Το όνειρο
(Ανάσκελα στον τάφο οι δικοί μου
μαζί με τις σκυτάλες τους.
Ανεπίδοτοι όλοι, κλειστοί.
Με χαιρετούσε ο τελευταίος από το υποδιάστημα
Ψηφιακό σήμα
Επίμονο
Που απομακρυνόταν και δυνάμωνε.
Λοιπόν, θυμήθηκα:
Ήτανε κι ο Θεός ένας απ’ τους νεκρούς μου.
Τότε, στο χάρτη φάνηκε στίγμα μαύρο
Μικρόβιο ποίημα
Ταράζοντας πάλι αχώρητη χώρα
Σιωπή, την πλατυτέρα.
Κι είδα τον γιο που δεν έχω
Χαρούμενα να παίζει με τον πατέρα που είχα.
Τα ποτέ χεράκια μέσα στα κάποτε χέρια.
Να τρέχουν κι οι δυο χωρίς πόδια.
Άηχα γέλια.
Το μη σώμα να ξεφεύγει από το σώμα που υπήρξε.
Και να συστρέφεται σε φθόγγους ο αέρας
Κι η άμμος να πτυχώνεται σε σκέψεις.
Μετά, σαν μπάλα,
Να τινάζεται ο πλανήτης και να χάνεται
Στη μαύρη τρύπα).
Η ερμηνεία
Είναι αργά, είπε ο Φύλακας,
Χτύπησε δώδεκα
Εδώ και τόσα χρόνια.
Έχεις κλειστεί απ’ έξω
Κι από μέσα.
Μπορείς να διαφύγεις μόνο προς τα κάτω.
Οι αποσκευές σου
Έχουν ήδη ταξιδέψει
Ασυνόδευτες
Μακριά.
Τώρα, κι αυτές στ’ απολεσθέντα.
Το σχόλιο
Διαφεύγω προς τα πάνω, η πείσμων.
Μ’ άλλες αποσκευές, πουλιών.
Δύναμαι εγώ, γιατί
Ολοκάθαρα
Θυμάμαι την προέλευσή μου:
Εγώ
Βύζαξα σύννεφο.
Άκουσα παραμύθια
Από μια γιαγιά αστροφεγγιά
Άνεμος με προστάτεψε.
Καπνός με διαπαιδαγωγεί ακόμα.