ΕΝΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ
Η ολιγωρία των φύλλων
Μα πώς να κλείσεις ένα φύλλο στα χέρια σου
όταν εκείνο κλίνει το πρόσωπό του
κοιτάζοντας του ήλιου το στέμμα
στην ύστατη κλήση της Δύσης…
Και πώς να μην θυμηθείς έναν φίλο
που έφυγε γι’ άλλη γης γι’ άλλα μέρη
με φίλιες αναμνήσεις στης καρδιάς του τα φύλλα…
Ε, μα δεν είναι η κλίση της κλήσης μετέωρη;
Δεν είναι τα φύλλα των φίλων που μέλπουν ελπίδες;
Ή μήπως είναι η κλίση των φύλλων μετέωρη
κι η κλήση των φίλων, δίχως ελπίδα;
Η άρνηση του τζίτζικα
Ένα καλοκαίρι
έντρομο έφυγε
ωσάν ήρωας αναίτιου δράματος.
Κι όχι τόσο γιατί φοβάται
μην κάτι δεν του βγει σε καλό,
αλλά γιατί έπιασε τον εαυτό του
να μην τον αναγνωρίζει…
«Η μίμησις», είπε, «σπαράσσεται»…
Μοναχά κάτι παλιές εικόνες τού θύμιζαν
μέρες με λέξεις γενέθλιες
που πια σαν μαινάδες ορθώθηκαν
να το σπαράξουν αγρίως.
«Οποία ύβρις», ένας τζίτζικας λάλησε
πλην σιγώντας αρνούμενος να συμπράξει
στα χορικά που ετοίμαζε
ο σκηνοθέτης του αδόκητου…
Ένας ήλιος ανίερος
Είπε ο λαγός στη χελώνα:
«Τι καλοκαίρι και τούτο
να νέμεται τις ελπίδες μας
με τα πέλματα των καυσώνων του
κι εκείνος ο ήλιος
που περνάει αμείλικτος
και δεν σέβεται τα φύλλα των δέντρων
ούτε καν την ικεσία των τριαντάφυλλων».
Πλάι πλάι προχωράνε οι δυο τους…
Ψηλά με αναίδεια εκείνος
ενορχηστρώνει τον άνεμο
και κοιτά τα κιτάπια του
γελώντας σαρδόνια.
Έχει σε αυτά συμπεριλάβει ακριβώς και τους δύο.
Α, καλοκαίρι, καλοκαιράκι της ζωής
καλοκαίρι της ραστώνης, των νησιών
των πανηγυριών,
και του έρωτα κ.λπ., κ.λπ. …
Αχ, άγριο καλοκαίρι της φωτιάς
σε ουρλιάζουνε όλα
με αρχέγονες ιαχές…
«΄Αι… καλοκαίρι κι εσύ κι ο ανίερος ήλιος σου…».