You are currently viewing Κώστας Χουλιούμης: Η  ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ  ΤΕΧΝΗ- από την βαρβαρότητα στον πολιτισμό

Κώστας Χουλιούμης: Η  ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ  ΤΕΧΝΗ- από την βαρβαρότητα στον πολιτισμό

 Η αφηγηματική τέχνη, είναι η πρώτη από τις τρεις που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα και η τελευταία από τις έξη καλές τέχνες, που θα μας απασχολήσει, καθώς έχουμε αναφερθεί στις άλλες σε προηγούμενο κείμενο. Πρόκειται  για την πλέον πολυδιάστατη και πολύμορφη τέχνη. Στον ευρύ αυτόν ορισμό (αφηγηματική) περιλαμβάνονται η λογοτεχνία – το μυθιστόρημα, το διήγημα, το παραμύθι, ο  κινηματογράφος, τα κόμικς, και κάθε άλλη μορφή που επιλέγει ο άνθρωπος για να αφηγηθεί, να διηγηθεί μια ιστορία, μια εμπειρία του, ή ακόμα και ένα καθαρά φανταστικό γεγονός…που έλαβε χώρα μόνον μέσα στο νου του και πουθενά αλλού.

Οι  λόγοι που ωθούν κάποιον να αφηγηθεί μια ιστορία είναι πολλοί και αδιευκρίνιστοι, επίσης πολλοί, δεν μπορούν να καταδειχθούν με ακρίβεια και αυτό γιατί οι αιτίες ώθησης δεν μπορούν να επεξεργαστούν με την λογική. Το ίδιο αδιευκρίνιστοι είναι και οι λόγοι που ωθούν κάποιον άλλον να θέλει να διαβάσει το αφήγημα, ή να παρακολουθήσει μια ταινία, μια θεατρική παράσταση. Οι αφηγήσεις απευθύνονται στον συγκινησιακό νου, αποσκοπούν να μας συγκινήσουν, όχι να μας πείσουν. Αυτός που διηγείται θέλει ή πιστεύει, πως έχει κάτι το σημαντικό να πει στους συνανθρώπους του, αλλά και οι άλλοι αδημονούν να διαβάσου κάτι σπουδαίο ( να ακούσουν κλπ) και να συγκινηθούν. Εάν δεν συγκινηθούν και αδιαφορήσουν τότε δεν υπάρχει κάτι το σημαντικό γι’ αυτούς στο αφήγημα. Μπορεί βεβαίως αυτό το σημαντικό που περιέχεται να μην εντοπίζεται κατά την χρονική συγκυρία της ανάγνωσης. Η τέχνη αυτή είναι παγκόσμια, υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες εκτός από τις πολύ μικρές, τις φυλετικές κοινωνίες, και αυτό νομίζω πως είναι μια  σημαντική πληροφορία που μπορεί να λειτουργήσει ως “μίτος της Αριάδνης” για να βγούμε από τον λαβύρινθο, να βρούμε την διέξοδο.

Την πρώτη τούτη ένδειξη της διεξόδου την έχουμε στο έργο του Φ. Ένγκελς «Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και Κράτους»* βιβλίο που γράφτηκε το 1887. Ο συγγραφέας στηρίχτηκε στο βιβλίο του L.H. Morgan,« Ancient Society» (εκδ. 1884) ο οποίος μελέτησε την φυλή των Ιροκέζων, Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής, στην περιοχή της Νέας Υόρκης. Ο Ένγκελς υιοθετεί τον διαχωρισμό των σταδίων που ο Μόργκαν χρησιμοποίησε χωρίζοντας την κοινωνική ανάπτυξη, πριν από το στάδιο του Πολιτισμού,  σε “Άγρια Κατάσταση” και “Βαρβαρότητα” την οποίαν βαρβαρότητα μάλιστα χωρίζει περαιτέρω σε τρεις κατηγορίες, κατώτερη, μεσαία, ανώτερη.

Στην σελίδα 213 γράφει: «Ανώτερη βαθμίδα. Αρχίζει με το λιώσιμο του σιδηρομεταλλεύματος και περνά στον πολιτισμό με την εφεύρεση της αλφαβητικής γραφής και τη χρησιμοποίησή της για φιλολογική δημιουργία.». λίγο παρακάτω στην ίδια σελίδα έχουμε: «Την υψηλότερη άνθιση της ανώτερης βαθμίδας της βαρβαρότητας τη βλέπουμε στα ομηρικά έπη, ιδίως στην Ιλιάδα.». Και κλείνει το κεφάλαιο με το: «Πολιτισμός – είναι η περίοδος όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν να επεξεργάζονται πάρα πέρα τα φυσικά προϊόντα, που μαθαίνουν την καθαυτό βιομηχανία και την τέχνη.». Τότε λοιπόν γεννιέται η τέχνη που έχει σχέση με την γραφή.

