«Ο αέρας είναι γεμάτος από τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια τις σβήνει».
Αυτές οι δύο φράσεις του Σάμιουελ Μπέκετ στριφογύριζαν στο μυαλό μου όσο διάβαζα το μυθιστόρημα Ο Παράδεισος της Μιέκο Καβακάμι και τρόμαζα στην ιδέα ότι δεκατετράχρονοι μαθητές μπορεί να ταλαιπωρούν συστηματικά και με σκληρότητα δύο συμμαθητές τους. Να υποβάλλουν με επαγγελματικό σχεδόν τρόπο σε βασανιστήρια δύο συνομηλίκους τους μόνο και μόνο επειδή ο ένας έχει «ένα τεμπέλικο μάτι» και η άλλη είναι κακοφτιαγμένη και απεριποίητη. Να απολαμβάνουν χωρίς ενοχές, τύψεις και φόβο τον πόνο που προκαλούν στους δύο εφήβους ενώ γνωρίζουν ότι ενεργούν όχι απλώς με τρόπο ηθικά απαράδεκτο, αλλά και κολάσιμο από τη διεύθυνση του σχολείου. Οχυρωμένοι πίσω από τη βεβαιότητα ότι οι υφιστάμενοι τις τιμωρίες δεν θα τολμήσουν από φόβο, ντροπή, αλλά και από τις δικές τους ενοχές να αντιδράσουν και να τους καταγγείλουν.
Και τα θύματα; Πώς διαχειρίζονται τις προσβολές, τις ύβρεις, τα χτυπήματα και την απαξίωση που εισπράττουν;
Οι γονείς τόσο των θυμάτων όσο και των θυτών ενδιαφέρονται, άραγε, για το πώς αισθάνονται και συμπεριφέρονται τα παιδιά τους στο σχολείο;
Οι καθηγητές αυτών των μαθητών, από την άλλη, είναι μόνο τυπικά παρόντες στη σχολική διαδικασία; Δεν αντιλαμβάνονται ότι συμβαίνει στην τάξη τους κάτι που απαιτεί από μέρους τους ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ξεχωριστή αντιμετώπιση;
Η ψυχανάλυση έφερε στο φως την επιθετικότητα του παιδιού και πρότεινε ερμηνείες για την κατανόησή της. Ακόμη όμως και όσοι είτε ως γονείς είτε ως δάσκαλοι ασχολούνται με παιδιά και εφήβους γνωρίζουν ότι κυρίως κατά την εφηβεία οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, η παρορμητικότητα, οι συνεχείς αλλαγές διάθεσης, αλλά και ο τρόπος της ζωής των εφήβων, το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον δημιουργούν το πλαίσιο για την έκφραση βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς.
Σε έρευνα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) διαβάζουμε: «Η επιθετική συμπεριφορά και η βία, ιδιαίτερα στο σχολείο, εμφανίζονται με υψηλή συχνότητα στη διάρκεια της εφηβείας και το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού έχει μεγάλη έκταση τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς».
Οι τρόποι όμως και τα φερσίματα των «ισχυρών» μαθητών απέναντι στους δύο αδύναμους συμμαθητές τους που συναντάμε στον Παράδεισο εξαιτίας του σχεδιασμού, της βιαιότητας και της επαναληπτικότητάς τους, αλλά κυρίως ο χειρισμός της ιστορίας από τη συγγραφέα, η ζωντάνια και η αμεσότητα της αφήγησης εκπλήσσουν και ευαισθητοποιούν τον αναγνώστη απέναντι σε ένα πρόβλημα που στην εποχή μας έχει αποκτήσει επικίνδυνες διαστάσεις.
