1 Βαγγέλης Δρόσος istopies, ΑΩ
Ο Β.Δ. ζει στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης και εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι συγγραφέας 9 βιβλίων. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους ποιητικούς διαγωνισμούς.
Η αποτυχία
Μου χαμογελάει παιχνιδιάρικα / στο χέρι της κρατάει τρόπαια / τα βέλη μου που αστόχησαν / στα πόδια της μπερδεύονται / μουσικές, διαβάσματα, υπολογισμοί / και μια κορώνα για την κακή μου διαχείριση / όταν ανέλαβα κάποτε θέση ευθύνης // σαν άλλος θριαμβευτής έρωτας / ακόμα μια ειρωνία δηλαδή γιατί / ποιος έρωτας νίκησε τελικά / ας επιχειρηματολογεί παραστατικά ο Caravaggio / oblivio vincit omnia / και τη δεδομένη στιγμή αυτό δεν ακούγεται / διόλου δυσάρεστα
Ποίηση 3
Βρήκα το τέλειο περίπου / μόνο μια ρυτίδα υπήρχε ακίνδυνη όπως όλες / στο εξώφυλλο όσο κι αν έτριψα δεν έφυγε / ποτέ δεν φεύγει / αντιθέτως προκάλεσα ένα μόνιμο τοπικό ερεθισμό κάνοντάς το μοναδικό μου / το κράτησα προσεκτικά από το χέρι / πήγαμε μαζί στο ταμείο / πληρώσαμε με δανεικά / και βγήκαμε στη νυχτερινή χειμέρια παραλία / ο ποιητής αν και νεκρός αντέδρασε στο άγγιγμα / του Δεκεμβρίου
Χαϊκού
Γυρνά ο κόσμος / κρατήσου μη γλιστρήσεις / στην ερημιά του
Το υγρό πιάτων / και το κρεμοσάπουνο / στη βραχεία λίστα
2 Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ: Τα λυρικά της αγωνίας (και σελίδες από το σημειωματάριο του έργου) ΑΩ
Ο Α.Σ.Τ. ζει στην Αθήνα και σπουδάζει Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Έχει εκδώσει 6 βιβλία
Ε΄
Συσσίτιο και προσμονή. / Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πατρίδα. / Μέσα στις τσέπες σφίγγουμε τα ονόματά μας. / Χέρια που ψαύουν την ειρήνη / -η αφή είναι η μόνη αλήθεια που απέμεινε – / φριχτό σώμα αγαπημένου / και παλτό που έλιωσε απ’ τον πόλεμο / παλτό αγαπημένου νεκρού / θαλπωρή και συνήθεια / θυμίζει ειρήνη, πιο πραγματικό απ’ την ειρήνη / η αφή είναι ο μόνος ζωντανός που απέμεινε.
*
Θέλω αυτά τα ποιήματα να μοιάσουν στα μικρά και άγρια άνθη που φυτρώνουν σε πλαγιές δίπλα στη θάλασσα. Γιατί πολλές φορές θαύμασα τον τρόπο που μεγαλώνουν κι εκφράζονται, την ακεραιότητα και τη σιωπή τους. Το πώς υπάρχουν μόνα τους, σχεδόν αδιάφορα για καθετί, ενώ συμμετέχουν απόλυτα στο περιβάλλον τους. Αυτή για μένα είναι η καλύτερη εικόνα για την τέχνη. Μια τέχνη που υπάρχει μόνη της , αλλά ποτέ δεν ξεχνά την εποχή της.
3 Χρήστος Σπυρόπουλος:Ύλη Πρώτη, Μανδραγόρας
Ο Χ.Σ. γεννήθηκε στο Esslingen της Γερμανίας το 1970. Έζησε στη Δράμα, στην Κοσταντία και στην Δρέσδη. Σήμερα ζει μεταξύ Δράμας και Κρήτης. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές.
Αλιείς μαργαριταριών /είμαστε // Βυθιζόμαστε σε αυτό το γαλάζιο /με την ανάσα κομμένη / με τις λέξεις σχεδόν τραυλές / με ένα βλέμμα τραχύ σαν άγριο μέταλλο. // Μέσα στη σκοτεινή δίνη του βυθού / ανακαλύπτουμε ψαχουλευτά το σφιχτά κλεισμένο / στρείδι της ζωής. // Αν είμαστε τυχεροί / γέννησε ήδη εντός του ένα διάφανο μαργαριτάρι / έναν ουρανό … / Μια φορά / αρκεί / για όλη μας τη ζωή.
Ένα κύμα δεν έρχεται ποτέ μοναχό του / / το ζήτημα είναι απλά να το γνωρίζεις / ως βράχος και ως θάλασσα // Το υποψιαζόμαστε βαθιά πλέον. // Στο έσχατο της ζωής / ισορροπούμε ανάμεσα σε λέξεις / βυθισμένες στο φως / κοιτώντας κατάματα το σκότος // ποιητές λέει είμαστε. /// Εμείς όμως αδιαφορούμε – / χαράζουμε σημάδια στην πέτρα / χωρίς υπογραφή.
Εν αρχή ην ο λόγος / και ο λόγος είναι το όλον. // Τίποτα πέραν αυτού.
4 Κλεονίκη Δρούγκα Με δανεικό μολύβι Μανδραγόρας
Η Κ. Δ. είναι πτυχιούχος Φιλοσοφικής ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος. Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο, έχει εκδώσει ένα επιστημονικά βιβλίο, καθώς και τρεις ποιητικές συλλογές.
