You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ:  Άνδρος

Ανθούλα Δανιήλ:  Άνδρος

Άνδρος

Your knees are pink floating islands

Virginia Woolf, The Waves

Πώς να μπαίνει άραγε η θάλασσα

με τι ορμή να έρχεται ξανά και ξανά

στα όνειρά σου το αρχιπέλαγος

μήπως αμέσως μόλις αλλάζεις πλευρό

στην κουπαστή του ύπνου

ή τη στιγμή εκείνη ακριβώς

που αρχίζω να σε σκέφτομαι;

Τα κύματα θα επιμένουν

το ξέρω, να συλλαβίζουν

μόνο το δικό σου σώμα

η μέθοδός τους η δύναμή τους

κι έτσι μαθαίνω με προσοχή

για τα πέλματα

τα μυστικά του στήθους

για τις επιθυμίες των μηρών

που πίνουν νερό στο όνομά σου

ενώ έχω προλάβει ν’ αποστηθίσω

και μάλιστα μαζί με τη Βιρτζίνια

your  knees are pink floating islands

γι’  αυτό και δεν θα σταματήσω

ν’ αντιγράφω όλους ανεξαιρέτως

τους κρυστάλλους των χειλιών

ιδίως το αιφνίδιο πέρασμα των γλουτών

στην αιωνιότητα της άμμου

επειδή κάθε κύμα σου

κάθε σπασμός

ομολογώ ότι είναι πάνω απ’ όλα

η πλήρης ανανέωση της όρασης

και βέβαια σε πιστεύω, κορίτσι μου,

διότι φτάνεις πάντα εδώ

την ώρα της έκστασης

η άφιξη στο νησί της αφής.

8.8.2024

 

 

Το ποίημα «Άνδρος» έχει σχέση με το νησί, όση και το ποίημα «Αμοργός» του Γκάτσου με το ομώνυμο αντίστοιχο νησί.

H Άνδρος, ωστόσο, το νησί,  είναι «η νήσος η έκπαγλος, η βασιλίς του Αιγαίου… η ωραιοτέρα όλων του κόσμου», λέει ο Ανδριώτης Ανδρέας Εμπειρίκος. Βρίσκεται στις Κυκλάδες κοντά στην Αθήνα, κοντά στην Εύβοια, κοντά  στην Τήνο. Σαν όλα τα νησιά είναι κι αυτό γένους θηλυκού, αλλά θυμίζει άνδρα. Ίσως γιατί ’ναι  αρρενωπό, τα έχει όλα και είναι σαν μια  μικρή Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα.

«Δεν είναι ανάγκη πλέον να κρυφθώ / Είμαι στην Άνδρο». «Κρατώ στο χέρι μου ένα κογχύλι και λέγω μέσα μου Άνδρος-Υδρούσα… Είμαι ταξιδευτής και επιστροφεύς. Η ημέρα είναι πανηγυρική. Ο ήλιος λάμπει. Ο αήρ μυρίζει από ανθούς πορτοκαλιάς και λεμονιάς. Το πέλαγος φρικιά. Κορυδαλλοί διασχίζουν τον αιθέρα. Η νήσος αγάλλεται. Η καρδιά μου σκιρτά. Εις την ψυχήν μου τρίζουν και ηχούν βοερά πτερά μεγάλων αρχαγγέλων. Αίφνης από τα σπλάχνα μου ανέρχεται μία φωνή και μέσα σε φως απόλυτον κραυγάζω.: «Άνδρος-Υδρούσα, Χαίρε!».

Αυτός είναι ο ύμνος του λάτρη ποιητή που αγάπησε την πατρίδα του και την ύμνησε και λαχτάρησε γι’ αυτήν, σαν να ήταν γυναίκα υδρούσα-ερωτική. Την πέτρα και τη θάλασσα, την πανίδα, τη χλωρίδα,  την βραχώδη ακτογραμμή και τα νερά της. Ένας μικρός παράδεισος στη μέση της θάλασσας.

