ΔΕΛΦΟΙ
This is the place, gentlemen, this is the place
Αυτός είναι ο τόπος, Κύριοι, αυτός είναι ο τόπος
(Γ. Σεφέρης)
Ποιος τόπος; Οι ΔΕΛΦΟΙ, ο ομφαλός της γης, η μήτρα, η δελφύς, η κοιλιά, από όπου με άλφα αθροιστικό προκύπτει ο αδελφός.
Φαιδριάδες, θέση που μας προκαλεί δέος, όπως και το θαύμα της ζωής και κάτω η Κασταλία η πηγή με τα ολοκάθαρα και αγνά νερά.
Οπωσδήποτε οι Δελφοί, ο τόπος είναι συνυφασμένος με τον ναό του Απόλλωνα, του θεού του φωτεινού, του μάντη, του προφήτη, του ποιητή. Για τον προσκυνητή που φθάνει εδώ για να ζητήσει χρησμό –ας υποθέσουμε: «είμαι ποιητής ή δεν είμαι;»- ο Άναξ Απόλλων ούτε λέγει ούτε κρύπτει μόνο σημαίνει· με υπονοούμενα μιλάει δηλαδή σαν τη Σφίγγα που και εκείνη τραγουδώντας έθετε το ερώτημα… Η ικανότητα για ερμηνεία και η μελέτη των σημείων θα δώσει στον ερωτώντα την απάντηση. Το αίνιγμα απαιτεί άξιο λύτη.
Απόλλων, λοιπόν, το όνομά του, χρυσάωρ, το επίθετο, κατεβαίνει από τον ουρανό- από τον ήλιο τον χρυσό, από τον Όλυμπο- χρυσοσπάθης και με χρυσά τόξα, με τα κυνικά καύματα που λέει ο λαός και επίσης ο Σεφέρης, με τα πύρινα όλο φωτιά βέλη δηλαδή θερίζει το στρατόπεδο των Αχαιών, γιατί είναι θυμωμένος· ο Κάλβος όμως πήρε από τα χέρια του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα της Ποίησης. Ποια ιδιότητα έχει τελικά ο θεός; ανάλογα με την περίσταση, ο Απόλλων είναι ο Αβαδδών, δηλαδή ο Απολλύων (από το ρήμα απόλλυμι), ο καταστροφέας, ο ολετήρας, ο άγγελος του ολέθρου, αλλά εδώ, για μας, σήμερα είναι ο θεός της Ποίησης. Και αρχιερέας του είναι ο Άγγελος Σικελιανός. Αυτός ο μέγας και ανεπανάληπτος στο είδος του ποιητής, που δεν ήταν άνθρωπος κανονικός· ήταν κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και θεό.
Γεννήθηκε στη Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – πέθανε στην Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951. Ανήκει στους μείζονες Έλληνες ποιητές και αποτελεί τη μεγάλη γέφυρα που οδηγεί από την παραδοσιακή ποίηση στην μοντέρνα. Θυμίζω πως ο Σεφέρης νιώθει δέος για την «Ιερά Οδό» του και ο Ελύτης τον έχει σε πολύ μεγάλη εκτίμηση με συχνές αναφορές στα Ανοιχτά Χαρτιά του, τα δοκίμιά του.
Γι’ αυτό ας μη θεωρηθεί υπερβολή αν πω πως ο Σικελιανός είναι η μετενσάρκωση του Αισχύλου στην εποχή μας.
Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτόν εδώ τον ομφαλό της γης, στους Δελφούς, είχε διοργανώσει εκείνος πριν από εκατό χρόνια, μαζί με τη σύζυγό του Εύα Πάλμερ, που διέθετε τα χρήματα, τις Δελφικές Εορτές. Ήτοι, το 1927 ανέβασε την τραγωδία του Αισχύλου Προμηθέας Δεσμώτης και το 1930 Ικέτιδες, έκανε λαμπαδηδρομίες και αθλητικούς αγώνες, πήραν φωτιά οι αργαλειοί της Αράχοβας να υφαίνουν κοστούμια. Ήταν σαν θεός και προσπάθησε στην κυριολεξία να αναστήσει νεκρό.
