Στα ήχο-γλυπτά της Αγγέλικας Κοροβέση, διασταυρώνονται η γλωσσική ανάλυση και η ψηφιακή τεχνολογία μετατρέποντας τον άυλο ήχο σε φυσικές μορφές. Αναλύοντας ψηφιακά τον προφορικό λόγο, η Κοροβέση μετατρέπει τα «Ηχογραφήματα» (ηχητικές κυματομορφές της ομιλίας) σε «ήχο-γλυπτό-μορφές» συγχωνεύοντας τους γλωσσικούς κώδικες με την αισθητική. Αυτή η συγχώνευση μειώνει την αποξένωση μεταξύ των ατόμων και εισάγει την «Αισθητική των Ήχο-Μορφών», μια νέα καλλιτεχνική προσέγγιση που περιλαμβάνει τόσο τη μορφή όσο και το νόημα των λέξεων. Έτσι, η ήχο-γλυπτική της αναμειγνύει με μοναδικό τρόπο γλώσσα-ήχο-γλυπτική, δημιουργώντας μια ξεχωριστή κατηγορία στη σύγχρονη τέχνη.
Η Κοροβέση υποστηρίζει ότι κάθε λέξη, με τη μοναδική ηχητική δομή της, παράγει μια συγκεκριμένη κυματομορφή που βασίζεται στη μουσικότητα του ομιλητή, επιτρέποντας ξεχωριστές οπτικές ερμηνείες. Αυτό ευθυγραμμίζεται με βασικές έννοιες της Κοινωνιοφωνητικής (Sociophonetics), όπως αυτές που διερευνήθηκαν από την Denise Deshaies-Lafontaine (Α Socio–phonetics Study of a Quebec French Community: Trois–Rivieres. University of London 1974) η οποία εξέτασε τις διαφορές στην ομιλία μεταξύ των γλωσσικών ομάδων.
Πέρα από τις προσωπικές φωνητικές παραλλαγές, τα γλυπτά της Κοροβέση πραγματεύονται ευρύτερα θέματα της σύγχρονης τέχνης, ιδιαίτερα τη μεταβλητότητα και την εφήμερη φύση του ήχου. Το επιτυγχάνει αυτό χρησιμοποιώντας μαθηματική ακρίβεια -μέσω της Υπολογιστικής Γλωσσολογίας (Computational Linguistics)- για να αναλύσει και να συνθέσει ηχητικές κυματομορφές σε δυναμικές οπτικές αναπαραστάσεις. Αυτές οι αφηρημένες μορφές, ενώ έχουν τις ρίζες τους στην αριθμητική ακρίβεια, έχουν απεριόριστες αισθητικές δυνατότητες. Παρόμοια με την ανάλυση του Umberto Eco στην Αισθητική του Χάους (The Aesthetics of Chaosmos: the Middle Ages of James Joyce 1989), όπου αποκαλύπτει κρυμμένα μοτίβα στο χάος του Finnegans Wake του Joyce, η Κοροβέση αποκαλύπτει την αρμονία μέσα στην αταξία, μετατρέποντας αφηρημένους ήχους σε συνεκτικές γλυπτικές μορφές.
Από τα πρώτα παραδείγματα αυτού του μετασχηματισμού είναι το δημόσιο έργο, Επικοινωνία (1988) στη συμβολή της λεωφόρου Μεσογείων με την Κατεχάκη. Η ρυθμική διάταξη των κάθετων ράβδων μιμείται τα ηχητικά κύματα, συμβολίζοντας τη ροή της επικοινωνίας. Αυτό το πρώιμο έργο προϊδεάζει για το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον της στην αλληλεπίδραση μεταξύ ήχου και δομής, ανοίγοντας το δρόμο για μεταγενέστερα, πιο εννοιολογικά σύνθετα γλυπτά.
Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, στην Κοσμική Δίοδο (2015), μια κάθετη δομή με σπειροειδείς ηχο-μορφές, η Κοροβέση δημιουργεί ένα ρυθμικό μοτίβο που μοιάζει με το πέρασμα των ηχητικών και ενεργειακών κυμάτων. Η κυκλική κίνηση παραπέμπει στη συνεχή ροή της σκέψης, του λόγου και του χρόνου. Η ανοδική τροχιά, που συμβολίζει τη μετάβαση από την άγνοια στη γνώση, παραπέμπει στην ψηφιακή ανάλυση του ήχου και αντικατοπτρίζει τις σύγχρονες τηλεπικοινωνιακές κεραίες που μεταδίδουν σήματα προς υψηλότερες σφαίρες κατανόησης ή κοσμικής επίγνωσης. Μια τέτοια άνοδος αντανακλά τη διαλεκτική μεταξύ άυλου λόγου και απτής μορφής, απηχώντας την αλληλεπίδραση της επικοινωνίας και της τεχνολογίας στη σημερινή ψηφιακή κουλτούρα.