Ο ερωτικός Ανδρέας Εμπειρίκος μιλάει ερωτικά για το νησί του και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που  ο Γιώργος Βέης, επέλεξε αυτό το νησί για τίτλο και όχι κάποιο άλλο. Κλείνει λοιπόν το μάτι στον αναγνώστη, (όπως συνηθίζει να λέει κι εκείνος)  να βάλει στο νου  του τον ερωτικό Εμπειρίκο. Κι αν ο Εμπειρίκος έγραψε έναν Μεγάλο Ανατολικό, ο Βέης γράφει έναν αλλιώτικο μικρό και μεταγράφει  το νησί σε ποίημα, το ποίημα σε ερωτικό κρυπτογράφημα  και το κρυπτογράφημα αποκρυπτογραφημένο γίνεται σώμα γυναικείο προικισμένο με αισθήσεις όμορφης και ερωτικής γυναίκας που ξυπνάει πόθους για ζωή και δημιουργία.

Το ποίημα είναι μακρόστενο και λυγερό, σαν γυναικείο κορμί, σαν, ας πούμε,  αγριοκάτσικο, κληματαριά και Γκρέτα Γκάρμπο, όπως έλεγε ο Σεφέρης για τη Νάνσυ Ντάρρελ (Μέρες Γ΄, 2-9-39). Και πράγματι αν δούμε καλά τη τυπωμένη του μορφή, είναι ένα όρθιο και μακρόστενο λυγερό κορμί, σπονδυλωμένο σε 32 στίχους, φτιαγμένο με λέξεις που σαν χείμαρρος κατεβαίνουν καθαρώς σεφερικά στην αφή, πάνω στην άμμο την ξανθή. Πάντως οι στίχοι του Βέη «το αιφνίδιο πέρασμα των γλουτών/ στην αιωνιότητα της άμμου», πέρα από το μη προφανές μήνυμά τους μας οδηγούν κατευθείαν σε ένα γνωστό κολλάζ του Ελύτη· την Κόρη εκείνη τη γυμνή μπροστά στον καθρέφτη που μόλις σηκώθηκε από την άμμο.

Ο τόπος και χρόνος μέσα στο ποίημα βρίσκεται εκτός των χωροχρονικών συμβατικών συντεταγμένων. Είναι η «ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν στο γλυκοχάραμα της μέρας», λέει ο Σεφέρης· είναι η ώρα η ιερή και απαραβίαστη από την όποια λογοκρισία. Είναι ο Βέης «στην κουπαστή του ύπνου» ή όταν τα έξω προβλήματα σβήνουν και ηρεμούν και  τότε μένει ελεύθερο το πεδίο, «που αρχίζω να σε σκέφτομαι». Σαν τον ομηρικό Οδυσσέα στο ακρογιάλι, σαν σε όνειρο φτάνει στην ακτή της Ναυσικάς.

Συγκεκριμένα, μέσα στους 32 στίχους, ο Βέης  ολοκληρώνει μια ιστορία. Της δίνει ένα τρίτο του ποιήματος για την προετοιμασίας με την ουδετερότητα της γεωγραφίας, αλλά έχει μπει σιγά σιγά στα κύματα και  στην άλλη ουσία, εκείνη που μεταγλωττίζει τη φύση σε γυναίκα ή  την αλληγορία της γυναίκας που απαλείφει εξωτερικά την ποίηση.

Η εξερεύνηση, αρχίζει από τα πέλματα, ανεβαίνει στο στήθος, κατεβαίνει στους μηρούς φτάνει στα γόνατα, στρίβει στους γλουτούς, ξαναανεβαίνει στα χείλη και καταλήγει  στην «ώρα της έκστασης/ … στο νησί της αφής».

Αυτή η επιμέρους εστίαση στα μέρη του σώματος, μας θυμίζει κάπως τον ζωγράφο στο Άγνωστο Αριστούργημα / Le Chef-d’œuvre inconnu του Ονορέ ντε Μπαλζάκ αλλά και στην κινηματογραφική του εκδοχή – Η Ωραία καβγατζού/ La Belle Noiseuse – τον Μισέλ Πικολί, πώς παλεύει με τη λεία σάρκα της όμορφης και νεαρής κοπέλας, του γυμνού μοντέλου -η Εμμανουέλ Μπεάρ στον ρόλο-    που του δίνει το έναυσμα να νιώσει και πάλι άνθρωπος – Άνδρας, έτοιμος για τη μεγάλη δημιουργία.