Ο δεκατετράχρονος έφηβος, που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας και του οποίου ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα αφού παρουσιάζεται με το επινοημένο από τους συμμαθητές του παρωνύμιο «Μάτια», ξεκινά την in medias res αφήγησή του κάπου την άνοιξη του ‘90 όταν ανακαλύπτει στην κασετίνα του ένα ανώνυμο σύντομο σημείωμα από κάποιον που του ζητά να γίνουν φίλοι. Για αρκετές ημέρες κάθε πρωί στην εσωτερική πλευρά του θρανίου του θα βρίσκει ανώνυμα χαρτάκια με ερωτήσεις ανάλογες με αυτές που δυο φίλοι ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Ακολουθεί τους ανείπωτους όρους του παιχνιδιού απαντώντας ενώ αγωνιά μήπως όλη αυτή η ιστορία είναι μία ακόμη παγίδα που του έχουν στήσει ο Νινομίγια και η παρέα του, οι συμμαθητές- βασανιστές του, με στόχο άλλη μία δοκιμασία και ακόμη έναν εξευτελισμό του. Μέχρι που σε ένα σημείωμα υπάρχει πρόταση από τον αποστολέα για συνάντηση μία συγκεκριμένη ημερομηνία σε ορισμένη τοποθεσία και ώρα.
Διάβασα το σημείωμα τόσες φορές, που έβλεπα τις λέξεις ακόμα και με κλειστά μάτια. Πέρασα την υπόλοιπη μέρα προβληματισμένος για το τι να κάνω, ενώ στο μεσημεριανό διάλειμμα δεν σκεφτόμουν τίποτ’ άλλο, σε βαθμό που μ’ έπιασε πονοκέφαλος και μου κόπηκε η όρεξη. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι, όταν θα έφτανα εκεί, θα με περίμενε ο Νινομίγια με τους άλλους, έτοιμοι να μου ρίξουν το ξύλο της χρονιάς μου. Θα μ’ έβλεπαν να εμφανίζομαι, θα με περικύκλωναν και θα γλεντούσαν με το τελευταίο τους κόλπο εις βάρος μου. Τα πράγματα μόνο χειρότερα μπορούσαν να γίνουν. Αλλά δεν μπορούσα και να το ξεχάσω έτσι απλά. (σ. 15-16).
Ο αφηγητής δεν μπορεί να κρύψει την έκπληξη αλλά και την ανακούφισή του όταν στον τόπο της συνάντησης, στο «Πάρκο της Φάλαινας», φθάνει η Κοτζίμα, η συμμαθήτριά του, μια κοντούλα, σκουρόχρωμη, ασχημούλα κοπελίτσα, που κυκλοφορεί πάντα ατημέλητη, σχεδόν βρώμικη, με παλιά στολή. Η Κοτζίμα, ο δεύτερος περίγελος της τάξης.
Η Κοτζίμα εκφράζει στον αφηγητή την επιθυμία της να γίνουν φίλοι και εκείνος, παρότι στην αρχή αισθάνεται άβολα γιατί δεν είχε ποτέ φίλους, συμφωνεί. Το κορίτσι στις κρυφές συναντήσεις τους, στην έξοδο κινδύνου του σχολείου, γίνεται αρκετά εξομολογητικό: Μιλάει για τη μοναξιά της, τις κακές σχέσεις με τη μητέρα και τον πατριό της, την αγάπη και συμπαράσταση προς τον πατέρα της, έναν άνθρωπο οικονομικά και κοινωνικά αποτυχημένο, που συναντά σπάνια. Αποκαλύπτει ότι η εμφάνισή της σε μεγάλο βαθμό είναι απόρροια της ανάγκης της να μένει συνδεδεμένη με τον πατέρα και τις επιλογές του.
Το κορίτσι έχει χτίσει τη δική του άμυνα απέναντι στην πραγματικότητα επιλέγοντας να θεωρεί την αδυναμία που διακρίνει τόσο στη δική της συμπεριφορά όσο και σε αυτήν του συμμαθητή της ως απόδειξη δύναμης, που μόνο οι δυο τους μπορούν να αναγνωρίσουν.