Ο μετασχηματισμός του ήχου σε γλυπτό από την Κοροβέση ενσωματώνει την εγελιανή διαλεκτική, που διαμεσολαβεί μεταξύ έννοιας και υλικού. Μέσα από τις ηχομορφές της, συλλαμβάνει τις παροδικές, προσωπικές πτυχές της ομιλίας μετατρέποντας τον εφήμερο ήχο της σε ανθεκτικές οπτικές μορφές, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ άυλων στοιχείων και συγκεκριμένης τέχνης.
Στο έργο Ηχοπρίονα Ελευθερίας (2021), η Κοροβέση χρησιμοποιεί πριόνια για να αναπαραστήσει ηχητικές κυματομορφές λέξεων όπως «Επιθυμία», «Αυτοεκτίμηση», «Ανατροπή», «Θάρρος», «Ήθος», συνδέοντας τα βιομηχανικά εργαλεία και την εργασία του πριονίσματος με αφηρημένες φιλοσοφικές έννοιες. Οι μορφές πριονωτών εργαλείων που εισχωρούν στον τοίχο τοποθετημένες κάθετα η μία κάτω από την άλλη, συμβολίζουν τη δύναμη των λέξεων να κατασκευάζουν και να καταστρέφουν, μια άλλη εκδοχή του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα μπορεί να διαμορφώσει προσωπικές ή κοινωνικές αλλαγές.
Τα ηχογλυπτά της «Ειρήνη», «Πόλεμος» «Όλον» «Αήρ», εξερευνούν ρευστές έννοιες που συνδέονται με τις συναισθηματικές και πολιτισμικές καταστάσεις του πολιτισμού. Βλέποντας τη «λέξη» ως ενσάρκωση όχι μόνο του ήχου αλλά και της εικόνας, του συναισθήματος και του περιβάλλοντος, η Κοροβέση έλκεται από φαινομενολογικές απόψεις για τη γλώσσα, απηχώντας στοχαστές όπως ο Maurice Merleau-Ponty. Στην Φαινομενολογία της Αντίληψης (Phenomenologie de la Perception 1962. Μτφρ. Καψαμπέλη Κική, Νήσος 2016), ο Merleau-Ponty υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας – διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τις εμπειρίες μας για τον κόσμο. Με αυτή την έννοια, το έργο της Αγγέλικας Κοροβέση εκτείνεται πέρα από την οπτική αναπαράσταση των ηχητικών κυμάτων και ενσωματώνει τη συνολική εμπειρία της γλώσσας, συμπεριλαμβανομένων των ψυχολογικών, πολιτισμικών και συναισθηματικών καταστάσεων του ομιλητή και της ίδιας της δημιουργού.
Η χρήση των γλωσσικών αρχών στη γλυπτική από την Κοροβέση δημιουργεί ένα νέο καλλιτεχνικό λεξιλόγιο, δίνοντας έμφαση στη σχέση γλώσσας και σκέψης. Τυποποιεί τον ισχυρισμό του Wittgenstein ότι «τα όρια της γλώσσας μου καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου» (Tractatus Logico–Philosophicus 1922. Μτφρ. Θανάσης Κιτσόπουλος, Παπαζήσης 1978), καθιστώντας για πρώτη φορά τον ήχο τόσο ουσιαστικό όσο και τη μορφή στην ελληνική τέχνη. Το έργο της συγχωνεύει την επιστημονική μελέτη της γλωσσολογίας με τη γλυπτική πρακτική. Τα γλυπτά της, επομένως, που συμπυκνώνουν τη λογική δομή της γλωσσικής σκέψης και τις ψυχοφυσικές συνθήκες του ομιλητή, προσφέρουν μια νέα διάσταση στην παράδοση της γλυπτικής και της σύγχρονης τεχνολογίας.
