Έλα να σου πω. Η Ζωή Κατσιαμπούρα μας καλεί να μας πει ιστορίες, οι οποίες είναι απλές καθημερινές, ήσυχες ή όχι, νομίζει κανείς πως θα μπορούσαν να είναι και δικές του, ΟΜΩΣ καθόλου δεν είναι έτσι, γιατί δικές του μπορεί να είναι και στη Μεσοσπορίτισσα θα μπορούσε να πάει να προσκυνήσει και τον Ραμνούντα θα μπορούσε να επισκεφθεί, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί το έναυσμα μπορεί να είναι απλό, οικείο και η αρχή εύκολη, αλλά η συνέχεια όχι.
Το θέμα, λοιπόν, ξεπερνάει το θέμα. Τι θέλω να πω… Δεν είναι τόσο το τι λέει, αλλά το πώς το λέει και πού το πάει. Και το «πώς το λέει» είναι εκείνο το ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ του λόγου της που το πετυχαίνει με κριτικό βλέμμα, με σύνεση, με γνώση, με πίστη, με χιούμορ, με λόγο καθημερινό αλλά και καθηλωτικό και αποκαθηλωτικό ως ανατρεπτικό πάνω σε θέματα που σηκώνουν ή δεν σηκώνουν αμφισβήτηση.
Η Κατσιαμπούρα αισθάνεται πολύ δυνατές τις κλωστές που την δένουν με τον γενέθλιο τόπο της, τα ήθη, τα έθιμα, τις συμπεριφορές, δοσμένα όμως όλα με το μάτι μιας σοφής γυναίκας που έχει ξεκολλήσει από τον τύπον, χωρίς όμως να τον περιφρονεί, και βυθίζεται στην ουσία· στην αρχαία ρίζα. Με αυτόν τον τρόπο τιμά και αναβαθμίζει και τον τύπο και την ουσία. Αυτό το «έλα να σου πω» είναι πρόσκληση σε μια μικρή η μεγάλη αποκάλυψη. Έλα να σου πω τι κρύβει πίσω του αυτό που βλέπεις· αρχαία έθιμα, θεότητες, μυστήρια και άλλα που μπορεί για μια πλειοψηφία ανθρώπων να εξαντλούνται στην επιφάνεια, για μια μειοψηφία όμως υπάρχει δυνατός μυελός μέσα στα κόκκαλα.
Θα τολμούσα να πω πως σε πολλά μου θυμίζει τον μεγάλο μας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με όλες εκείνες τις απλές γυναίκες του νησιού του που δηλώνουν την παρουσία τους στα κοινά: εορτές και πανηγύρια, όπου επαναλαμβάνουν με αφέλεια δραστηριότητες των οποίων αγνοούν την ουσία και συχνά δεν έχουν ιδέα γιατί κάνουν ό,τι κάνουν, απλώς τηρούν το παλιό έθιμο και τη λογική έτσι τα βρήκαμε και έτσι τα κάνουμε και θα τα κάνουμε. Εν αγνοία τους επαναλαμβάνουν το γνωστό «Είμαστε ο σπόρος που πεθάνει», όπως είπε ο Σεφέρης και φυσικά εννοεί ότι αφού πεθαίνει και θάβεται στο χώμα, ξαναβλασταίνει.
Καλό παράδειγμα για τα παραπάνω μας δίνει το πρώτο διήγημα που έχει τον τίτλο «Αρτοκλασία», το θεωρό πολύτιμο λίθο στο βιβλίο και πολύ σωστά προτάσσεται. Ο τόπος είναι η Ελευσίνα και εδώ η συγγραφέας θα σταθεί και θα μυηθεί στα αρχαία μυστήρια, στη Δήμητρα μητέρα και στην Κόρη Περσεφόνη που ανεβοκατεβαίνει στον Άδη, όπως ο σπόρος στο χώμα που θάβεται, βλασταίνει, ανθίζει, μαραίνεται, πεθαίνει και ξαναθάβεται και ο κύκλος της ζωής και της δημιουργίας επαναλαμβάνεται.
Το άλλο ενδιαφέρον στο διήγημα είναι ότι η εκδρομή στην Ελευσίνα δεν γίνεται για την Δήμητρα και τον Κόρη, αλλά για την Παναγία τη Μεσοσπορίτισσα, μια άλλη μάνα, την Παναγία γέννησε έναν γιο που θανατώθηκε αλλά αναστήθηκε. Έρχεται εκεί που έζησε προχριστιανικά στα μυθικά χρόνια η Δήμητρα!
Εκεί λοιπόν γίνεται η εκδρομή, στη Μεσοσπορίτισσα, όπου θα γίνει και η αρτοκλασία. Όλα αυτά σε καιρό πανδημίας… εκεί και το «κάλλος»: «και ανεβαίνεις ψυχολογικά, παρηγοριέσαι. Είναι και τα υπέροχα ανάγλυφα στάχυα, εκείνο το δεμάτι δεξιά, ομορφιά, κάλλος από το τίποτα…».