Οι εκμυστηρεύσεις της Κοτζίμα σπάνε σιγά σιγά την επιφυλακτικότητα του αφηγητή και τον βοηθούν να εκφραστεί πιο άνετα, αλλά κυρίως να απολαύσει την προσφορά της επικοινωνίας με έναν συνομήλικο.
Ο εκφοβισμός και τα τρομακτικά καψόνια από τον Νινομίγια και την παρέα του εξακολουθούν φορτώνοντάς τον όμως και με μια καινούργια αγωνία: Πώς να μην τα αντιληφθεί η Κοτζίμα τόσο για να μην εκτεθεί περισσότερο απέναντί της, αλλά κυρίως για να μην τη δυσκολέψει, να μην προσθέσει και άλλο βάρος στη ζωή της.
Τα σατανικά σχέδια των συμμαθητών του σε βάρος του πολλές φορές τον οδηγούν στην απελπισία και την απόγνωση και η ιδέα να σταματήσει το σχολείο, αφού είναι για αυτόν ένας τρομερός βραχνάς, κερδίζει όλο και περισσότερο μέσα του.
Απομονωμένος στο δωμάτιό του διατηρώντας τυπική σχέση με τη θετή μητέρα του, εφόσον η βιολογική πέθανε αμέσως μετά τη γέννησή του και ο πατέρας του είναι διαρκώς απών, αισθάνεται εγκλωβισμένος σε ένα σκοτεινό παρόν και ένα αβέβαιο και ομιχλώδες μέλλον.
Ο φόβος ότι αν μάθουν οι γονείς του τα παθήματά του στο σχολείο θα τον περιφρονήσουν και θα τον διώξουν από το σπίτι κυριαρχεί μέσα του.
Μία νέα άγρια επίθεση από τους αδίστακτους συμμαθητές που τον οδηγεί στο νοσοκομείο έχει διπλή λειτουργία: Από τη μία ένας συμπαθητικός και ενθαρρυντικός γιατρός, που λειτουργεί ως πατρική φιγούρα, τον πληροφορεί ότι με μία απλή επέμβαση μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο στραβισμός του. Από την άλλη βρίσκει το θάρρος να απευθυνθεί ο ίδιος στον Μομόζε, έναν από τους ακολούθους του Νινομίγια που συναντά τυχαία στο νοσοκομείο, ζητώντας να καταλάβει τη συμπεριφορά τους.
Ο διάλογος που ακολουθεί αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις δύο αντίθετες στάσεις απέναντι στη ζωή και τον άνθρωπο των δύο εφήβων.
Ο αφηγητής δεν ζητά τη φιλία τους ούτε την ουσιαστική αποδοχή τους. Πιστεύει όμως – ευτυχώς είναι σε θέση να το εκφράσει πια – ότι δεν έχει δικαίωμα κανείς να βασανίζει κανέναν.
Ο Μομόζε με αδιαφορία και κυνισμό, που παραπέμπει σε όλους εκείνους που από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας πιστεύουν στο δίκαιο του ισχυροτέρου, υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά τους πηγάζει από τη δυνατότητα που διαθέτουν. Δεν υπάρχει ηθικό και ανήθικο, σωστό και λάθος, δίκαιο και άδικο. Θέλουν και μπορούν να βασανίζουν. Δεν είναι η διαφορετικότητα των δύο συμμαθητών τους που τους ελκύει. Είναι η αδυναμία τους να αντιδράσουν.
Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι δεν μπορείς να το κάνεις. Δεν μπορείς. Γι’ αυτό δεν είπες ποτέ ότι θα μας σκοτώσεις ή κάτι, ούτε καν όταν σε κάναμε μπάλα ποδοσφαίρου. Δεν έκανες ποτέ τίποτα , γιατί δεν μπορείς. Κάποιοι άνθρωποι σ’ αυτόν τον κόσμο μπορούν να κάνουν πράγματα, κάποιοι όχι…. Καθένας με τα γούστα του. Δεν θα μπορούσε να είναι απλούστερο. Οι άνθρωποι κάνουν ό,τι τους βγαίνει και ό,τι τους παίρνει να κάνουν. (σ. 187)
Το τι θα ακολουθήσει καθώς και το αν και πώς θα εξελιχθεί η σχέση του αφηγητή με την Κοτζίμα ας το ανακαλύψει ο αναγνώστης.
Ο αναγνώστης επίσης ας δώσει τη δική του απάντηση στο αν υπάρχει ένας πραγματικός πίνακας με τίτλο «Ο Παράδεισος» στο μουσείο που επισκέφθηκαν οι δύο φίλοι ή αποτελεί απλώς φαντασίωση της Κοτζίμα.
Η Μιέκο Καβακάμι, η «σύγχρονη βασίλισσα της ιαπωνικής λογοτεχνίας» (γενν. 1976), όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, με ρεαλιστική γραφή, που σε κάποια σημεία γίνεται νατουραλιστική, και πρωτοπρόσωπη αφήγηση γράφει ένα μυθιστόρημα για τον σχολικό εκφοβισμό.
Κατορθώνει με οξυδέρκεια να σκιαγραφήσει δύο διαφορετικούς χαρακτήρες εφήβων, του πρωταγωνιστή και της Κοτζίμα, αλλά και με αδρότητα κάποιους από τους «ισχυρούς» της τάξης.
Μοιάζει η πλειοψηφία των μαθητών να έχει αφομοιώσει το σύστημα αξιών πολλών ενηλίκων: Την πίστη στη δύναμη και στο κέρδος, την έλλειψη ενσυναίσθησης, την αδιαφορία για τον άλλον και για οποιοδήποτε κοινωνικό πρόβλημα, την απάθεια και την αναλγησία.
Το οικογενειακό περιβάλλον των εφήβων που έχουν κάποια συμμετοχή στην ιστορία είναι ευκατάστατο, οι γονείς όμως είναι ουσιαστικά απόντες χωρίς ενδιαφέρον για τα συναισθήματα, τις σκέψεις και την προσπάθεια των παιδιών τους να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους. Οι περισσότεροι προβάλλουν το πρότυπο του επιτυχημένου, αλλά ασυγκίνητου απέναντι στα προβλήματα των άλλων πολίτη, σε αντίθεση με τη μητέρα του αφηγητή, που, όταν επιτέλους μαθαίνει το δράμα του, υιοθετεί μία κατανοητική και ενισχυτική συμπεριφορά απέναντί του.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η Μιέκο Καβακάμι δεν εγκλωβίζεται σε ένα ντετερμινιστικό σχήμα ανάγνωσης του κόσμου ούτε μετατρέπει τους χαρακτήρες των ηρώων της σε γρανάζια για την εξέλιξη της πλοκής. Κάποιος βγαίνει στο φως, την τύχη του άλλου μπορεί να τη σχεδιάσει ο αναγνώστης ανάλογα με τις δικές του επιθυμίες και σκέψεις.
Η συγγραφέας υιοθετεί κριτική στάση και απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα, εφόσον σύμφωνα με την εξέλιξη της ιστορίας το σχολείο αρκείται στη μετάδοση γνώσεων χωρίς να ενδιαφέρεται έμπρακτα για την καλλιέργεια της αλληλεγγύης μεταξύ των μαθητών και τις ανθρωπιστικές αξίες.
Η μετάφραση σε στρωτά ελληνικά από την αγγλική έκδοση του βιβλίου είναι της Κίκας Κραμβουσάνου.
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ της Μιέκο Καβακάμι είναι μία ιστορία δύσκολης ενηλικίωσης που αξίζει να διαβαστεί από τους εφήβους και όσους ασχολούνται με αυτούς.