You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ε.Τ.Α. Χόφμαν, ένας πολυσχιδής μποέμ

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ε.Τ.Α. Χόφμαν, ένας πολυσχιδής μποέμ

Κάποια στιγμή η Άννα Ζέγκερς έκανε με τη φαντασία της ένα αναχρονιστικό άλμα κι έφερε τον ένα απέναντι στον άλλο: τον Γκόγκολ τον Χόφμαν και τον Κάφκα να συζητούν για τον κόσμο και τη λογοτεχνία και την εποχή τους … Για το «πώς αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα ή τη διαφορά του αληθινού από το πραγματικό», του απτού ή του ορατού, για «το αν όταν δεν καταλαβαίνουν [οι αναγνώστες] φταις εσύ όσο κι αν δεν μπορεί κανείς  να γράφει για όλους». Για το γιατί ασχολείται η λογοτεχνία περισσότερες φορές με το Κακό παρά με το Καλό. «Γιατί ο αναγνώστης έχει νιώσει συχνά το Κακό. Οι κακές παρθένες είναι πάντα πιο ωραίες από τις ευλαβικές. Το Κακό πρέπει να είναι δελεαστικό, το Καλό πρέπει  να επιδρά αφ’ εαυτού, κι αυτό σπάνια το καταφέρνουμε εμείς οι φτωχοί άνθρωποι». Μιλάνε δηλαδή για κείνο το κομμάτι της λογοτεχνίας του ρομαντικού που ορίζουμε ως Μαύρο.

Όταν αναφέρει κάποιος το όνομα του Χόφμαν αυτόματα πάει ο νους του στα Παραμύθια του Χόφμαν, όπερα του συνθέτη Ζακ Όφφενμπαχ, σε λιμπρέτο του Ζυλ Μπαρμπιέ και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Χόφμαν. Και πήραν το όνομα του επειδή πέντε φανταστικές ιστορίες αποτέλεσαν τη βάση του λιμπρέτου.

Είναι, επίσης, ο συγγραφέας της νουβέλας Ο Καρυοθραύστης και ο Βασιλιάς των Ποντικών, στην οποία βασίζεται το μπαλέτο Ο Καρυοθραύστης του Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκυ. Το μπαλέτο Κοππέλια βασίζεται σε δύο άλλες ιστορίες που έγραψε ο Χόφμαν, ενώ η “Κραϊσλεριάνα” του Ρόμπερτ Σούμαν βασίζεται στον επανεμφανιζόμενο χαρακτήρα του Χόφμαν Γιοχάννες Κράισλερ.

 

Όσον αφορά τα διηγήματα του Χόφμαν επηρέασαν ιδιαίτερα τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του κινήματος του ρομαντισμού, τον οποίον τίμησαν με την προσοχή τους ο Μπάυρον, ο Πούσκιν, ο Μπαλζάκ, ο Αλφρε ντε Μυσσέ, η Ζωρζ Σαντ, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, ο Γκωτιέ, ο Ντίκενς, ο Ντοστογιέφσκι, ο Πόε, ο Μπωντλαιρ κ.ά.

Ο Ερνστ Τέοντορ Βίλεμ Χόφμαν γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1776 στο Καίνιγκσμπεργκ (σημερινό Καλίνινγκραντ) της Πρωσίας, την πόλη δηλαδή που κατέστησε διάσημη ο Ιμμάνουελ Καντ. Της ίδιας πόλης τέκνο και μάλιστα διακεκριμένο ήταν και  ο πατέρας του Κρίστοφ Λούντβιχ δικηγόρος στην Καινιγκσμβέργη – όπως είχε επικρατήσει να αναφέρεται το πάλαι ποτέ εξελληνισμένη – αλλά και ποιητής και ερασιτέχνης μουσικός – έπαιζε βιόλα ντα γκάμπα. Ο γάμος του με την εξαδέλφη του Αλμπερτίνα έφερε στον κόσμο άλλα δύο αγόρια εκτός του Έρνστ. Ωστόσο όταν ο τελευταίος ήταν μόλις δύο ετών ο πατέρας χώρισε τη μητέρα του πήρε μαζί του τον πρωτότοκο γιό του και εγκατέλειψε την υπόλοιπη οικογένεια. Ο Ερνστ, ο βενιαμίν της τριάδας των τέκνων δεν γνώρισε τον πατέρα του κι αυτό, αργότερα όταν κατάλαβε τι του είχε επιφυλάξει η μοίρα, τον έκανε δυστυχή. Ο Ερνστ μεγάλωσε με τη μητέρα και τις θείες του. Παρά τα μάλλον δυσάρεστα παιδικά χρόνια ο Έρνστ μεγαλώνοντας έγινε ένας πολυσχιδής άντρας: συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ζωγράφος, γελοιογράφος, δικαστής και τελευταία συγγραφέας.