Αποκαλυπτικό φαίνεται το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου, σαν να’ χε  διαβάσει τον Μπαλζάκ ή είδε την ταινία, ο οποίος   μας δίνει το ανάλογο  στο ποίημα «Το άγαλμα και ο τεχνίτης». Το παραθέτω ολόκληρο:

 

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε από το αέτωμα.

Κουρασμένη από τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη μες στο χρόνο.

 Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά σιγά σε κένταυρο.

 

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

 

Νομίζω πως δεν χρειάζονται σχόλια για τον συμβολισμό του ποιήματος, για την αέναη πάλι του καλλιτέχνη με το έργο του, το οποίο διαρκώς το παλεύει και ποτέ δεν τελειώνει.

Ο Οδυσσέας Ελύτης, με τον δικό του τρόπο, σαν ζωγράφος ή γλύπτης  επεξεργάζεται το μυστήριο της ζωής μέσα από ένα γυναικείο σώμα, στο ποίημα με τον τίτλο «Σπουδή γυμνού», της συλλογής Μαρία Νεφέλη, από όπου παραθέτω το απόσπασμα:

Ο μακρύς δρόμος του ανθρώπου
από το δνοφερόν στο αείφωτον
ψαύοντας δάχτυλο το δάχτυλο εωσότου ο κόλπος
όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα
που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·

ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα.

Επειδή δε γίνεται. Ο περίπλους

γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό

τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο

αναποκάλυπτο παρθένας που ξαναγεννιέται…

  

Μια θαυμάσια περιήγηση που περιγράφει το μυστήριο της ζωής – από το δνοφερόν στο αείφωτον- παραμένοντας όμως απέξω, χωρίς να ερμηνεύσει το «αίνιγμα» που κρύβεται από μέσα.

Ο  Γιώργος Σεφέρης  στον δικό του «Ερωτικό Λόγο» θα μας μιλήσει για το «σκοτεινό ανατρίχιασμα», τη δύναμη που υπηρετεί τη  ΖΩΗ και τη δημιουργία, που συγκλονίζει τον άνθρωπο και που ολοκληρώνει την έννοια άνθρωπος. Παραθέτω απόσπασμα:

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

…………………………………………………………

   …. …………..… τ᾿ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να  ᾿σουν εσύ που θα ᾿φερνες την ξεχασμένη αυγή!

………………………………………………………

Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,

μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

 

Ούτε και ο Σεφέρης θα κατακτήσει το ποθούμενο, θα λύσει τα μυστήριο ή θα καταλήξει σε αίσιο τέλος … θα παραμείνει στη μνήμη «ένας βαρύς ρυθμός» ένα «ρόδο της μοίρας» που τον πλήγωσε.

Και τώρα ο απολογισμός. Ο άνθρωπος μπορεί να έχει μια ερωμένη ή πολλές. Ο καλλιτέχνης όμως, ο ποιητής, στην προκειμένη περίπτωση, έχει μία ή πολλές, αλλά κυρίως μία μόνιμη, την οποία ερωτεύεται διά βίου· την τέχνη του, που είναι πάντα το «κορίτσι» του, σαν τα κορίτσια του Ελύτη, πάντα νέα, όμορφη και Κόρη, γιατί όπως λέει και ο Νίκος Εγγονόπουλος στο «Πρωινό τραγούδι», «ο ποιητής πρέπει να έχει τη ροκάνα του». Μ’ αυτήν να ξυπνάει τις κοιμισμένες συνειδήσεις, ας πούμε, ή με αυτήν να δίνει το «παρών» στη μάχη.

Στο Πεδίον του Άρεως, Ημέρα Ανάγνωσης Ποιημάτων, ο Γιώργος Βέης, έπαιξε με την δική του ροκάνα και της έδωσε το όνομα «Άνδρος», την ονειρεύτηκε σαν ωραία και ερωτική γυναίκα και κατάφερε να φτάσει  «στο νησί της αφής».

Όσο για μένα θα συμφωνήσω μ’ αυτόν που είπε: The beauty is in the eye of the beholder…

 

 

    Ανθούλα Δανιήλ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.