Το καλοκαίρι είναι για να ξαναβλέπουμε σημαντικές ταινίες.
Μαζί με τη δική μου παρουσίαση δημοσιεύουμε και αυτή της Γιούλης Ζαχαρίου, που γράφτηκε περίπου πριν ένα χρόνο. Πρόκειται για δύο διαφορετικές προσεγγίσεις που αξίζει, νομίζω, να διαβαστούν ξεχωριστά και δίπλα δίπλα.
«Το ζευγάρι είναι ένα χάος», θα μπορούσε να μπει ως υπότιτλος· κι είναι τα λόγια της πρωταγωνίστριας Σάντρα Βόιτερ περιγράφοντας τη συζυγική της σχέση.
Η ταινία μας συστήνει την πρωταγωνίστρια (μια εκπληκτική Sandra Hüller) κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης που τελικά δεν θα πραγματοποιηθεί. Νεαρή μεταπτυχιακή φοιτήτρια έχει έρθει να της μιλήσει σε μια σκηνή που εμένα τουλάχιστον με έκανε να νιώσω άβολα. Η Σάντρα Βόιτερ, το αντικείμενο του ενδιαφέροντος, συνομιλεί με βεβιασμένη εγκαρδιότητά με την φοιτήτρια, είναι αυτή που της κάνει τις ερωτήσεις, ενδιαφέρεται να μάθει πώς περνάει τον χρόνο της η νεαρή, ποια είναι τα ενδιαφέροντά της. Μια εκκωφαντική μουσική ξεκινάει από τον πάνω όροφο. Είναι το P.I.M.P του 50 Cent, ένα ξεκάθαρα μισογυνικό κομμάτι, που επαναλαμβάνεται όλο και πιο δυνατά, η επιθετικότητά του βαράει στο ηλιακό πλέγμα. Είναι ο σύζυγος της Σάντρα, ο Σάμουελ που, όπως εξηγεί η ίδια, δουλεύει στον πάνω όροφο. Η «συνέντευξη» πρέπει να διακοπεί, δεν ακούγεται η ηχογράφηση. Το πορτρέτο του ζευγαριού, τα αδιέξοδά του, σκιαγραφούνται σε αυτή την πρώτη σκηνή, ήδη ανυπομονούμε για κάποιες λεπτομέρειες οι οποίες θα αργήσουν αρκετά.
Ο γιος τους, ο εντεκάχρονος Ντάνιελ που έχει σοβαρό πρόβλημα όρασης, βγαίνει από το σπίτι για να πάει βόλτα με το σκυλί τους. Επιστρέφοντας μετά από λίγο βρίσκει το πτώμα του πατέρα πεσμένο στο χιόνι μπροστά από το σαλέ.
Το σπίτι γεμίζει κόσμο, αστυνομία, αναπαραστάσεις. Η μουσική εκδικείται, παίζει ξανά και ξανά, μετατρέπεται σε εφιάλτη. Όπως και τα τελευταία λόγια που το ζευγάρι αντάλλαξε μεταξύ του. Όλο και πιο δυνατά κατά παραγγελία της αστυνομίας για την αναπαράσταση.
Η βεβαιότητα του Ντάνιελ για το που βρισκόταν όταν άρχισε τη μουσική μας δίνει, αν μη τι άλλο, μια πολύτιμη πληροφορία για τη σχέση πατέρα-γιού, για τον χαρακτήρα του νεκρού. Ο Σάμουελ έχει τοποθετήσει ταινίες διαφορετικής υφής στα διάφορα σημεία του σπιτιού για να αναγνωρίζει ο γιος του πού βρίσκεται. Πρόκειται για μια σχέση στοργής· ίσως όμως και αυτοκαταστροφικής ενοχής· προχωρώντας θα δούμε· ίσως.
Δείτε τη σκηνή όπου ο Ντάνιελ ψηλαφίζει τα σημεία της πορείας προς τον θάνατο του πατέρα του:
https://www.youtube.com/watch?v=6toqRpPY1LE
Στο σπίτι έρχεται ένας παλιός φίλος της Σάντρα, δικηγόρος, ερωτευμένος κάποτε μαζί της, όπως ομολογεί, ο οποίος και αναλαμβάνει την υπεράσπισή της. Έρχεται επίσης η νονά του παιδιού, φέρνει γλυκό για το μικρό αγόρι. Ο Ντάνιελ είναι απαρηγόρητος, κουκουλωμένος κλαίει στο κρεβάτι του, αρνείται να σηκωθεί, να φάει, να μιλήσει.
