ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ
Αφού τον σκότωσες,
με το μάτι θολό
πήρες το δρόμο
για το ακρωτήρι.
Χαιρέτησες
ό,τι ακόμη απ’ τη ζωή, θολά-θολά,
μπορούσες. Ως τότε ανίδεος μα
η μουσική του κόσμου ειρωνικά
μέσα σ’ εκείνες τις στιγμές σου φανερώθη:
μόνος ο κτύπος της καρδιάς
και της ανάσας σου.
Στην ξέπνοη διαδρομή,
θολά-θολά, είδες απέναντι την Σκιάθο,
που δεν πήγες,
τόπος των εκδρομών των παιδικών·
έγνεψες
σ’ έναν αποσυνάγωγο καθρέφτη
που είχε απλωμένα προς τα σένα
δυο χέρια από καπνό·
κείτονταν μέσα του
–ήχος του ρόγχου,
ίχνος της τέφρας–
ό,τι ποτέ δεν άγγιξες.
Κατάματα, θολά-θολά, πρώτη φορά,
ο Εαυτός. Περπάτησες
σε σύννεφα πρωτοφανέρωτα για σένα, οργιώδη,
και μπλε και κόκκινα κι άσπρα! Θολά-θολά,
ποιός να ’σαι, άραγε,
εσύ που τρέχεις,
ποιός, τάχα, να ’σαι, αγαπημένε,
και πηγαίνεις
και λατρεύεις
κι αγνοείς.
Ποιός να ’σαι, αραγε, Εσύ,
που έζησες.
Το μηχανάκι βρέθηκε χωρίς πινακίδες,
τοπίο-ακουαρέλα, θολά-θολά,
τα χρώματα κι η θάλασσα,
περιοχή Πευκάκια.
Πώς βρέθηκες
μες στη ζωή,
ούτε που το κατάλαβες.
Ποιός να ’σαι άραγε
αν όχι
Ένας από Εμάς.