Από το 1781 έως το 1892 φοίτησε σε λουθηρανικό σχολείο όπου διακρίθηκε στις κλασικές σπουδές. Διδάχθηκε σχέδιο από έναν δάσκαλο ονόματι Σαίμαν και αντίστιξη από έναν Πολωνό οργανοπαίκτη ονόματι Ποντμπιλέσκι που αποτέλεσε το πρότυπο για τον Άμπραχαμ Λίσκοτ του Γάτου Μουρ. Ο Χόφμαν είχε μεγάλο ταλέντο στο πιάνο και ασχολούνταν ακόμη με το σχέδιο και τη συγγραφή. Καθώς όμως βρισκόταν στην επαρχία δεν είχε την ευκαιρία να μάθει τις κλασικές φόρμες ούτε και τις νέες καλλιτεχνικές ιδέες που γεννιούνταν εκείνη την εποχή στη Γερμανία. Είχε όμως διαβάσει Σίλλερ, Γκαίτε, Ρουσσώ, Σουίφτ, Στερν και Γιαν Πάουλ και έγραψε μέρος ενός βιβλίου με τίτλο Der Geheimnisvolle.

Γύρω στα 1787 έγινε φίλος με τον Τέοντορ Γκόττλιμπ φον Χίππελ το Νεότερο, ανιψιό του Τέοντορ Γκόττλιμπ φον Χίππελ του Πρεσβύτερου που ήταν στενός φίλος του Ιμμάνουελ Καντ. Και οι δύο παρακολούθησαν κάποιες διαλέξεις του Καντ στο Πανεπιστήμιο του Καίνιγκσμπεργκ (1792). Παρά τις διαφορές τους έμειναν φίλοι για όλη τους τη ζωή.

Το 1794 ερωτεύτηκε μια παντρεμένη και μητέρα 6 παιδιών που υπήρξε δάσκαλός της στη μουσική.

Το 1796 ο Χόφμαν βρήκε εργασία ως γραμματέας για το θείο του Γιόχαν Λούντβιχ Νταίρφερ που ζούσε στο Γκλόγκαου με την κόρη του, Μίνα. Αργότερα, αφότου πέρασε στις εξετάσεις του, επισκέφθηκε τη Δρέσδη όπου εξεπλάγη με τους πίνακες ζωγραφικής στην πινακοθήκη της πόλης, ειδικά με εκείνους του Ραφαήλ και του Κορέτζο. Το καλοκαίρι του 1798 ο θείος του προήχθη σε θέση σε δικαστήριο του Βερολίνου και οι τρεις τους μετακόμισαν εκεί τον Αύγουστο. Ήταν η πρώτη κατοικία του Χόφμαν σε μεγάλη πόλη. Εκεί προσπάθησε να εξελιχθεί ως συνθέτης.

Από τον Ιούνιο του 1800 έως το 1803 εργαζόταν στην πρωσική επαρχία στην περιοχή της ευρύτερης Πολωνίας. Ήταν η πρώτη φορά που ζούσε χωρίς την οικογένειά του και γινόταν σταδιακά “αυτό που οι διευθυντές των σχολείων, οι πάστορες, οι θείοι και οι θείες αποκαλούν άσωτος”.