Η Σάντρα τρώει το φαγητό που της ετοιμάζει ο φίλος δικηγόρος. Μοιάζει να μην ξέρει πού βρίσκονται τα σκεύη στην κουζίνα της. Ίσως από το σοκ, σκέφτεσαι. Η Σάντρα κλαίει, απαντά ωστόσο ψύχραιμα στις ερωτήσεις της αστυνομίας και του δικηγόρου της. Πώς έγινε αυτή η μελανιά στο χέρι σου; κοπανάω πάντα το χέρι μου εδώ στην κουζίνα –περνάει από το σημείο και το δείχνει με την κίνησή της. Αργότερα θα αποκαλυφθεί ότι λέει ψέματα. Ψέματα που σχηματίζουν το ψηφιδωτό του χαρακτήρα της Σάντρα και της μοιραίας σχέσης.
Ποιοι είναι όμως αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν ξέρουμε ακόμα. Για κάμποσο δεν έχουμε καν την εικόνα του συζύγου, παρά μόνο νεκρού πεσμένου στο χιόνι με μια πληγή στον κρόταφο και μια αιμάτινη γραμμή σαν σούρσιμο στο λευκό έδαφος, καθώς και μερικών φωτογραφιών του ζευγαριού σε στιγμές ξέγνοιαστες -πριν ξεκινήσουν όλα αυτά, ποια; σε βάζει να αναρωτηθείς. Η ταινία προχωρά κεντράροντας στην παρουσία και στη συμπεριφορά της Σάντρα, μιας γυναίκας αξιοθαύμαστα συγκροτημένης στην τραγωδία της. Μαθαίνουμε από την ίδια ότι μετά την αποχώρηση της φοιτήτριας πήγε στο δωμάτιό της, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον χώρο όπου εργαζόταν ο Σάμουελ και έπαιζε η εκκωφαντική μουσική, ολοκλήρωσε μια μετάφραση, έβαλε ωτοασπίδες και κοιμήθηκε. Ήμουν κουρασμένη, απαντάει στην απορημένη εισαγγελέα, μπορώ να εργάζομαι κάτω απ’ οποιεσδήποτε συνθήκες, έχω συνηθίσει σε αυτού του είδους τη μουσική, ο Σάμουελ πάντα με αυτή την ένταση δούλευε, τον βοηθούσε να συγκεντρωθεί.
Εξαιτίας του τραύματος στο κεφάλι η Σάντρα κατηγορείται για φόνο και οδηγείται σε δίκη. Εκεί λοιπόν βλέπουμε επιτέλους τον νεκρό σε μια συνομιλία που είχε με τη γυναίκα του στην κουζίνα του σπιτιού τους. Τα πράγματα δεν είναι ωραία, νιώθεις την οξύτητα μεταξύ τους από την αρχή, ακόμα κι όταν μιλάνε σχετικά ήρεμα. Το ερωτευμένο ζευγάρι που είδες στις φωτογραφίες αποκαλύπτεται, η παγωνιά που, όπως το χιόνι που περιβάλλει το σαλέ, κατακάθεται αργά, χιόνι πάνω στο χιόνι, η τοξικότητα μεγαλώνει. Μια τραγωδία έχει σημαδέψει το ζευγάρι. Ο γιος τους Ντάνιελ μετά από ένα ατύχημα σε ηλικία τριών ετών τραυματίζεται ανεπανόρθωτα στο οπτικό νεύρο και παρά τις επεμβάσεις δεν βλέπει σχεδόν καθόλου. Την ημέρα του ατυχήματος ο πατέρας έπρεπε να τον παραλάβει από το σχολείο, αλλά, αφοσιωμένος στη συγγραφή του βιβλίου του, έστειλε μια κοπέλα στη θέση του. Στο σημείο αυτό μας δίνονται κάποιες πληροφορίες για τις ενασχολήσεις του ζευγαριού: είναι και οι δύο συγγραφείς, η Σάντρα επιτυχημένη, ο Σάμουελ παλεύει. Παλεύει να γράψει, παλεύει να υπάρξει μέσα στο σχήμα, η οντότητά του πλήττεται από συντριπτικές ενοχές. Ίσως και από τη συμβίωσή του με μια επιτυχημένη, αποφασιστική γυναίκα. Πάντως μετά από το ατύχημα του γιού του δεν θα είναι ποτέ ίδιος. Στη συνέχεια, και προφανώς για να εξιλεωθεί/να τιμωρήσει τον εαυτό του, αναλαμβάνει τα πάντα. Το παιδί, την εκπαίδευσή του, την ανατροφή του, το σπίτι· βλέπω όλο το βάρος της οικογένειας να πέφτει πάνω του. Επιπλέον διδάσκει για να αντιμετωπίσουν τα έξοδα, τη μακροχρόνια νοσηλεία του παιδιού, το ζευγάρι είναι καταχρεωμένο.