Το στοίχημα της ζωής του ήταν να αναβιώσει την αρχαία ελληνική παράδοση, να αναδείξει την επιβίωση της αρχαιότητας στη σύγχρονη ζωή, να επισημάνει τον συγκερασμό της αρχαίας θρησκείας με τον χριστιανισμό. Να ενώσει τον αρχαίο κόσμο με τον σημερινό, τον Διόνυσο με τον Χριστό. Η ιδέα της παγκόσμιας και διαχρονικής αυτής ενότητας, εκφράστηκε ως «Δελφική Ιδέα», που «ανάγεται στο απώτατο ιστορικό παρελθόν· είναι ένα σύνθημα οικουμενικό που γίνεται κατανοητό με τον πνευματικό λόγο τον Δημιουργικό, είναι υπεράνω τόπων και εποχών, είναι η ίδια χριστιανική Ιδέα, αλλά αυτή τη φορά αναλαβαίνοντας ολόκληρο το ιστορικόν ανάστημά της και εισχωρώντας στα άδυτα του χρόνου», μας λέει.
Ο Σικελιανός, είναι ο ποιητής που επιχειρεί, με γιγάντιο διασκελισμό, να ενώσει τον κόσμο και τον χρόνο ολόκληρο. Γι’ αυτό και εμμένει εμφατικά στην ιδεολογική συνέχεια. Πεζός Λόγος, Ποίηση και Θέατρο τάχθηκαν όλα στην υπηρεσία του μεγάλου στόχου. Εργαλείο του η μυθολογία. Οι ήρωες του εξανθρωπίστηκαν, έλαβαν σάρκα και οστά, απέκτησαν ανθρώπινα πάθη και μοίρα. Ο Απόλλωνας, ο Διόνυσος, ο Προμηθέας, ο Άδωνις, ο Χριστός, αλλά και ο Βαγγέλης «Στ’ Όσιου Λουκά το Μοναστήρι», ο Ιησούς και οι μαθητές του στο «Άγραφον». Η Δήμητρα, η Περσεφόνη, η Αλκμήνη, η Άρτεμις, η Παναγία, αλλά και η μάνα του Βαγγέλη η Γιώργαινα και η μεγάλη Αρκούδα, σύμβολο της μάνας Φύσης, στην «Ιερά οδό». Η Ελλάδα εμφανίζεται σαν Παναγία Πλατυτέρα στους «Επίνικους». Όλα τα πρόσωπα του μύθου, της θρησκείας και της καθημερινής ζωής, όλα έχουν μερίδιο στο ανθρώπινο πάθος και το ανθρώπινο πάθος είναι το απείκασμα του θείου.
Με το πνεύμα του, περιφερόμενο ανάμεσα στον αρχαίο και σύγχρονο κόσμο, ο χρόνος συστέλλεται, και το παρόν περιλαμβάνει ολόκληρο το παρελθόν.
Γι’ αυτό και ο τραγικός και δραματικός λόγος του, η γλώσσα του, γεμάτη με λευκαδικά διαλεκτικά στοιχεία, βρίσκεται σε «αμιλλητήριον τάχος», δηλαδή σε αγώνα ταχύτητας με την αρχαία γλώσσα (ποίημα «Μήτηρ Θεού», ΙΙΙ) .
Ο Σικελιανός αντιμετωπίζει τη φύση με πολύ σεβασμό, Η φύση δεν είναι ντεκόρ των ποιημάτων του αλλά η πρώτη ύλη της ανθρώπινης ουσίας, αφού από χώμα και νερό είμαστε πλασμένοι. Η αρκούδα που βασανίζει ο γύφτος στην «Ιερά Οδό», είναι η γη, η φύση πάνω στην οποία ο άνθρωπος, έχει βιαιοπραγήσει και βιαιοπραγεί. Κι έτσι γίνεται τραγικά επίκαιρος, εφόσον, ως προφήτης και μάντης, επισημαίνει τον κίνδυνο και προτείνει με έμφαση πως ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία είναι η συμφιλίωση.