Η πρώτη του δουλειά στο Πόζεν τέθηκε σε κίνδυνο μετά το Καρναβάλι της Λιπαρής Τρίτης του 1802 όταν καρικατούρες αξιωματικών του στρατού διανεμήθηκαν σε μια χοροεσπερίδα. Αμέσως όλοι κατάλαβαν ποιος τις είχε σχεδιάσει και υποβλήθηκαν παράπονα στις αρχές του Βερολίνου που ήταν όμως απρόθυμες να τιμωρήσουν τον υποσχόμενο αξιωματούχο. Το πρόβλημα επιλύθηκε με την ‘προαγωγή’ του Χόφμαν στο Πουότσκ στη Νέα Ανατολική Πρωσία, την πρώην πρωτεύουσα της Πολωνίας (1079 – 1138), όπου είχαν μεταφερθεί διοικητικές υπηρεσίες από το Τορν (σημερινό Τόρουν). Επισκέφθηκε το μέρος αυτό για να τακτοποιήσει τη διαμονή του πριν επιστρέψει στο Πόζεν όπου παντρεύτηκε τη Μίσα (Μαριάννα Τέκλα Μικαλίνα Ρόρερ). Μετακόμισαν στο Πουότσκ τον Αύγουστο του 1802.

Ο Χόφμαν βρισκόταν σε απόγνωση εξαιτίας της εξορίας του και σχεδίαζε γελοιογραφίες του εαυτού του στη λάσπη δίπλα σε ρακένδυτους χωρικούς. Παρόλα αυτά αξιοποίησε την απομόνωσή του γράφοντας και συνθέτοντας μουσική. Ξεκίνησε να κρατά ημερολόγιο την 1η Οκτωβρίου 1803.

Ο Χόφμαν αφομοιώθηκε με επιτυχία στην πολωνική κοινωνία. Τα χρόνια που πέρασε στην πρωσική Πολωνία θεωρούνται τα πιο ευτυχισμένα της ζωής του. Βρήκε στη Βαρσοβία την ίδια ατμόσφαιρα που είχε απολαύσει στο Βερολίνο ανανεώνοντας τη φιλία του με τον Ζακαρίας Βέρνερ και συναντώντας τον μελλοντικό βιογράφο του, τον γείτονα και συνάδελφο νομικό Γιούλιους Έντουαρντ Ίτζιγκ (που άλλαξε τον όνομά του σε Χίτζιγκ μετά τη βάπτισή του). Ο Ίτζιγκ ήταν μέλος της λογοτεχνικής λέσχης του Βερολίνου ονόματι Άστρα του Βορρά (Nordstern) και έδωσε στο Χόφμαν έργα των Νοβάλις, Λούντβιχ Τηκ, Λούντβιχ Άχιμ φον Άρνιμ, Κλέμενς Μπρεντάνο, Γκόττχιλφ Χάινχριχ φον Σούμπερτ, Κάρλο Γκότσι και Καλντερόν. Αυτή η σχετικά ύστερη γνωριμία με αυτούς τους λογοτέχνες είχε σημαντική επίδραση στο έργο του.

Ο  Ναπολέων σάρωσε εκτός των άλλων και τους δημόσιους λειτουργούς έτσι ο Χόφμαν κατέφυγε στο Βερολίνο το οποίο ήταν επίσης υπό την κυριαρχία του Ναπολέοντα. Οι επόμενοι δεκαπέντε μήνες ήταν οι χειρότεροι στη ζωή του.

Η μεγάλη αναγνώριση για τον Χόφμαν ήρθε με τη δημοσίευση του Ιππότη Γκλουκ (Ritter Gluck), μια ιστορία για έναν άνδρα που συναντά, ή πιστεύει ότι συναντά, τον συνθέτη Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ Γκλουκ, περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη. Το έργο αυτό σχετίζεται με το έργο του Γιαν Πάουλ ο οποίος είχε εφεύρει τον όρο “Doppelgänger” την προηγούμενη δεκαετία και εξακολουθούσε να έχει μεγάλη επίδραση στον Χόφμαν που ήταν και από τους πρώτους του θαυμαστές. Με αυτήν την δημοσίευση ο Χόφμαν ξεκίνησε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Ε. Τ. Α. Χόφμαν λέγοντας ότι το “Α” ήταν συντομογραφία για το Αμαντέους προς τιμήν του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Παρόλα αυτά συνέχισε να χρησιμοποιεί το Βίλεμ σε επίσημα έγγραφα και τα αρχικά Ε. Τ. Β. αναγράφονται στον τάφο του.