Στο σημείο της ενοχής παρατηρώ ότι κανείς ποτέ δεν την μετατοπίζει στη μητέρα. Πού ήταν η Σάντρα όταν το παιδί έπρεπε να επιστρέψει απ’ το σχολείο, αυτή δεν φέρει καμία ευθύνη; Ήταν τόσο αυστηρός ο διαχωρισμός καθηκόντων που η Σάντρα απαλλάσσεται -πρακτικά και ηθικά;
Στον διάλογο του ζευγαριού τα αδιέξοδα είναι προφανή, ο Σάμουελ ζητάει χρόνο για να γράψει, για να υπάρξει. Ουσιαστικά ζητά βοήθεια, συμπαράσταση από τη γυναίκα του. Συναντά ένας τείχος. «Ο χρόνος είναι δικός σου, είναι η ανταπόκρισή της, οργανώσου και εκμεταλλεύσου τον». Ακούγεται σωστό, υπεύθυνο, ενήλικο. Αλλά είναι; Καθώς προχωράει η συνομιλία μαθαίνουμε ότι η Σάντρα έχει κλέψει μια ιδέα από τον Σάμουελ· «Του είπα that it was brilliant and he abandoned it, he stopped working. Then I asked his permission to use ”. Στο συγγραφικό και ουσιαστικά υπαρξιακό μπλοκάρισμα του συντρόφου της η Σάντρα όχι μόνο δεν τείνει χείρα βοηθείας αλλά απαντά με λογοκλοπή. Μετά το πρώτο σοκ του θεατή το τοπίο ξεκαθαρίζει. Ή μήπως όχι;
«Δεν είμαι το τέρας που με παρουσιάζουν», λέει στον γιο της ενώ αυτός μισοκοιμάται. Η αλήθεια είναι ότι οι αντιδράσεις, η συμπεριφορά, τα λόγια της είναι τόσο λογικά που δυσκολευόμαστε να την κατατάξουμε. Μπορεί ένας ειδικός να χαρακτήριζε τη στάση της χειριστική, ναρκισσιστική. Άλλοι πάλι θα έλεγαν ότι είναι μια γυναίκα με πρόγραμμα, εστιασμένη, αποφασιστική. Μια φεμινίστρια που δεν απολογείται για τις προτεραιότητές της.
Μαθαίνουμε ότι έχει απατήσει τον Σάμουελ και ότι είναι αμφιφυλόφιλη. Εδώ ένα ακόμα στοιχείο αποκαλύπτεται· μετά το ατύχημα του παιδιού ο Σάμουελ δεν μπορεί να κάνει έρωτα, ακόμα ένα μπλοκαρισμένο πεδίο για αυτόν. Το ζευγάρι δεν φαίνεται ικανό να αντιμετωπίσει το θέμα από κοινού, ίσως προσπάθησε, ίσως όχι, πάντως ο Σαμουέλ έχει και εδώ αφεθεί μόνος. Και η Σάντρα -αυτή βρίσκει τη δική της διέξοδο. Στο δικαστήριο λέει ότι η απιστία ήταν στιγμιαία, έγινε μόνο μια φορά. Αποκαλύπτεται ότι ήταν δύο, δικαιολογείται λέγοντας ότι δεν είπε ψέματα, απλώς εννοούσε πως ήταν δύο φορές μεν αλλά με το ίδιο άτομο. Αλλεπάλληλοι ελιγμοί, μια στάση που, ενώ δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις αμοράλ, νιώθεις τον κυνισμό της.
Η γλώσσα είναι ένα θέμα που λειτουργεί συμβολικά ως προς τους χαρακτήρες και τη σχέση τους. Η Σάντρα είναι Γερμανίδα, ο Σάμουελ Γάλλος. Η Σάντρα έφυγε από τη χώρα της – υπάρχει μια ρήξη με τον πατέρα της, που αναφέρεται ειρήσθω εν παρόδω, και που ωστόσο δεν μπορεί να μην παίζει ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της. Το ζευγάρι πήγε στο Λονδίνο, εκεί η Σάντρα ήταν ευτυχισμένη, μας λέει. Μετά το ατύχημα του παιδιού ο Σάμουελ βρίσκει ένα σαλέ έξω από τη Γκρενόμπλ – το δικό του τεραίν – και αποφασίζει να το ανακαινίσει για να νοικιάζουν τη σοφίτα για επιπλέον εισόδημα. Έχουμε λοιπόν μια Γερμανίδα και έναν Γάλλο που μένουν στη Γαλλία και μιλούν αγγλικά μεταξύ τους, ενώ το παιδί τους μιλάει γαλλικά.