Και αίφνης γεννιέται το ερώτημα, τι ήθελε ο Όμηρος, ως δημιουργός των επών, και τι ήθελαν οι Έλληνες, ως ακροατές αυτών, να κατανοήσουν να ξεκαθαρίσουν μέσα τους, μέσω της συγκίνησης   με την “φιλολογική δημιουργία” της Ιλιάδας αρχικά και της Οδύσσειας μετέπειτα. Πρέπει να ήταν κάτι το πολύ σημαντικό γιατί πρόκειται για δυο έπη που διατηρήθηκαν στον προφορικό λόγο πάνω από δυο εκατονταετίες. Οι  ραψωδοί τα κοινωνούσαν σε όλα τα μήκη και πλάτη που υπήρχε ελληνισμός, όλα εκείνα τα χρόνια.

Αυτό που από πρώτη ανάγνωση προκύπτει είναι ότι στην Ιλιάδα άνθρωποι και θεοί συγχωνεύονται γίνονται ένα μείγμα αξεδιάλυτο. Οι θεοί λένε στους ανθρώπους τι να κάνουν, ελέγχουν τα όνειρά τους, παρεμβαίνουν όταν αυτοί το κρίνουν αναγκαίο, σώζουν από βέβαιο θάνατο τους προστατευόμενους των κλπ.  Αλλά και στους ανθρώπων δεν τους λείπουν οι θεϊκές αρετές. Ο  Οδυσσέας και ο Αχιλλέας τουλάχιστον αποκαλούνται Διογενείς, δηλαδή προερχόμενοι από το γένος του Δία, αποκαλούνται και ισόθεοι. Ο ίδιος ο Αχιλλέας είναι σχεδόν αθάνατος, αποκαλείται από τον Όμηρο συχνότατα Θείος Αχιλλεύς. Από την άλλη πλευρά και οι θεοί στον Όλυμπο συμπεριφέρονται όπως οι καθημερινοί επίγειοι άνθρωποι. Προκαλεί εντύπωσή που ο θεός των θεών ο νεφελοσυνάκτης Δίας υπολογίζει, ή καλύτερα να πούμε “φοβάται” την αντίδραση της Ήρας, και αυτό φανερώνεται στην πρώτη κιόλας ραψωδία.

Όταν η Θέτις η μητέρα του Αχιλλέα παρακαλεί τον Δία να υποστηρίξει τους Τρώες για  να νικήσουν τους Αχαιούς ο Δίας απαντά «Σε φαγώματα με βάζεις με την Ήρα που θα μ’ αρχίσει τα μαλώματα» και λίγο παρακάτω «Μα τώρα εσύ τραβήξου γρήγορα δε θέλω να σε νιώσει η Ήρα» (από την μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή στ. 518 και μετά)

Ο Απόλλωνας θυμωμένος με τους Αχαιούς τους ρίχνει πανούκλα στον στρατό τους, αλλά και ρίχνει τα βέλη του επί εννέα μέρες συνεχώς στους Αχαιούς. Η Αθηνά απεσταλμένη από την Ήρα κατεβαίνει από τον Όλυμπο στο στρατόπεδο των Αχαιών την στιγμή που ο Αχιλλέας τραβάει το σπαθί του για να επιτεθεί στον Αγαμέμνονα και τον συμβουλεύει να μην το κάνει αλλά να τον αντιμετωπίσει με τα λόγια.

Όλα αυτά στην πρώτη ραψωδία. Είναι πολλά. Αλλά και σε όλες τις άλλες που ακολουθούν δεν λείπουν οι εμπλοκές και οι δραστηριότητες των θεών στα έργα των ανθρώπων. Αυτό συμβαίνει γιατί οι άνθρωποι σε αυτό το στάδιο κοινωνικής  ανάπτυξης (ανώτερο στάδιο της βαρβαρότητας) δεν μπορούν να σηκώσουν το ηθικό βάρος των κοινωνικών τους πράξεων, για αυτό εμπλέκουν και τους θεούς στα έργα ηθικής βαρύτητας.

Αυτό είναι που κάνει πολλούς μελετητές να μιλούν για ηθική υπεροχή των αναπτυγμένων πολιτισμικά κοινωνιών απέναντι των βαρβαρικών φυλών. Εάν τώρα όντως υπάρχει η ηθική υπεροχή τότε ξεκάθαρα αυτή προέρχεται από τον περιορισμό των θεϊκών “δραστηριοτήτων” στις ανθρώπινες υποθέσεις. Οι θνητοί είναι υπεύθυνοι των πράξεών ηθικού βάρους, ως ένα σημείο τουλάχιστον.