Στο Δίσκο Eξέλιξης (Όλον) (2002) η Αγγελική Κοροβέση συμπυκνώνει τα περισσότερα από τα κεντρικά θέματα που θα αναπτύξει αργότερα στο ηχογλυπτικό της έργο. Στον δίσκο της, εγγράφεται μια οπτική εξέλιξη που διαπλέκει τη βιολογική ανάπτυξη με την εξέλιξη των ηχητικών κυμάτων, συμβολίζοντας την παράλληλη εξέλιξη τόσο της ζωής όσο και της επικοινωνίας. Αυτό ακριβώς υποδεικνύει την κυκλική και αλληλένδετη φύση της ζωής και της γλώσσας. Η σπειροειδής δομή στο κέντρο θυμίζει τις ηχητικές κυματομορφές ενώ η κυκλικότητα παραπέμπει στο ρυθμό της ομιλίας, της σκέψης και του χρόνου. Οι βιολογικές ήχο-μορφές στην επιφάνεια του δίσκου αναφέρονται στο διάλογο μεταξύ του φυσικού και του τεχνολογικού που είναι αναπόσπαστο μέρος της εξελικτικής διαδικασίας με τη φυσική ανάπτυξη. Η αντίθεση μεταξύ της εφήμερης φύσης του ήχου και της στέρεης δομής του γλυπτού είναι η εντυπωσιακή σύνθεση των αντιθέτων (Coincidentia Oppositorum) της εγελιανής διαλεκτικής και μια περίτρανη απόδειξη της ρήσης του Wittgenstein για τους περιορισμούς και τις δυνατότητες της γλώσσας. Εδώ, ο ήχος δεν είναι μόνο μια αναπαράσταση αλλά μια βιωματική εμπειρία που αντανακλά την ολότητα της ύπαρξης: Όσο ρευστά και να είναι τα όρια ανάμεσα στη μορφή, τον ήχο και το νόημα άλλο τόσο ρευστές είναι και οι συνεχιζόμενες διαδικασίες της ζωής και της εξέλιξης που απεικονίζονται στο δίσκο.
Η εξερεύνηση του ήχου ως γλυπτικού μέσου από την Αγγέλικα Κοροβέση την τοποθετεί δίπλα σε καλλιτέχνες όπως η Christine Sun Kim, ο Bill Fontana και ο Bernhard Leitner οι οποίοι ομοίως αμφισβητούν τα παραδοσιακά όρια του ήχου στην τέχνη. Μέσα από τη συγχώνευση των γλωσσικών και γλυπτικών κριτηρίων της, η Αγγέλικα Κοροβέση αναδιαμορφώνει τη σχέση μεταξύ μορφής, ήχου και νοήματος, συνεισφέροντας μια νέα ζωτική διάσταση στη σύγχρονη γλυπτική.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης, Δ.Π.Θ. / Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Yannis Kolokotronis: The sound-sculpture of Aggelika Korovessi
In the sound-sculptures of Aggelika Korovessis, linguistic analysis and digital technology intersect, transforming intangible sound into physical forms. By digitally analyzing spoken language, Korovessi transforms “Echograms” (sound waveforms of speech) into “sound-sculpture-forms” by merging linguistic codes with aesthetics. This fusion reduces the alienation between individuals and introduces the “Aesthetics of Sound-Forms”, a new artistic approach that includes both the form and the meaning of words. Thus, her sound-sculpture uniquely blends language-sound-sculpture, creating a new category in contemporary art.
Korovessi argues that each word, with its unique sound structure, produces a specific waveform based on the musicality of the speaker, allowing for distinct visual interpretations. This aligns with key concepts in Sociophonetics, such as those explored by Denise Deshaies-Lafontaine (Α Socio-phonetics Study of a Quebec French Community: Trois-Rivieres. University of London 1974) who examined differences in speech between language groups.
Beyond personal phonetic variations, Korovessi’s sculptures address broader issues in contemporary art, particularly with the mutability and ephemeral nature of sound. She achieves this by using mathematical precision -through Computational Linguistics- to analyze and synthesize sound waveforms into dynamic visual representations. These abstract forms, while rooted in numerical precision, have unlimited aesthetic possibilities. Similar to Umberto Eco’s analysis in The Aesthetics of Chaos (The Aesthetics of Chaosmos: the Middle Ages of James Joyce 1989), where he reveals hidden patterns in the chaos of Joyce’s Finnegans Wake, Korovessi reveals harmony in disorder by transforming abstract sounds into coherent sculptural forms.
