You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Στέφανος Κωνσταντινίδης, Μετα-ΛΕΞΗΜΑΤΑ, Βακχικόν, 2024

Αγάθη Γεωργιάδου: Στέφανος Κωνσταντινίδης, Μετα-ΛΕΞΗΜΑΤΑ, Βακχικόν, 2024

Οκτώ χρόνια μετά την ποιητική συλλογή Λεξήματα και την τρίτομη μυθιστορηματική τριλογία του (Νομάδας Α’: Η Έξοδος, Νομάδας Β’: Εκβάτανα, Νομάδας Γ’: Μετά τα Εκβάτανα), ο Στέφανος Κωνσταντινίδης επανέρχεται με την έβδομη ποιητική συλλογή του, Μετα-ΛΕΞΗΜΑΤΑ, δίνοντάς μας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη τόσο των θεματικών όσο και των υφολογικών του επιλογών. Η λέξη «μετα-» στον τίτλο σηματοδοτεί τη συνέχιση της ποιητικής του πορείας, ενώ ταυτόχρονα αντανακλά την τάση αναθεώρησης και αναστοχασμού της σύγχρονης εποχής.

Στη συλλογή, ο ποιητής ασχολείται με θέματα όπως ο ατομικισμός, η καπήλευση και η απώλεια των ιδανικών. Περιλαμβάνει σαράντα πέντε ποιήματα, ορισμένα από τα οποία είναι πολύπτυχα και τοποθετούνται κριτικά απέναντι στην κοινωνία και τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, ως ποιητής με έντονη πολιτική και κοινωνική συνείδηση, εκφράζει την αγωνία του για την εποχή μας, ενώ η πολυθεματικότητα και η πολυσημία της συλλογής αναδεικνύουν τη βαθιά φιλοσοφική του διάθεση. Οι πλούσιες διακειμενικές αναφορές, από τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο, τον Θουκυδίδη, τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Καβάφη ως τον Ρεμπώ, τον Πόε, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Σαχτούρη, τον Μόντη, τον Χαραλαμπίδη καθώς και λαϊκούς τραγουδιστές, προσδίδουν στα ποιήματά του διαχρονικότητα και συνδέουν το έργο του με την ευρύτερη λογοτεχνική παράδοση.

Τα ποιήματα καλύπτουν ένα εύρος θεμάτων, από τον έρωτα και την απογοήτευση για την παρακμή των οραμάτων, έως την αγωνία για τον χρόνο και το εφήμερο του ανθρώπου, δημιουργώντας ένα στοχαστικό περιβάλλον που καλεί τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για τον ρόλο του ανθρώπου στην Ιστορία, στη ζωή και στον κόσμο. Οι προσωπικές ανησυχίες του ποιητή προσδίδουν στην ποίηση του έναν έντονο συναισθηματικό και υπαρξιακό χαρακτήρα. Σε συνέντευξή του, ο ίδιος αναγνωρίζει τρεις βασικές θεματικές διαστάσεις στη συλλογή: την ιστορική, την κοινωνική και την υπαρξιακή, οι οποίες διαπλέκονται αρμονικά. Όπως επισημαίνει, αυτές οι διαστάσεις «διασυνδέονται στον ρυθμό της ηρακλείτειας διαλεκτικής», με την ένωση των αντιθέτων να βρίσκεται στο επίκεντρο της ποιητικής του προσέγγισης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναδύονται και άλλες επιμέρους θεματικές: η συνομιλία του ποιητή με το παρελθόν, ο φενακισμός της καθημερινότητας, η αγωνία της λήθης, καθώς και η αγάπη για την πατρίδα και η αυτοαναφορικότητα. Το ποιητικό έργο του Κωνσταντινίδη συνδυάζει την προσωπική του θλίψη με τη συλλογική απογοήτευση για την παρακμή των μεγάλων αγώνων. Ένα από τα χαρακτηριστικά ποιήματα της συλλογής είναι το «Σκουριές», στο οποίο γίνεται λόγος για την αλλοίωση των ονείρων και την εμπορευματοποίηση των ιδεών, εκφράζοντας την απογοήτευση του ποιητή για τα χαμένα οράματα:

«Σκούριασαν τα όνειρά μας

Μελπομένη
όπως τα πόμολα

στις παλιές πόρτες.

Σκούριασαν

κι οι σιδερωμένες αλήθειες
που μας σερβίρουν,
σκούριασαν κι οι ένοπλοι έρωτές μας.
Μείναμε από οράματα
ξεμείναμε από μέλλον.»

