Στο διήγημα «Η αφήγηση μιας κυρίας», ο μάστορας της αφήγησης ΑντόνΤσέχοβ, αποτυπώνει μέσα σε λίγες σελίδες όλη την ζωή της ηρωίδας -αφηγήτριας. Μια ζωή που πήγε χαμένη όπως τόσες και τόσες ανθρώπινες ζωές. Τρυφερές σκέψεις που λάμπουν σαν τις στάλες της βροχής πάνω στα γένια του ήρωα , αφέθηκαν στο έλεος μιας καταδικασμένης σε μαυρίλα μοίρας. Δύο νέοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να δώσουν ο ένας στον άλλο την χαρά της ζωής, καταλήγουν μόνοι και έρημοι δίχως να καταφέρουν να γευτούν την αγάπη. Ένα τείχος υψώνεται ανάμεσά τους . Νομίζουν ότι δεν μπορούν να το περάσουν. Στην πραγματικότητα , το τείχος είναι δική τους επινόηση.
Οι άνθρωποι, κατά κανόνα, υψώνουν τείχη μια και αυτό βοηθά την οκνηρία την διστακτικότητα και την δυσπιστία τους. Δεν προλαβαίνουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους ενώ ο χρόνος περνάει μικραίνοντας την ζωή. Ζουν ,επειδή ζουν …Ανήμποροι να μοιραστούν το φως !
Αλλά δεν άκουσα ποτέ τον κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.*
…………
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ,
Μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη.*
Από το φως και την μυρουδιά του φρεσκοκομμένου χόρτου , τα γέλια και την ανεμελιά της νιότης , οι ήρωες φθάνουν στην μαυρίλα του ανύπαρκτου μέλλοντος των γηρατειών. Από τις συγκινήσεις στην θέα της βροχής, των κεραυνών, την χαρά που δίνουν τα αστροπελέκια και το απλό κοίταγμα του αγαπημένου προσώπου, έρχεται η στιγμή που όλα συνοψίζονται στον παρακάτω διάλογο :
–Πώς πάει ;
– Έτσι κι έτσι .
Κι ύστερα σιωπή. Και μετά αβάσταχτη λύπη. Και τέλος αναφιλητά .
«Θεέ μου, θεέ μου, πάει η ζωή …λέει η ηρωίδα μέσα στο αναφιλητό της .
Και εκείνος, δεν προσπαθεί καν να την κάνει να μην κλαίει, αφού θεωρεί πως έτσι πρέπει να γίνει.
Έκλεισα το βιβλίο και πάνε μέρες τώρα που βλέπω μπροστά μου την ηρωίδα να κλαίει δίχως ελπίδα. Μερικές φορές, ανάμεσα από τις πτυχές του φορέματός της εμφανίζονται άνθρωποι γνωστοί μου. Άνθρωποι βαθιά λυπημένοι, νεκροί και ζωντανοί. Μια μέρα , η γυναίκα εμφανίστηκε στον δρόμο μου την ώρα που οδηγούσα. Λίγο έλειψε να την χτυπήσω. Απέφυγα την τελευταία στιγμή.
Κατέβηκα από το αυτοκίνητο, την πλησίασα και την κοίταξα προσεχτικά. Μου φάνηκε πως το βλέμμα της, ήταν το βλέμμα της χώρας μου σε απόγνωση …
καλα λετε, ο τσεχωφ ειναι μαστορας του λογου. μαστορας της μικρης φορμας, μαστορας στο σκαλισμα της ψυχης. ολα του τα διηγηματα ειναι πραγματικα διαμαντια. εκεινα που μου εχουν μεινει εινααι ”ο πονος” με το γερο μεθυστακα , που κουλαει τη νεκρη πια γυναικα του στο γιατρο, μεσα στο ελκυθρο που το δερνει η χιονοθυελλα. ειναι ”τα στρειδια” με το παιδακι που τρελλαμεναο απο την πεινα ονειρευεται οτι καταβροχθιζει ζωντανα τεραστια ζωα. και εκεινο με το γερο αμαξα. που προσπαθει να πει σε πελατες του τον πονο του για το θανατο του παιδιου , κι εκεινοι -βουτηγμενοι στις δικες τους μεριμνες – δεν εχουν αυτια να τον ακουσουν. κι αυτος το βραδυ, τσκισμενος απο την κουραση και τον πονο, αγκαλιαζει το λαιμο της φοραδας του κια ρχιζει να μιλαει μαζι της για το θανατικο που επληξε τη ζωη του