Ακόμα και στο γαλλικό δικαστήριο η Σάντρα ανακοινώνει ότι δεν θα μιλήσει γαλλικά. Και, προσέξτε, δεν ζητάει να μιλήσει τη μητρική της γλώσσα, τα γερμανικά, αλλά μιλάει μια τρίτη γλώσσα που δεν είναι ούτε δική της ούτε της χώρας στην οποία διαμένει και δικάζεται· μιλάει αγγλικά. Ποια είναι τελικά η Σάντρα, είναι αληθινή; Είναι αυτή που βλέπουμε, που μιλάει στο δικαστήριο, που επικοινωνεί με το περιβάλλον της, με το παιδί της;
Όμως όμως. Δεν γίνεται να μην σκεφτούμε πως, όταν δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία, αυτό που δικάζεται τελικά είναι ο τρόπος ζωής της κατηγορούμενης. Αυτό μοιάζει να θίγει η Triet. Θα εξηγηθούμε παρακάτω.
Στο μεταξύ δείτε:
Στο δικαστήριο, εκτός από τον 11χρονο γιο του ζευγαριού, καλείται να καταθέσει ο ψυχίατρος του Σάμουελ ο οποίος λέει ότι ο θεραπευόμενός του δεν ήταν αυτοκτονικός και ότι η προσωπικότητα της Σάντρα δρούσε ευνουχιστικά για πάνω του. Αλλά μήπως αυτό να είναι η πλευρά που ήθελε να παρουσιάσει ο Σάμουελ. Όπως του λέει η Σάντρα, «Έρχεστε εδώ να μας πείτε πώς ήταν η ζωή μας, πώς ήμασταν μεταξύ μας, τι ξέρετε εσείς, το ζευγάρι είναι ένα χάος». Και παρά την ολύμπια ηρεμία της τον κατακεραυνώνει, ο ψυχίατρος δεν έχει τι να πει.
Δείτε τη σκηνή:
Καταθέτει επίσης η μεταπτυχιακή φοιτήτρια, η οποία καλείται να εκφέρει άποψη για την ψυχική κατάσταση της κατηγορούμενης τη συγκεκριμένη ημέρα, και την οποία συνάντησε εκείνη τη μία και μοναδική φορά. Και ενώ εδώ μοιάζει να δικάζεται η προσωπικότητα της Σάντρα μπαίνουμε στον πειρασμό να την κρίνουμε· γιατί μαζί με το επιβαρυντικό στοιχείο που δίνει η θέση της πτώσης, το τραύμα στο κεφάλι, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε μήπως η αποφασιστικότητα της Σάντρα κρύβει οργή, μια οργή που δεν ανήκει απόλυτα στον Σάμουελ και στην ασυνεννοησία τους, αλλά πάει πολύ παλιότερα στη Γερμανία, πολύ βαθύτερα στον πατέρα απ’ τον οποίο έφυγε. Στη «σκατότρυπα», όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει, από την οποία δραπέτευσε.
Το θέμα είναι πάντως ότι η σκηνοθέτης δεν μας διευκολύνει με φεμινιστικές αγιογραφίες. Εσκεμμένα η Σάντρα δεν είναι ποτέ μελοδραματική κι ας ζει μια τραγωδία. Είναι απόμακρη, σκληρή, παγερή, δεν κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια να γίνει συμπαθής ούτε με τη στάση ούτε με την εμφάνισή της. Είναι ανυποχώρητα εστιασμένη στο έργο της και στον εαυτό της· πολύ Γερμανίδα, θα έλεγε κανείς.
Τελικά την κατάσταση, σε μια δραματική κορύφωση, θα την σώσει ο Ντάνιελ. Ο μικρός παρακολουθεί από την αρχή τη δίκη και μάλιστα καταθέτει. Είναι αυτό που στη λογοτεχνία ονομάζουμε Αξιόπιστος μάρτυρας. Αλλά πόσο αξιόπιστο είναι ένα 11χρονο παιδί, τραυματισμένο σωματικά και ψυχικά, που φεύγει από το σπίτι κάθε φορά που οι γονείς του τσακώνονται;
Όταν η δικαστής αποφασίζει να τον απομακρύνει, αυτός επιμένει ότι πρέπει να παραβρίσκεται, έχει ανάγκη να βρει μόνος του τις απαντήσεις. Το Σαββατοκύριακο πριν την καταληκτική του κατάθεση την τελευταία ημέρα της δίκης ο Ντάνιελ ζητάει στην λειτουργό που έχει αναλάβει να τον παρακολουθεί και να φροντίζει να μην συζητάει για θέματα της δίκης με τη μητέρα του, να απομακρύνει την Σάντρα από το σπίτι. «Θέλω να μείνω μόνος μου, να σκεφτώ».
