιώργος Δανιήλ, «κυνηγημένος από πλήθος ακατανόμαστες απειλές. Ο πανικός του μεγεθυνόταν μέσα στο πλήθος […] έζησε και πέθανε έφηβος κι η στάση του τούτη η εφηβική εκδηλωνόταν και στις δοσοληψίες τις παράπλευρες προς το λογοτεχνικό του έργο. Δεν ήταν πρακτικός!».

Σύμφωνα με μαρτυρία του Τάσου Κόρφη: « Δεν μπορούσε να υποφέρει το στρίμωγμα, τη βιοποριστική καταπίεση, το βιασμό της περιχαρακωμένης του προσωπικότητας από το φυσικό και το εφήμερο».

Ενώ έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τον Πεντζίκη κι ο Πεντζίκης γι αυτόν ο χαρακτηρισμός μεγαλομανής που του είχε απευθύνει έκανε τον Πεντζίκη να θυμώσει μαζί του και να χαλάσει η φιλία τους πράγμα που τον πίκρανε βαθιά. Τον παρηγορούσε όμως ότι ο Σεφέρης ο Σινόπουλος, ο Παυλόπουλος παρέμειναν πλάι του. Αλλά και ο Νίκος Σπάνιας και ο Σωκράτης Καψάσκης, ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος,ο Γιώργος Ιωάννου, ο Γιώργος Σαββίδης ήταν φίλοι του.

Ο Ε.Χ. Γονατάς όταν διάβασε κατ’ επανάληψιν μάλιστα τον Εξώστη δήλωσε ότι ‘εν γένει του άρεσε καθ’ υπερβολήν’.

Πάντως οι εξωτικοί ρεμβασμοί του, καθώς και η σχεδόν υστερική του προσκόλλησή του στο όνειρο όξυνε τις αντιθέσεις με τους αφοσιωμένους φίλους και ‘τόνισε την αποξένωσή του από τον περίγυρο’, πιστεύει ο Δανιήλ.

Παρά έναν κύκλο ένθερμων αναγνωστών δεν λέει πολλά σ’ ένα ευρύτερο κοινό που δεν υιοθέτησε τις επιλογές και τις εμμονές του γι αυτό και το μικρό σε μέγεθος έργο του έμεινε ανέκδοτο κατά καιρούς. Αλλά και σήμερα αν εξαιρέσουμε τις πρόσφατες πολύ επιμελημένες εκδόσεις της Κίχλης [Εξώστης, Ομορφάσχημη] και τις επιστολές προς Παυλόπουλο από τον Σοκόλη τα υπόλοιπα είναι εξαντλημένα από χρόνια.

Μια νεαρή άγνωστη ποιήτρια η Πατρίτσια Ρενέ Γιούινγκ που είχε γνωρίσει τον Καχτίτση έγραψε ένα ποίημα γι αυτόν στα αγγλικά που τελειώνει έτσι:

Κάποια μέρα ο Νίκος δεν ήρθε

Για τσάι

Η καρέκλα έδειχνε απέραντα μαύρη

 

Αργότερα έριξα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο

Στη Μεσόγειο

 

-Κύριες πηγές στάθηκαν: το πολύ κατατοπιστικό χρονολόγιο σε Α’ και Γ’ πρόσωπο του Βίκτορα Καμχή από την γ’ έκδοση του Εξώστη από την Κίχλη [2017], το ο Λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας του Γ. Δανιήλ εισαγωγή στη Ζωή του, Ανέκδοτες επιστολές, Πρωτότυπα κείμενα, Νεφέλη [1981] και ένα αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία, Απρίλιος 2003-

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.