Αν παραβλέψουμε τον στόμφο στο λόγο του και τα πομπώδη επιφωνήματά του, θα δούμε τη βιοθεωρία του και θα καταλάβουμε πως ο Σικελιανός δεν είναι ένας που μιλάει για τους μακρινούς προγόνους μας, αλλά ένας που προβάλλει μέσα στο έργο του τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
Να συνυπολογίσουμε ότι οδεύοντας προς την Ελευσίνα, βγαίνοντας στην Ιερά Οδό, κάθισε σε μια πέτρα «ριζωμένη» που του φάνηκε «θρονί…μοιραμένο απ’ τους αιώνες». Δηλαδή τον επέλεξαν οι αιώνες, για να μιλήσει γι’ αυτά που αναφέρει, και η Ιερά οδός, πραγματική και ποιητική, γίνεται δρόμος της ψυχής, μέσα από τον οποίο θα ταυτιστεί με τη φύση για να φέρει την ελπίδα στο σύγχρονο, αποπροσανατολισμένο άνθρωπο.
Στο ποίημα «Αναδυομένη», το κύριο γεγονός είναι, βεβαίως, η γέννηση της Αφροδίτης. Ο τοκετός είναι δύσκολος και η θεά, με διάμεσο τον ποιητή, παρακαλεί τις αύρες να τη βοηθήσουν να απαλλαγεί από το βαρύ πέλαγο και να ανυψωθεί προς τον ουρανό και τον ήλιο· και εδώ είναι που νομίζεις πως εγκυμονεί ο ίδιος :
Αύρες, τρεχάτε ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα, έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ
μες του Ήλιου την αγκάλη…
έχουμε έναν τοκετό όπου, όπως λέει και ο Σεφέρης, το πέλαγο «τίναξε» την Αφροδίτη, δηλαδή τη γέννησε.
Οι θαλασσινές θεότητες, Κυμοθόη και Γλαύκη, είναι τα πνεύματα του Καλού και η ιδέα του Καλού, παίρνει ανθρώπινη μορφή, νεαρής κοπέλας κατά κανόνα, που συντρέχει όπου υπάρχει ανάγκη. Πρόκειται για την ανθρωποποίηση των αφηρημένων εννοιών, την οποία ο Σικελιανός κληρονόμησε από τους αρχαίους Έλληνες, όπως και ο Οδυσσέας Ελύτης στη συνέχεια. Με την «Αναδυομένη» ο Σικελιανός, και όχι μόνο, πετυχαίνει την θεοποίηση του ελληνικού τοπίου, που είναι ριζωμένο στη θάλασσα λουσμένο στο φως του ήλιου και ανυψώνεται προς τον ουρανό.
Τέλος, ο Σικελιανός είναι το alter ego, των ηρώων του, ενυπάρχει στον Δαίδαλο, στον Ασκληπιό, στον Προμηθέα, στον Διόνυσο, στον Χριστό. Είναι μύστης, μάντης, προφήτης και δημιουργός. Και γιατί όχι, είναι θεός και ημίθεος και άνθρωπος και ελευθερωτής και μαχητής ενάντια στο Κακό.
Επιμύθιο
Ο Γιώργος Σεφέρης έγραφε στον φίλο του Γιώργο Κατσίμπαλη… «Βαθιοί πατέρες …» (έχοντας φυσικά στο νου του τους στίχους του Πολ Βαλερύ από το Παραθαλάσσιο νεκροταφείο – Le Cimetière marin, Pères profonds, têtes inhabitées…που βρίσκεστε κάτω από τόσων φτυαριών το βάρος…) «Μου είναι πιο ελαφρύ να τους βλέπω μαζί … να χάνουνται κάτω από τα πεύκα καθώς βραδιάζει» (Κοριτσά, 5 Απριλίου 1937).
Κι αμέσως αναδύεται από τη μνήμη ο πίνακας του Ρόμπερτ Τσιντ (Robert Zünd, 1826- 1909) Πορεία προς Εμμαούς. Ο Ιησούς φεύγει μέσα στα πεύκα, αργά αργά, με τους δύο μαθητές του. Υπάρχει μια ανεπαίσθητη κίνηση και τα πεύκα λυγίζουν σαν σε υπόκλιση.
Ο Σεφέρης, λοιπόν, βλέπει τους πατέρες να χάνουνται κάτω από τα πεύκα, να τους απορροφά το χώμα, όπως το νεράκι της βροχής.
Ο Σικελιανός στις δύσκολες εθνικές ώρες τους βλέπει στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες· Κι είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες. Κι εγώ τους βλέπω, στην τελευταία σειρά να παρακολουθούν τι λέμε με τον Άγγελο Σικελιανό στο πρώτο θεωρείο του ουρανού…
Ανθούλα Δανιήλ