Η Πρωσία είχε κηρύξει πόλεμο στη Γαλλία στις 16 Μαρτίου κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Δ΄ Συνασπισμού και το ταξίδι του ζεύγους Χόφμαν ήταν γεμάτο δυσκολίες.

 

Η κατάσταση επιδεινώθηκε και στις αρχές Μαΐου ο Χόφμαν προσπάθησε ματαίως να βρει μεταφορά για τη Λειψία. Στις 8 Μαΐου οι γέφυρες καταστράφηκαν και η οικογένειά του έμεινε εγκαταλελειμμένη στην πόλη. Κατά τη διάρκεια της μέρας ο Χόφμαν περιπλανιόταν στην πόλη και παρακολουθούσε τη μάχη με περιέργεια. Τελικά, στις 20 Μαΐου οι Χόφμαν έφυγαν για τη Λειψία, όμως ενεπλάκησαν σε ένα ατύχημα που κόστισε τη ζωή ενός από τους επιβάτες στην άμαξά του και τραυμάτισε την κυρία Χόφμαν.

Στις 4 Ιουνίου ξεκίνησε ανακωχή που επέτρεψε στην καλλιτεχνική ομάδα να επιστρέψει στη Δρέσδη. Όμως, στις 22 Αυγούστου, μετά τη λήξη της ανακωχής, η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει από το ευχάριστο σπίτι της στα προάστια μέσα στην πόλη. Τις επόμενες μέρες η Μάχη της Δρέσδης μαινόταν. Η πόλη βομβαρδίστηκε, πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν από μύδρους μπροστά στα μάτια του Χόφμαν. Όταν η κύρια μάχη τελείωσε, επισκέφτηκε το ματωμένο πεδίο των εχθροπραξιών.

Ο Χόφμαν απολύθηκε από την ορχήστρα λόγω διαφωνιών κι επέστρεψε στην νομική του καριέρα. Πολλά αριστουργήματά του γεννήθηκαν εκείνη την περίοδο, όπως το μυθιστόρημα Τα ελιξίρια του διαβόλου (1815) και οι συλλογές διηγημάτων Νυχτερινές ιστορίες (, 1817) και Οι αδελφοί του Σεραπίωνος (1819-1821) έργα που έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή και επανεκδίδονται μέχρι σήμερα.

Το 1819 ο Χόφμαν είχε εμπλακεί με δικαστικές υποθέσεις ενώ παράλληλα η υγεία του επιβαρυνόταν. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η σύφιλη προκάλεσαν σταδιακά αδυναμία στα άκρα το 1821 και παράλυση από τις αρχές του 1822. Τα τελευταία έργα του τα υπαγόρευε στη σύζυγό του ή σε γραμματέα.

 

Τα αντιφιλελεύθερα προγράμματα του Μέττερνιχ έθεταν τον Χόφμαν σε θέση που δοκίμαζε τη συνείδησή του.

Ο Χόφμαν πέθανε από σύφιλη στο Βερολίνο στις 25 Ιουνίου 1822 σε ηλικία σαράντα έξι ετών. Ο τάφος του βρίσκεται στο προτεσταντικό κοιμητήριο Γ΄ της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ και της Νέας Εκκλησίας του ευαγγελικού δόγματος στο Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου.

 

Σημείωση:

Συμβουλεύτηκα την Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου τ. 17 σελ.305 κ.ε., την [φανταστική] Συνάντηση των   Χόφμαν, Γκόγκολ, Κάφκα της Άννας Ζέγκερς, μτφρ. Γιώργου Δεπάστα, Άγρα 2005 και τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ.

 

 

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.