Η παρέα με την συγγραφέα πάει για την εορτή της Μεσοσπορίτισσας. Εκείνη όμως, η Ζωή – έχει βλέπετε και σημαδιακό όνομα- θα προχωρήσει στη στοά του Φίλωνος… Ο κόσμος αραίωνε και η παρέα, όλοι αμίλητοι κοιτούσαν τη θάλασσα, μασουλώντας. Μηρυκάζοντας τους αιώνες. Φυσικά όλοι δεν ήταν ειδικοί … και τώρα πάμε στο βιβλίο:
«“Την ίδια θάλασσα θα έβλεπαν και οι Μύστες”, αστειεύτηκε ο άντρας της ανεβάζοντας το φερμουάρ στο μπουφάν του, «αλλά μάλλον δεν θα κρύωναν. Δεν πιστεύω να έκαναν τα μυστήρια χειμώνα καιρό». Δεν τα έκαναν χειμώνα καιρό! Τα έκαναν με καλοκαιριά, για να μπορούν να μένουν έξω τη νύχτα. Εξάλλου τώρα είναι καιρός της σποράς και η σπορά δεν αφήνει περιθώρια για γιορτές και πανηγύρια. Μην κοιτάς που τώρα με ένα τρακτέρ μπορείς να σπείρεις όλο τον κάμπο της Ελευσίνας σε μια βδομάδα. Και, εξάλλου, ποιον κάμπο; Ο περισσότερος κάμπος είναι βιοτεχνίες και εργοστάσια…».
Και σιγά σιγά μπαίνει στην ουσία που είναι ο φόβος του θανάτου… Είχαν φόβο; «και Σίγουρα θα τον είχαν. Δεν τους στήριζαν και οι πρόοδοι της γεωπονικής επιστήμης… Και σιγά σιγά θα έκαναν τον φόβο τους δράμα [έκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου, λέει αριστουργηματικά ο Ανδρέας Εμπειρίκος, και πολύ καλά το ξέρει αυτό η Ζωή], και του έδωσαν μορφή στον χωρισμό και την ένωση της Δήμητρας και της Περσεφόνης, της θεάς και της κόρης, του γεννήματος, του σπόρου της. Οι Μύστες. Έρχονταν, λέει, και μυούνταν και ξεπερνούσαν τον φόβο του θανάτου. Είναι δυνατόν; Ίσως και να είναι. Για λίγο. Ίσως, σε αυτόν τον ωραίο τόπο, με μουσικές και υποβλητικές προσευχές, με ευωχίες και κυκεώνα, με αυτή την αίσθηση του “μαζί”», να έμπαιναν, ασυναίσθητα, στο σύνολο, να αποκτούσαν ισχυρή κοινή ταυτότητα, να περνούσε στο μυαλό τους και να φύτρωνε η εικόνα ότι, μετά τον δικό τους θάνατο, οι αγαπημένοι δικοί τους, εκεί δίπλα, θα εξακολουθούσαν να ζουν, να υπάρχουν, να γιορτάζουν. Ότι θα μπορούσαν και οι ίδιοι να είναι σαν τον σπόρο, να ξανακαρπίζουν κάποτε. Είπε τη σκέψη της στους άλλους. Τη χλεύασαν χαϊδευτικά. “Άντε, βρε, πώς σου ’ρθε να βάλεις την ινδική μετενσάρκωση στα Ελευσίνια με το έτσι θέλω; Αφού τίποτα δεν ξέρουμε. Κάνα ψυχοτρόπο θα κατανάλωναν και μαστούρωναν”. Δεν θέλησε να επιμείνει. Πίστευαν και κάποιοι Έλληνες στη ζωή μετά τον θάνατο, και στη μετενσάρκωση πιθανόν, τι λέει ο μύθος του Πλάτωνα, αν πας λίγο παρακάτω από την τιμωρία του Αρδιαίου εκείνου; [«Επί Ασπαλάθων εδώ», πάλι ο Σεφέρης]. Αλλά πράγματι, μαρτυρίες να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο δεν μπορεί να σκεφτεί. Ας είναι. Πάντως, η ίδια, αυτή την ώρα το σκέφτηκε αυτό. Την ωραία συνέχεια της ζωής, όπως τη δείχνουν οι τελετές. Ούτε την πανδημία λογάριαζε, ούτε τις αρρώστιες, ούτε είχε καμιά έγνοια. Κοίταζε τη θάλασσα και τα κόκκινα, ακόμα, σύννεφα, κι ανάσαινε με απόλαυση. Ε, να, ίσως ο αρχαιολογικός χώρος! Βοήθειά μας».