Το ποίημα Μεταθανατίως, που κοσμεί το οπισθόφυλλο της συλλογής, συγχωνεύει τρεις θεμελιώδεις αγωνίες του ποιητή: την ιστορική, την ποιητική και την υπαρξιακή, όπως φαίνεται από τους στίχους του:

«Τα είπαμε όλα
και στην ενεργητική
και την παθητική φωνή
και στον ενεστώτα
και τον αόριστο.
Ας μην υποχρεωθούμε
να κάνουμε αποκαλύψεις
και στον τετελεσμένο μέλλοντα.
Αυτά θα τα αποκαλύψει
η νεκροψία των ονείρων
μεταθανατίως
και η σκαπάνη των αρχαιολόγων
στις Μυκήνες
την Τροία
και την Καρχηδόνα.»

Στο ποίημα «Στιγμές» ο ποιητής παραλληλίζει τον εαυτό του με έναν «γερασμένο τοξότη» που επιστρέφει από τον πόλεμο της Τροίας χαϊδεύοντας «τα σκουριασμένα καράβια» των ονείρων του, κουρασμένος και απογοητευμένος, κι «ούτε μια μήνυση δεν μπορεί να κάνει στην Ιστορία». Κι όμως δε χάνει τις ελπίδες του. Τις εναποθέτει στις μελλοντικές γενιές όπως δείχνει η προμετωπίδα της συλλογής, στην οποία επιλέγει εκείνους τους στίχους από το ποίημα του Αναγνωστάκη «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.», στους οποίους διαφαίνεται μια αχνή ελπίδα για το μέλλον:

«Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες

Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους

Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα

Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους».

Στο ίδιο ποίημα «Στιγμές» ο ποιητής αυτοβιογραφείται. Μιλάει για τα προσωπικά του βιώματα και σκιαγραφεί τη ζωή του από τα πρώτα σχολικά του χρόνια μέχρι την εμπειρία των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως το Βιετνάμ, το Νταχάου, τη δικτατορία, την εισβολή και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Με εμφανή ειρωνική διάθεση τα χαρακτηρίζει ως τα «καινούρια επιτεύγματα» του κόσμου. Άλλοτε με λύπη κι άλλοτε με ειρωνεία στηλιτεύει τις ψεύτικες αλήθειες που μας σερβίρουν καθημερινά, την υπερβολική έμφαση στην πολιτική ορθότητα και τα «σιδερωμένα» χαμόγελα που προβάλλονται ως κανονικότητα.

Η κυκλικότητα του χρόνου με την αέναη εναλλαγή ακμής και παρακμής, που ανάγεται στο υπαρξιακό ζήτημα και στη μεταθανάτια λήθη, αποτελεί επίσης σημαντικό θέμα της συλλογής. Στο ποίημα «Ψηφίδες ΙΙ» ο ποιητής μονολογεί απευθυνόμενος στον εαυτό του:

«Σκέφτεσαι πόσο αβάστακτη
θα είναι η άχρονη αιωνιότητα.
Ευτυχώς εσύ
θα είσαι ένα άστρο
δεν θα τη νιώθεις.
Λυπήσου αυτούς
που θα τη νιώθουν
για λογαριασμό σου.»

Κεντρικό μοτίβο στη συλλογή είναι και ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του. Οι αγαπημένες του μυθολογικές περσόνες, η Πηνελόπη και η Ελένη, αποκτούν νέα σημειολογία, ανατρέποντας το ομηρικό πρότυπο. Στο ποίημα «Πηνελόπη», η ομηρική ηρωίδα, αντί να ενσαρκώνει την υπομονή και τη συζυγική πίστη, εμφανίζεται να αναζητά εραστές, ενώ η επιστροφή του Οδυσσέα την αφήνει με ένα αίσθημα ματαιότητας για τους πόθους που δεν ευοδώθηκαν. Με την ανατροπή των μύθων ο ποιητής δείχνει πως ο έρωτας μπορεί να είναι πιο δυνατός από την υπομονή ή την πίστη σε κάτι μακρινό και αβέβαιο.

