Το τρένο τελικά ξεκινάει. Τρία τέταρτα καθυστέρηση σε κάνει να μιλάς με τους πλαϊνούς σου, τους απέναντι και τον Θεό. Όσο για τη διαδρομή… Δυο ώρες και σαράντα λεπτά, μέσα από χωράφια, οροπέδια, δυο γέφυρες κι ένα τούνελ, που έχεις ξαναπεράσει. Πιάνω κουβέντα με τον διπλανό μου. Εγώ γεωπόνος, πάω για πρόβλημα σε αμπελώνες γνωστού οινοποιού. Εκείνος δημόσιος υπάλληλος και συγγραφέας, όπως δηλώνει. Πάει σε γάμο…
– Τι να κάνω; Είναι η νύφη από ’κει! Ο γαμπρός συνάδελφος, χρόνια μαζί στη δουλειά…
Για να μη φανεί σαν αγγαρεία, αλλάζει κουβέντα.
– Γεωπόνος, είπατε. Σπουδαίο επάγγελμα. Ο γιατρός της γης! Σήμερα πια χρειάζονται επιστημονικές γνώσεις, δεν φτάνουν η παράδοση και η πείρα…
Δεν προλαβαίνω να πω κάτι. Συνεχίζει για τη δική του δουλειά στο Δημόσιο. Πόσο πολλοί την υποτιμούν, αλλά και πώς αλλιώς θα λειτουργούσαν οι σχέσεις του κράτους με τον πολίτη. Τη σέβεται και την υπηρετεί πιστά! Τού αφήνει και τόσο ελεύθερο χρόνο. Αγαπάει τα βιβλία. Με πάθος! Σα να ζει μαζί τους άλλες ζωές! Και βέβαια, πάνω από όλα αγαπάει το γράψιμο. Τότε γίνεται ο ίδιος άλλος άνθρωπος…
– Έχετε γράψει δικό σας βιβλίο ή βιβλία, ρωτάω.
– Όχι. Έχω δημοσιεύσει μια σειρά δοκίμια στο λογοτεχνικό περιοδικό «Επίλογος». Όμως κι αυτό έκλεισε. Οικονομικοί λόγοι. Δοκίμασα και το διαδίκτυο. Καμία σοβαρή ανταπόκριση. Δεν διαβάζει ο κόσμος πια. Φωνές στο κενό…
Μέσα από το κενό κι εγώ, θέλω να τον ενθαρρύνω, αλλά πώς. Τα διαβάσματα μου δεν έχουν ξεπεράσει μερικές παιδικές φυλλάδες. Οι γονείς μου ήταν της δουλειάς. Η μόνη ανάσα όλων μας ήταν το χωριό του παππού. Εκείνος μού έμαθε να αγαπώ τη γη και να την αφουγκράζομαι. Από τότε άρχισα τη γεωπονία. Αργότερα ήρθαν οι σπουδές, η υποτροφία, η ειδικότητα… Και η οικογένεια.
– Έχετε οικογένεια, τον ρωτάω για να πω κάτι.
– Οι γονείς μου δεν ζουν, εγώ δεν παντρεύτηκα. Είμαι στα σαράντα και… Στα πρώτα μου νιάτα, ήθελα να ταξιδέψω, να γνωρίσω νέους κόσμους, άλλους ανθρώπους, να εμπνευστώ, να ερωτευτώ… Κάτι γνώρισα, κάτι ένοιωσα… Χωρίς έμπνευση.
Συνέχισε νοσταλγικά την αναδρομή. Το είχε καταλάβει από μικρός όταν έμαθε να διαβάζει. Οι λέξεις είναι ζωντανές. Αλλάζουν τη σειρά μεταξύ τους, γίνονται λόγος, ερωτήματα, συναίσθημα, ιδέες… Αν δεν προλάβεις να τις σώσεις, χάνονται. Από το παράθυρό του τότε έβλεπε το μικρό λιμάνι με τους γλάρους, αμέτρητους… Οι μακριές φτερούγες τους δεν ήταν γρήγορες, πέταγαν όμως άφοβα κόντρα στον άνεμο.
– Ρώτα με ό,τι θέλεις για φυτά, υβρίδια, λιπάσματα, φάρμακα, μηχανήματα, αγρότες… Θα στα πω όλα. Από λογοτεχνία όμως, δεν έχω ιδέα. Ομολογώ!
– Η αρχή είναι το μισό της όλης προσπάθειας. Το έλεγαν οι σοφοί μας. Κάνε την αρχή και βλέπεις. Εγώ, πριν ένα χρόνο, άρχισα να γράφω την αυτοβιογραφία μου…
Ξαφνιάστηκα.
– Δεν είναι νωρίς ακόμα;
– Η λέξη είναι πολύ βαριά! Αυτό-βιο-γραφία… Εγώ δεν γράφω για να επιδείξω ή να αποδείξω στους άλλους ποιος είμαι. Κανένας δεν νοιάζεται. Γράφω, μήπως και καταλάβω ο ίδιος ποιος είμαι… Θα προλάβω άραγε;
Τον κοίταζα αμήχανα. Τι λέει; Φταίω αδιάβαστος εγώ που δεν πιάνω το νόημα ή έχει αυτός σαλτάρει από το διάβασμα. Έψαχνα κάτι να πω, να κρύψω την απορία μου…
– Εύχομαι να ολοκληρώσεις το έργο σου!
Ακολούθησε σιωπή αμήχανη που αποφάσισα να διακόψω. Άρχισα να μιλάω για μένα. Ποιος είμαι; Ποτέ δεν αναρωτήθηκα. Και πού καιρός να μένει για να σκέφτομαι; Οι επίμονες ανάγκες της οικογένειας, η ανατροφή των παιδιών, τα προβλήματα της δουλειάς, η ρουτίνα… Αυτή είναι η ζωή;
Αλλάξαμε κουβέντα. Για την κλιματική αλλαγή, τα πυρηνικά, την τεχνητή νοημοσύνη, τα αρνητικά της τεχνολογίας… Να που ανακαλύπταμε κοινούς τόπους… Στο μεταξύ, το τρένο είχε αρχίσει να κόβει ταχύτητα. Φτάνουμε; Φόρεσα βιαστικά το σακάκι μου. Του έδωσα μια κάρτα μου.
– Εγώ δεν έχω κάρτα. Ανώνυμος, μου είπε.
– Κι εγώ που έχω; Άγνωστος, του είπα. Τώρα όμως έχεις το κινητό μου, αν ποτέ… Θα απαντήσω σίγουρα! Καλή διασκέδαση στο γάμο!
– Κι εσύ καλή δουλειά!
Έχει κι η καθυστέρηση ενός τρένου τα καλά της. Σήμερα πια κανένας δεν μιλάει σε κανένα.
………………………………………………………………………………………………………………………
.