Στο σημείο αυτό ο Ντάνιελ μοιάζει να έχει καταλήξει στην ενοχή της μητέρας του. Και ίσως δεν αντέχει να την αντικρύζει. Ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια από την λειτουργό, της ζητάει ουσιαστικά να του πει τι στο διάολο να κάνει μ’ αυτή την οικογένεια που του έτυχε, με αυτό το κακορίζικο ζευγάρι που τον γέννησε. Και εκείνη, διαλέγοντας πολύ προσεκτικά τα λόγια της, του λέει κάτι σαν, «Όταν δεν μπορείς να αποφασίσεις, όταν βρίσκεσαι στη μέση και δεν ξέρεις τι να κάνεις, τότε πρέπει να βρεις τον τρόπο να πάρεις θέση, να πας ή από ‘δω ή από ‘κει». Το σοφό παιδί – δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε ότι έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα παιδιού που ωριμάζει μέσα από τις κακοτυχίες του – κάνει ένα «πείραμα» με το σκυλί του. Ασπιρίνες και εμετός. Ένα επεισόδιο που η Σάντρα αφηγήθηκε για τον πατέρα του, μια απόπειρα αυτοκτονίας που προηγήθηκε της μοιραίας πτώσης, επιχειρείται να ανατομηθεί από το παιδί. Έχει όμως πραγματικά συμβεί η απόπειρα; Το παιδί πάντως δεν έχει αντιληφθεί κάτι τέτοιο.
Το πείραμα που κάνει ο Ντάνιελ στόχο έχει να δει αν το σκυλί του, ο Σνουπ, θα αρρωστήσει με τις ασπιρίνες που του δίνει. Το πείραμα πετυχαίνει, το σκυλί αρρωσταίνει (μα δεν θα αρρώσταινε με τόσες ασπιρίνες έτσι κι αλλιώς; αναρωτιόμαστε), στο παρά 5 σώζεται. Ο Ντάνιελ επαναφέρει στη μνήμη του τη σκηνή που έζησε με τον πατέρα του όταν πήγαιναν στον κτηνίατρο το σκυλί που είχε αρρωστήσει από τις ασπιρίνες που υποθέτει ότι έγλειψε στον εμετό του Σάμουελ. Ο πατέρας λοιπόν του λέει πως κάποτε το σκυλί θα πεθάνει και πρέπει να ετοιμαστεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Το παιδί συμπεραίνει ότι ο πατέρας τού μιλάει για τον εαυτό του, για τη δική του αναχώρηση. Το ερώτημα όμως είναι: Επαναφέρει τη σκηνή ή μήπως την κατασκευάζει; Μήπως η επιθυμία να σώσει τη μητέρα του – και τον εαυτό του – τον οδηγεί σε αυτή την κατάθεση; Καταφεύγουμε πάλι στον ειδικό ο οποίος θα μας πει ότι συχνά τα παιδιά δημιουργούν, υποσυνείδητα, αναμνήσεις για να καλύψουν συμβάντα που τα έχουν τραυματίσει.
Μόνο ένας άνθρωπος ξέρει αν η απόπειρα αυτοκτονίας του Σάμουελ συνέβη· η κατηγορούμενη. Πώς να βασιστούμε σε αυτήν;
Το θέμα είναι ότι ο Ντάνιελ έχει ήδη χάσει τον πατέρα του. Αν η μητέρα του καταδικαστεί, αυτός, ένα 11χρονο παιδί, ανάπηρο, θα μείνει τελείως μόνος. Ενδέχεται λοιπόν να παίρνει μια απόφαση με τη σοφία που του έχουν χαρίσει τα δεινά του: αποφασίζει, μπορεί και ασυνείδητα, να πάρει το μέρος της, να βοηθήσει εκείνη, αφού ο άλλος είναι ήδη χαμένος. Στην τελευταία σκηνή – στη θέση που συνήθως επικοινωνούν οι δυο τους, με τον Ντάνιελ στο κρεβάτι του και την Σάντρα να γέρνει πάνω του – τον βλέπουμε να αγκαλιάζει τη μητέρα του προστατευτικά. Οι ρόλοι αντεστραμμένοι. Το παιδί είναι που παίρνει τη μητέρα αγκαλιά χαϊδεύοντάς της το κεφάλι.