One of the earliest examples of this transformation is the public work, Communication (1988) at the junction of Mesogeion Avenue and Katehaki. The rhythmic arrangement of vertical bars mimics sound waves, symbolizing the flow of communication. This early work foreshadows her continuing interest in the interaction between sound and structure, paving the way for later, more conceptually complex sculptures.
Then, in Cosmic Diode (2015) by Aggelika Korovessi, the vertical structure with spiral sound-forms creates a rhythmic pattern that resembles the passage of sound and energy waves. This circular movement alludes to the continuous flow of thought, speech and time. The upward trajectory, symbolizing the transition from ignorance to knowledge, alludes to the digital resolution of sound-mirroring modern telecommunication antennas that transmit signals to higher spheres of understanding or cosmic awareness. Such a rise reflects the dialectic between intangible discourse and tangible form, echoing the interplay of communication and technology in today’s digital culture.
Korovessi’s transformation of sound into sculpture embodies a Hegelian dialectic, mediating between concept and material. Through her sound forms, she captures the transient, personal aspects of speech by transforming its ephemeral sound into durable visual forms, bridging the gap between intangible elements and concrete art.
In Freedom’s Sound Saws (2021), Korovessi uses saws to reproduce sound waveforms of words such as “Desire”, “Self-Esteem”, “Self-Esteem”, “Subversion”, “Courage”, “Ethos”, linking industrial tools and the work of sawing to abstract philosophical concepts. The forms of sawing tools that penetrate the wall, positioned vertically below each other, symbolize the power of words to construct and destroy, symbolizing the way language can shape personal or social change.
Her sound sculptures “Peace”, “War” “All” “Air” explore fluid concepts linked to the emotional and cultural states of civilization. Seeing the “word” as an embodiment not only of sound but also of image, emotion and environment, Korovessi is drawn to phenomenological views of language, echoing thinkers such as Maurice Merleau-Ponty. In Phenomenologie de la Perception (1962), Merleau-Ponty argues that language is more than a mere tool for communication – it shapes and is shaped by our experiences of the world. In this sense, Aggelica Korovessi’s work extends beyond the visual representation of sound waves and incorporates the total experience of language, including the psychological, cultural and emotional states of the speaker and the author herself.
Korovessi’s use of linguistic principles in sculpture creates a new artistic vocabulary, emphasizing the relationship between language and thought. She formalizes Wittgenstein’s assertion that “the limits of my language determine the limits of my world” (Tractatus Logico-Philosophicus 1922), making for the first time sound as essential as form in Greek art. Her work merges the scientific study of linguistics with sculptural practice. Her sculptures, therefore, which encapsulate the logical structure of linguistic thought and the psychophysical conditions of the speaker, offer a new dimension to the tradition of sculpture and contemporary technology.
Twenty-seven years later, in Cosmic Diode (2015), a vertical structure with spiral sound-forms, Korovessi creates a rhythmic pattern that resembles the passage of sound and energy waves. Her disc inscribes a visual evolution that interweaves biological development with the evolution of sound waves, symbolizing the parallel evolution of both life and communication. This precisely indicates the cyclical and interconnected nature of life and language. The spiral structure in the centre is reminiscent of sound waveforms while the circularity refers to the rhythm of speech, thought and time. The biological sound-forms on the surface of the disc refer to the dialogue between the physical and the technological that is an integral part of the evolutionary process with natural development. The contrast between the ephemeral nature of sound and the solid structure of the sculpture is the striking synthesis of opposites (Coincidentia Oppositorum) of the Hegelian dialectic and astriking proof of Wittgenstein’s dictum on the limitations and possibilities of language. Here, sound is not only a representation but an experiential experience that reflects the totality of existence: As fluid as the boundaries between form, sound and meaning are, the ongoing processes of life and evolution depicted on the record are equally fluid.
Aggelica Korovessi’s exploration of sound as a sculptural medium places her alongside artists such as Christine Sun Kim, Bill Fontana and Bernhard Leitner who similarly challenge the traditional boundaries of sound in art. Through the fusion of her linguistic and sculptural criteria, Aggelika Korovessi reshapes the relationship between form, sound and meaning, contributing a vital new dimension to contemporary sculpture.
Yannis Kolokotronis
Professor of Art History and Theory, D.U.Th. / Department of Architecture and Engineering.