Στην ενότητα «Τρεις παραλλαγές στον έρωτα» αποθεώνεται ο σωματικός έρωτας. Ίσως γι’ αυτό και ο ποιητής «δικαιώνει» τη φυγή της Ελένης από τη Σπάρτη για την Τροία, αναζητώντας την αμαρτία της νιότης και μια διέξοδο από την ξηρασία της ζωής της με τον Μενέλαο. «Η Ελένη / η Πηνελόπη, η Ιφιγένεια, η Ναυσικά, / η Καλυψώ, η Κίρκη, η Βρισηίς, η Ευρυνόμη, / η Κλυταιμήστρα, η Λαοδίκη, η Εκάβη / η Ανδρομάχη, η Κασσάνδρα / οι γυναίκες του Ομήρου», στη δωδέκατη ενότητα του ιδίου ποιήματος, είναι όλες όσες δεν χόρτασαν τον έρωτα και το χάδι, που είχαν ματαιωμένα όνειρα, «που πιάστηκαν σ’ ένα δίχτυ» και «απολιθωμένες οι φωνές τους / δεν περιμένουν / τίποτε πια / ούτε τους αρχαιολόγους».

Πέρα από τον γήινο έρωτα, τη συλλογή διαπερνά κι ο έρωτας της πατρίδας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, αυτός που ενέπνευσε ανιδιοτελή αγωνιστικότητα στον Αντώνη Οικονόμου και τον Κυριάκο Μάτση. Τον ποιητή φλέγει η οδύνη για την Κύπρο, γιατί ψυχανεμίζεται πως το νησί υπνώττει και οδεύει προς «τετελεσμένα» ξεχνώντας τον εθνικό στόχο και τους άταφους νεκρούς, παρασυρμένο από τις σειρήνες του καταναλωτισμού και της ευμάρειας. Πολλά ποιήματα της συλλογής τα διατρέχει αλληγορικά η μορφή του Ονήσιλου, που συμβολίζει την ανάγκη για αγώνα και θυσία, καθώς οι μέλισσες στο κρανίο του στέλνουν δυσοίωνα μηνύματα για τον μέλλον. Με αναφορές στους φιλοπερσικούς Αμαθούσιους και τους φιλήδονες Συβαρίτες, ο ποιητής υπενθυμίζει το χρέος μας για την απελευθέρωση της κατεχόμενης γης μας. Κατά βάθος όμως δεν ευελπιστεί πως θα ’ρθει η πασχαλιά, όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Άνοιξη»:

«Πολύ κουρασμένη

και θλιμμένη

έφτασε φέτος η άνοιξη.

Τα λουλούδια της

δεν φυτρώνουν πια

στη Γάζα

και στον Πενταδάκτυλο

τη Γιαλούσα

και τον Ποταμό του Κάμπου.

Ρωτάνε πότε θα γιορτάσουν

Πάσχα,

κι η άνοιξη θλιμμένη

σιωπά».

Η συλλογή του Κωνσταντινίδη είναι ένα ποιητικό έργο που θέτει επίκαιρα ερωτήματα, αγγίζοντας τόσο το ιστορικό όσο και το προσωπικό επίπεδο. Με όχημα τις λέξεις, ο ποιητής αναζητά τον «μετα-άνθρωπο», αυτόν που θα επιδιώξει την αλήθεια και την αυθεντικότητα, αντιστεκόμενος στην εκμετάλλευση και την ευτέλεια της εποχής. Ορατή στη συλλογή είναι και η αγωνία για το μέλλον της ποίησής του, που εκδηλώνεται με αναφορές στον «τετελεσμένο μέλλοντα». Σ’ αυτή την αγωνία εναποθέτει και το στοίχημα της υστεροφημίας του, όπως φαίνεται στο ποίημα «Μικρή φιλοδοξία»:

«Δεν έχω

μεγάλες φιλοδοξίες

όπως άλλοι

για την ποίησή μου.

Ελπίζω μόνο

έναν αιώνα

μετά τον θάνατό μου

να διασωθεί μια λέξη

μια φράση

ένας στίχος

ίσως κι ένα ποίημα

από όσα έγραψα,

αυτό που ενόχλησε περισσότερο

να στριφογυρίζει

στο διάστημα

ανάμεσα στους γαλαξίες

και να ενοχλεί ακόμη.

Το στοίχημα μιας

κάποιας αιωνιότητας

πέρα από τη χώρα

των αδόξαστων ίσκιων».

Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης με το έργο του αποδεικνύει ότι η ποίηση παραμένει μια ζωντανή και επίκαιρη δύναμη, ικανή να προκαλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στην Ιστορία, την κοινωνία και την ανθρώπινη ύπαρξη. Με τη συλλογή αυτή, ο ποιητής συνεχίζει να μας καλεί σε διαρκή επαγρύπνηση για τις σπουδαίες αξίες, υποδεικνύοντας και την ευθύνη του ποιητή για το μέλλον του ανθρώπου.

 

Αγάθη Γεωργιάδου, Δρ φιλολογίας, κριτικός λογοτεχνίας

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.