Την ώρα τη μενεξεδιά, όταν τα μάτια και η πλάτη
Σηκώνονται απ’ το γραφείο, όταν η ανθρώπινη μηχανή αναμένει
Σαν το ταξί σ’ αναμονή που ρυθμικά δονείται,
Εγώ, ο Τειρεσίας, ο ταλαντευόμενος ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με βυζιά σταφιδιασμένα, αν και τυφλός, μπορώ να δω
Την ώρα τη μενεξεδιά, το δειλινό που κοπιάζει 220
Για την επιστροφή: φέρνει το ναύτη σπίτι από τη θάλασσα,
Σπίτι και τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού – εκείνη
Τα υπολείμματα του πρωινού της καθαρίζει και ανάβει
Τη σόμπα· ύστερα, στο τραπέζι αφήνει κονσέρβες για το δείπνο.
Έξω από το παράθυρο ριψοκίνδυνα απλωμένα
Τα εσώρουχά της που στεγνώνουνε στις τελευταίες ηλιαχτίδες,
Στο ντιβάνι (τη νύχτα κρεβάτι) στοιβαγμένα
Κάλτσες, παντόφλες, μεσοφόρια και κορσέδες.
Εγώ, ο Τειρεσίας, γέροντας με βυζιά σταφιδιασμένα,
Διέβλεψα το σκηνικό, προέβλεψα τα υπόλοιπα – τον καλεσμένο
Κι εγώ επίσης τον περίμενα. 230
Να, καταφτάνει εκείνος ο σπυριάρης νεαρός,
Υπαλληλάκος μικροεταιρείας, με βλέμμα αναιδές
Ένας απ’ τους μικροαστούς που την αυτοπεποίθησή του επιδεικνύει
Όπως το ημίψηλό του ο πλούσιος δανδής του Μπράντφορντ.
Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή, αυτός εικάζει,
Το φαγητό τέλειωσε, εκείνη είναι κουρασμένη κι έχει βαρεθεί,
Με χάδια να την ξεσηκώσει επιχειρεί,
Εκείνη ούτε τ’ απορρίπτει ούτε και τα επιθυμεί.
Εκείνος, ξαναμμένος και αποφασισμένος της ορμάει·
Τα χέρια του ερευνητικά κι αντίσταση καμία· 240
Την ανταπόκριση η ματαιοδοξία του δεν τη ζητάει,
Κι έτσι, ως καλωσόρισμα εκλαμβάνει την αδιαφορία.
(Κι εγώ, ο Τειρεσίας, εκ των προτέρων έχω υποφέρει για όλα
Αυτά που έγιναν στο ίδιο αυτό ντιβάνι ή κρεβάτι·
Εγώ που κάθισα στις Θήβες κάτω από τα τείχη
Κι ανάμεσα στους ταπεινότερους των νεκρών περπάτησα.)
Αυτός, της δίνει ένα τελευταίο φιλί, εξασφαλίζοντας πως την κατάσταση ελέγχει,
Κατεβαίνει ψηλαφώντας την αφώτιστη τη σκάλα και φεύγει…
(…)