Από την άλλη υπάρχει κάποια στοιχεία που βοούν και ζητούν να μην τα αγνοήσουμε. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ο ίδιος ο Σάμουελ να σκηνοθέτησε την πτώση του για να κατηγορηθεί η γυναίκα του για φόνο, για να την εκδικηθεί και να την παρασύρει στην καταστροφή του. Πώς να αγνοήσουμε την επιθετικότητά του, λεκτική και σωματική, στους καυγάδες, στο μουσικό κομμάτι που βάζει για να εμποδίσει τη συνέντευξη;
Η Χόλερ είναι εκπληκτική στον ρόλο της, δεν μπορώ να σκεφτώ ποια θα τα κατάφερνε να είναι τόσο αληθινή, τόσο αντιπαθής με την τετράγωνη συμπεριφορά της, τόσο αινιγματική με τη στάση της και τόσο πονεμένη ταυτόχρονα με την ιστορία της. Όλοι, από τον πρώτο ως τον τελευταίο, είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους. Η ερμηνεία του παιδιού (Milo Machado-Graner) είναι σπαρακτική. Τα θολά μάτια του μοιάζουν διαρκώς βουρκωμένα, ο πόνος του απτός. Σταματάω ακόμα στην εξαιρετική ερμηνεία του Μέσσι, όπως ονομάζεται στην πραγματικότητα το σκυλί-ηθοποιός, που η Τριέτ τον πετυχαίνει να γυρίσουν τα ματάκια του όταν παραλίγο να ξεψυχήσει.
Μessi being awarded on the red carpet
Η ταινία, που διαρκεί πάνω από δύο ώρες, όχι μόνο δεν κουράζει αλλά σε γραπώνει απ’ το λαιμό. Η σκηνοθέτης δεν μας κάνει τη χάρη να μας δώσει απαντήσεις, ούτε καν η Χόλερ δεν πήρε απάντηση στο αν το έγκλημα το έκανε ο ρόλος της. Με την Τριετ άλλη είναι η σαγήνη: η αμφιβολία. Τα ερωτήματα που θέτει με υπαινικτική μαεστρία.
Η Triet θέτει το θέμα του ορισμού του ζευγαριού. Τι σημαίνει γάμος, ερωτική σχέση, στις πόσες φορές πιάνεται για απιστία, τι κάνει μια σύγχρονη γυναίκα και ένας άντρας μέσα στη σχέση, μέσα στον γάμο, ποια είναι τα καθήκοντά τους, πώς διαχωρίζονται τα καθήκοντα, οι ευθύνες; Σε ποιο σημείο διαχωρίζεται ο φεμινισμός από τη σκληρότητα, μέχρι ποιο σημείο μπορεί κάποιος να ζητάει βοήθεια από την/τον σύντροφό του, πού αρχίζει η τοξικότητα, πού ξεκινά η παθητικοεπιθετική συμπεριφορά του υποτιθέμενου θύματος; Σε ποιο σημείο και γιατί ξεφτίζει ο έρωτας και μετατρέπεται, σε αργή κίνηση, σαν το χιόνι που πέφτει, σε αδιαφορία.
Η Τριέτ μοιάζει να λέει: Δεν ξέρουμε πολλά, δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, δεν μιλάμε καν τη δική μας γλώσσα (αγγλικά, μια τρίτη γλώσσα σε ένα γαλλογερμανικό ζευγάρι), δεν βλέπουμε καλά (το παιδί με την οπτική αναπηρία). Τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Μοναδική απάντηση που παίρνουμε από την ταινία:
Το ζευγάρι είναι ένα χάος.
Β’
Γιούλη Ζαχαρίου: Justine Triet ‘’ Ανατομία μιας πτώσης’’ (χρυσός φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών)
Τα κάτοπτρα της αλήθειας
Σε ένα απομονωμένο σαλέ στις γαλλικές Άλπεις, μια Γερμανίδα συγγραφέας, η Σάντρα, δίνει συνέντευξη σε μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια · την ίδια ώρα από τον πάνω όροφο, η εκκωφαντική μουσική που ακούει ο Γάλλος σύζυγος της, ο Σαμουέλ, επίσης συγγραφέας, κάνει την επικοινωνία της Σάντρα και της φοιτήτριας πρακτικά αδύνατη και η συνέντευξη αναβάλλεται· ο εντεκάχρονος γιος τους, ο Ντανιέλ, με πρόβλημα όρασης λόγω ατυχήματος στη νηπιακή του ηλικία, βγαίνει για βόλτα με οδηγό τον σκύλο του τον Σνουπ. Πρόκειται για την πρώτη σκηνή της νέας ταινίας της Justine Triet ‘’ Ανατομία μιας πτώσης’’ (χρυσός φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών 2023)