Ο φόνος ενός ατόμου του ιδίου είδους στο ζωικό βασίλειο δεν υπάρχει, δεν συμβαίνει, γιατί εάν υπήρχε πολύ σύντομα θα εξαφανίζονταν ολόκληρο το είδος. Φαίνεται πως η φυλογένεση είναι ο πρώτος ηθικός και απαραβίαστος κανόνας. Πουθενά σε κανένα είδος δεν συναντάται, και εμείς ανήκουμε  στο βασίλειο αυτό. Γιατί το συναντάμε όμως στο ανθρώπινο είδος; Γιατί ο θύτης μεταθέτει το βάρος της ηθικό βάρος της πράξης του σε κάτι άλλο, σε κάποιον άλλον κοινωνικό παράγοντα. Στον θεό –  θρησκεία, την εποχή της βαρβαρότητας, σήμερα στην πατρίδα, στην ιδεολογία, ή στην χειρότερη περίπτωση στον άρχοντα, στον πρώτο της κοινωνικής ιεραρχίας. Αλλά για να φτάσουμε ως εδώ ο δρόμος που διαβήκαμε ήταν πολύ μακρύς.

 

Επιστρέφοντας στα Ομηρικά έπη θα δούμε ότι η Οδύσσεια είναι απαλλαγμένη από τέτοιου είδους θεϊκές παρεμβάσεις, όχι τελείως βέβαια. Εδώ ο πρωταγωνιστής είναι ένας, ο Οδυσσέας και μάλιστα τα βάζει με έναν θεό. Όχι κάποιον παρακατιανό, β΄ διαλογής θεό, αλλά με τον ίδιον τον Ποσειδώνα, αδελφό του Δία, και κυρίαρχο της θάλασσας. Ο Οδυσσέας μάλιστα καταφέρνει να τον νικήσει, καταφέρνει να φτάσει στην Ιθάκη του με υψηλό βέβαια κόστος αφού χάνει όλους τους συντρόφους του.

Ο Οδυσσέας δεν είναι τυχαίος, έχει πολλές αρετές πάνω του. Είναι έξυπνος, πανούργος μάλιστα, πολυμήχανος, πολύπειρος, πολυταξιδεμένος. Μόνον ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να σηκώσει ανάστημα σε έναν θεό. Στην Ιλιάδα δεν τα συναντάμε αυτά τα χαρακτηριστικά σε κανέναν από τους πρωταγωνιστές. Οι βασιλείς χαρακτηρίζονται με μια το πολύ δυο αρετές.

Τον Οδυσσέα τον ερωτεύεται η Καλυψώ, κόρη του τιτάνα Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης που τον κρατά κοντά της στο νησί της για εφτά χρόνια. Τον ελευθερώνει με παρέμβαση του Δία. Γίνεται φίλος με τον θεό των ανέμων Αίολο, ο οποίος του χαρίζει τον ασκό με τους ανέμους που φύλαγε, ακόμα δε κατεβαίνει στον Άδη, πραγματικά ένας ιδιαίτερα ξεχωριστός άνθρωπος, ένα αξιοθαύμαστο και αξιομίμητο παράδειγμα, καθώς ο καθένας που άκουγε τα κατορθώματά του θα ήθελε πολύ να τον μοιάσει, ή να τολμήσει παρόμοια πράγματα. Αυτό, δηλαδή να δημιουργούνται  πρότυπα αξιομίμητα μόνον με την αφηγηματική τέχνη μπορεί να γίνει, μόνον μέσω αυτών μπορεί να αγαπηθεί η αφηγηματική τέχνη, μόνον μέσω αυτής να περάσαμε στον πολιτισμό.

 

Ο Οδυσσέας ωστόσο δεν ήταν παρά ο μέσος ναυσιπλόος και αυτό γιατί οι Έλληνες πολύ συχνά νικούσαν τον Ποσειδώνα και κατάφερναν να φτάσουν εκεί που εξ αρχής στόχευαν. Αυτό ήταν που τους έκανε να δουν τον εαυτό τους μεγάλο και τρανό και να μειώσουν το μέγεθος των θεών τους, όπως το είδαμε αυτό στην τέχνη της γλυπτικής.

 

 

 

*Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς: Διαλεχτά Έργα τόμος 2. εκδ.  Κ.Ε.  ΚΚΕ, σελίδα 213.
    Κώστας Χουλιούμης, κοινωνιολόγος

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.