Παιδί μου
Τις μέρες, παιδί μου / γίνομαι δάσος πυκνό / να δροσίζεσαι / καλοκαίρια μαζεύω στα χέρια / ηλιαχτίδες να φοράς / απομακρύνω τα σύννεφα / βροχή να μη σε βρέχει / απλώνω θάλασσες γελαστές / κοχύλια ν’ αγγίζεις / σταματώ τη γη να γυρνά / μη μου ζαλίζεσαι / τις νύχτες πάλι / ανάβω τα’ αστέρια / δρόμους να σου φωτίζουν / σφουγγαρίζω ουρανούς / το φεγγάρι να μη σου κρύβεται / ανοίγω κουμπότρυπες / τη ζωή καλά να κουμπώνεσαι. / Για σένα, παιδί μου, / θεός γίνομαι.
Το αίμα μου είναι
Για ένα πράγμα είμαι σίγουρη, πως στις φλέβες μου κυλά η γιαγιά από την Τραπεζούντα, ο πεθερός απ’ την Πόλη, ο παππούς της Μαίρης απ’ τη Σμύρνη και όλοι τους περιμένουν καρτερικά να μου μιλήσουν, τον πόνο τους να ξομολογηθούν, κείνες τις μέρες με φως να ζωντανέψουν, τότε που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα και δεν την άφηνε να βγει, κι ύστερα για του δρόμου τη σκόνη να πουν, τις πέτρες που τους πλήγωσαν τα πόδια, το αλμυρό νερό που τους κάλυψε και νιώθω πως αυτός είναι ο κόσμος μου κι είναι το αίμα μου και γεμίζει ζωή τη ζωή μου.
5 Αντωνία Μποτονάκη: Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα. Θράκα
Η Α. ΜΠ. γεννήθηκε στα Λαμπριανά Χανίων. Σπούδασε οδοντοτεχνική, διαιτολογία και υποκριτική στο ΚΘΒ. Έχει εκδώσει 1 βιβλίο πεζογραφίας και 3 ποιητικές συλλογές.
ΠΡΟΣΦΟΡΟ
Η μητέρα είχε ανορεξία νευρική. Από παιδί / Μεγάλωσε σε πλήρη ένδεια./ Το φαγητό ήτανε σπάνιο αγαθό. / Θαρρώ, το μίσησε από περηφάνια. // Στη μητέρα άρεσαν πολύ τα πανηγύρια στα χωριά. / Γι αυτό ο πατέρας την πήγαινε συχνά. / Άφθονοι οι άρτοι, τα πιλάφια, τα καλτσούνια, τυριά και μαρουβάς, // Όταν γυρνούσαν, κάθιζε στ’ άδειο τραπέζι της κουζίνας / να μας αφηγηθεί τι ακριβώς είχε γευτεί / ο κάθε ομοτράπεζός της. / Δεν είχε βάλει στο στόμα της μπουκιά. // Ύστερα, έκοβε με το χέρι της ένα κομμάτι χθεσινό ψωμί. // Έτσι έμαθα πώς γράφεται η ποίηση.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;
Εμένα το μελάνι μου δε χύνεται για σας / Και τα βαριεστημένα μάτια σας δεν ψάχνει / Ποιος είναι εκείνος που για εκείνον ξαγρυπνώ; / Και σκύλος του εγώ, / Τυφλού οδηγός / Με στίχους ν’ απαντήσω προσπαθώ / Στου μπαστουνιού του το απόκοσμο τακ τακ;
6 Σοφία Περδίκη: Η σειρήνα του χρόνου, ΑΩ
Η Σ.Π. γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι εικαστικός. Έχει βραβευτεί για την πρώτη της ποιητική συλλογή «Το αιώνιο αίνιγμα», το 2021, με τα βραβεία Ζαν Μορεάς και Μαρία Πολυδούρη.
BLUE
Κάθε πρωί ξεθωριάζει / το μπλε κάποιας ανάμνησης. / Από του κοβαλτίου την άμμο / χαλίκι δεν μένει στη γλώσσα μου / παρά μια λέξη λευκασμένη. / Σφουγγίζω την υγρή ζωή / με το’να χέρι / και με τα’ άλλο νίβω / τα νοήματα / αφαιρώ από τα πρόσωπα / τα μωβ τους στίγματα / εκείνα τα εναπομείναντα / υπολείμματα από τα λάμδα / όταν προφέρονται βαριά / μέσα στη λησμονιά ή τη νοσταλγία. / Αυτό που απομένει κάθε πρωί / είναι μια μελαγχολική ούλτρα Μαρίνα / σε ένα σκαρί που το έφαγε το κύμα / κι ένας αστερίας θαλασσί / να βυζαίνει το αλάτι.
ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Αραιώνουν οι άνθρωποι / στη μεγάλη πόλη των λέξεων. / Ό,τι συνέθετε τη χάρη αυτού του τοπίου / ό,τι παλλόμενο στα μάρμαρα του πεζού δρόμου / σεργιάνισε μέχρι που έγινε σκιά / μαύρα κουρέλια βήματα / αποσύρονται βαριά, όπως οι σκέψεις / μετά από περισυλλογή / διαλύονται στην αναπόληση. // Κι ο μέσα αιών της καρδιάς / αργά καλύπτει τα φύλλα / των άρρωστων δέντρων παράγωγα / σε μια λευκή σελίδα. / Με αποφατική εκφορά / λένε «Χαίρετε», ανασηκώνοντας / για λίγο τα καπέλα / ώσπου να πέσει το βέλο στα μάτια . και μετά ερημιά. // Αποσύρονται οι άνθρωποι / όταν περάσει η ώρα, αναίτια, ξαφνικά.