Και να πώς έστησε και ξέστησε, την επιβίωση μιας αρχαίας γιορτής, μέσα σε μια σημερινή, τα περί μεταθανάτιας συνέχειας και πώς έκανε τον συγκρητισμό μ’ εκείνο το «βοήθειά μας», ο οποίος δεν ξεκινά από τη Μεσοσπορίτισσα αλλά από τον αρχαιολογικό χώρο. Αρχαίος και νέος κόσμος, ο ένας συνέχεια του άλλου. Σικελιανός, έφα…
Ο Τσέστερτον, έλεγε ότι αυτό που ξεχωρίζει τις θρησκείες από τις δεισιδαιμονίες είναι ο γνήσιος υλισμός τους, που διαπερνά τους αιώνες. «στιγμή με στιγμή, το να είσαι νέος και αρχαίος, ένας Οδυσσέας στον δρόμο για την Κίρκη, ένας Θησέας στο ταξίδι του για την Κρήτη, ένας Οιδίποδας που ψάχνει ακόμα τη μοίρα του (…) ήταν ένα έντονα μυστηριώδες παρόν και ένα συμπαγές αίσθημα συγκίνησης, να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση όπου όλα μπορούν να συμβούν».
Όσον αφορά τον Διόνυσο και το καθρεφτάκι του… Πώς έγινες έτσι βρε φιλενάδα… Ο Σεφέρης το έλεγε κάπως αλλιώς αλλά αυτό το ίδιο ήταν
τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης … T’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, τη δική σου φωνή όχι εκείνη που σ’ αρέσει·(«Θερινό Ηλιοστάσι Η΄»).
—Α! τούτη η θέα που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη
πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; («Στα περίχωρα της Κερύνειας»). Κι άλλο ένα: κάθε μέρα η ζωή μας λιγοστεύει..
Μια επίσκεψη στο Λαύριο, θα δώσει στη συγγραφέα αφορμή να περάσει από το φαινομενικά ασήμαντο, που θα μας το περιγράψει με όλες τις λεπτομέρειες, να κάνει σκέψεις βαθιές, εσωτερικές για να το δούμε κι εμείς με τα δικά της μάτια τους βανδαλισμένους ναούς, τους αρχαιολογικούς χώρους, την ψόφια χελώνα, με το καύκαλό της άδειο που βρωμάει αλλά αυτό ζει και θα ζει, λέει. Νομίζω πως αυτό το καύκαλο είναι το ανάλογο εκείνου στου σκύλου στο ποίημα «Άγραφον» του Σικελιανού, με το πτώμα του που μύριζε αλλά τα δόντια του έλαμπαν. Σ’ αυτά το δόντια ο Ιησούς είχε διακρίνει τη σκληρή του Δίκαιου αστραπή και ελπίδα. Αλλά και κάτι αμάραντα ανάμεσα σε σκουριές, σκουπίδια και βρόμες, έδιναν κι εκείνα το αντίδοτο την αναλαμπή: «…τούτα τα θραψερά αμάραντα μες στο σκουπιδαριό, ένιωσα χαρά, χαρά μεγάλη».
Σε έναν άλλο σκουπιδότοπο, είδε μια κολοκυθιά κι έσκυψε και έκοψε ένα κολοκύθι, έτσι όπως θα έκοβε μια μαργαρίτα ή παπαρούνα. Την είδε όμως η ιδιοκτήτρια του ξέφραγου κήπου κλέπτουσα την οπώρα και της έκανε παρατήρηση. Τελικά, δεν ήταν για το κολοκυθάκι ο λόγος, αλλά για τη μοναξιά της, που είδε άνθρωπο και βρήκε αφορμή το κολοκύθι για να πει μια κουβέντα. Γιατί το χωριό ήταν έρημο, βυθισμένο, στη σιωπή, ένας ακόμα μόνο κατοικούσε εκεί.
Για τις χελώνες του Κεραμεικού, οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως είναι η γνωστή παρέα μας, αλλά το πρώτο είναι η ποιητική συλλογή της Τασούλας Καραγεωργίου…
Ξεχωριστά και ειδικού ενδιαφέροντος είναι τα διηγήματα που έχουν σχέση με τον πόλεμο, με τον Εμφύλιο, με το Μικρασιατικό, με την δικτατορία, καθένα μια πινελιά από ένα μεγάλο ψηφιδωτό εμπειριών που έχουν αφήσει το αποτύπωμα στο μυαλό της.
Οι εμπειρίες είναι προσωπικές όσον αφορά το Πολυτεχνείο, εξ ακοής, όσον αφορά τα παλαιότερα. Να λοιπόν που ανάμεσά μας έχουμε και μια αυτόπτη μάρτυρα ή αυτήκοο που ξέρει να καταγράφει… Ιστορίες μικρές μέσα στη μεγάλη ιστορία του ξεσηκωμού της νεολαίας της εποχής εκείνης…
Ανθούλα Δανιήλ