Στο ορεινό παραδοσιακό χωριό που είχε το εξοχικό της, αποτελούσε εδώ και χρόνια αγαπημένο θέμα συζήτησης…
Τα σχόλια θετικά ή αρνητικά έδιναν και έπαιρναν κάθε φορά που εμφανίζονταν να ανηφορίζει ή να κατηφορίζει τα πέτρινα καλντερίμια και ψίθυροι, φανεροί ή κρυφοί για λόγους ευπρέπειας, την ακολουθούσαν έως την μεγάλη πλατεία του χωριού με τα αιωνόβια πλατάνια, καθώς εκείνη τυλιγμένη στα εκτυφλωτικά χρώματα των ρούχων της έπινε αδιάφορη το συνηθισμένο ποτό της.
Α, είχε καταφέρει και να αποκτήσει πιστούς αντιγραφείς της στον ντόπιο πληθυσμό -άλλοθι και διέξοδο τους στην αμφισβήτηση της συντηρητικής ελληνικής επαρχίας.
Μα και αυστηρούς κριτές-αυτοί έτσι κι αλλιώς έβλεπαν με απαξιωτική ματιά τους ‘ξένους’ εποίκους που είχαν παρεισφρήσει στην μικρή κοινωνία τους αναστατώνοντας την.
Εκεί, λοιπόν, που τελείωνε ο αμαξιτός δρόμος του χωριού κι άρχιζαν τα καλντερίμια του, το συμπαθητικό παραδοσιακό καφενείο είχε γίνει στέκι τα πρωινά για τους γηγενείς ξωμάχους που πίνοντας τον καφέ τους καθισμένοι στη σειρά σαν ελλανόδικη επιτροπή, αξιολογώντας θετικά ή αρνητικά όσους περνούσαν, έμπαιναν ή έβγαιναν από την μόνιμα ανοιχτή πόρτα του καφενείου.
Επηρεασμένοι από τα σήριαλ της τηλεόρασης, σκαρφίζονταν πιθανές ιστορίες για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συγχωριανών και ξένων.
Αξιολογούσαν κι εκείνη και της έδιναν ιδιότητες που προσομοίαζαν περισσότερο στις αγαπημένες τους ηρωίδες της τάδε ή δείνα ελληνικής ή τουρκικής σειράς.
Μα ναι, με ένα τρόπο σχεδόν μαγικό, μετέτρεπαν τη δικιά τους άχαρη ζωή σε κάτι διαφορετικό, δανεισμένο από τις εμπειρίες των άλλων, καθώς ενδύονταν αλλότριους χαρακτήρες στην πρωινή ραστώνη τους. Τολμώντας έτσι την φαντασιακή περιπλάνηση τους σε τόπους που ίσως δεν θα αξιωνόντουσαν ποτέ να ζήσουν.
Κι εκείνη συνειδητά ή ασυνείδητα, ηθελημένα ή αθέλητα τους πρόσφερε την δική της παρουσία για να τροφοδοτήσουν τις φαντασιώσεις τους.
***************
Αλλά όλοι αυτοί, ασφαλώς και δεν ήξεραν… Στο σπίτι της μήτε αυτούς, όπως και κανέναν άλλον, δεν είχε ποτέ προσκαλέσει, στερώντας τους έτσι την εμπειρία διείσδυσης στην δική της αλήθεια που η ίδια επιμελώς κάλυπτε πίσω από τις εκτυφλωτικές λάμψεις των πολύχρωμων ρούχων της.
Πεισματάρα, μα και ταυτόχρονα ανασφαλής.
Και καθώς οι δεκαετίες διαδέχονταν η μια την άλλη στη ζωή της, εκείνη επέμενε να τις μετράει αντίστροφα σε ένα αέναο bras de fer με τον χρόνο.
Αμφίρροπο;
Όχι για κείνη…
Έμπαινε στην αρένα της ζωής πάντα με τα δικά της όπλα.
Σίγουρη πως θα τον κέρδιζε.
Μπορούσε;
Άξιζε ωστόσο να το προσπαθεί…
Γι’ αυτό καιρό τώρα υποδύονταν μια άλλη. Με αλλαγές -εσωτερικές και εξωτερικές -αναγκαίες για να μπει πλησίστια στο πετσί του ρόλου της στοχεύοντας την τελική νίκη.
Άλλαζε συνέχεια χρώματα και σχήματα στα μαλλιά της.
Υιοθετούσε συνεχώς ολοένα και πιο εκκεντρικό ντύσιμο.
Τα βλέμματα και τα σχόλια των άλλων -επιδοκιμασίας ή σαρκασμού- την άφηναν παντελώς αδιάφορη.
Ένας μικρός ‘Φάουστ’ είχε γίνει, χωρίς ωστόσο να έχει πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο. Και οι μεταμορφώσεις της κάθε φορά ακόμη πιο τολμηρές!
«Ανάρμοστες για την ηλικία σου…»
Ο παλιός εαυτός της σχολίαζε αυστηρά πριν από κάποια καινούργια εκκεντρικότητα της.
«Όχι βέβαια!» τον αποστόμωνε ο κυρίαρχος νέος εαυτός-κι εκείνη με το τρυφερά ασταθές βάδισμα της συνέχιζε να ανεβοκατεβαίνει τα καλντερίμια ή να διασχίζει ηθελημένα τη δημοσιά μπροστά από το καφενείο.
Τα σχόλια των άλλων τα θεωρούσε κερδισμένα λάφυρα ενός αγώνα που κάθε μέρα επιβεβαίωνε τη νίκη της.
Η ντουλάπα της γέμιζε συνεχώς με τα ‘πολεμοφόδια’ των ρούχων της στο αμφίρροπο bras de fer της με το χρόνο.
Άκαπνα πολεμοφόδια;
Προς ώρας, ωστόσο, έδειχναν να της χαρίζουν κάποιους επιπλέον πόντους, ενισχυμένης, ματαιοδοξίας.
Κι αυτό όχι χωρίς κάποιο τέχνασμα!
Εξόριστοι οι καθρέφτες από τα ενδότερα του σπιτιού της.
Μόνο ένας τους είχε διασωθεί-εκείνος της διπλής παλιάς ντουλάπας, απομεινάρι πατρογονικών αναμνήσεων.
Μέσα του καθρεφτίζονταν μόνη τα βράδια με την μαύρη σατέν ρόμπα της. Οι προκλήσεις της έμεναν αποφασιστικά στο σκοτάδι, απέξω ως το επερχόμενο φως της επόμενης μέρας.
Και με το πείσμα εκείνου που γνωρίζει αυτό που δεν θέλει να παραδεχθεί -το ποιος τελικά θα είναι ο νικητής στο bras de fer με το χρόνο- κάθε πρωί περνούσε από τη δημοσιά του καφενείου και κάθε απόβραδο με το τρυφερά ασταθές βάδισμα της έφτανε στην πλατεία του χωριού φορώντας πάντα ένδυμα που θα φώτιζε το επερχόμενο τέλος της μέρας.
Παράγγελνε το καθιερωμένο της ποτό κρατώντας σφιχτά και σταθερά το ποτήρι μέσα στην υγρή παλάμη -μόνη πλέον ελπίδα της πως και αυτή τη μέρα ο αντίπαλος δεν θα της λυγούσε τον αγκώνα.