Σπάνια έχω δει σε εναρκτήρια σκηνή όχι μόνο να οικονομούνται οι απαραίτητες για την πλοκή πληροφορίες, αλλά και να σκιαγραφούνται υπαινικτικά οι χαρακτήρες των ηρώων και να σηματοδοτείται το γενικότερο κλίμα της ταινίας: η συνέντευξη παρουσιάζει μια Σάντρα επιτυχημένη, με αυτοπεποίθηση και όρεξη για ζωή, ικανή να παίξει το παιχνίδι της γοητείας με τη συνομιλήτρια της, ενώ η επιμονή του Σαμουέλ στην ένταση του ήχου και η εξαιτίας της βίαιη διακοπή της συνέντευξης προϊδεάζει για την ύπαρξη εντάσεων και ανταγωνισμού ανάμεσα στο ζευγάρι. Όταν ο Ντανιέλ και ο Σνουπ επιστρέφουν, βρίσκουν τον Σαμουέλ νεκρό από πτώση πάνω στο χιόνι. Ατύχημα, αυτοκτονία ή έγκλημα;
Το ερώτημα παραμένει στη συνέχεια μετέωρο και ανοιχτό. Οι επιλογές της σκηνοθέτιδας όσον αφορά τη διαχείριση του υλικού της είναι αφενός η χρήση της κάμερας ως διακριτικού παρατηρητή, ώστε να αποφύγει κατά το δυνατόν τη χειραγώγηση του θεατή, και αφετέρου η σταδιακή παρουσίαση των κρίσιμων πληροφοριών, ώστε να κλιμακώσει την ένταση. Η πιο καθοριστική όμως επιλογή της είναι η σύνθετη, πολυπρισματική αφήγηση, που επιτρέπει στον θεατή να προβληματιστεί πάνω στην ρευστότητα της αλήθειας, στη λεπτή διάκριση μεταξύ δυνατότητας και πιθανότητας, στη δυσκολία του ανθρώπου να αντιληφθεί όλες της διαστάσεις της πραγματικότητας.
Εξηγούμαι: η έρευνα για την πτώση του Σαμουέλ από τη σοφίτα του σαλέ καταλήγει στη δίωξη της Σάντρα για δολοφονία και στην παραπομπή της μετά από ένα χρόνο σε δίκη, ενώ αυτονόητα – αφού αποκλείστηκε το ατύχημα – ο δικηγόρος της υιοθετεί την υπερασπιστική γραμμή της αυτοκτονίας. Ο άτεγκτος δικαστικός μηχανισμός, με την επικουρία όλων των μέσων που παρέχει η τεχνογνωσία, αναζητά αποδείξεις, επιχειρεί αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, εκθέτει σε κοινή θέα την οικογενειακή και επαγγελματική ζωή των εμπλεκομένων καταργώντας κάθε έννοια ιδιωτικότητας, αντιμετωπίζει την εναγόμενη βάσει των στερεοτυπικών αντιλήψεων για τον γάμο, τον ρόλο της γυναίκας, τη σεξουαλικότητα.
Για το δικαστικό σύστημα η εύρεση της μιας και μοναδικής αλήθειας φαίνεται εφικτή. Στη δίκη χρησιμοποιείται ως τεκμήριο η κατάθεση του ψυχαναλυτή του Σαμουέλ, που γνωρίζοντας τη Σάντρα μόνο μέσα από την υποκειμενική ματιά του συντρόφου της, ερμηνεύει τη δύναμη της ως αναλγησία, θεωρεί τις ικανότητες και την επιτυχία της ευνουχιστικές για τον Σαμουέλ και τον ίδιο θύμα μιας χειριστικής γυναίκας.
Παράλληλα, από τα βιβλία της Σάντρα αντλούνται ενδείξεις της ενοχής της, καθώς η ίδια είχε δηλώσει ότι περιέχουν στοιχεία αυτοβιογραφικά. Μπορούμε όμως βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι η μυθοπλασία, που χρησιμοποιεί ως έμπνευση την πραγματικότητα, την διασώζει ακέραιη; Ότι ο συγγραφέας, μετουσιώνοντας το βίωμα σε λογοτεχνία, δεν αναζητά, με διαμεσολαβητή τη φαντασία, μια ‘’άλλη’’ αλήθεια, πιο οικεία από αυτή που βίωσε;
Και τότε αιφνιδιαστικά η αστυνομική έρευνα ανακαλύπτει ένα βίντεο στο οποίο ο Σαμουέλ – που κατέγραφε οικογενειακές σκηνές αναζητώντας έμπνευση για το βιβλίο που προσπαθούσε μάταια να γράψει – έχει κρατήσει μια έντονη σύγκρουση ανάμεσα στον ίδιο και τη γυναίκα του. Σε αναδρομική αφήγηση, βγαίνουν στο φως η ευθραυστότητα του γάμου τους, οι αιτιάσεις του ενός προς τον άλλον, το παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα τους, η επισφαλής ισορροπία της σχέσης τους. Οι εντελώς αντίθετες προσωπικότητες τους βρίσκονται σε κοινή θέα. Η Σάντρα είναι δυνατή μέχρι σκληρότητας, ανθεκτική, εσωτερικά ελεύθερη και αυτάρκης, χαίρεται την επιτυχία της και διεκδικεί την ευτυχία. Ο Σαμουέλ αντίθετα είναι αδύναμος, ενοχικός, καταθλιπτικός, νοιώθει ανεπαρκής και επαγγελματικά αποτυχημένος. Καθώς η σύγκρουση τους κλιμακώνεται γίνονται και οι δυο εριστικοί, επικριτικοί, μειωτικοί, προσβλητικοί. Θυμός και απόγνωση συνυπάρχουν. Η αλήθεια είναι αμφίρροπη, παραπλανά, διαφεύγει.
Ο δωδεκάχρονος, βαθιά τραυματισμένος Ντανιέλ, που έχει υποχρεωθεί από το δικαστήριο να καταθέσει ως μάρτυρας, παρακολουθεί ολόκληρη την ακροαματική διαδικασία και η πίστη του στην αθωότητα της μητέρας του κλονίζεται. Η Σάντρα, θέλοντας πάνω από όλα να σώσει τη σχέση της με το παιδί της, προσπαθεί να εκθέσει τη δική της αλήθεια, να αιτιολογήσει και να δικαιολογήσει τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματα της ίδιας και του Σαμουέλ. Αρνείται να φέρει τον γάμο της, τα βιώματα, τα συναισθήματα και τη σεξουαλικότητα της στα μέτρα που το δικαστήριο θέλει να της επιβάλει. ‘’Το ζευγάρι είναι χάος’’, θα πει. Ποιος μπορεί να τη διαψεύσει;
Η αμφιβολία κλονίζει όλες τις βεβαιότητες. Ποιος μπορεί να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα γι’ αυτόν τον γάμο με τις εξάρσεις του, τα πάθη του και την απόγνωση του, ποιος μπορεί να αγνοήσει τα πολλαπλά κάτοπτρα της αλήθειας; Ποιος μπορεί να εκφέρει αμετάκλητη κρίση, καταδικαστική ή αθωωτική, όταν μάλιστα ένα παιδί θα είναι το θύμα και των δύο; Ο Ντανιέλ, που καλείται να καταθέσει ως μάρτυρας της σχέσης των γονιών του, ψάχνει, στην ουσία μόνος, τη δική του αλήθεια, τα δικά του ‘’γιατί’’, παίρνει πρωτοβουλίες, κάνει τις δικές του υποθέσεις και επιλογές. Η μαρτυρία του και η ετυμηγορία που την ακολουθεί δεν αίρει την αβεβαιότητα του θεατή. Αυτοί που περιμένουν να δουν ‘’ποιος το έκανε’’ θα απογοητευτούν. Ο αστυνομικός μανδύας της ταινίας δεν είναι παρά το πρόσχημα για βαθιά τομή μιας σχέσης, ενός γάμου, των αδιεξόδων και ματαιώσεων του και της οδυνηρής πτώσης του – κι αυτό είναι σκηνοθετική επιλογή.
Γενικότερα, οι επιλογές της Triet και του συν-σεναριογράφου Arthur Harari δημιουργούν μια ταινία με ευφυές σενάριο, συγκροτημένη δομή, σαφή ιδεολογική θέση και γνώση των κινηματογραφικών τεχνικών. Η καθοριστική σημασία του παλιού ατυχήματος του Ντανιέλ, η τριγλωσσία των ηρώων, που αναδεικνύει τη σχέση της γλώσσας με την έκφραση της αλήθειας, οι αναδρομικές αφηγήσεις που αποκαλύπτουν νέα στοιχεία και κορυφώνουν το ενδιαφέρον ( εξίσου έξοχη με τη σκηνή της συζυγικής σύγκρουσης και εκείνη στην οποία ακούμε τη μαρτυρία του νεκρού Σαμουέλ μέσα από τη φωνή του γιου του ), ο κομβικός ρόλος του σκύλου Σνουπ και βέβαια η μεγάλης δύναμης σκηνή της κατάθεσης του Ντανιέλ, αποτελούν δομικά στοιχεία μιας ταινίας που δεν της περισσεύει τίποτα. Αν προσθέσει κανείς και τις συγκρατημένες, χαμηλών τόνων και λεπτών αποχρώσεων ερμηνείες – κυρίως αυτή της Sandra Huller – , την υποβόσκουσα ένταση που επιτείνεται με τη βοήθεια της μουσικής, την έξοχη φωτογραφία και τον σωστό ρυθμό, έχει μια ταινία που αποκλείεται εύκολα να ξεχάσει.